kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Ο Μέγας Αθανάσιος. Ο βίος & η διδασκαλία του (Πατρολογία Στυλιανού Παπαδόπουλου)

Συγγραφέας: kantonopou στις 3 Ιουνίου, 2020

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ (+ 373) ο Μέγας

ΓΕΝΙΚΑ
Ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας υπήρξε η μεγαλύτερη φυσιογνωμία της αρχαίας Εκκλησίας. Σήκωσε το βάρος πολλαπλής και βαθιάς κρίσεως και θεμελίωσε θεολογικά και οριστικά την ορθόδοξη τριαδολογία. Μετέβαλε κυριολεκτικά την πορεία της θεολογίας, που είχε στρεβλωθεί με την Αλεξανδρινή σχολή, την ανασυνέδεσε με την θεολογία του Ιγνατίου, του Ειρηναίου, του Διονυσίου Αλεξανδρείας και του Θεογνώστου, και την έθεσε στην διακονία της Εκκλησίας και της σωτηρίας. Έσπασε το φράγμα των λεγόμενων θεολογικών σχολών. Φωτίστηκε κατ’ εξοχήν, ώστε αυτός κυρίως να κατανοήσει το μυστήριο της Τριάδας και αυτός να το εκφράσει. Και υπέστη τις περισσότερες διώξεις για την υπεράσπιση της αληθείας από τους αιρετικούς και τους Καίσαρες της εποχής. Για τέσσερες δεκαετίες και πλέον (328-373) απέβη το σύμβολο και η κεφαλή, προς την οποία με αγωνία είχαν στραμμένα τα βλέμματα οι πάντες, ορθόδοξοι και κακόδοξοι. Οι λίγοι ορθόδοξοι, όσο έβλεπαν τον ιερό αετό όρθιο στο θρόνο του ή ανυποχώρητο στις εξορίες του, ήταν βέβαιοι πως η Ορθοδοξία ζει και αναθαρρούσαν. Οι πολλοί κακόδοξοι, όσο έβλεπαν όρθιο τον ανυπότακτο άνδρα, ήξεραν ότι παρά τους διωγμούς η Ορθοδοξία επιζεί και γι’ αυτό θηριώνονταν.
Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
Ο Μέγας Αθανάσιος έζησε στην κρισιμότερη εποχή της αρχαίας Εκκλησίας, τότε που αυτή κινδύνευε, ανθρώπινα, να χάσει την ταυτότητα της. Η παιδεία του και η αυτοσυνειδητοποίηση του τοποθετούνται στις δύο πρώτες δεκαετίες του Δ’ αιώνα. Από το 313 και δη με την μονοκρατορία (324) του Μ. Κωνσταντίνου, οι χριστιανοί έβγαιναν από τα γκέττο κι έκλειναν οριστικά τις κατακόμβες. Αποκτούσαν για πρώτη φορά κοινωνικό πρόσωπο και την αναγκαία ελευθερία για ευρύτατη μελέτη των προβλημάτων που δημιουργούσε η βίωση της αλήθειας. Παράλληλα όφειλαν να εργάζονται και να ζουν για δύο κυρίους, τον καίσαρα και τον Χριστό. Τα γεγονότα προκάλεσαν αρχικά στους χριστιανούς απέραντο ενθουσιασμό, που γρήγορα μεταβλήθηκε σε δραματικούς αγώνες για την γνησιότητα της διδασκαλίας και την φανέρωση της αλήθειας στα θέματα που ανέκυπταν. Η Εκκλησία γνώρισε τότε ολέθριο συγκλονισμό, δεδομένου μάλιστα ότι από τις τρεις τελευταίες δεκαετίες του Γ’ αιώνα, δηλ. μετά το σπουδαίο έργο του Διονυσίου Αλεξανδρείας και την αξιόλογη σκέψη του Θεογνώστου, η θεολογία έχανε ολοένα και κάτι από την ρώμη της, από την εμμονή στην «ανακεφαλαίωση» του Ειρηναίου. Η κάμψη αυτή της θεολογίας, με την επήρεια των διωγμών, των κακοδοξιών, των μικρών θεολόγων και δη της ηθικιστικής φιλοσοφικής σκέψεως, οδηγούσε στην αποδυνάμωση της Παραδόσεως και την ηθικολογική θεώρηση της Εκκλησίας, όπως δείχνουν οι σπουδαιότεροι εκκλησιαστικοί συγγράφεις των ετών 300-320, δηλ. Μεθόδιος Ολύμπου και Ευσέβιος Καισαρείας στην Ανατολή, Αρνόβιος de Sicca και Λακτάντιος στην Δύση.
Η κατάσταση αυτή, τονισμένη ιδιαίτερα στο αδιαφιλονίκητο πνευματικό κέντρο της εποχής, δηλ. στον αλεξανδρινό χώρο, παρήγαγε μεταξύ άλλων τα εξής φαινόμενα:
α) Υποβάθμιση της απόλυτης σημασίας της ενανθρωπήσεως του Λόγου, αναζωπύρωση των συζητήσεων περί αρχής του κακού και υπερτονισμό της αξίας της φιλοσοφικής σκέψεως (αλεξανδρινή παράδοση, αλληγορική ερμηνεία). Στο φαινόμενο τούτο, που είχε βαθύτατα διαβρώσει την επιφανειακή θεολογία της εποχής και συνιστούσε τον πρωταρχικό και γενεσιουργό κίνδυνο στην Εκκλησία, απάντησε ο Αθανάσιος με τους δύο πρώτους Λόγους του «Κατά Ελλήνων» και Περί ενανθρωπήσεως».
β) Επειδή επικρατούσε τέτοιο κλίμα, όταν ανέκυψε συζήτηση και αμφισβήτηση για το πώς της δημιουργίας, της προελεύσεως του Υιού του Θεού από τον Πατέρα και της σωτηρίας, επόμενο ήταν ο Άρειος και οι πολλοί οπαδοί του να λύνουν (περί το 318) τα προβλήματα, στηριζόμενοι στις κοσμολογικές και φιλοσοφικές (οντολογικές) αρχές, διατηρώντας όμως τα βιβλικά σχήματα. Έτσι ο Άρειος ούτε την σχέση Υιού και Πατέρα μπορούσε να καταλάβει ούτε την σωτηρία να εξασφαλίσει, εφόσον ο Υιός ήταν γι’ αυτόν κτίσμα, που σαν τέτοιο δεν μπορούσε να «συνάψη» τον άνθρωπο με τον Θεό. Λίγο αργότερα (μετά το 355) εμφανίστηκαν κακοδοξίες που στρέφονταν κατά της θεότητας του αγίου Πνεύματος και των δύο φύσεων του Χριστού. Και αυτές άμεσα κι έμμεσα συνδέονταν με τον Άρειο. Είναι φανερό πως έτσι έχανε η Εκκλησία το έρεισμά της, την δύναμή της, εκείνο για το οποίο υπήρχε, δηλ. την σωτηρία. Επομένως μεταστοιχειωνόταν σε ηθικολογικό σύστημα, άλλαζε ριζικά το είναι της. Στην φοβερή αυτή κρίση απάντησε ο Αθανάσιος με τους τρεις Λόγους του «Κατά Αρειανών», τους οποίους επεξεργάστηκε επανειλημμένα, και με πλήθος μεταγενέστερων έργων του.
γ) Και πάλι ένεκα του κλίματος αυτού, όταν ο αυτοκράτορας, ορθόδοξος ή κακόδοξος, επενέβαινε στα θέματα της Εκκλησίας, οι αρειανοί κακόδοξοι, που εξέφραζαν το κλίμα τούτο, θεωρούσαν αυτονόητη την επέμβαση του καίσαρα, τον οποίο μάλιστα προκαλούσαν σ’ αυτήν για την ανατροπή της διδασκαλίας, που συνοδικώς (Νίκαια 325) η Εκκλησία κύρωσε ως γνήσια και αληθή. Απαντώντας ο Αθανάσιος στην πρόκληση αυτή, που όντως έθετε στην κρίση του εκάστοτε καίσαρα την αλήθεια της Εκκλησίας, μίλησε για την σχέση Εκκλησίας και κοσμικής εξουσίας και θεμελίωσε την θεολογία της Οικουμενικής γενικά Συνόδου.
Παρατηρούμε ότι ο Αθανάσιος αναγκάστηκε ν’ απαντήσει και απάντησε ορθά σε πολλά και θεμελιώδη προβλήματα, διότι η κρίση ήταν πολλαπλή και τόσο ριζική, που αναμόχλευε τα σπουδαιότερα θέματα της Εκκλησίας: Θεός – κόσμος – άνθρωπος – δημιουργία – τριαδολογία – ενανθρώπηση του Υιού – σωτηρία – χριστολογία – οικουμενική σύνοδος – πνευματολογία. Κανείς άλλος Πατέρας και Διδάσκαλος της Εκκλησίας δεν αντιμετώπισε τόσο ριζική και τόσο πολλαπλή εκκλησιαστικοθεολογική κρίση. Ο Αθανάσιος διατηρεί και αυτό το πρωτείο.
ΤΟ ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΟ ΚΑΚΟ ΚΑΙ Η ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΗ
α. Ο άνθρωπος «γέγονεν εις το οράν τον Θεόν»
Η θεολογία του Παύλου και του Ειρηναίου περί ανακεφαλαιώσεως και αναδημιουργίας των πάντων στο πρόσωπο του Χριστού φαινόταν άτονη και λησμονημένη στις αρχές του Δ’ αιώνα. Ο Αθανάσιος διέβλεπε καθαρά τις φοβερές συνέπειες και, απαντώντας σε εθνικούς και κακοδόξους, υπογράμμισε ότι το κακό δεν έχει «υπόσταση» δική του, καθώς πίστευαν πολλοί Έλληνες (Κατά ελλήνων 6):
«το κακόν ου παρά Θεού ουδέ εν Θεώ ούτε εξ αρχής γέγονεν, ούτε ουσία τις εστίν αυτού. Αλλ’ άνθρωποι κατά στέρησιν της του καλού φαντασίας εαυτοίς επινοείν ήρξαντο και αναπλάττειν τα μη όντα… (= όπως ενώπιον του ηλίου) καμμύων τους οφθαλμούς, σκότος εαυτώ επινοεί ουκ όντος σκότους… και εν σκότει πλανώμενος περιπατεί» (Αυτόθι 7).
Το κακό επινοήθηκε από τον άνθρωπο, ο οποίος δημιουργήθηκε από το μηδέν από τον παμβασιλέα Θεό διά του Λόγου του «κατ’ εικόνα». Η ανυπαρξία του κακού και η δημιουργία από το μηδέν τόνιζαν ότι αυθυπαρξία έχει μόνο «η πηγή της αγαθότητος» αγέννητη Τριάδα. Έδειχναν ότι μόνο ότι συνδέεται με αυτόν που έχει αυθεντική ζωή (τον Θεό) αποκτά ύπαρξη, ότι ουδεμία αναλογία υπάρχει μεταξύ Θεού και κτισμάτων (Κατά αρειανών Α’ 57). Απέκλειαν την φιλοσοφική ιεραρχία των όντων (από τον ένα Θεό μέχρι τον άνθρωπο) και διέκριναν σαφώς δύο μόνο πραγματικότητες, τελείως διάφορες μεταξύ τους, την αγέννητη αρχή, δηλ. τον Θεό, και τον κτιστό κόσμο:
Ο Λόγος, «ώσπερ εν πάση τη κτίσει ων, έκτος μεν εστί του παντός κατ’ ουσίαν, εν πάσι δε εστί ταις εαυτού δυνάμεσι τα πάντα διακοσμών» (Περί ενανθρωπήσεως 17).
Το πολυσήμαντο στον άνθρωπο ήταν ότι ο Λόγος είχε εντυπώσει σ’ αυτόν την εικόνα του Θεού, με την οποία ο άνθρωπος «γέγονεν εις το οράν τον Θεόν και υπ’ αυτού φωτίζεσθαι» (Κατά ελλήνων 7), έγινε θεωρητής του Θεού και των όντων, είχε «έννοιαν και γνώσιν» της «αϊδιότητός» του, δηλ. της θειότητας και ομοιώσεως του προς τον Θεό. Όσο θα διατηρούσε την «ταυτότητά» του, δηλ. καθαρή μέσα του την θεία εικόνα, όσο θα έμενε όπως δημιουργήθηκε («εαυτώ συνών, ως γέγονεν εξ αρχής») (Κατά ελλήνων 2 και 3), θα είχε κάποια θέα του Θεού, θα επικοινωνούσε και θ’ αγαλλόταν με τον Θεό, θα συναπτόταν με τα θεία.
β. Επιστροφή τον ανθρώπου στο μη όν, στο μηδέν (πτώση)
Παρά ταύτα ο άνθρωπος από την θέα του Θεού στράφηκε στην θέα, δηλ. την αποκλειστική εκτίμηση, του εαυτού του και του κόσμου:
ο άνθρωπος, «έως μεν τον νουν είχε προς τον Θεόν και την τούτου θεωρίαν, απεστρέφετο την προς το σώμα θεωρίαν. Ότε δε …απέστη μεν της προς τον Θεόν διανοίας, εαυτόν δε κατανοείν ήρξατο… εις επιθυμίαν του σώματος έπεσεν» (Κατά ελλήνων 3).
Την κατάσταση αυτή χαρακτηρίζει ο Αθανάσιος επιστροφή στο «κατά φύσιν», το οποίο ταυτίζει με το «ουκ ον», δηλ. με το μηδέν, από το οποίο προήλθαν οι άνθρωποι. Έτσι αμαρτία, πτώση, θάνατος, κακό, ειδωλολατρία, ταυτίζονται
«η γαρ παράβασις της εντολής εις το κατά φύσιν αυτούς επέστρεφεν, ίνα, ώσπερ ουκ όντες γεγόνασιν, ούτω και την εις το είναι φθοράν υπομείνωσι τω χρόνω εικότως. Ει γαρ, φύσιν έχοντες το μη είναι ποτέ, τη του Λόγου παρουσία και φιλανθρωπία εις το είναι εκλήθησαν, ακόλουθον ην, κενωθέντας τους ανθρώπους της περί Θεού εννοίας και εις τα ουκ όντα αποστραφέντας (ουκ όντα γαρ εστί τα κακά, όντα δε τα καλά, επειδήπερ από του όντος Θεού γενόνασι), κενωθήναι και του είναι αεί… Έστι μεν κατά φύσιν άνθρωπος θνητός, άτε δη εξ ουκ όντων γεγονώς» (Περί ενανθρωπήσεως 4)
με την ανυπαρξία, αφού ο άνθρωπος υπάρχει μόνο καθόσον βλέπει στο κάτοπτρο της ψυχής του την εικόνα του Πατέρα, δηλ. καθόσον μπορεί να έχει σχέση με τον Θεό. Ο άνθρωπος αμαυρώνει το κάτοπτρο κι έτσι, μη έχοντας θεωρία του Θεού και συνεπώς και μη ορθή θεωρία του κόσμου, τοποθετεί στην θέση του φανταστικά πράγματα, δηλ. μη όντα (Κατά ελλήνων 8). Αυτό ακριβώς είναι η ειδωλολατρία και αυτό υπογραμμίζει την «κατά φύσιν» ζωή της ανυπαρξίας. Με αυτά κατανοεί κανείς γιατί επιμένει ο Αθανάσιος να υποστηρίζει ότι ο Άρειος είναι άθεος: διότι, θεωρώντας τον Υιό κτίσμα, κατατάσσει αυτόν στα κτιστά όντα, που έχουν ύπαρξη μόνο εφόσον κοινωνούν με τον Θεόν, δεν έχουν δική τους ύπαρξη, δεν είναι θεοί. Η δυσκολία του Αθανασίου να εξηγήσει το κακό είναι εμφανής. Χρησιμοποιεί πέρα από τους πλατωνικούς όρους «ον», «μη ον», παραστατικά το σχήμα της ψυχής ως κάτοπτρο, το οποίο όταν επικαλύπτεται δεν λειτουργεί, δεν δίνει εικόνα, δηλ. δεν κατοπτρίζει τον Θεό και αυτό είναι η κακία. Το σχήμα τούτο θα αναπτύξουν πολύ ο Μ. Βασίλειος και ο Γρηγόριος Νύσσης. Επίσης, για να δείξει ο Αθανάσιος την ανυπαρξία του κακού, περιγράφει τον σκοτισμό που προκαλεί η θέα του ήλιου με γυμνό μάτι. Εκεί δεν υπάρχει σκοτάδι, αλλά, μη έχοντας δυνατότητα για απευθείας θέα του ήλιου, νομίζουμε ότι επέρχεται σκοτάδι, που δεν υπάρχει καθεαυτό, αφού εκεί είμαστε μέσα στο φώς. Ο Αθανάσιος, παρακολουθώντας προσεκτικά την πορεία του ανθρώπου, διαπιστώνει ότι αυτός αδυνατεί από μόνος του να επαναποκτήσει την κοινωνία και την γνώση του Θεού, άρα την ύπαρξη. Η αδυναμία αυτή του ανθρώπου είναι η τραγωδία του, η αυτοαπόρριψή του σ’ έναν κόσμο αντιφάσεων, όπου δεν γνωρίζει ούτε τον εαυτό του, ούτε τον Θεό, ούτε τον κόσμο• δεν αναγνωρίζει ούτε καν ότι ο Θεός είναι αγένητος και ο άνθρωπος κτιστός:
«ο Θεός… κατιδών πάλιν την ασθένειαν της φύσεως αυτών ( = των ανθρώπων), ως ουχ ικανή είη εξ εαυτής γνώναι τον δημιουργόν, ουδόλως έννοιαν λαβείν Θεού τω τον μεν είναι αγένητον, τα δε εξ ουκ όντων γεγενήσθαι« (Περί ενανθρωπήσεως 1).
γ. Ο Λόγος «ενηνθρώπησεν ίνα ημείς θεοποιηθώ μεν»
Αυτή ακριβώς η μηδενική πτωτική κατάσταση κάνει τον Αθανάσιο να αγωνιά. Θέλει να υψώσει τον άνθρωπο από την ανυπαρξία του, πασχίζει να δείξει πώς ο Θεός επεμβαίνει αποφασιστικά στην ιστορία της ανθρωπότητας, ποιά είναι η διαδικασία της θείας οικονομίας, δηλαδή της θείας επεμβάσεως. Προϋποθέσεις είναι η αγαθότητα του Θεού, που θέλει να δει τον άνθρωπο πάλι ευτυχή, δηλαδή υπάρχοντα, και η θεία εικόνα, την οποία ο Λόγος εγχάραξε στον άνθρωπο κατά την δημιουργία του. Η αγαθότητα δεν μεταβάλλεται, αλλά και η θεία εικόνα στον άνθρωπο δεν χάνεται• επικαλύπτεται, σκοτίζεται, δεν λειτουργεί, αλλά υπάρχει. Σ’ αυτήν ακριβώς επεμβαίνει ο Θεός από «φιλανθρωπία» και αυτήν θεραπεύει, ανανεώνει. Η εικόνα στον άνθρωπο γίνεται ο τόπος υποδοχής της επεμβάσεως του Θεού, μολονότι αυτή δεν έχει καμμία σχέση με τον σπερματικό λόγο των στωικών και του Ιουστίνου, τον οποίο ξεπέρασε ο Ειρηναίος και τώρα ο Αθανάσιος (Κατά ελλήνων 40). Την επέμβαση συνιστά η ενανθρώπηση του ίδιου του θείου Λόγου, του Υιού του Πατέρα:
Ο Θεός «ελεήσας πάλιν το γένος το ανθρώπινον, άτε δη αγαθός ων, ουκ αφήκεν αυτούς ερήμους της εαυτού γνώσεως, ίνα μη ανόνητον έχωσι και το είναι» (αυτόθι).
«τι έδει γενέσθαι, αλλ’ η το κατ’ εικόνα πάλιν ανανεώσαι, ίνα δι’ αυτού πάλιν αυτόν (= τον Θεόν) γνώναι δυνηθώσιν οι άνθρωποι; Τούτο δε πως αν εγεγόνει, ει μη αυτής της του Θεού εικόνος παραγενομένης του Σωτήρος υμών;» (αυτόθι 13).
Πρώτος ο Μ. Αθανάσιος επιμένει τόσο έντονα στην ψηλάφηση του τρόπου, με τον οποίο επεμβαίνει ο Θεός στην ανακαίνιση του ανθρώπου, στην σωτηρία του. Προσπαθεί να παρακολουθήσει βήμα προς βήμα την κίνηση του Θεού, κυριολεκτικά ζητάει την «λογική» του μυστηρίου. Γι’ αυτό, εξειδικεύοντας θεολογικά, δεν μιλάει πλέον γενικά για τον δημιουργό Θεό, αλλά για τον δημιουργό Λόγο, που ανακαινίζει την δική του εικόνα στον άνθρωπο, αφού ο ίδιος είναι (άλλου είδους βέβαια, δηλαδή απαράλλακτος) εικόνα του Πατέρα. «Ανατυπώνει» τώρα ο Λόγος στο ίδιο ον την «μορφή» (την εικόνα) που δημιούργησε, αλλά η οποία σχεδόν έσβησε (αυτόθι 14). Και το κάνει ο Λόγος αυτό, διότι αλλιώς, αν ο άνθρωπος δεν ιδεί την εικόνα του Πατέρα μέσα του, πως θα γνωρίσει και θα κηρύξει τον Πατέρα; Άλλος τρόπος θεογνωσίας, άλλο «σύστημα» γνωσιολογίας, δεν υπάρχει από την ενανθρώπηση και εντεύθεν (αυτόθι). Ο Θεός πλέον δεν διδάσκει με κραυγές και νεφέλες, όπως στην ΠΔ, αλλά φανερώνει την αλήθεια γινόμενος άνθρωπος, προσλαμβάνοντας το φθαρτό κτίσμα, ανακαινίζοντας και ενώνοντας την θεία εικόνα στον άνθρωπο με την ίδια την αλήθεια, δηλαδή θεώνοντας ολόκληρο τον άνθρωπο, ο Λόγος του Θεού «ενηνθρώπησεν ίνα ημείς θεοποιηθώμεν» (αυτόθι 54).
Η ΚΑΚΟΔΟΞΙΑ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΚΑΙ «Η ΦΥΣΕΙ ΓΕΝΝΗΣΙΣ» ΤΟΥ ΥΙΟΥ
α. Ο Άρειος εισάγει την αρχή τον χρόνου στην ζωή της αγίας Τριάδας
Από τις δύο Επιστολές (320/4;) του Αλεξάνδρου Αλεξανδρείας κατά του αρειανισμού συνάγεται ότι ο Άρειος, προκειμένου να μιλήσει για την προέλευση του Υιού, εκκινούσε από την κοινή αντίληψη ότι το αγένητο και άτρεπτο είναι ένα. Κοινή όμως ήταν και η πλατωνική θέση, ότι μόνο «το εν» δεν «μετέχει χρόνου, ούτε ποτέ γέγονεν, ούτε εγίγνετο» (Παρμενίδης 14/e). Επίσης μόνο «το εν» τούτο είναι το «έχον ακινήτως» (Τίμαιος 37e-38a) και ως ακίνητο είναι και άτρεπτο. Συνεπώς, υποστήριζε ο Άρειος, αγένητος είναι μόνο ένας, ο Θεός, και οτιδήποτε ακολουθεί, ακόμη και ο Υιός, «ην ποτέ ότε ουκ ην», είναι «εξ ουκ όντων», δημιούργημα εν χρόνω και μάλιστα με την βούληση του Θεού, όπως δίδασκε ο Ωριγένης. Η άποψη αυτή για τον Υιό γινόταν εύκολα δεκτή, διότι ήταν διάχυτη η αντίληψη της κατωτερότητας (υποταγής) του Υιού στον Πατέρα, διότι επικρατούσε παντού η πλατωνική και νεοπλατωνική ιεράρχηση των όντων (από το εν ή την ενάδα μέχρι τον άνθρωπο) και τέλος διότι ο Άρειος είχε το χάρισμα της πειστικότητας.
Έτσι ο Άρειος εισάγει στην θεολογία την φιλοσοφική θεώρηση του «αγενήτου» και ειδικά στην ζωή της Τριάδας την αρχή του χρόνου, δηλαδή χρονικοποιεί, τοποθετεί στον χρόνο ότι γίνεται στους κόλπους της Τριάδας, στην φύση της. Οι ορθόδοξοι αντέδρασαν στην θεολογική αυτή νοθεία, κυρίως διότι κατέληγε στον Υιό κτίσμα, που σαν τέτοιο ήταν άγνωστο στην Παράδοση και που δεν μπορούσε να προσφέρει σωτηρία. Συγκεκριμένα ο Αθανάσιος, ήδη από την εποχή της Β’ Επιστολής του Αλεξάνδρου, αντέταξε την αρχή του Αριστοτέλη ότι στην θεότητα δεν ισχύει «πρότερον και ύστερον» (Φυσικά 4, 219β και Κατά αρειανών Β’ 33), δεν υπάρχει «διάστημα» μεταξύ Πατέρα και Υιού. Δεν αρκούσε όμως αυτό για να στηρίξει την αλήθεια της θεότητας και αϊδιότητας του Υιού, όπως ήταν γνωστή και από τον Ωριγένη, τον Διονύσιο Αλεξανδρείας, τον Θεόγνωστο κ.ά. Έπρεπε να υποδειχτεί, όσο ήταν εφικτό, και ο πειστικός τρόπος της προελεύσεως του Υιού έξω από τον χρόνο, να παρασταθεί η διαδικασία με την οποία προήλθε ο Υιός.
β. Φύσει γέννησις-φύσει Υιός
Και αυτό προσπάθησε μ’ επιτυχία ο Αθανάσιος. Οδηγήθηκε λοιπόν στην θεολογία της «φύσει γεννήσεως», την οποία διέκρινε ριζικά από την «εν χρόνω δημιουργίαν». Όταν δηλαδή οι φιλόσοφοι και μαζί τους οι Ωριγένης και Άρειος κατανοούν την δημιουργία ως γένεση με βούληση του Θεού, ο Αθανάσιος αντιπροβάλλει την αλήθεια ότι η φυσική γέννηση στην θεότητα, ακριβώς ως φυσική, είναι ξένη και προς τον χρόνο και προς την θεία θέληση. Έχει απόλυτη συνείδηση ότι βρίσκεται σε αντίθεση προς το φιλοσοφικό αρειανικό κλίμα και, για να γίνει σαφέστερος, χρησιμοποιεί για τον Υιό και τις εκφράσεις:
«γέννημα της ουσίας» (Κατά αρειανών Β’ 34), «Υιός φύσει μονογενής» (Β’ 9), «φύσει και αληθινός Υιός» (Β’ 59), «αΐδιος και γνήσια γέννησις» (Β’ 45), «Λόγος εστίν αΐδιος φύσει της ουσίας του Θεού ο Υιός» (Β’ 31).
Το γεγονός της φυσικής γεννήσεως προϋποθέτει ταυτότητα φύσεως γεννώντος και γεννωμένου (ομοιότητα «απαράλλακτον» αυτών)• άρα ο Υιός έχει την φύση του Πατέρα, είναι ομοούσιος όπως ο άνθρωπος-υιός έχει την φύση, την ουσία, του πατέρα του. Ταυτόχρονα αποκλείει, ως φυσική, την έννοια της βουλήσεως στον γεννώντα, διότι η βούληση εκδηλώνεται εν χρόνω. Επομένως ο φυσικός Υιός είναι πέρα της βουλήσεως, πέρα του χρόνου, είναι δηλαδή αΐδιος, καθώς και ο φυσικός Πατέρας του. Όπως ο ήλιος συνυπάρχει πάντα, «αεί», με το απαύγασμα, με το φώς, έτσι και ο Πατέρας, όντας αΐδιος και προαιώνιος, έχει «αεί» τον Υιό, αΐδιο και προαιώνιο (βλ. και Κατά αρ. Α’ 27). Ήλιος χωρίς το σύγχρονό του φώς δεν υπάρχει και πηγή χωρίς σύγχρονο νερό δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχει και Θεός Πατέρας χωρίς αΐδιο Υιό (Δ’ 27 και 29). Αλλιώς, πρέπει να ζητήσουμε διάστημα, οπόταν ο Θεός δεν ήταν Πατέρας κι έγινε μετά. Αλλ’ αυτό θα σήμαινε ότι μεσολάβησε τροπή, που είναι αδιανόητη στον Θεό:
«αεί Πατήρ και ουκ επιγέγονε τω Θεω το Πατήρ, ίνα μη και τρεπτός είναι νομισθή» (Κατά αρ. Α’ 28).
Αντίθετα, ότι δεν προέρχεται με φυσική γέννηση, είναι «έξωθεν», δημιουργείται από το μηδέν εν χρόνω, δηλαδή έχει φύση διαφορετική από το δημιουργό, είναι κτίσμα:
«Το ποίημα έξωθεν ( = ad extra) του ποιούντος εστίν… ο δε Υιός ίδιον ( = ad intra) της ουσίας γέννημα εστί. Διό και το μεν ποίημα ουκ ανάγκη αεί είναι• ότε γαρ βούλεται ο δημιουργός εργάζεται. Το δε γέννημα ου βουλήσει υπόκειται, αλλά της ουσίας εστίν ιδιότης. Και ποιητής μεν αν είη και λέγοιτο καν μήπω η τα έργα• Πατήρ δε ουκ αν λεχθείη ουδ’ αν είη, μη υπάρχοντος υιού» (Κατά αρ. Α’ 29). «…ο Υιός μη έξωθεν, αλλά εκ του Πατρός είναι φύσει γέννημα … δήλον ότι και εξ αυτού και αεί εστί συνυπάρχων ο Λόγος τω Πατρί» (Α’ 27).
Η αρχή που θέτει ο Αθανάσιος είναι απλή, πειστική και αποφασιστική: Αυτό που είναι η φύση του γεννώντος, αυτό είναι και η φύση του γεννωμένου. Και η διαφορά των ρημάτων, τα οποία η Γραφή χρησιμοποιεί, αυτό θέλει να δείξει• όπως το «γεννάν σημαντικόν εστίν Υιού», έτσι το «ποιείν δηλωτικόν εστί των έργων» (Κατά αρ. Β’ 59). Έτσι ότι είναι ο Πατέρας είναι, κατά την φύση, και ο Υιός του. Αυτά ισχύουν και στον άνθρωπο γονέα, μόνο που αυτός, δημιουργημένος από το μηδέν, έχει αρχή και γι’ αυτό έχει αρχή και ο υιός του. Αντίθετα, ο Λόγος του Θεού δεν έχει αρχή, διότι και ο Θεός Πατέρας δεν έχει αρχή. Επίσης, διευκρινίζει, ο λόγος του ανθρώπου διαφέρει από τον Λόγο του Πατέρα, διότι ο πρώτος είναι απλός λόγος προφορικός, δεν έχει υπόσταση κι εξαντλείται, ενώ ο θείος Λόγος είναι φυσικός Υιός, υπόσταση και ύπαρξη δηλαδή δρώσα και ενεργούσα και γι’ αυτό είναι «αεί» με τον πατέρα «ως απαύγασμα φωτός»:
«οποίος γαρ αν η ο γεννών, τοιούτον ανάγκη και το γέννημα είναι. Και οποίος αν η ο του Λόγου Πατήρ, τοιούτος αν είη και ο Λόγος αυτού. Ο μεν ουν άνθρωπος εν χρόνω γεννώμενος, εν χρόνω και αυτός γεννά το τέκνον. Και επειδή εκ του μη όντος γέγονε, διά τούτο και ο λόγος αυτού πέπαυται και ου μένει. Ο δε Θεός ουχ ως ανθρωπός εστί… διά τούτο και ο Λόγος αυτού ων εστί και αϊδίως εστί μετά του Πατρός ως απαύγασμα φωτός» (Κατά αρ. Β’ 35).
Εξηγεί ακόμα ότι η φυσική γέννηση δεν συνεπάγεται «πάθος» ή τροπή στον Θεό, ούτε το γεννώμενο συνιστά «μέρος» του Θεού (Κατά αρ. Α’ 29). Το γεννάν είναι ιδιότητα του Πατέρα τόσο φυσική, ώστε αν έλειπε θα σήμαινε ελάττωμα της ουσίας του Θεού (Α’ 29).
Είναι προφανές ότι ο Αθανάσιος αναζητεί τρόπους και εικόνες της φυσικής πραγματικότητας, για να εξηγήσει όσο ακριβέστερα μπορεί την ζωή της αγ. Τριάδας. Τελικά όμως επισημαίνει γεγονότα, υποδεικνύει όψεις της αλήθειας, χωρίς να νομίζει ότι εισέρχεται στην εσώτερη διαδικασία, χωρίς πράγματι να εξηγεί δηλαδή το πώς της αλήθειας και ειδικά εδώ το «πώς γεννά ο Θεός». Η εξήγηση του, η θεολογία του, έγκειται στην επισήμανση του «γεννάν», στην υπογράμμιση της σημασίας του «γεννάν» και των συνεπειών αυτού για την σωτηρία του ανθρώπου. Περισσότερο δεν επιτρέπεται ούτε μπορεί ο άνθρωπος να προχωρήσει (Κατά αρ. Β΄36). Πρέπει όμως να παρατηρήσουμε ότι η επισήμανση του «φύσει» γεννάν είναι ήδη κάθοδος, είσοδος στην αλήθεια κι εξήγηση μερική της ζωής της Τριάδας. Επομένως η προτροπή του να μη ζητάμε να μάθουμε περισσότερα, να μη ζητάμε το «πώς γεννά ο Θεός», έχει σχετική σημασία, που ορίζεται από την δική του αίσθηση επάρκεια της γνωσθείσης αλήθειας και άρα – εφόσον ο Αθανάσιος είναι μέτρο – από τις ανάγκες της εποχής του.
Η εισαγωγή και θεμελίωση της θεολογίας της «φυσικής γεννήσεως», ότι ο Υιός είναι φυσικός Υιός, είναι απόλυτης σημασίας. Παρά τις εξηγήσεις του Αθανασίου οι αντίπαλοι παρεξηγούσαν την χρήση στην Γραφή των ρημάτων γεννώ και ποιώ για τον Υιό. Και μόνο με την βαθιά και αποφασιστική τομή της «κατά φύσιν» γεννήσεων, μόνο με την χαρισματική είδοδο στην αλήθεια ότι ο Υιός είναι του Πατέρα «φυσικός» Υιός, το θέμα λυνόταν οριστικά. Γι’ αυτό και προέτρεπε να μην πολυπραγμονούν για την έννοια των ρημάτων, αρκεί να ομολογούν «το κατά φύσιν» (Κατά αρ. Β’ 3).
Για την αλήθεια της «φύσει» γεννήσεως έχει ο Αθανάσιος ένα σημαντικό έρεισμα στην ιστορία της θεολογίας. Ο Θεόγνωστος, διευθυντής της αλεξανδρινής κατηχητικής σχολής μεταξύ 264 και 281, έγραψε το εξής πολυσήμαντο: «ουκ έξωθεν τις εστίν… η του Υιού ουσία ουδέ εκ μη όντων επεισήχθη, αλλά εκ της του Πατρός ουσίας έφυ, ως του φωτός το απαύγασμα» (Περί Νικαίας 25,2). Το «έφυ» τούτο του Θεογνώστου ταυτίζεται με το «φύσει γέννησις» του Αθανασίου, αλλά σε σημεία, τα οποία γνώριζε ο Φώτιος (Μυριόβιβλον 106), ο Θεόγνωστος κατανοεί τον Υιό σαν δημιούργημα και οπωσδήποτε δεν διανοείται ταυτότητα φύσεως στα δύο θεία πρόσωπα, όπως πρώτος στην ιστορία της θεολογίας κάνει ο θεόπνευστος Αθανάσιος, που γι’ αυτό είναι και Μέγας και στύλος της Ορθοδοξίας.
γ. Η φυσική γέννηση του Υιού προηγείται της θείας βουλήσεως
Στην προσπάθειά του ο Αθανάσιος να αποχωρίσει την εν χρόνω δημιουργία από την φυσική γέννηση, διακρίνει δύο αρχές: την αρχή του «διαστήματος» (όπου έχουμε κίνηση κι έκταση χρονική στο διάστημα), κατά την οποία τα όντα κτίζονται από το μηδέν, αρχίζουν• και την αρχή της κατ’ εξοχήν «οικονομίας», κατά την οποία εν χρόνω εξανθρωπίζει ο Υιός και αρχίζει η καινή κτίση.
Οι δύο αυτές αρχές είναι αποτέλεσμα της θείας βουλήσεως και προϋποθέτουν χρόνο:
«ταυτόν εστίν ειπείν ‘βουλήσει’ και ‘ην ποτέ ότε ουκ ην’ … βουλήσει λέγοντες χρόνους προ Υιού σημαίνουσι• των γαρ ποτέ μη όντων προηγείται το βουλεύεσθαι… ει προηγείται η βουλή, πώς δι’ αυτού τα πάντα;» (Κατά αρ. Β’ 61). «η μεν βουλή και η πρόθεσις (= του μυστηρίου της ενανθρωπήσεως) προ του αιώνος ητοιμάσθη, το δε έργον γέγονεν ότε η χρεία απήτησε και επεδήμησεν ο Σωτήρ» (Κατά αρ. Β’ 77).
Το πρώτο χωρίο δείχνει αβάσιμον τον περίφημο ελιγμό των αρειανών, που, αντί του «ην ποτέ ότε ουκ ην» ο Υιός, πρόβαλαν το σχήμα: «θελήματι του Θεού προ χρόνων και προ αιώνων κτισθέντα» τον Υιόν (Αρείου, Έκθεσις πίστεως… προς Αλέξανδρον). Δεν δίστασε μάλιστα ο Άρειος να γράψει και την φράση «ο Υιός αχρόνως γεννηθείς» (αυτόθι). Ο Αθανάσιος κατάλαβε τον ελιγμό και σπεύδει να καταδείξει ότι η βούληση (θέληση) συνεπάγεται χρόνο και ο χρόνος βούληση. Είτε την αρχή του χρόνου θέσει κανείς είτε την αρχή της θείας βουλήσεως, καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή στα κτιστά όντα ή στην θεία οικονομία. Έτσι το τελευταίο βήμα στην θεολογία αυτή του Αθανασίου είναι ότι η «φύσει» γέννηση προηγείται της βουλήσεως:
«υπεραναβέβηκε δε της βουλήσεως το πεφυκέναι» (Κατά αρ. Β’ 2). «υπέρκειται και προηγείται του βουλεύεσθαι το κατά φύσιν» (Κατά αρ. Γ’ 62).
Άλλωστε η βουλή του Θεού Πατέρα είναι ο ίδιος ο Υιός, που γεννάται «φύσει», δηλαδή στην ίδια την θεία φύση και από αυτήν και άρα έξω από κάθε είδους προσδιοριστική αρχή:
ο Υιός «έστιν η του Πατρός βουλή και ενούσιος ενέργεια … δεύτερον έστιν… το δημιουργείν του γεννάν τον Θεόν. Το μεν γαρ Υιός ίδιον και αληθώς εκ της μακαρίας εκείνης και αεί ούσης ουσίας εστί• τα δε εκ βουλήσεως αυτής έξωθεν συνιστάμενα γίνεται και δημιουργείται διά του ιδίου και εξ αυτής γεννήματος» (Β’ 2). «τον δε ίδιον Λόγον εξ αυτού φύσει γεννώμενον ου προβουλεύεται» (Γ’ 61).
Η θεία βούληση δεν μπορεί να προηγείται της γεννήσεως του Λόγου, διότι τότε πώς θα έλεγε ο ευαγγελιστής Ιωάννης ότι «πάντα δι’ αυτού εγένετο» (1,3); Αν δεχτούμε ότι «βουλήσει» γεννήθηκε ο Λόγος, τότε θα πρέπει να ζητήσουμε και άλλον Λόγο, από τον οποίο προήλθε και αυτός, με τον οποίο δημιούργησε ο Θεός τον κόσμο (Γ’ 60). Την διαφορά μεταξύ γεννήσεως του Υιού και της δημιουργίας του κόσμου παριστάνει ο Αθανάσιος με την διαφορά μεταξύ του υιού που ο άνθρωπος γεννά φυσικώς έσωθεν, από την ουσία του, και της οικίας, που ο ίδιος κατασκευάζει με υλικά έξωθεν της ουσίας του και με την βούλησή του, που εκδηλώνεται εν χρόνω (Γ’ 62). Κάνει μάλιστα ο Αθανάσιος μία λεπτότατη και αποκαλυπτική ερμηνευτική παρατήρηση στα βιβλικά κείμενα, που αναφέρονται στον Λόγο του Θεού. Αυτά, όταν πρόκειται για την οικονομία της ενανθρωπήσεως του Λόγου, προσθέτουν φράση ενδεικτική της κινήσεως, του σκοπού, της αιτίας, του χώρου, όπως: «ο Λόγος σαρξ εγένετο» και «εσκήνωσεν εν ημίν» (Ιω. 1,14). Εδώ έχουμε «διαστηματικήν αρχήν»: κάτι κάπου κάποτε αρχίζει να γίνεται. Όταν πρόκειται να δηλωθεί μόνο η Θεότητα του Λόγου, τότε λέγεται απλώς: «εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο Λόγος» (Ιω. 1,1), χωρίς τα στοιχεία του χρόνου (διαστήματος) ή της αιτίας. Έτσι μόνο κατανοεί και το περίφημο χωρίο «Κύριος έκτισέ με αρχήν οδών αυτού εις έργα αυτού» (Παροιμ. 8,22), που έγινε το μέγα έρεισμα των αρειανών, για να στηρίξουν την ιδέα ότι ο Υιός είναι κτίσμα. Εδώ το «έκτισε» δεν σημαίνει «την αρχήν του είναι, αλλά την ενανθρώπησιν», την «οικονομίαν» προς «ανανέωσιν» των έργων, τα οποία προστίθενται στο χωρίο ως αιτία της οικονομίας. Έχουμε, λοιπόν, την αρχή της θείας οικονομίας, που συνδέεται με τον χρόνο, και όχι την γέννηση του Υιού, στην οποία όταν αναφέρονται τα βιβλικά κείμενα δεν προσθέτουν αιτία, όπως π.χ. στα χωρία: «εγώ ειμί η αλήθεια» (Ιω. 8,12) και «εγώ και ο Πατήρ εν εσμέν» (Ιω. 10,30). (Βλ. Κατά αρ. Β’ 53-54, 57-58).
Με την θεολογία της «φυσικής γεννήσεως» ο Αθανάσιος θεμελιώνει για πρώτη φορά στην Εκκλησία α) την αϊδιότητα του Υιού και Λόγου του Θεού, β) την ταυτότητα φύσεως Πατέρα και Υιού και γ) την απόλυτη διαφορά μεταξύ άτρεπτης φύσεως Υιού και τρεπτής φύσεως των δημιουργημάτων. Αυτονόητο ότι ξεπερνά οριστικά την ωριγενιστική θεολογία, που κατανοούσε την αϊδιότητα του Λόγου κυρίως με την αντίληψη ότι ο Πατέρας γεννά – δημιουργεί αιωνίως – διαρκώς, και με τον επικίνδυνο συνδυασμό (ή ταύτιση) γεννήσεως του Υιού και δημιουργίας του κόσμου. Ο συνδυασμός αυτός ήταν ακόμη πιο επικίνδυνος, διότι ο Ωριγένης, για ν’ αποφύγει τον γνωστικισμό, δεν ήθελε τον Υιό γεννώμενο από την ουσία του Πατέρα. Ένα βήμα περισσότερο και φθάσαμε στον Άρειο, που δίδαξε ότι ο Υιός «αρχήν του κτίζεσθαι» είχε (Κατά αρ. A’ 5), γιατί έτσι διαφύλαττε στον Θεό το αγέννητο (Γραφή) και το πρώτο κινούν άναρχο (Αριστοτέλης). Στην Παράδοση φυσικά, την κοινή πίστη, υπήρχε, υπογραμμίζει ο Αθανάσιος, το ότι «εξ αρχής… ο Θεός Υιόν τον Λόγον, την σοφίαν… έχει• και ταύτα εστίν αυτού εικών και απαύγασμα» (Κατά αρ. Β’ 34). Γιατί όμως το «εξ αρχής» σημαίνει αεί, γιατί ο Υιός είναι αεί και όμοιος στην ουσία με τον Πατέρα και γιατί δεν είναι κτίσμα αποτελούν το έργο της αθανασιανής θεολογίας.
δ. Το ομοούσιον
Ο Μ. Αθανάσιος άργησε να χρησιμοποιήσει τον όρο ομοούσιος, που έγινε θεμέλιος λίθος της τριαδολογίας και κριτήριο της ορθοδοξίας. Ειδικότερα, υποστηρίζουν ότι δεν χρησιμοποίησε μέχρι το 350 περίπου την ορολογία της Α’ Οίκουμ. Συνόδου της Νίκαιας (325). Αλλά η Νίκαια πρόβαλε για την ουσιαστική σχέση Υιού και Πατέρα τους εξής δύο ταυτόσημους όρους: «εκ της ουσίας του Πατρός» και «ομοούσιος». Ο Αθανάσιος αναφέρει τον πρώτο πολύ συχνά και τον δεύτερο άπαξ (Κατά αρ. Α’ 9). Επομένως ακλουθεί την αποφασιστική ορολογία της Νίκαιας, μόνο που προτιμά τον περιφραστικό όρο. Και αυτό γιατί ο όρος «εκ της ουσίας του Πατρός» συνδέεται άμεσα με το κλίμα της εποχής, με την διαμάχη γύρω από τον αρειανισμό και τον προσωπικό του αγώνα. Το «ομοούσιος» προ- τάθηκε ορθά στην Νίκαια (κι έγινε δεκτό από τον Κωνσταντίνο, με την προτροπή ίσως του Οσίου Κορδούης) κι επεκράτησε οριστικά (ως μονολεκτικός και ακριβέστερος όρος), αλλά δεν ήταν θεολογικό κλειδί στις αρχικές συζητήσεις των ορθοδόξων και των αρειανών, οι οποίοι μάλιστα τον απέρριπταν και ως μη βιβλικό.
Οι αρχικές απαντήσεις (και φράσεις) που οι ορθόδοξοι έδιναν στους αρειανούς καταχωρίζονται στις δύο Επιστολές, που κυκλοφόρησαν με το όνομα του Αλεξάνδρου Αλεξανδρείας, ως προτάσεις απορριπτόμενες από τους αρειανούς. Οι ορθόδοξες θέσεις που μας ενδιαφέρουν είναι κυρίως ότι ο Λόγος ή ο Υιός είναι «όμοιος κατ’ ουσίαν τω Πατρί», ότι είναι «αληθινός και φύσει του Πατρός Λόγος» (και Υιός), ότι έχει «φυσικήν υιότητα», ότι είναι «γνήσιος» (αληθινός) Υιός, ότι είναι απαράλλακτη εικόνα της ουσίας ή φύσεως του Πατέρα, ότι είναι άτρεπτος κ.α. Πρόκειται για θεματική και ορολογία που συνεχίζεται και μάλιστα αναπτύσσεται θεολογικά για πρώτη φορά στα έργα του Αθανασίου. Αυτός είναι ο λόγος που μας κάνει να πιστεύουμε ότι ο Αθανάσιος αναμίχτηκε γρήγορα στις θεολογικές συζητήσεις που προκάλεσε ο Άρειος και ότι η Β’ Επιστολή του Αλεξάνδρου συντάχτηκε κυρίως από τον Αθανάσιο. Ο μόνος κρίσιμος όρος των έργων του Αθανασίου, που δεν βρίσκουμε αυτούσιο στην Επιστολή, είναι το «ίδιον», ότι ο Υιός δηλαδή είναι της φύσεως του Πατέρα, είναι από την ίδια φύση, ανήκει στην ίδια φύση («ίδιος της ουσίας του Πατρός») (Κατά αρ. Α’ 9). Στην Επιστολή χρησιμοποιείται η πολύ γνωστή στους λόγους Κατά αρειανών λέξη «ιδιότητα» και «ιδιότροπος» για να δηλώσει το ίδιο θέμα. Στους λόγους του Κατά ελλήνων (π.χ. 40) και Περί ενανθρωπήσεως (π.χ. 20 και 55), της εποχής προ του 325, χρησιμοποιεί επίσης ως όρους κλειδιά για την θεότητα του Υιού τα επίθετα «μονογενής», «αληθινός» και «ίδιος». Είναι χαρακτηριστικό ότι το «μονογενής αληθινός» της Επιστολής και του Περί ενανθρωπήσεως γίνεται στους Κατά αρειανών «Υιός αληθινός φύσει» (Α’ 9) ή «φύσει μονογενής» (Β’ 9). Έχουμε δηλαδή εξέλιξη και ανάπτυξη της ορολογίας, ιδιαίτερα εδώ που θέλει να δείξει την «κατά φύσιν» ενότητα Υιού και Πατέρα.
Οι παραπάνω λέξεις-κλειδιά «ίδιος», «αληθινός», «εκ της ουσίας του Πατρός», «φύσει Υιός» ή «φύσει γέννημα» αποτελούν θετική έκφραση, δηλώνουν αυτό που είναι ο Υιός προς τον Πατέρα. Ο όρος ομοούσιος είναι η συνέπεια των παραπάνω, προκύπτει αβίαστα από αυτό που δηλώνουν οι παραπάνω λέξεις. Και ήταν πολύ φυσικό για τον Αθανάσιο να χρησιμοποιήσει μετά το 341 το ομοούσιος ως αποκλειστικό όρο, διότι τότε παρουσιάστηκαν επίσημα (π.χ. στην σύνοδο των Εγκαινίων) ημιαρειανοί ή μετριοπαθείς αρειανοί (οι όμοιοι και δη οι ομοιουσιανοί). Αυτοί υιοθετούσαν πολλούς κρίσιμους αθανασιανούς όρους – μαζί και τον «εκ της ουσίας του Πατρός» – με δική τους κατανόηση, γεγονός που δημιουργούσε σύγχυση, την οποία ο Αθανάσιος ήθελε να αποφύγει.
ε. Διάκριση αλήθειας και ορολογίας
Από το 355 και μετά, όταν πολλοί μετριοπαθείς αρειανοί πλησίαζαν με ειλικρίνεια τους ορθοδόξους, το ομοούσιος γινόταν εμπόδιο για την τελική τους ενσωμάτωση στην Εκκλησία. Αυτοί έζησαν ολόκληρες δεκαετίες στο αντιομοουσιανικό κλίμα και υποπτεύονταν ή αποστρέφονταν ακόμα και συναισθηματικά τον όρο τούτο. Το πρόβλημα αντιμετώπισε ο Αθανάσιος με συνετή συγκατάβαση, προτείνοντας, από το 362 και μετά, την χρήση των όρων «φύσει γέννημα», «αληθώς φύσει Υιός» και «εκ της ουσίας του Πατρός» (βλ. Περί των εν Αριμίνω και Σελεύκεια συνόδων [41] και προς τους εν Αφρική [9]) αντί του ομοούσιος. Το γεγονός είναι πολυσήμαντο, διότι εμφανίζει τον Αθανάσιο αναπτυσσόμενο θεολογικά και μετά τα 65 του χρόνια και τον αποδεικνύει ικανό να διακρίνει με σαφήνεια ορολογία και αλήθεια, αφού ήδη από παλαιότερα δίδασκε ότι τις λέξεις- όρους ορίζουν τα πράγματα και όχι το αντίθετο:
«ου γαρ αι λέξεις την φύσιν παραιρούνται, αλλά μάλλον η φύσις τας λέξεις εις εαυτήν έλκουσα μεταβάλλει. Και γαρ ου πρότεραι των ουσιών αι λέξεις, αλλ’ αι ουσίαι πρώται και δεύτεραι τούτων αι λέξεις» (Κατά αρ. Β’ 3).
Στην περίπτωση αυτή δεν υποδουλώνεται ο θεολόγος στους όρους, αλλά, όπως κατά τον Γρηγόριο Θεολόγο έκανε ο Αθανάσιος, προχωρεί σε άλλες εκφράσεις, όταν έχει ασφαλή την αλήθεια (το πράγμα). Τότε ο Αθανάσιος μπόρεσε να χρησιμοποιήσει για την αλήθεια και άλλους όρους:
«προσκαλεσάμενος αμφότερα τα μέρη… και τον νουν των λεγομένων εξετάσας, επειδή συμφωνούντας εύρε και ουδέν διεστώτας κατά τον λόγον, τα ονόματα συγχωρήσας συνδεί τοις πράγμασι»
(Γρηγορίου Θεολόγου, Εις Αθανάσιον, Λόγος ΚΑ’ 25: PG 35, 1125Β).
Πρέπει ακόμη να σημειώσουμε ότι οι αρχικοί θεολογικοί όροι του Αθανασίου, όπως «φύσει Υιός», «αληθινός Υιός», τους οποίους ορθά είχε αφήσει χάριν του ομοούσιος, έρχονταν τώρα στην επικαιρότητα και λειτουργούσαν ως γέφυρες ενσωματώσεως των ημιαρειανών στην Εκκλησία. Η τακτική βέβαια του Αθανασίου δεν αποτελούσε εγκατάλειψη του ομοουσίου, αλλά μόνο παραχώρηση και μόνο για όσους είχαν επιφανειακούς ενδοιασμούς για την αποδοχή του όρου αυτού.
ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΗ
α. Σύναψη Θεού και ανθρώπου
Η χριστολογία του Αθανασίου και της Εκκλησίας είναι απόλυτα σωτηριολογική. Δεν θα έκανε χριστολογία, εάν δεν έπρεπε να δείξει, όσο γινόταν ακριβέστερα, πως με το μυστήριο του Χριστού σώζεται πράγματι ο άνθρωπος. Το ίδιο, δεν θα έκανε τριαδολογία, εάν δεν έπρεπε να δείξει ότι μόνο ως αληθινός Θεός ο Υιός μπορούσε να αναλάβει το έργο της σωτηρίας. Στην σωτηριολογική του χριστολογία ο Αθανάσιος αποδεικνύει θαυμαστό και στέρεο ρεαλισμό. Η σκέψη του εδώ έχει τον χαρακτήρα συνεπούς καταγραφής και αποκρυπτογραφήσεως του σωτηριώδους έργου του Χριστού. Καταγράφει ότι βιώνει στην Παράδοση και αποκρυπτογραφεί όσο τον φωτίζει το άγιο Πνεύμα.
Η σωτηρία ή θέωση του ανθρώπου πραγματώνεται μόνο εφόσον υπάρξει «σύναψις» ή «συγγένεια» του Υιού του Θεού και του κτιστού. Ο Υιός αν ήταν κτιστός, ομότιμος δηλαδή του κτιστού, δεν θα μπορούσε να θεώσει το κτιστό, να του προσφέρει κάτι που δεν έχει, να το «συνάψει» με τον Θεό. Γι’ αυτό και μόνο ο φυσικός (Θεός) Υιός του Θεού μπορεί να συνάψει στον εαυτό του τον φυσικό (κτιστό) άνθρωπο:
«ει κτίσμα ην ο Υιός, έμενεν ο άνθρωπος ουδέν ήττον θνητός, μη συναπτόμενος τω Θεώ. Ου γαρ κτίσμα συνήπτε τα κτίσματα τω Θεώ, ζητούν και αυτό τον συνάπτοντα• ουδέ το μέρος της κτίσεως σωτηρία της κτίσεως αν είη, δεόμενον και αυτό σωτηρίας… κατά την συγγένειαν της σαρκός ηλευθερώθημεν και λοιπόν συνήφθημεν και ημείς τω Λόγω» (Κατά αρ. Β’ 69).
«ουκ αν εθεοποιήθη ο άνθρωπος, ει μη φύσει εκ του Πατρός και αληθινός και ίδιος αυτού ην ο Λόγος ο γενόμενος σαρξ. Διά τούτο γαρ τοιαύτη γέγονεν η συναφή, ίνα τω κατά φύσιν της θεότητος συνάψη τον φύσει άνθρωπον και βεβαία γένηται η σωτηρία και η θεοποίησις αυτού» (Β’ 70).
β. Έπρεπε να πεθάνει ο θάνατος. Αφθαρτοποίηση του σώματος
Για να επιτευχτεί σύναψη Θεού και ανθρώπου, έπρεπε η ενανθρώπηση να είναι πραγματική, όχι δοκητική ή φανταστική. Αλλιώς και η σωτηρία θα ήταν μη πραγματική, απλή φαντασία:
«ει γαρ θέσει ην εν τω σώματι ο Λόγος, κατ’ εκείνους, το δε θέσει λεγόμενον φαντασία εστί, δοκήσει ευρίσκεται και η σωτηρία και η ανάστασης» (Προς Επίκτητον 7).
Το γεγονός της σωτηρίας όμως προϋποθέτει τον θάνατο, την αναίρεση, το τέλος της μεταπτωτικής θνησιμότητας, δηλ. το τέλος του θανάτου στον άνθρωπο. Αυτό μπορούσε να γίνει μόνο στο πρόσωπο του Υιού και Λόγου του Θεού. Αλλ’ επειδή ο Λόγος ως αθάνατος δεν μπορούσε να πεθάνει, προσέλαβε κάτι, δηλ. τον άνθρωπο, στο σώμα του οποίου -ως ανθρώπινο σώμα- θα πέθαινε.
Για να επιτευχτεί ο θάνατος της φθοράς και να μη στρέφεται ο άνθρωπος στα μη όντα, όπως με φιλοσοφική γλώσσα εξηγούσε ο Αθανάσιος τον πνευματικό θάνατο, το σώμα που ο Λόγος θα δεχόταν έπρεπε να ήταν πραγματικό, για να είναι σ’ αυτό πραγματικός και ο θάνατος όλων των θνητών. Και παράλληλα έπρεπε το σώμα να αναδεικνυόταν, να απέβαινε, πραγματικά άφθαρτο ως προϋπόθεση και απόδειξη της αφθαρσίας ή αθανασίας ή θεώσεως των ανθρώπων. Η αφθαρσία του ανθρώπινου σώματος επιτεύχτηκε με την κατοίκηση σ’ αυτό του Λόγου ή αλλιώς με την πρόσληψη ή αφθαρτοποίηση του σώματος από τον Λόγο. Το γεγονός εξασφάλισε την δυνατότητα αφθαρτοποιήσεως όλων των ανθρώπινων σωμάτων, εφόσον μετέχουμε στο σώμα του Λόγου και όχι σε κάποιο κοινό ανθρώπινο σώμα (Προς Μάξιμον 2 και Κατά αρ. Γ’ 34):
«Συνιδών γαρ ο Λόγος, ότι άλλως ουκ αν λυθείη των ανθρώπων η φθορά, ει μη διά του πάντως αποθανείν (ουχ οιόν τε δε ην τον Λόγον αποθανείν, αθάνατον όντα και του Πατρός Υιόν), τούτου ένεκεν το δυνάμενον αποθανείν εαυτώ λαμβάνει σώμα, ίνα τούτο του επί πάντων Λόγου μεταλαβόν, αντί πάντων ικανόν γένηται τω θανάτω και διά τον ενοικήσαντα Λόγον άφθαρτον διαμείνη και λοιπόν από πάντων η φθορά παύσηται τη της αναστάσεως χάριτι» (Περί ενανθρωπήσεως 9. Βλ. και 20).
«Το μεν ουν σώμα ( = του Λόγου), ως και αυτό κοινήν έχον τοις πάσι την ουσίαν (σώμα γαρ ην ανθρώπινον, ει και καινοτέρω θαύματι συνέστη εκ Παρθένου μόνης), όμως θνητόν όν, κατά ακολουθίαν των ομοίων και απέθνησκε. Τη δε του Λόγου εις αυτό επιβάσει ουκέτι κατά την ιδίαν φύσιν εφθείρετο, αλλά διά τον ενοικήσαντα του Θεού Λόγον εκτός εγίνετο φθοράς. Και συνέβαινεν αμφότερα εν ταύτω γενέσθαι παραδόξως• ότι τε ο πάντων θάνατος εν τω κυριακώ σώματι επληρούτο και ο θάνατος και η φθορά διά τον συνάντα Λόγον εξηφανίζετο. Θανάτου γαρ ην χρεία και θάνατον υπέρ πάντων έδει γενέσθαι, ίνα το παρά πάντων οφειλόμενον γένηται» (αυτόθι 20).
«ει και απέθανε ( = το σώμα του Χριστού) διά το υπέρ πάντων λύτρον, αλλ’ ουκ οίδε φθοράν. Ολόκληρον γαρ ανέστη, επεί μηδέ άλλου τινός αλλ’ αυτής της ζωής ην το σώμα» (αυτόθι 21).
γ. Το θεολογείν
Οι αρειανοί επέμεναν στην αρχή ότι δεν μπορεί να υπάρχουν δύο αγένητα και άρα δύο αΐδια (Πατήρ και Υιός), διότι λογικά το τέκνο δεν υπάρχει πριν γεννηθεί και διότι ο Θεός δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει τον κόσμο χωρίς ενδιάμεσο όν, χωρίς «υποκείμενη ύλη», δηλ. χωρίς τον Υιό (Κατά αρ. Α’ 22-23). Πρόκειται για λαϊκοφιλοσοφική θεώρηση με τις εξής επιπτώσεις στην μέθοδο του θεολογείν: α) Απομονώνει από το μυστήριο της Τριάδας τον αγένητο Πατέρα, που μένει μόνος αληθινός Θεός, μόνος ακατάληπτος, μόνος άτρεπτος, μόνος ακίνητος. Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ θείου και κτιστού σύρεται μεταξύ Θεού Πατέρα και όλων των άλλων, δηλαδή Υιού, Πνεύματος, κόσμου• και όχι μεταξύ Τριάδας (Πατήρ, Υιός, Πνεύμα) και δημιουργίας της. β) Μεθοδολογικά την απομόνωση του Θεού Πατέρα επιτυγχάνει εισάγοντας την κατηγορία του χρόνου στην γέννηση του Υιού. Ο χρόνος είναι το αποφασιστικό σημείο, αφού ότι είναι πάνω από αυτόν είναι άναρχο και άγνωστο• ότι αρχίζει με αυτόν είναι κτιστό και γνωστό, γ) ο μόνος αληθινός και άναρχος Θεός τελικά μένει στον κόσμο άγνωστος, αφού και ο Λόγος, όντας κτίσμα, δεν τον γνωρίζει τέλεια (Κατά αρ. Α’ 6). Επομένως ο αρειανισμός είχε είδος αγνωστικισμού, που κρατούσε τον κυρίως Θεό σε απόσταση από την δημιουργία του. Δεν ήταν ο ίδιος που επικοινωνούσε με τον κόσμο, αλλά ένα ενδιάμεσο ον, ο Υιός του, που όμως ήταν το πρώτο κτίσμα του, με το οποίο έκτισε τον λοιπό κόσμο. Αντίθετα πάλι, ο νεοαρειανισμός με τον Ευνόμιο ισχυριζόταν ότι γνώριζε απόλυτα και αυτήν την ουσία του Θεού, επειδή ταύτιζε τα γνωστά θεία ιδιώματα με την άγνωστη θεία ουσία.
Ο Αθανάσιος κατάλαβε ότι ο αρειανισμός αποτελούσε το όλως άλλο από την αλήθεια της Εκκλησίας και το φρόνημά της και ότι οι εσφαλμένες ριζικές του τομές στην αλήθεια συνιστούσαν πρόκληση. Θα έμπαινε στην δοκιμασία ο Αθανάσιος; Θα απαντούσε στον αγνωστικισμό με γνώση, δηλ. με την εμπειρία της αλήθειας; Αυτό ήταν το πρόβλημα του Αθανασίου, που προχώρησε θετικά, διότι οι συνέπειες ήταν σωτηριολογικές. Προσπάθησε, λοιπόν, να γνωρίσει και να εκφράσει την αλήθεια, που αγνοούσε και παρεξηγούσε ο Άρειος. Αρχίζοντας το συγγραφικό του έργο, θέλει ν’ αποδείξει ότι το μυστήριο του Χριστού δεν είναι «άλογον» (Κατά ελλήνων 1), έχει ακολουθία λογική, την οποία μπορούμε και οφείλουμε να γνωρίσουμε. Για τον σκοπό του χρησιμοποίησε κάθε δυνατό μέσο, την Παράδοση της Εκκλησίας, την Γραφή και την θύραθεν παιδεία. Στην τελευταία δεν φαίνεται να είχε κάνει σπουδές ειδικές, αλλά την γνώριζε καλά τουλάχιστον στο έργο του Πλάτωνα, τον οποίο τιμά ιδιαίτερα και του οποίου στοιχεία χρησιμοποιεί, όταν π.χ. προσπαθεί να δείξει την σχέση Πατέρα και Υιού ή όταν μιλάει για τον Θεό γενικά, τον κόσμο και τον άνθρωπο. Αλλά και την ειδωλολατρικότητα της φιλοσοφίας και δη της πλατωνικής την δείχνει με όρους πλατωνικούς. Παρά ταύτα δεν οργανώνει με φιλοσοφική μεθολογία την επιχειρηματολογία του, δεν έχει αφηρημένη (speculative) συλλογιστική. Η σκέψη του αντίθετα είναι κυρίως βιβλική, εντυπωσιακά απλή και βαθύτατα θεολογική. Έχει συνείδηση ότι, για να φθάσει στην ζητούμενη όψη της αλήθειας, χρειάζεται το όλο φρόνημα της Εκκλησίας (Γραφή και Παράδοση) και τον φωτισμό του Πνεύματος. Εκεί δεν τον οδηγεί σε καμμία περίπτωση η φιλοσοφούσα σκέψη, που δεν μπόρεσε ούτε «έννοιαν λαβείν Θεού» (Περί ενανθρωπήσεως 11. Βλ. και Κατά ελλήνων 47). Η Γραφή είναι στον Αθανάσιο «αυτάρκης» για να δείξει την αλήθεια. Όταν όμως εμφανίζονται κακοδοξίες που προσβάλλουν την ίδια την αλήθεια, γίνεται αναγκαίος ο φωτισμός του Πνεύματος, μολονότι φυσικά η Γραφή διατηρεί τον καθοριστικό ρόλο πυξίδας, όπως άλλωστε και οι «θεόπνευστοι» διδάσκαλοι της Εκκλησίας, η Παράδοση. Ο φωτισμός είναι απόλυτη συνάρτηση της μετοχής του ανθρώπου στον Χριστό και στο Πνεύμα και βασίζεται στην ανανέωση της θείας εικόνας μέσα στον άνθρωπο. Η εμπειρία της αλήθειας είναι ο κατοπτρισμός της εικόνας του Λόγου στο αναζωογονημένο κατ’ εικόνα που υπάρχει στον άνθρωπο. Επειδή όμως ο Λόγος είναι «εικών απαράλλακτος» του Πατέρα, θεωρώντας εντός του ο άνθρωπος την εικόνα του Λόγου, θεωρεί και τον Πατέρα. Γι αυτό κι επιμένει ο Αθανάσιος ότι τον Πατέρα «εδώρησε», δίδαξε, τελικά στον άνθρωπο ο Υιός• δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τον Πατέρα μέσω της φύσεως ή της φιλοσοφίας. Ότι αφορά στην θεολογία, στην ζωή της Τριάδας και το έργο της θείας οικονομίας, το γνωρίζουμε μόνο καθόσον η Τριάδα μας παρέχεται η ίδια να μετάσχουμε εις αυτήν, όσο οι ενέργειες της εκτείνονται σε μας, όσο δηλ, αποκαλύπτεται σε μας. Το γεγονός, λοιπόν, ότι ο Θεός είναι Πατέρας που έχει ομοούσιο Υιό, το γεγονός ότι ο Υιός γεννάται φύσει (γι’ αυτό και ομοούσιος) και όχι ως δημιούργημα εν χρόνω, το γεγονός ότι ο Υιός ενανθρωπίζοντας προσλαμβάνει ολόκληρο τον άνθρωπο και ανανεώνει το κατ’ εικόνα σ’ αυτόν, αποτελούν χώρο απροσπέλαστο για τον ανθρώπινο νου, είναι η θεία αλήθεια καθεαυτή. Και δεν μπορεί κανείς αφ’ εαυτού, με τις ανθρώπινες δυνάμεις του, να εισέλθει στην θεία αλήθεια, εάν δεν τον βοηθήσει ο ίδιος ο Θεός, αν δεν του αποκαλυφτεί, αν ο Θεός δεν φωτίσει τον θεολόγο να βιώσει κι έτσι να καταλάβει την διαδικασία του μυστηρίου. Με τα ολίγα αυτά γίνεται φανερό ότι ο Αθανάσιος πέτυχε να δείξει την ενότητα φύσεως Πατέρα, Υιού και Πνεύματος που διασπούσε ο Άρειος, να αποκλείσει τον χρόνο από ότι συμβαίνει στην ζωή της Τριάδας και να καταρρίψει τον αγνωστικισμό με την γνώση της αλήθειας, που είναι αποτέλεσμα εμπειρίας και θείου φωτισμού.
«Αυτάρκεις μεν γαρ εισίν αι άγιαι και θεόπνευστοι Γραφαί προς την της αληθείας απαγγελίαν… αναγκαίον εστί, α παρ’ εκείνων ( = των διδασκάλων της Εκκλησίας) εμάθομεν ταύτα και απαγγέλλειν και γράφειν σοι… ίνα μήτε ευτελή τις την του καθ’ ημάς λόγου διδασκαλίαν ηγήσηται, μήτε άλογον την εις Χριστόν πίστιν υπολάβη» (Κατά ελλήνων 1).
Οι Γραφές «διά θεολόγων ανδρών παρά Θεού ελαλήθησαν και εγράφησαν• ημείς δε παρά των αυταίς εντυγχανόντων θεοπνεύστων διδασκάλων, οι και μάρτυρες της Χριστού θεότητος γεγόνασι, μαθόντες μεταδίδομεν» (Περί ενανθρωπήσεως 56).
Όταν «το κατ’ εικόνα καθαρόν ( = ο άνθρωπος) φυλάττη, εικότως, διαλαμπρυνθέντος τούτου, ως εν κατόπτρω θεωρεί την εικόνα του Πατρός, τον Λόγον, και εν αυτώ τον Πατέρα, ου και εστίν εικών ο Σωτήρ, λογίζεται» (Κατά ελλήνων 34).
«το Πατήρ παρά του Κυρίου ημών εγνώσθη και κεχάρισται» (Κατά αρ. Α’ 34).
«χάρισμα δέδωκεν ημίν ο Λόγος, ώστε μη εκ των φαινομένων απατάσθαι, αλλά και μάλλον, καν ταύτα κεκαλυμμένα τυγχάνη ( = όψεις ή ζητήματα της αλήθειας) διακρίνειν τη του Πνεύματος χάριτι» (Προς επισκόπους Αίγυπτου και Λιβύης 1).
«α γαρ αγνοούμεν εν τοις λογίοις ουκ εκβάλλομεν, αλλά ζητούμεν ους απεκάλυψεν ο Κύριος και παρ’αυτών μανθάνειν αξιούμεν» (Περί συνόδων 40,3).
«ουκούν αποκαλύπτειν χρη τον νουν του ρητού ως κεκρυμμένον τε τούτον ζητείν και μη εν παρρησία ειρημένων απλώς εκλαμβάνειν» (Κατά αρ. Β’ 44) ( = ο νους του ρητού-χωρίου αφορά σε όψη της αλήθειας).
Ο Γρηγόριος Θεολόγος βεβαιώνει ότι ο Αθανάσιος έγινε κατ’ εξοχή ο δέκτης του φωτισμού που μνημονεύει, έφθασε το ύψος βιβλικών προσώπων και μάλιστα υπερέβαλε κάποια από αυτά, διότι κυριολεκτικά εκράθη με το θείο φως (Λόγος ΚΑ’: PG 35, 1085Β). Έτσι μόνο κατόρθωσε να «στήση» το «κακόν» της εποχής του, δηλαδή τον αρειανισμό.
δ. Οι χριστολογικές δυσκολίες των αρειανών
Το μυστήριο της ενανθρωπήσεως, στο οποίο προσπάθησε να εισέλθει τόσο βαθιά ο Αθανάσιος, έχει ως πρώτο μέγα σκόπελο τα ερωτήματα των αρειανών: πώς μπορούσε ο Υιός να είναι Θεός και να γίνει άνθρωπος, πώς μπορούσε αυτός που έχει ανθρώπινο σώμα να έχει και την ουσία του Θεού Πατέρα (Κατά αρ. Γ’ 27); Και αυτά διότι κίνηση-μετάβαση από την μίαν κατάσταση στην άλλη, από την θεία στην ανθρώπινη, σημαίνει για την φιλοσοφία και τους αρειανούς μεταβολή, τροπή, κάτι που είναι αδιανόητο στο θείο «πρώτον κινούν ακίνητον». Από άλλους κακοδόξους υποστηριζόταν ότι, αφού η θεία ουσία του Υιού δεν μεταβάλλεται, ο Λόγος απλώς «ήλθε» σε άνθρωπο, δηλ. μόνο επιφοίτησε, όπως και στην ΠΔ φανερωνόταν ο λόγος Κυρίου κι επιφοιτούσε στους Προφήτες (Γ΄ 30• Προς Αντιοχείς 7). Άλλοι πάλι δίδασκαν ότι ο θείος Λόγος μετέβαλε την φύση του και πλέον το σώμα του ήταν αυτός ο ίδιος ο Λόγος, δηλ. έλαβε σώμα «φύσει» και όχι «θέσει» ή ότι το σώμα του Λόγου είναι εκ της θείας ουσίας, οπότε μιλούσαν για τετράδα και όχι για θεία Τριάδα (Προς Επίκτητων 2). Ολ’ αυτά, βεβαιώνει ο Αθανάσιος, δεν αποτελούν Παράδοση της Εκκλησίας και απορρίπτονται. Αλλά, για να ζουν εν αληθεία οι πιστοί, επιχειρεί να εξηγήσει θετικά τί προσέλαβε ο Λόγος και πώς έγινε άνθρωπος, εισερχόμενος βαθύτερα στην θεία οικονομία, που είναι μυστήριο, δηλαδή αλήθεια και θεία βουλή, αλλ’ όχι αίνιγμα, το οποίο μπορεί κανείς να ερμηνεύσει όπως επιθυμεί (Κατά αρ. Α’ 41).
ε. «Ο Λόγος σαρξ εγένετο » χωρίς να μεταβάλει την θεία φύση του
Κατ’ αρχήν οφείλουμε να υπενθυμίσουμε ότι από τον ΙΘ’ αι. επικρατεί η αντίληψη ότι ο Αθανάσιος κατανοεί την χριστολογία με το αλεξανδρινό σχήμα Λόγος – σαρξ («ο Λόγος σαρξ εγένετο»), που οδηγεί στον απολιναρισμό (στην αντίληψη ότι ο Λόγος ανέλαβε άνθρωπο χωρίς νου ή ψυχή, δηλαδή την σάρκα), σε αντίθεση με το αντιοχειανό σχήμα Λόγος – άνθρωπος (ενανθρώπησε), που οδηγεί ενίοτε στον νεστοριανισμό. Το σχήμα Λόγος-άνθρωπος υπεράσπιζαν κυρίως οι ορθόδοξοι ευσταθιανοί. Το σχήμα Λόγος-σαρξ πρόβαλλαν επίσης ορθόδοξοι, νομίζοντας ότι έτσι αποφεύγουν τις χριστολογικές συνέπειες του αρειανισμού. Ο Αθανάσιος, προσπαθώντας να ερμηνεύσει την ενανθρώπηση, χρησιμοποιεί τις εκφράσεις:
ο Λόγος επεφάνη άνθρωπος —ο Λόγος εγένετο άνθρωπος
ο Λόγος εγένετο σαρξ-ο Λόγος λαβών (ή φορών) σάρκα
ο Λόγος λαβών (ή φορέσας ή έσχε) σώμα.
Η λέξη άνθρωπος (εγένετο ) είναι επικρατέστερη, όπως έδειξε με στατιστική ανάλυση η έρευνα, ενώ η συχνότητα της λέξεως σαρξ είναι μικρότερη. Άλλωστε για τον Αθανάσιο ο όρος σαρξ είναι, όπως και στην Γραφή άλλωστε, ταυτόσημος με τον όρο άνθρωπος:
«της Γραφής έθος εχούσης λέγειν σάρκα τον άνθρωπον» (Κατά αρ. 30). Και «ο Λόγος σαρξ εγένετο ίσον πάλιν εστίν ειπείν ο Λόγος άνθρωπος γέγονε» (Προς Επίκτητον 8).
Οι κακόδοξοι τον ανάγκασαν να γίνει πολύ σαφέστερος στο θέμα τούτο και να ταυτίσει την «ένσαρκον παρουσίαν» με το «άνθρωπος γέγονε». Γι’ αυτό και, προσκυνώντας τον «Κύριον εν σαρκί, ου κτίσματι προσκυνούμεν, άλλα τον κτίστην ενδυσάμενον το κτιστόν σώμα» (Προς Αδέλφιον 6 και 1). Σε λίγες περιπτώσεις όμως το σαρξ ταυτίζεται με το σώμα. Έτσι έχουμε δύο ταυτόχρονες θεολογικές θέσεις. Η μία είναι ότι ο Λόγος έγινε άνθρωπος (ή σαρξ), η άλλη ότι ο Λόγος έλαβε σώμα (ή σάρκα). Και οι δύο ανταποκρίνονται στην Παράδοση, όπως μάλιστα διατυπώθηκε στο Σύμβολο Νικαίας με τις μετοχές «σαρκωθέντα» και «ενανθρωπήσαντα».
Τα χρησιμοποιούμενα ρήματα «εγένετο » και «έλαβε» προϋποθέτουν χρόνο και θεία βούληση. Σημαίνουν κάτι που έγινε στον Λόγο και διά του Λόγου στην διάρκεια της ιστορίας. Το γεγονός ανήκει στην θεία οικονομία και όχι στην αϊδιότητα , επομένως όχι στην φύση του Λόγου. Πρόκειται για ενέργεια του Θεού προς τα έξω (ad extra), όχι για διαδικασία στην ζωή και την φύση της θεότητας (ad intra). Γι’ αυτό η ενέργεια αυτή, το ότι ο Λόγος έγινε άνθρωπος, δεν επηρεάζει την θεία ουσία του, που μένει άτρεπτη. Δεν γίνεται η ουσία του Λόγου άνθρωπος:
«ουκ επί της ουσίας του Λόγου έλεγε το “γενόμενος”, αλλ’ επί της δι’ αυτού γενομένης διακονίας» ( = οικονομίας) (Κατά αρ. Α’ 62). «Πάντα γαρ ταύτα τα λεξείδια της ανθρώπου συστάσεως ίδια τυγχάνει όντα. Και τα τοιαύτα ου την ουσίαν του Λόγου, αλλά τον άνθρωπον αυτόν γεγένησθαι σημαίνει» (Β’ 11).
«Ου δει τας τοιαύτας λέξεις εις την θεότητα αυτού λαμβάνειν, αλλ’ ερευνάν διατί και πώς ταύτα γέγραπται• και πάντως απαντήσει τοις ζητούσιν η ανθρωπίνη οικονομία, ην δι’ ημάς ανεδέξατο» (Β’ 12).
Το γεγονός ότι ο Λόγος έγινε άνθρωπος δεν σημαίνει ότι «ετράπη» (Α’ 48), έγινε, η φύση του Λόγου κάτι άλλο. Αντίθετα, ο Λόγος ήταν πάντα Θεός, είναι πάντα Υιός του Πατέρα και σε ορισμένο χρόνο γίνεται άνθρωπος, άνθρωπος επίσης απόλυτα πραγματικός:
«αεί Θεός ην και Υιός εστί, Λόγος ων και απαύγασμα και σοφία του Πατρός• και ότι ύστερον, δι’ ημάς σάρκα λαβών εκ Παρθένου της Θεοτόκου Μαρίας, άνθρωπος γέγονε» (Γ’ 29).
«ουδέ γαρ, επειδή γέγονεν άνθρωπος, πέπαυται του είναι Θεός. Ουδέ, επειδή Θεός εστί, φεύγει το ανθρώπινον» (Γ’ 38). «ο εκ Μαρίας προελθών Κύριος, Υιός μεν τη ουσία και φύσει του Θεού εστί• το δε κατά σάρκα εκ σπέρματός εστί Δαυίδ, σαρκός δε της αγίας Μαρίας» (Προς Επίκτητον 2).
Με την ευκαιρία όσων υπογραμμίσαμε για την χρήση των όρων άνθρωπος-σαρξ-σώμα, είναι ανάγκη να σημειώσουμε ότι εναλλαγή κι ελευθερία θέλει επίσης ο Αθανάσιος με τους ορούς Λόγος και Υιός (Κύριος, Χριστός). Αναμφίβολα και ρητά ταυτίζει τον Λόγο με τον Υιό, αλλά παρατηρούμε ότι το Υιός αποβαίνει ο θεολογικός του όρος κλειδί (technicus terminus), με τον οποίο επιχειρεί την θεολογία της σχέσεως του Υιού προς τον Πατέρα (αντιαρειανική και τριαδολογική θεολογία)• ενώ ο όρος Λόγος επικρατεί στην θεολογία της ενανθρωπήσεως και της χριστολογίας.
στ. Η γένεση του ανθρώπου στον Λόγο κατά την ενανθρώπηση
Ο Λόγος, μένοντας φύσει Θεός, έλαβε σώμα κι έγινε άνθρωπος. Τα “έλαβε σώμα κι έγινε άνθρωπος” εισάγουν σε δύο όψεις του μυστηρίου. Η πρώτη: ο Λόγος λαμβάνει με θεία θέληση το κτιστό σώμα, που γνωρίζει τον θάνατο και που είναι ανυπόστατο. Τα μεταβατικά ρήματα «έλαβε» ή «εφόρεσε» η «έσχε» σώμα δεν σημαίνουν ποτέ «έγινε» (αμετάβατο) ή «ετράπη» σε σώμα ο Λόγος, μολονότι το σώμα του είναι «αληθινόν» και «ταυτόν» και «ομοταγές» με το δικό μας (Προς Επίκτητον 7. Περί Διονυσίου 10,5). Η πρόσληψη όμως του σώματος από τον ενανθρωπήσαντα Λόγο είχε αποτέλεσμα να μην ενεργεί το σώμα τις αμαρτίες. Συνέβη δηλαδή «λόγωσις» της σάρκας-σώματος, εφόσον ενώθηκε στον Λόγο, και γι’ αυτό οι άνθρωποι μπορούμε με την δύναμη του Λόγου να ξεπεράσουμε τα πάθη και να γίνουμε άφθαρτοι και αθάνατοι:
«Νυν δε του Λόγου γενομένου ανθρώπου και ιδιοποιουμένου τα της σαρκός, ουκέτι ταύτα του σώματος άπτεται διά τον εν αυτώ γενόμενον Λόγον… λοιπόν λογωθείσης της σαρκός διά τον του Θεού Λόγον, ος δι’ ημάς εγένετο σαρξ» (Κατά αρ. Γ’ 33).
Η δεύτερη: η φράση ‘ο Λόγος γίνεται άνθρωπος’ κατανοείται, ως προς το τί γίνεται, από τις θεανθρωπολογικές αναλύσεις, που είδαμε σε προηγούμενες παραγράφους. Ο άνθρωπος, δημιουργημένος ως εικόνα του Λόγου, όταν απομακρύνθηκε από τον Θεό, στράφηκε στο μη όν, στο μη είναι, ενώ ήταν προορισμένος σε κοινωνία με τον Θεό, το μόνο αυθύπαρκτο και αυθεντικό είναι. Η κοινωνία του εξασφάλιζε το είναι, την υπόσταση του. Όσο είχε την κοινωνία ήταν όντως, υπήρχε όντως. Ο ενανθρωπήσας Λόγος ήρθε να ανανεώσει την εικόνα του στον άνθρωπο κι έτσι γίνεται άνθρωπος. Γίνεται η χαρισματική πραγματικότητα της εικόνας, που είχε αδρανήσει, αλλά δεν είχε χαθεί. Γίνεται η ανανεωμένη εικόνα του εαυτού του στον άνθρωπο κι έτσι, ενώ είναι Υιός του Θεού, γίνεται και υιός του ανθρώπου. Όντας Μονογενής του Θεού, γίνεται και πρωτότοκος (ως καινός άνθρωπος) μεταξύ των ανθρώπων (Προς Αντιοχείς 7).
Η ένωση-σύναψη του Λόγου και του ανθρώπου αποτελεί τελικά επανακοινωνία, πράξη επαναποκτήσεως του είναι του ανθρώπου, αφού αποκτά είναι μόνο στην σχέση του με τον Θεό. Ο άνθρωπος γνωρίζει τρόπον τινά αναγένεση υποστατική στον Λόγο, γίνεται αυθεντικός μόνο ως ενωμένος με τον Λόγο, διότι μόνο ο Λόγος είναι αυθυπόστατος. Το ιδιαίτερο χαρισματικό και αυθεντικό υποστατικό στοιχείο του ανθρώπου είναι η χάρη του κατ’ εικόνα, το οποίο όμως είναι του δημιουργού Λόγου, έχει αδρανήσει και από άρρωστο γίνεται υγιές και αυθεντικό μόνο ενωμένο στο πρωτότυπό του. Το όλως άλλο που ενώνεται με τον Λόγο είναι το σώμα, το οποίο όμως ως υλική πραγματικότητα δεν έχει υπόσταση κι έτσι δεν μπορεί να γίνει συζήτηση για δεύτερη υπόσταση στον Λόγο, αφού μάλιστα ο Λόγος λαμβάνει, αλλά δεν γίνεται σώμα, όπως γίνεται άνθρωπος. Από την άποψη της υποστάσεως ο άνθρωπος εγκεντρίζεται στον Λόγο, ενυπάρχει σ’ αυτόν και αποκτά ενυπόσταση. Κάθε τι το πνευματικό του ανθρώπου και το ίδιο το υλικό του σώμα ενώνονται στον Λόγο και έχουμε τον Χριστό, τον Θεάνθρωπο. Βέβαια, εάν ο άνθρωπος θεωρηθεί φιλοσοφικά και δη αριστοτελικά ως αυθύπαρκτη και αυτόνομη υπόσταση, χωρίς να κατανοείται η εξάρτηση της υποστάσεως αυτής από το είναι του Θεού και χωρίς να εκτιμάται η σχέση του Λόγου με το κατ’ εικόνα του ανθρώπου πριν και μετά την πτώση, τότε γίνεται προβληματική η ανθρώπινη υπόσταση, η οποία στην ενανθρώπηση ή πρέπει να κολοβωθεί (απολιναρισμός) ή να διατηρηθεί χωρίς πραγματική ένωση με την θεία φύση (νεστοριανισμός) ή να απορροφηθεί από την φύση του Λόγου (μονοφυσιτισμός).
Είναι πολύ χαρακτηριστική η σχετική έκφραση του Αθανασίου, που αποθέτει την «γένεσή» μας στον Λόγο χωρίς να αφήνει περιθώριο ανθρώπινης υποστάσεως στον Λόγο, ένεκα της σχέσεως Λόγου και εικόνας του στον άνθρωπο:
«της γενέσεως ημών και πόσης της σαρκικής ασθενείας μετατεθέντων εις τον Λόγον, εγειρόμεθα από της γης, λυθείσης της δι’ αμαρτίαν κατάρας διά τον εν ημίν υπέρ ημών γενόμενον κατάρα» (Κατά αρ. Γ’ 33).
ζ. Στον Λόγο ενώνεται ολόκληρος ο άνθρωπος. Απάντηση στον πρώιμο απολιναρισμό
Το ριζικό σφάλμα του Αρείου επηρέασε και την χριστολογία. Όταν η θεολογία του Αθανασίου επικρατούσε σιγά-σιγά και τα επιχειρήματα των αρειανών εξαντλούνταν, οξύνθηκε ιδιαίτερα το πρόβλημα του τί ενώθηκε με τον Λόγο κατά την ενανθρώπηση. Ο Απολινάριος και κάποιοι που είχαν ανάλογες τάσεις υποστήριζαν ότι ο Λόγος προσέλαβε μόνο την σάρκα («σαρξ εγένετο ») του ανθρώπου και την θέση του νου ή της ψυχής κατέλαβε ο ίδιος ο Λόγος. Έτσι μόνο μπορούμε να έχουμε εν, μία υπόσταση του Λόγου.
Στην εκτίμηση αυτή κατέληξαν για δύο λόγους: α) κατά την αριστοτελική λογική «δύο τέλεια εν γενέσθαι ου δύναται» και β) αν ο Λόγος προσελάμβανε τέλειο άνθρωπο, θα έπρεπε να προσλάβει και τις αμαρτίες του, αφού ουδείς αναμάρτητος.
Η απάντηση του Αθανασίου έχει δύο τελείως διαφορετικές προϋποθέσεις: α) Λέγοντας ότι ο Λόγος προσλαμβάνει τον άνθρωπο, εννοούμε ότι ανακαινίζει την δική του εικόνα στον άνθρωπο και λαμβάνει το υλικό σώμα που δεν έχει υπόσταση. Η πράξη της ανανεώσεως ή ανακαινίσεως του κατ’ εικόνα δεν συνεπάγεται λήψη αμαρτίας από τον Λόγο, διότι καθεαυτό το κατ’ εικόνα είναι «χάρις» του Θεού, ενέργεια και δώρο, με το οποίο σχετίζεται άμεσα ο Λόγος και το οποίο παρά την πτώση δεν χάθηκε. Έτσι, λοιπόν, ο Αθανάσιος διδάσκει χωρίς δισταγμό ότι ο Λόγος προσέλαβε τον άνθρωπο ολόκληρο, με νου και ψυχή, αφού μάλιστα σ’ αυτά εντοπίζεται το κατ’ εικόνα, β) Εφ’ όσον πίστη της Εκκλησίας είναι η σωτηρία ολόκληρου του ανθρώπου, έπεται κατ’ ανάγκην ότι ο Σωτήρας είχε στον εαυτό του ολόκληρο τον άνθρωπο, νου και σάρκα. Και απόκειται στον φωτισμένο θεολόγο να εξηγήσει το πώς της ενώσεως αυτής. Ο Αθανάσιος θέτει την πρώτη στέρεη βάση για την θεολογία της ολοκληρωτικής ενώσεως του ανθρώπου με τον Λόγο, αλλά δεν προχωρεί περισσότερο, ούτε εξηγεί το πώς της ενώσεως αυτής. Το έργο του θα συνεχίσουν οι Καππαδόκες και μάλιστα ο Γρηγόριος Θεολόγος θα θεμελιώσει το πώς της ενώσεως, η οποία θα εξηγηθεί οριστικά στην Δ’ Οικουμενική Σύνοδο (451).
Είναι αλήθεια ότι ο Αθανάσιος μόνο στον Τόμο προς Αντιοχείς (7) μιλάει ρητά για ανθρώπινο νου ή ψυχή στον Χριστό. Το γεγονός έδωσε αφορμή για πολλές συζητήσεις, που οδήγησαν στην άποψη ότι ο Αθανάσιος, ακολουθώντας το σχήμα Λόγος-σαρξ, είχε τάσεις απολιναριστικές. Αλλά το ενδιαφέρον και το κριτήριο του Αθανασίου ήταν άλλο, ήταν η σωτηρία ολόκληρου του ανθρώπου. Εφ’ όσον αυτός έδειχνε την σωτηρία ολόκληρου του ανθρώπου με την πρόσληψη από τον Λόγο ολόκληρου του ανθρώπου, περίττευε συζήτηση για ύπαρξη ή μη ανθρώπινης ψυχής στον Κύριο:
«ου σώμα άψυχον, ουδ’ αναίσθητον, ουδ’ ανόητον είχεν ο Σωτήρ. Ουδέ γαρ οιόν τε ην, του Κυρίου δι’ ημάς ανθρώπου γενομένου, ανόητον είναι το σώμα αυτού• ουδέ σώματος μόνον αλλά και ψυχής εν αυτώ τω Λόγω σωτηρία γέγονεν. Υιός τε ων αληθώς του Θεού, γέγονε και υιός του ανθρώπου• και μονογενής ων Υιός του Θεού, γέγονε ο αυτός πρωτότοκος εν πολλοίς αδελφοίς» (Προς Αντιοχείς 7).
«ου φαντασία η σωτηρία ημών, ουδέ σώματος μόνου, αλλ’ όλου του ανθρώπου, ψυχής και σώματος αληθώς, η σωτηρία γέγονεν εν αυτώ τω Λόγο. Ανθρώπινον άρα φύσει το εκ της Μαρίας κατά τας Γραφάς και αληθινόν ην το σώμα του Κυρίου. Αληθινόν δε ην επεί ταυτόν ην τω ημετέρω» (Προς Επίκτητον 7).
η. Τα ιδιώματα της θείας και της ανθρώπινης φύσεως διασώζονται
Είναι απόλυτα σαφές στον Αθανάσιο ότι, για να σωθεί ο άνθρωπος, έπρεπε ο Χριστός να είναι συγχρόνως και αληθινός Θεός (γι’ αυτό και ονόμαζε Θεοτόκο την Παρθένο Μαρία: Κατά αρ. Β’ 14 και 29• Γ’33) και αληθινός-ολόκληρος άνθρωπος. Ενεργούσε και ως φύσει Θεός και ως φύσει άνθρωπος. Ένδειξη της πραγματικής ενώσεως θεότητας και ανθρωπότητας στον Χριστό και συγχρόνως προϋπόθεση της σωτηρίας του ανθρώπου είναι ότι ενεργούσε ως Θεός με το σώμα:
«ει γαρ τα της θεότητος του Λόγου έργα μη διά του σώματος εγένετο, ουκ αν εθεοποιήθη άνθρωπος. Και πάλιν• ει τα ίδια της σαρκός ουκ ελέγετο του Λόγου, ουκ αν ηλευθερώθη παντελώς από τούτων ο άνθρωπος» {Κατά αρ. Γ’ 33).
Επομένως η διάσωση των ιδιωμάτων της θείας και της ανθρώπινης φύσεως στον Χριστό ήταν απόλυτη. Αλλά και η ένωση ήταν τόσο πραγματική, ώστε, όταν ο Χριστός ενεργούσε θαύμα, το εκτελούσε με τα ιδιώματα της ανθρώπινης φύσεώς του• όταν έπασχε ως άνθρωπος από πείνα, δίψα, πόνο κ.λπ., ήταν εκεί και ο Λόγος. Ανέλαβε την ανθρώπινη φύση με όλα τα πάθη της, εκτός της αμαρτίας, και γι’ αυτό τα σωματικά πάθη της σάρκας του είναι δικά του, όπως γι’ αυτό δικά του είναι και τα πνευματικά κατορθώματα. Και αυτός που θαυματοποιούσε και αυτός που έπασχε ήταν «ο αυτός» (το αυτό πρόσωπο, δηλαδή ο Χριστός):
«ο αυτός δε ην σωματικώς μεν ως άνθρωπος πτύων, θεϊκώς δε ως Υιός του Θεού ανοίγων τους οφθαλμούς του εκ γενετής τυφλού• και σαρκί μεν πάσχων… θεϊκώς δε ανοίγων τα μνήματα» (Προς Αντιοχείς 7).
«της σαρκός πασχούσης, ουκ ην εκτός ταύτης ο Λόγος. Διά τούτο γαρ αυτού λέγεται το πάθος. Και θεϊκώς δε ποιούντος αυτού τα έργα του Πατρός, ουκ ην έξωθεν αυτού η σαρξ, αλλ’ εν αυτώ τω σώματι ταύτα πάλιν ο Κύριος εποίει… ενδεδυμένος ανθρωπίνην σάρκα, ταύτην μετά των ιδίων παθών αυτής όλην ενδύσασθαι, ίνα, ώσπερ ίδιον αυτού λέγομεν είναι το σώμα, ούτω και τα του σώματος πάθη ίδια μόνον αυτού λέγηται, ει και μη ήπτετο κατά την θεότητα αυτού» (Κατά αρ. Γ’ 32).
Στην ιστορία της θεολογίας τα ανθρώπινα πάθη του Κυρίου ονομάστηκαν αδιάβλητα πάθη και αποτελούν τις φυσικές ανθρώπινες αδυναμίες, χωρίς να ταυτίζονται με την αμαρτία, διότι, αφότου ιδιοποιήθηκαν από τον Λόγο, δεν ρέπουν στην αμαρτία:
«του Λόγου γενομένου ανθρώπου και ιδιοποιούμενου τα της σαρκός, ουκέτι ταύτα (= τα πάθη) του σώματος (= της ροπής του στην αμαρτία) άπτεται διά τον εν αυτώ γενόμενον Λόγον» (Γ’ 33).
Βέβαια, λέγοντας ότι τα πάθη είναι του Κυρίου, του Χριστού ή του Λόγου, δεν εννοεί ότι είναι του Λόγου του Θεού, αλλ’ ότι είναι της σάρκας του Κυρίου, μολονότι λέει ότι η σάρκα «θεοφορείται» στον Λόγο: η χάρη, η θεία δύναμη, είναι του Λόγου και όχι της σάρκας: «ει γαρ και ο Λόγος σαρξ εγένετο , αλλά της σαρκός ίδια τα πάθη. Και ει η σαρξ θεοφορείται εν τω Λόγω, αλλ’ η χάρις και η δύναμις εστί του Λόγου. Τα γουν έργα του Πατρός διά της σαρκός εποίει» (Γ’ 41).
Τα ιδιώματα δηλαδή της κάθε φύσεως ανήκουν και μένουν σε κάθε μία από τις δύο φύσεις, αλλά και οι δύο φύσεις είναι απόλυτα ενωμένες στο πρόσωπο του Χριστού, που είναι και θειος Λόγος και άνθρωπος. Η θεολογία αυτή των ιδιωμάτων, αναπτυγμένη περισσότερο, κυρώθηκε το 451 από την Δ’ Οικουμ. Σύνοδο.
θ. Η προκοπή του Ιησού και η προσκύνηση τον Κυρίου
Η θεολογία της ενώσεως των δύο φύσεων στον Χριστό και της διασώσεως των ιδιωμάτων αυτών διευκόλυνε την απάντηση στα ερωτήματα: τί σημαίνει το ευαγγελικό «και Ιησούς γαρ προέκοπτε σοφία και χάριτι» (Λουκ. 2, 52) και τί προσκυνούμε στο πρόσωπο του Χριστού;
Το πρόβλημα της προκοπής ή αυξήσεως του Ιησού συζητήθηκε πολύ και συζητείται. Εφόσον διασώζονται τα ιδιώματα των φύσεων, η προκοπή εδώ αφορά στην ανθρώπινη φύση και συνιστά το γεγονός της αναπτύξεως ή αυξήσεως του Ιησού ως ανθρώπου και ποτέ ως Λόγου, ο οποίος ως άτρεπτος Θεός δεν είχε τέτοιο ιδίωμα. Ανθρωπίνως, λοιπόν, ο Ιησούς προκόπτοντας και ωριμάζοντας αυξανόταν και μεγάλωνε η φανέρωση της θεότητας του Λόγου μέσω του Ιησού ως οργάνου. Δηλ. όσο προέκοπτε ο άνθρωπος Ιησούς τόσο φανερωνόταν δι’ αυτού η θεότητα στους γύρω ανθρώπους, οι οποίοι θαύμαζαν έστω και αν δεν κατανοούσαν ακριβώς:
«ώσπερ είπομεν ότι σαρκί πέπονθε και σαρκί επείνα … εΙκότως αν λέγοιτο ότι σαρκί προέκοπτεν… ουτ’ ουν του Λόγου η προκοπή, ούτε η σαρξ ην η Σοφία, αλλά της σοφίας σώμα γέγονεν η σαρξ… το ανθρώπινον εν τη Σοφία προέκοπτεν, υπεραναβαίνον κατ’ ολίγον την ανθρωπίνην φύσιν και θεοποιούμενον και όργανον αυτής προς την ενέργειαν της θεότητος και την έκλαμψιν αυτής γινόμενον και φαινόμενον πάσι. Διο ουδέ είπεν• ο Λόγος προέκοπτεν, αλλ’ ο Ιησούς όπερ όνομα γενόμενος άνθρωπος ο Κύριος εκλήθη, ως είναι της ανθρωπίνης φύσεως την προκοπήν» (Γ’ 53).
«του σώματος άρα εστίν η προκοπή. Αυτού γαρ προκόπτοντος, προέκοπτεν εν αυτώ και η φανέρωσις της θεότητος τοις ορώσιν. Όσω δε η θεότης απεκαλύπτετο, τοσούτο πλείον η χάρις ηύξανεν ως ανθρώπου παρά πάσιν ανθρώποις» (Γ’ 52).
Στην ενότητα των δύο φύσεων του Χριστού και στην αφθαρτοποίηση και θέωση της ανθρώπινης φύσεως θεμελιώνει ο Αθανάσιος και την απάντηση του στο πρόβλημα του τί προσκυνούμε στον Χριστό. Δεν μπορούμε να χωρίσουμε τις φύσεις του και να προσκυνήσουμε μόνο τον θείο Λόγο, γιατί το σώμα είναι σώμα του. Και δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε από την θεία την κτιστή φύση του (που από μόνη της βέβαια δεν είναι προσκυνητή), γιατί αυτή θεώθηκε, αφθαρτοποιήθηκε στην συνάφειά της με την θεία, ώστε να μη μπορεί να πει κανείς ότι προσκυνώντας τον Κύριο προσκυνεί το κτιστό:
«ου γαρ κτίσματι η κτίσις προσκυνεί» (Προς Αδέλφιον 4). «Τον Κύριον εν σαρκί προσκυνούντες ου κτίσματι προσκυνούμεν, αλλά τον κτίστην ενδυσάμενον το κτιστόν σώμα» (αυτόθι 6).

ΠΝΕΥΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΗ
α. Μετέχουμε του Θεού διά του αγ. Πνεύματος
Όπως στην χριστολογία έτσι και στην πνευματολογία ο Αθανάσιος ξεκινάει από την βεβαιότητα της σωτηρίας, η οποία πραγματώνεται, καθόσον οι άνθρωποι μετέχουμε στο άγιο Πνεύμα. Η μετοχή μας αυτή, που είναι γεγονός εμπειρικό, λειτουργεί αποδεικτικά και για την σωτηρία μας και για την θέση του άγιου Πνεύματος στην αγ. Τριάδα, επομένως για το ότι δεν είναι κτίσμα, αλλά της φύσεως του Θεού. Η θέωση αποτελεί έργο και του Πνεύματος, που «συνάπτει» τον άνθρωπο με τον Υιό και τον Πατέρα, κάτι που δεν θα μπορούσε να κάνει, αν δεν είχε την φύση του Υιού και του Πατέρα.
«διά του Πνεύματος λεγόμεθα πάντες μέτοχοι του Θεού … ει κτίσμα δε ην το Πνεύμα το άγιον, ουκ αν τις εν αυτώ μετουσία του Θεού γένοιτο ημίν, …αλλότριοι δε της θείας φύσεως εγενόμεθα, ως κατά μηδέν αυτής μετέχοντες. Νυν δε, ότε λεγόμεθα μέτοχοι Χριστού και μέτοχοι Θεού, δείκνυται το εν ημίν χρίσμα και η σφραγίς μη ούσα της των γενητών φύσεως, αλλά της του Υιού διά του εν αυτώ Πνεύματος συνάπτοντος ημάς τω Πατρί. Διά τούτο και εν οις γίνεται ( = η μετουσία του αγ. Πνεύματος) ούτοι θεοποιούνται. Ει δε θεοποιεί ( = το Πνεύμα), ουκ αμφίβολον ότι η τούτου φύσις Θεού εστί» (Προς Σεραπίωνα Α’ 24).
Η ρεαλιστική αυτή πνευματολογία διατυπωνόταν ως απάντηση στην ηθικιστική θεώρηση της σωτηρίας από τους αρειανούς και τους ημιαρειανούς. Οι πρώτοι, ισχυριζόμενοι ότι ο Υιός (και το Πνεύμα) είναι κτίσμα, αρνούνταν την πραγματική ένωση του ανθρώπου με τον Θεό. Οι δεύτεροι, δέχονταν την ομοουσιότητα του Υιού προς τον Πατέρα, αλλά δίδασκαν ότι το Πνεύμα είναι «ετερούσιον» της Τριάδας, είναι κτίσμα, σύμφωνα δήθεν με το Αμώς 4,13: «Ιδού εγώ στερεών βροντήν και κτίζων πνεύμα και απαγγέλλων εις ανθρώπους τον Χριστόν αυτού». Εφ΄όσον όμως το Πνεύμα ως κτίσμα δεν μπορεί να συνάψει-ενώσει τον κτιστό άνθρωπο με τον άκτιστο Θεό, η σωτηρία μένει στο επίπεδο της ηθικολογίας.
β. Η τελεία Τριάδα
Οι ημιαρειανοί αυτοί, που χαρακτηρίζονται «πνευματομαχούντες» και άγνωστο γιατί «τροπικοί», εμφανίστηκαν στην περιοχή της Θμούεως της Αιγύπτου, λίγο μετά το 355. Ισχυρίζονταν ότι δέχονταν την Τριάδα, την οποία όμως κατέλυαν, αφού άλλης φύσεως ήθελαν τον Πατέρα και τον Υιό και άλλης το αγ. Πνεύμα (Προς Σεραπίωνα A’ 2).
Έθεταν λοιπόν και πρόβλημα ενότητας ή αδιαιρέτου της Τριάδας. Το πρόβλημα προσεγγίζει ο Αθανάσιος από την θεία οικονομία, την οποία ορθά θεωρεί κοινό έργο του Πατέρα, του Υιού και του αγ. Πνεύματος:
«ένα είναι τον αγιασμόν, τον εκ Πατρός δι’ Υιού εν Πνεύματι αγίω γινόμενον» (Προς Σεραπίωνα Α’ 20).
Έτσι, μολονότι υιοποιούμεθα, επειδή ο Υιός είναι φυσικός Υιός, υιοποιούμεθα διά του Πνεύματος και ζωοποιούμεθα διά του Πνεύματος, αλλ’ αποκτούμε την ζωή του Χριστού. Φωτιζόμεθα διά του Πνεύματος, αλλά φωτίζων είναι ο Χριστός (αυτόθι 19).
Οτιδήποτε λοιπόν το αγ. Πνεύμα ενεργεί στην πορεία της θείας οικονομίας για τον άνθρωπο συνιστά ενέργεια όλης της Τριάδας. Κάποτε αφήνει την υπόνοια ότι ταυτίζει την θεία ενέργεια με το ίδιο το αγ. Πνεύμα:
«Ενός γαρ όντως του Υιού…μίαν είναι δει τελείαν και πλήρη την αγιαστικήν και φωτιστικήν ζώσαν ενέργειαν αυτού και δωρεάν, ήτις εκ Πατρός λέγεται εκπορεύεσθαι, επειδή παρά του Λόγου του εκ Πατρός ομολογουμένου εκλάμπει και αποστέλλεται και δίδοται» (αυτόθι 20).
γ. Το Πνεύμα εκ της ουσίας του Θεού
Το γεγονός ότι το Πνεύμα είναι εκ του Θεού και θεώνει τον άνθρωπο δείχνει ότι είναι της ουσίας και της φύσεως του Θεού Πατέρα, όπως και ο Υιός. Χρησιμοποιεί μάλιστα, για να δηλώσει αυτό, κυρίως την αρνητική έκφραση «ου ξένον» ή «ουκ αλλότριον» και τον θετικό προσδιορισμό «ίδιον» (του Θεού), όπως έκανε και προκειμένου να εξηγήσει ότι ο Υιός είναι της φύσεως του Πατέρα:
«ώσπερ ο Υιός, ο εν τω Πατρί ων, εν ω και ο Πατήρ έστιν, ουκ έστι κτίσμα, αλλ\ ίδιος της του Πατρός ουσίας… ούτω και το Πνεύμα το εν τω Υιώ, εν ω και ο Υιός εστί…ίδιον δε και εν της εν Τριάδι θεότητος» (Προς Σεραπίωνα Α’ 21).
«είδέναι αγίαν μεν Τριάδα, μίαν δε θεότητα και μιαν αρχήν και Υιόν μεν ομοούσιον τω Πατρί, ως είπον οι Πατέρες, το δε άγιον Πνεύμα ου κτίσμα, ουδέ ξένον, αλλ’ ίδιον και αδιαίρετον της ουσίας του Υιού και του Πατρός» (Προς Αντιοχείς 5).
«το Πνεύμα δέδεικται μάλλον ίδιον είναι του Υιού και ου ξένον του Θεού. Ει δε ο Υιός, επειδή εκ του Πατρός εστίν, ίδιος της ουσίας αυτού εστίν, ανάγκη και το Πνεύμα, εκ του Θεού λεγόμενον, ίδιον είναι κατ’ ουσίαν του Υιού. Ουκ άρα των γενητών εστί το Πνεύμα, αλλ’ ίδιον της του Πατρός θεότητος, εν ω και τα γενητά ο Λόγος θεοποιεί. Εν ω δε θεοποιείται η κτίσις, ουκ αν είη εκτός αυτός της του Πατρός θεότητος» (Προς Σεραπίωνα Α’ 25).
Μολονότι ο Αθανάσιος, όταν ερωτήθηκε (περί το 358-360) για τις πνευματομαχικές αντιλήψεις, χρησιμοποιούσε για τον Υιό ευρύτατα τον όρο ομοούσιος, τον αποφεύγει προκειμένου περί του Πνεύματος. Τον χρησιμοποιεί μία μόνο φορά λίγο έμμεσα («ουκ εστί των πολλών το Πνεύμα, αλλ’ ουδέ άγγελος, αλλ’ εν ον, μάλλον δε του Λόγου ενός όντος ίδιον, και του Θεού ενός όντος και ομοούσιόν εστίν») (αυτόθι 27), κάτι που ίσως υποσημαίνει δισταγμό, αφού μάλιστα δεν χρησιμοποιεί για το Πνεύμα και τον όρο «ταυτόν», με τον οποίο διασαφηνίζει την ταυτότητα ουσίας του Πατέρα και του Υιού. Παράλληλα όμως δεν διστάζει να υπογραμμίσει ότι η σχέση («ιδιότητα»), που υπάρχει μεταξύ Πατέρα και Υιού, υπάρχει και μεταξύ Πνεύματος και Υιού. Προφανώς δεν εξειδικεύει την σχέση αυτή στον τρόπο υπάρξεως του Υιού (γέννηση) και του Πνεύματος (εκπόρευση)• επισημαίνει μόνο την σχέση φύσεως:
«οίαν γαρ έγνωμεν ιδιότητα του Υιού προς τον Πατέρα, ταύτην έχειν το Πνεύμα προς τον Υιόν ευρήσομεν» (Προς Σεραπίωνα Γ’ 1). Γενικά όμως η ενέργεια εμφανίζεται ως κίνηση της όλης Τριάδας: «μία άρα… η της Τριάδος ενέργεια δείκνυται» (Προς Σεραπίωνα Α’ 31).
Μίλησε με σαφήνεια για την αναγκαιότητα της ενότητας της Τριάδας. Επισήμανε τον ρόλο του Πατέρα ως αρχής και πηγής, τον ρόλο του Υιού ως δημιουργού και τον ρόλο του Πνεύματος που ενεργεί στα πάντα. Τόνισε την υπαρκτικότητα και των τριών προσώπων, χωρίς να τα ονομάζει πρόσωπα ή υποστάσεις. Επίσης εξήγησε επιγραμματικά ότι «αρχή και πηγή» είναι ο Πατέρας (αυτόθι 28) και ότι το Πνεύμα «εκπορεύεται» από τον Πατέρα, ενώ «αποστέλλεται και δίδοται» από τον Υιό (αυτόθι Α’ 20). Στην Α’ Επιστολή του προς Σεραπίωνα έχουμε την πρώτη τόσο έξοχη διατύπωση της τριαδολογίας:
«Τριάς τοίνυν αγία και τελεία εστίν. εν Πάτρι και Υιώ και αγίω Πνεύματι θεολογουμένη, ουδέν αλλότριον ή έξωθεν επιμιγνύμενον έχουσα … ομοία δε εαυτή και αδιαίρετος εστί τη φύσει και μία ταύτης η ενέργεια. Ο γαρ Πατήρ διά του Λόγου εν Πνεύματι αγίω τα πάντα ποιεί και ούτως η ενότης της Αγίας Τριάδος σώζεται και ούτως εις Θεός εν τη Εκκλησία κηρύττεται… “επί πάντων” ο μεν ως Πατήρ, ως αρχή και πηγή• “δια πάντων” δε διά του Λόγου• “εν πάσι” δε εν τω Πνεύματι τω αγίω. Τριάς δε εστίν ουχ έως ονόματος μόνον και φαντασίας λέξεως, αλλά αληθεία και υπάρξει Τριάς. Ώσπερ γαρ ο ων εστίν ο Πατήρ, ούτως ο ων εστί και ο επί πάντων Θεός ο τούτου Λόγος. Και το Πνεύμα το άγιον ουκ ανύπαρκτον εστί, αλλ’ υπάρχει και υφέστηκεν αληθώς» (28).
δ. Η υπόσταση ταυτίζεται με την ουσία. Αλλά όσοι την διακρίνουν δεν είναι αναγκαστικά αιρετικοί.
Είναι γνωστό ότι από τα πρώτα έτη οι αρειανοί άνετα πρόβαλλαν τον όρο δύο ή τρεις υποστάσεις, για να τονίσουν την διαφορά φύσεως μεταξύ του Πατέρα και των δύο άλλων προσώπων της Τριάδας. Το γεγονός ανάγκαζε τον Αθανάσιο να μιλάει απολογητικά για την ενότητα υποστάσεως στην Τριάδα, ταυτίζοντας βέβαια την υπόσταση με την θεία ουσία ή φύση, για να δείξει ότι ο Υιός έχει την ίδια φύση με τον Πατέρα:
«αλλ’ υπόστασιν μεν λέγομεν, ηγούμενοι ταυτόν είναι ειπείν υπόστασιν και ουσίαν. Μίαν δε φρονούμεν… διά την ταυτότητα της φύσεως» (Προς Αντιοχείς 6).
«ομοούσιον είναι τον Υιόν τω Πατρί και ανεθεμάτισαν τους λέγοντας εξ ετέρας υποστάσεως είναι τον Υιόν» (Προς τους εν Αφρική 9).
Γνώριζε παρά ταύτα την συζήτηση που άρχισε λίγο πριν από το 360 για τον όρο «τρεις υποστάσεις», τον οποίο τώρα πρόβαλλαν ορθόδοξοι (αυτόθι 11) με ορθόδοξο περιεχόμενο. Άκουσε με προσοχή τους υποστηρικτές του όρου αυτού. Και αφού τον βεβαίωσαν ότι δεν εννοούν τον Υιό «αλλοτριούσιον» και ότι προβάλλουν τον όρο για να τονίσουν την πραγματικότητα των τριών θείων προσώπων, δέχτηκε ότι δεν είναι κακόδοξοι όσοι τον χρησιμοποιούν (Προς Αντιοχείς 5). Ο ίδιος δεν μπόρεσε να εισέλθει στην θεολογική προβληματική της διακρίσεως των όρων υπόσταση και ουσία. Το άγιο Πνεύμα θα οδηγούσε άλλους στην διάκριση αυτή, τους Καππαδόκες και δη τον Μ. Βασίλειο, λίγα μόλις χρόνια μετά.
Η απολογητική αυτή προοπτική εγκλωβίζει μάλιστα τον Αθανάσιο στην φιλοσοφική αντίληψη, ότι με τις λέξεις Θεός και Πατέρας σημαίνεται η θεία ουσία και όχι κάτι «περί την» ουσία. Έτσι έφθανε στην ομοουσιότητα του Υιού, αφού οι εκφράσεις «εκ του Θεού» (Γραφή) και «εκ της ουσίας του Πατρός» (Νίκαια) αναγκαστικά σημαίνουν ότι ο Υιός ήταν από αυτό που μόνο είναι ο Θεός, δηλαδή από την ουσία του. Την άποψη αυτή, που εμφαντικά δίδαξε ο Ευνόμιος, αντέκρουσε ο Μ. Βασίλειος και οι άλλοι καππαδόκες, που έδειξαν ότι το «Πατέρας», το «Υιός» και το «Πνεύμα» δηλώνουν το είναι κάθε προσώπου, την υπόστασή τους. Αλλά και ο Αθανάσιος, διατυπώνοντας αυτή την άποψη, είχε ριζικά διαφορετικές προϋποθέσεις και γι’ αυτό συγχρόνως τόνιζε ότι η θεία ουσία είναι ακατάληπτη, ενώ για τον Ευνόμιο είναι καταληπτή:
«λέγοντες τον Θεόν και ονομάζοντες τον Πατέρα ουδέν τι ως περί αυτόν ονομάζομεν, αλλ’ αυτήν την ουσίαν αυτού σημαίνομεν• καν γαρ καταλαβείν ότι ποτέ εστίν η του Θεού ουσία μη η δυνατόν, αλλά μόνον νοούντες είναι τον Θεόν… όπου ποτέ λέγει η Γραφή “ο Θεός” ημείς αναγιγνώσκοντες ουδέν έτερον ή αυτήν την ακατάληπτον αυτού ουσίαν σημαινομένην νοούμεν» (Περί Νικαίας 22,3. Βλ. και Περί συνόδων 35,2).
Είναι σαφές ότι όσο απουσίαζε από την θεολογική του σκέψη η διάκριση είναι και ουσίας, τόσο αδυνατούσε να διακρίνει με συνέπεια την προβληματική των υποστάσεων των θείων προσώπων (το ιδιαίτερο είναι τους) και την κοινή τους φύση.
ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
Ο Αθανάσιος με το έργο του απέβη και ο πρώτος θεολόγος της Οικουμενικής Συνόδου. Δημιούργησε θεολογικά το πορτραίτο της. Οι σχετικές απόψεις του έγιναν απόλυτος οδηγός στην μετέπειτα συνοδική ζωή της Εκκλησίας. Αφορμή να θεολογήσει για την σύνοδο υπήρξε η άρνηση των αρειανών να υιοθετήσουν την σύνοδο της Νικαίας (325) με ποικίλες προφάσεις. Για ν’ αφοπλίσει τους αρειανούς, εξήγησε τις προϋποθέσεις, την διαδικασία, τα κριτήρια και την αυτάρκεια της Οικουμενικής Συνόδου (Βλ. ειδική μελέτη μας, Αθανάσιος ο Μέγας και η θεολογία της Οικουμενικής Συνόδου, Αθήνα 1980).
Η σύγκληση Συνόδου γίνεται από ανάγκη επείγουσα, όταν εμφανίζεται νέα κακοδοξία, που παρεξηγεί την αλήθεια και ταράσσει γι’ αυτό και διαιρεί το σώμα της Εκκλησίας• όταν δεν έχει εκφραστεί οριστικά στην Παράδοση το σημείο εκείνο της αλήθειας, στο οποίο αφορά η νέα κακοδοξία. Αν η κακοδοξία δεν είναι νέα, τότε η Εκκλησία καταφεύγει σε ότι έχει διατυπωθεί ήδη στην Γραφή και την Παράδοση. Μέλη της Συνόδου είναι μόνο όσοι έχουν την ορθή πίστη, αυτοί που φρονούν ότι και η Εκκλησία. Κανένα θέμα στην Σύνοδο δεν συζητείται, αν γενικά δεν έχει εξασφαλιστεί συμφωνία στην πίστη.
«η μεν γαρ εν Νικαία σύνοδος ουχ απλώς γέγονεν, αλλ’ είχε την χρείαν κατεπείγουσαν και την αιτίαν εύλογον» (Περί συνόδων 5,1). «Αι δε νυν κινούμεναι παρ’ αυτών σύνοδοι (= των αρειανών) ποίαν έχουσιν εύλογον αιτίαν; ει μεν γαρ καινότερα τις άλλη γέγονεν αίρεσις μετά την αρειανήν, ειπάτωσαν τα της επινοίας αυτής ρήματα και τίνες οι ταύτην εφευρόντες εισίν… ει δε μηδέν τι τοιούτον γέγονε, μηδέ δύνανται δείξαι τις η χρεία των (= αρειανικών) συνόδων, αρκούσης της εν Νικαία γενομένης προς τε την αρειανήν και τας άλλας αιρέσεις, ας κατέκρινε πάσας δια της υγιαινούσης πίστεως» (αυτόθι 6,1).
«Διά τούτο και οικουμενική γέγονεν η εν Νικαία σύνοδος, τριακοσίων δέκα και οκτώ συνελθόντων επισκόπων περί της πίστεως δια την αρειανήν ασέβειαν. Τί γαρ εκείνη λείπει, ίνα καινότερα ζητήση τις»; (Προς τους εν Αφρική επισκόπους 2).
«ου γαρ οιόν τε συνόδω συναριθμηθήναι τους περί πίστιν ασεβούντας, ουδέ πρέπει προκρίνεσθαι πράγματος εξέτασιν της περί πίστεως εξετάσεως. Χρή γαρ πρώτον πάσαν περί πίστεως διαφωνίαν εκκόπτεσθαι…» (Περί των γεγενημένων παρ’ αρειανών 36, 3-4).
Τα μέλη της Συνόδου, όπως άλλωστε οι Πατέρες της Εκκλησίας γενικά, επιτελούν το έργο τους με τον φωτισμό και την αποκάλυψη του αγ. Πνεύματος, εφόσον μετέχουν στην αλήθεια, όπως είδαμε σε άλλη παράγραφο. Αποτέλεσμα της αποκαλύψεως και της «θεοφανείας», κατά την εκάστου «χρεία», είναι ότι η απόφαση της Νικαίας είναι «θείον» «ρήμα Κυρίου», που μόνο γι’ αυτό έχει απόλυτη ισχύ και «μένει» στους αιώνες (Προς τους εν Αφρική 2• Κατά αρ. A’ 63). Ο φωτισμός των Πατέρων είναι συγχρόνως και ο λόγος για τον οποίο η απόφαση της Συνόδου είναι σύμφωνη με ότι δηλώνεται στην Γραφή. Οι συνοδικοί όροι δηλαδή αποτελούν αποκάλυψη του «νου», του βαθύτερου πνεύματος, βιβλικών χωρίων, είναι συναγωγή της «διάνοιας» της Γραφής, είναι ανάπτυξη εκείνου που απλώς σημειώνει η Γραφή, είναι η αναζήτηση του πνεύματος κάτω από το γράμμα της Γραφής. Ότι νέο εκφράζεται με τον τρόπο τούτο και με μη βιβλικούς όρους δεν πρέπει ποτέ να αντιτίθεται σε ότι είναι ήδη διατυπωμένο στην Γραφή και την Παράδοση. Το νικαϊκό π.χ. «εκ της ουσίας του Πατρός» δεν είναι αντίθετο προς το βιβλικό «εκ του Πατρός», αλλά το βαθύτερο πνεύμα του, η ευρύτερη φανέρωση της ίδιας αλήθειας. Βέβαια η Εκκλησία θα μπορούσε να μένει μόνο με τους απλούς όρους της Γραφής, αν δεν την ανάγκαζαν οι κακόδοξοι να προχωρήσει στην θεολογία των όρων τούτων , δηλαδή στην ευρύτερη εκκάλυψη της αλήθειας που δηλώνουν. Θα προτιμούσε ακόμη να μη χρησιμοποιεί «αγράφους», μη βιβλικούς, όρους στην διατύπωση της πίστεως. Αναγκάζεται όμως να το πράξει, διότι άγραφα χρησιμοποιούν οι κακόδοξοι. Οι τελευταίοι όμως με τα άγραφα προβάλλουν απόψεις άγνωστες στην Γραφή, ενώ οι ορθόδοξοι με αυτά και πιστοί στην Γραφή μένουν και το βαθύτερο πνεύμα της φανερώνουν:
«αποκαλύπτειν χρη τον νουν του ( = βιβλικού) ρητού, ως κεκρυμμένον τούτον ζητείν» (Κατά αρ. Β’ 44).
«α γαρ αγνοούμεν εν τοις λογίοις ( = της Γραφής) ουκ εκβάλλομεν, αλλά ζητούμεν ους απεκάλυψεν ο Κύριος και παρ’ αυτών μανθάνειν αξιούμεν» (Περί συνόδων 40, 2-3).
«τω δε πνεύματι φωτιζομένων ημών» (Προς Σεραπίωνα Α’ 19). «έδει και περί του Κυρίου εκ των Γραφών τα περί αυτού γεγραμμένα λέγεσθαι και μη αγράφους επεισάγεσθαι λέξεις… Ναι έδει, φαίην αν και έγωγε… αλλ’… η ασέβεια … ηνάγκασε τους επισκόπους λευκότερον εκθέσθαι τα την ασέβειαν αυτών ανατρέποντα ρήματα» (Περί Νικαίας 32,1).
«οι πατέρες, θεωρήσαντες εκείνων (= των αρειανών) την πανουργίαν, λευκότερον ειπείν το ‘εκ του Θεού’ και γράψαι ‘εκ της ουσίας της Θεού’ είναι τον Υιόν» (αυτόθι 19,2).
«οι επίσκοποι… ηναγκάσθησαν … συναγαγείν εκ των Γραφών την διάνοιαν και άπερ πρότερον έλεγον, ταύτα πάλιν λευκότερον ειπείν και γράψαι ‘ομοούσιον’ είναι τω Πατρί τον Υιόν, ίνα μη μόνον όμοιον τον Υιόν, αλλά ταυτόν τη ομοιώσει εκ του Πατρός είναι σημαίνωσιν» (αυτόθι 20,3).
«ίνα… μάθωσιν από του γράμματος επιστρέφειν εις το πνεύμα» (Περί συνόδων 45,3).
Ο χαρακτήρας της αποφάσεως της Οικουμ. Συνόδου είναι κυρίως θετικός και δευτερευόντως αρνητικός. Η διατύπωση της αλήθειας γίνεται με τρόπο θετικό (π.χ. «ομοούσιος»), διότι μόνο με την θέση, δηλαδή την φανέρωση της αλήθειας, καταρρίπτεται αυτό, που δεν είναι αλήθεια, η κακοδοξία. Κρίση, κατάκριση και καταδίκη της κακοδοξίας αποβαίνει αφ’ εαυτής η αλήθεια. Την συνοδική απόφαση (τον «όρο») ακολουθεί αναθεματισμός των κακοδόξων, ώστε οι αθεολόγητοι πιστοί να ακούουν με έμφαση ποιούς πρέπει να αποφεύγουν.
η Νίκαια «κατέκρινε ( = τις αιρέσεις) διά της υγιαινούσης πίστεως» (Περί συνόδων 6).
Οι πατέρες της συνόδου «εδήλωσαν φανερώς ότι το ‘εκ της ουσίας’ και το ‘ομοούσιον’ αναιρετικά των της ασεβείας λογαρίων εισίν, άπερ εστίν ‘κτίσμα’ και ‘ποίημα’ και ‘ουκ ην πριν γεννηθή’» (Περί Νικαίας 20,6).
«ούτω νοήσαντες οι πατέρες, έγραψαν (= θετικός χαρακτήρας) ομοούσιον είναι τον Υιόν τω Πατρί και ανεθεμάτισαν (= αρνητικός χαρακτήρας) τους λέγοντας εξ ετέρας υποστάσεως είναι τον Υιόν» (αυτόθι 20,3).
Η απόφαση της Συνόδου χαρακτηρίζεται συνήθως «αυτάρκης». Η Σύνοδος «αρκεί» για να ορθοδοξούν οι πιστοί και να κατακρίνονται οι κακόδοξοι. Ο Αθανάσιος δεν χρησιμοποιεί για την Σύνοδο όρους όπως «αυθεντία» ή «αλάθητος». Το γεγονός έχει μεγάλη σημασία. Η απόφαση, ο όρος ή η «πίστη» της Συνόδου, δεν είναι αφ’ εαυτής η αλήθεια και δη όλη η αλήθεια. Αποτελεί απλώς δήλωση- επισήμανση εκείνου του μέρους της αλήθειας, το οποίο παρεξήγησε κάποιος κακόδοξος. Η απόφαση της Νίκαιας είναι «αυτάρκης» «ως προς» την αρειανική αίρεση κυρίως. Το αυτάρκης εδώ είναι ταυτόσημο προς τα: «θεόπνευστος», «αποστολική», σύμφωνα με την Γραφή, η οποία και αυτή χαρακτηρίζεται «αυτάρκης». Η «αυτάρκεια» «ως προς τι» αφήνει τον δρόμο ανοικτό για νέα Σύνοδο, αν παραστεί ανάγκη, όπως και παρέστη.
«η γαρ εν αυτή ( = τη συνόδω της Νικαίας)… ομολογηθείσα πίστις αυτάρκης εστί» (Προς τους εν Αφρική 1).
«αρκούσης της εν Νικαία γενομένης ( = συνόδου) προς τε την αρειανικήν και τας άλλας αιρέσεις, ας κατέκρινεν» ( = όσες με τα άρθρα του Συμβόλου καταδίκασε) (Περί συνόδων 6,1).
Η απόφαση της Συνόδου ως «αυτάρκης» και θεόπνευστη είναι ορθή και αμετάβλητη. Ως έκφραση όμως της αλήθειας, ως μορφή δηλαδή, αντιμετωπίστηκε ρεαλιστικά. Ο Αθανάσιος είχε συνειδητοποιήσει ότι απόλυτη και αμετάβλητη είναι μόνο η αλήθεια. Η γλωσσική μορφή που την εκφράζει μπορεί να μεταβληθεί:
«ου γαρ αι λέξεις την φύσιν παραιρούνται, αλλά η φύσις (η αλήθεια, το πράγμα) τας λέξεις εις εαυτήν έλκουσα μεταβάλλει. Αι ουσίαι πρώται και δεύτεραι τούτων αι λέξεις» (Κατά αρ. Β’ 3).
Στην θεολογία προσδιοριστική αρχή αποτελεί τελικά η αλήθεια. Η έκφραση είναι το προσδιοριζόμενο, το μεταβαλλόμενο με κριτήριο την αλήθεια. Όταν οι ομοιουσιανοί έδειχναν ότι πιστεύουν ορθόδοξα και επιθυμούν να ενσωματωθούν στην Εκκλησία, αλλά υποπτεύονταν τον όρο «ομοούσιος», ο Αθανάσιος έκανε την υποχώρηση να δεχτεί από αυτούς την χρήση άλλου όρου (μορφή γλωσσική), που θα εξέφραζε όμως την ίδια αλήθεια. Έτσι ο κατ’ εξοχήν εμπνευστής και υπερασπιστής της θεολογίας (και των όρων) της Νίκαιας είχε την τόλμη να προτείνει για τους ορθοδοξούντες ομοιουσιανούς τον όρο «φύσει Υιός»:
«ει δε… προσποιούνται… την λέξιν φοβείσθαι του ομοουσίου, ειπάτωσαν και φρονείτωσαν απλούστερον ,..( = ας χρησιμοποιούν δηλ. την διατύπωση) αληθώς τον Υιόν φύσει Υιόν» (Προς τους εν Αφρική 9).
ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
α. Το πρόβλημα
Ο Αθανάσιος υπήρξε ο πρώτος μεγάλος θεολόγος, αφότου η Εκκλησία απέκτησε «καλές σχέσεις» με την πολιτεία, αφότου βγήκε από τις κατακόμβες και δέχτηκε την προστασία της κοσμικής εξουσίας. Το γεγονός της «προστασίας» αυτής δημιούργησε τεράστια προβλήματα στην Εκκλησία, όχι μικρότερα ίσως από αυτά που της προκάλεσαν οι διωγμοί. Και πρωταρχικό πρόβλημα έγινε η ανάμιξη του χριστιανού αυτοκράτορα στα πράγματα της Εκκλησίας, άλλοτε αυτοβούλως και άλλοτε με πρόσκληση εκκλησιαστικών ανδρών. Η πρόσκληση αυτή και η χρήση της αυτοκρατορικής εξουσίας έγινε πληθωρική από τους αρειανόφρονες, πρώτον για την ανατροπή της αποφάσεως της Νίκαιας και της θεολογίας του Αθανασίου και δεύτερον για την προσωπική καταδίκη του ίδιου του Αθανασίου και των ομοφρόνων του επισκόπων. Για την επίτευξη του διπλού αυτού σκοπού συγκλήθηκε μεγάλος αριθμός συνόδων με την εκβιαστική παρουσία αυτοκρατόρων ή αντιπροσώπων τους. Η αντίδραση του Αθανασίου, που γνώρισε διάφορες φάσεις, εκδηλώθηκε έντονα και απέβλεπε στην στερέωση του κύρους της Συνόδου της Νίκαιας και στην αθώωση του εαυτού του, που τον συκοφαντούσαν για εκκλησιαστικά αδικήματα και συνήθως για κοινά ποινικά εγκλήματα.
Η διπλή αυτή επιδίωξη του επέβαλλε μια θεολογική θεώρηση του προβλήματος και μια ρεαλιστική τακτική.
β. Θεολογική θεώρηση
Με την θεολογική θεώρηση διέκρινε σαφώς μεταξύ επισκόπων και βασιλέα, μεταξύ της φύσεως των εκκλησιαστικοθεολογικών θεμάτων και των αντικειμένων της βασιλικής φροντίδας. Άλλο είναι η εκκλησιαστική απόφαση και άλλο η «ρωμαϊκή αρχή». Ο βασιλέας δεν έχει καμμία θέση στην απόφαση («κρίσιν») των επισκόπων. Το γεγονός ότι ο αυτοκράτορας είχε την βασιλεία (από τον Θεό) δεν του εξασφάλιζε το δικαίωμα να αποφασίζει για τα εκκλησιαστικοθεολογικά, όπως δίδαξε ο Ευσέβιος Καισαρείας, θεμελιώνοντας τον καισαροπαπισμό. Ο Αθανάσιος απέρριψε έντονα την υπερφίαλη απαίτηση του Κωνσταντίου (361): «όπερ εγώ βούλομαι τούτο κανών (= εκκλησιαστικός) νομιζέσθω» (Περί των γεγενημένων παρ’ αρειανών 33,7). Η απόφαση των επισκόπων δεν αποκτά «κύρος» από τον βασιλέα, μολονότι αποφάσεις συνόδων και επισκόπων συνοδεύονταν από βασιλικά διατάγματα. Οι επίσκοποι είναι οι μόνοι εγγυητές της ορθότητας των αποφάσεων τους. Αυτοί κρίνουν εάν ο βασιλέας πιστεύει ή όχι ορθόδοξα. Αυτοί μπορούν να τον συμβουλεύσουν σχετικά, ακόμη και να τον απειλήσουν με θεία τιμωρία. Την τακτική προκλήσεως του κοσμικού άρχοντα να αναμιχτεί στα εκκλησιαστικά εγκαινίασαν οι αρειανοί μετά την Σύνοδο της Νίκαιας. Έτσι, ενώ στην Σύνοδο της Νίκαιας ο Κωνσταντίνος απλώς παρακολούθησε με ενδιαφέρον τις εργασίες της, δεχόμενος τις ορθόδοξες θέσεις, στις μετέπειτα φιλοαρειανικές συνόδους ο αυτοκράτορας ή ο αντιπρόσωπος του πίεζε κι εξεβίαζε τους επισκόπους και συχνά κατηύθυνε τις εργασίες της συνόδου, οι αποφάσεις της οποίας γι’ αυτό δεν είχαν κύρος. Ο Αθανάσιος βεβαιώνει ότι πριν από τις συνόδους αυτές ποτέ ο κοσμικός άρχοντας δεν επενέβαινε στα εκκλησιαστικά. Τουλάχιστον αποκρουόταν η επέμβαση του, όπως συνέβη στην περίπτωση του Μ. Κωνσταντίνου, που μάταια ζητούσε από τους Αλέξανδρο και Αθανάσιο Αλεξανδρείας να δεχτούν στην Εκκλησία τον Άρειο:
«Ει γαρ επισκόπων εστί κρίσις, τί κοινόν έχει προς ταύτην ο βασιλεύς; Ει δε βασιλέως εστίν απειλή, τις ενταύθα χρεία των λεγομένων επισκόπων; Πότε γαρ εκ του αιώνος ηκούσθη τοιαύτα; Πότε κρίσις Εκκλησίας παρά βασιλέως έσχε το κύρος ή όλως εγνώσθη τούτο το κρίμα; … Παύλος απόστολος είχε φίλους τους της Καίσαρος οικίας… αλλ’ ουκ εις κρίματα ( = αποφασείς, κρίσεις) του τους κοινωνούς παρελάμβανε. Νυν δε θέαμα καινόν και του της αρειανής αιρέσεως εστίν εύρημα• συνήλθον γαρ αιρετικοί και βασιλεύς Κωνστάντιος, ίνα… καθ’ ων αν εθέλοι πράττη … και ούτοι δε (= οι αρειανοί), την βασιλέως έχοντες δυναστείαν, επιβουλεύωσιν οις αν εθέλωσι, θέλουσι δε τοις μη ασεβούσιν ως αυτοί» (Περί των γεγενημένων παρ’ αρειανών 52, 3-5).
«οι επίσκοποι… μετά λόγων εχρήσαντο διδάσκοντες μη είναι την βασιλείαν αυτού ( = του Κωνσταντίου), άλλα του δεδωκότος Θεού, ον και φοβείσθαι αυτόν ηξίουν, μη εξαίφνης αυτήν αφέληται. Ηπείλουν τε την ημέραν της κρίσεως και συνεβούλευον αυτώ μη διαφθείρειν τα εκκλησιαστικά μηδέ εγκαταμίσγει την ρωμαϊκήν αρχήν τη της Εκκλησίας διαταγή, μηδέ την αρειανήν αίρεσιν εισάγειν εις την εκκλησίαν του Θεού» (αυτόθι 34,1).
«Δέσποτα παντοκράτορ, βασιλεύ των ουρανών… λάμψον εις την καρδίαν αυτού (= του Κωνσταντίου), ίνα, γνους την καθ’ ημών συκοφαντίαν, ευμενώς μεν αυτός δέξηται την απολογίαν, πάντας δε ποιήση γνώναι ότι αι ακοαί αυτού ησφαλίσθησαν εν αληθεία» (Απολογία προς Κωνστάντιον 12).
Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ο Αθανάσιος υιοθετεί και προβάλλει εμφαντικά τις ανάλογες απόψεις του γηραιού και πανσέβαστου Οσίου Κορδούης, που απέτρεπε τον βασιλέα Κωνστάντιο να αναμιγνύεται στα εκκλησιαστικά, γιατί σ’ αυτόν ο Θεός εμπιστεύτηκε μόνο την κοσμική εξουσία:
«μη τίθει σεαυτόν εις τα εκκλησιαστικά, μηδέ συ περί τούτων ημίν παρακελεύου, άλλα μάλλον παρ’ ημών συ μάνθανε ταύτα. Σοι βασιλείαν ο Θεός ενεχείρισεν, ημίν τα της Εκκλησίας επίστευσε. Και ώσπερ ο την σήν αρχήν υποκλέπτων αντιλέγει τω διαταξαμένω Θεω, ούτω φοβήθητι, μη και συ τα της εκκλησίας εις εαυτόν έλκων υπεύθυνος εγκλήματι μεγάλω γένη. ”Απόδοτε”, “γέγραπται, τα καίσαρος καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ”. Ούτε τοίνυν ημίν άρχειν επί της γής έξεστιν ούτε συ του θυμιάν εξουσίαν έχεις, βασιλεύ!» (Περί των γεγενημένων παρ’ αρειανών 44,7).
γ. Ρεαλιστική τακτική έναντι του βασιλέα
Η ρεαλιστική τακτική του Αθανασίου είχε αφορμή τον “εναγκαλισμό” Εκκλησίας και βασιλέα και την επιτυχία των αρειανών να συγκαλούν αυτοβούλως οι βασιλείς συνόδους. Και ο ίδιος ο Αθανάσιος προκάλεσε επέμβαση των αυτοκρατόρων, όχι όμως για να κρίνουν την ορθότητα των αποφάσεων της Νίκαιας, άλλα για να ακυρώσουν όσα έγιναν προς ανατροπή των αποφάσεων αυτών και όσα βάσει ψευδών κατηγοριών αποφασίστηκαν κατά του Αθανασίου σε συνόδους, που εργάστηκαν με την βία των αυλικών και των αρειανών. Ακόμα δέχτηκε να ζητήσει άδεια βασιλική για εγκαίνια ναού, κάτι όμως που σχετιζόταν με τον δημόσιο βίο. Επιδίωξε λοιπόν με την επέμβαση του βασιλέα να αρθεί ότι κακό είχε γίνει με βασιλική ευθύνη:
«ωκεανοί μεν ουν ούτως ετύρευον και τας συσκευάς έπλαττον (= εις την σύνοδον της Τύρου το 335), ημείς δε ανελθόντες εδείξαμεν βασιλεί τας αδικίας των περί Ευσέβιον, επεί και αυτός ην ο την σύνοδον γενέσθαι κελεύσας και κόμης αυτού καθηγείτο ταύτης» (Απολογητικός Β’ 86,1).
Παρά ταύτα η παρουσία του βασιλέα στα εκκλησιαστικά πράγματα και στις Συνόδους ακόμη δεν αποκλείεται• αντίθετα, είναι επιθυμητή και τουλάχιστον δεν ενοχλεί, αλλά με τον όρο ότι ο βασιλέας ορθοδοξεί ή τουλάχιστον δέχεται την «κρίσιν» των επισκόπων, όπως έκανε ο Μ. Κωνσταντίνος στην Νίκαια. Όταν όμως ο βασιλέας γίνεται όργανο των κακοδόξων, η παρουσία του στην σύνοδο είναι ανεπιθύμητη, όπως και οι πρωτοβουλίες του σ’ αυτήν. Τελικά, το ορθοδοξείν και η ειλικρίνεια του βασιλέα είναι το κριτήριο της σχέσεως Εκκλησίας και κοσμικού άρχοντα, που μάλιστα είναι και μέλος της. Γι’ αυτό και ο Αθανάσιος, όσο ήλπιζε ότι θα κατανοούσε την απόφαση της Νικαίας και την τοποθέτησή του ο Κωνστάντιος, τον αποκαλούσε «θεοφιλέστατον Αύγουστον», «φιλανθρωπότατον» και «πλήρη θεοσεβείας και ευλαβείας» (Απολογία προς Κωνστάντιον 1). Όταν όμως πείστηκε απόλυτα για την κακή διάθεση του ίδιου βασιλέα, τον χαρακτήρισε «ωμόν», «μη κατά φύσιν έχοντα τας φρένας» και «διώκτην θηριώδη», ενώ του υπενθύμισε τα φοβερά εγκλήματα του κατά των συγγενών του (Περί των γεγενημένων παρ’ αρειανών 69, 1-2).
Το πρόβλημα επομένως της σχέσεως Εκκλησίας και κοσμικού άρχοντα τίθεται από τον Αθανάσιο σε προσωπική βάση. Κανένα πάγιο θεωρητικό σύστημα δεν διανοήθηκε να προβάλει. Όλα εξαρτώνται από την ορθοδοξία ή την κακοδοξία των συγκεκριμένων κοσμικών αρχόντων ή γενικότερα από τις εποχές, κατά τις οποίες οι κοσμικοί άρχοντες εμφορούνται από φιλορθόδοξη ή αντορθόδοξη νοοτροπία.
ΒΙΟΣ
Ο Μέγας Αθανάσιος γεννήθηκε κατά πάσαν πιθανότητα το 295 στην Αλεξάνδρεια. Ειδήσεις για την παιδική και την εφηβική του ηλικία έχουμε λίγες και αυτές όχι ασφαλείς. Οι γονείς του ήταν Έλληνες και μάλλον εθνικοί. Απέκτησε ικανοποιητική θύραθεν παιδεία (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΚΑ’ 6) στις εκεί εθνικές σχολές. Από έφηβος βρέθηκε στο στενό περιβάλλον του Αλεξάνδρου Αλεξανδρείας, από τον οποίο έγινε αναγνώστης, γραμματέας και διάκονος (319). Έτσι γνώρισε άριστα την εκκλησιαστικοθεολογική κατάσταση της εποχής, όπως και τον ασκητικό βίο. Ζώντας πλησίον του Αλεξάνδρου, τον επηρέαζε ποικιλοτρόπως ήδη από την εποχή της εμφανίσεως του αρειανισμού (περίπου το 318). Ήταν τόσο γνωστή η επιρροή του Αθανασίου στον Αλέξανδρο, ώστε, όταν ο δεύτερος αρνιόταν να δεχτεί στην Εκκλησία τον Άρειο μετά την καταδίκη του από αλεξανδρινές συνόδους (320-322/3), οι αρειανόφρονες θεωρούσαν υπαίτιο τον Αθανάσιο, όπως ο ίδιος πληροφορεί (Απολογητικός Β’ 6,2). Την ίδια εποχή βοήθησε τον Αλέξανδρο να αναιρέσει τις απόψεις του Αρείου (με την Επιστολή προς Αλέξανδρον Θεσσαλονίκης) και να υποστηρίξει την ορθόδοξη άποψη στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας το 325: «Αρείου… της Εκκλησίας εκβληθέντος… οι περί Ευσέβιον… έγραφον πολλά παρακαλούντες Αλέξανδρον τον επίσκοπον μη αφείναι τον αιρετικόν Άρειον έξω της Εκκλησίας. Αλεξάνδρου δε, διά την εις Χριστόν ευσέβειαν μη δεχομένου τον ασεβή (= Άρειον), εις Αθανάσιον, τότε διάκονον όντα ελυπούντο, επειδή τα πλείστα συνάντα Αλεξάνδρω τω επισκόπω πολυπραγμονούντες αυτόν ήκουον και τιμώμενον παρ’ αυτού. Πείραν δε αυτού ( = του Αθανασίου) και της ευσεβείας της εις Χριστόν λαβόντες εκ της συνόδου της κατά Νίκαιαν συγκροτηθείσης, εν οις επαρρησιάζετο κατά της ασεβείας των αρειομανιτών μειζόνως το μίσος ηύξανον» (Απο-λογητικός Β’ 6,2). Επομένως από το 320 τουλάχιστον σήκωνε το θεολογικό βάρος του αντιαρειανικού αγώνα, που δικαιώθηκε στην Νίκαια (325). Εκεί έγινε καθολικά γνωστός διότι πρωτοστάτησε στις παρασκηνιακές θεολογικές συζητήσεις, που οδήγησαν στην διατύπωση της αλήθειας ότι ο Υιός είναι «Θεός Αληθινός», «εκ της ουσίας του Πατρός» και «ομοούσιος», με την οποία ανατράπηκε ο αρειανισμός. Την εποχή αυτή, και ασφαλώς μετά την εμφάνιση του Αρειανισμού, άρχισε την συγγραφική θεολογική του δραστηριότητα. Οι δύο πολυσήμαντοι λόγοι του «Κατά ελλήνων» και «Περί ενανθρωπήσεως» γράφηκαν τότε, όπως τότε πρέπει να συντάχτηκαν σε μία πρώτη μορφή οι «Κατά αρειανών» λόγοι του, με τους οποίους θεμελίωσε την θεολογία του και τους οποίους ασφαλώς επεξεργάστηκε και μετά την επισκοποποίησή του.
Λίγο πριν πεθάνει ο επίσκοπος Αλέξανδρος (+ 17.4.328) υπέδειξε για διάδοχο του τον Αθανάσιο, γεγονός που δημιούργησε μεγάλη αντίδραση. Αναζωπυρώθηκε το καταδικασμένο και στην Νίκαια μελιτιανό σχίσμα και προβλήθηκε μελιτιανός για τον θρόνο Αλεξανδρείας. Ομάδα ορθοδόξων επισκόπων, ενθαρρυνόμενη και πιεζόμενη έντονα από το ορθόδοξο πλήρωμα, προχώρησε (8.6.328) στην εκλογή και την χειροτονία του Αθανασίου ως επισκόπου Αλεξανδρείας, τον οποίο αναγνώρισαν αργότερα και οι λοιποί επίσκοποι Αίγυπτου και Λιβύης. Η αντίδραση κατά του Αθανασίου συνεχίστηκε με την συνεργασία τώρα φίλων του Ευσεβίου Νικομήδειας και μελιτιανών, οι οποίοι είχαν δικό τους κλήρο. Σκοπός τους ήταν η ακύρωση της εκλογής του Αθανασίου, ενώ τον συκοφαντούσαν στον αυτοκράτορα ότι π.χ. επέβαλε φόρο παράνομο στους Αλεξανδρινούς, ότι ενίσχυσε με άφθονο χρυσό τον επικίνδυνο ανώτερο κρατικό υπάλληλο Φιλούμενο και ότι φόνευσε τον επίσκοπο Αρσένιο. Αποδείχτηκε τελικά ότι τον τελευταίο τον έκρυβαν οι μελιτιανοί. Το κλίμα γινόταν ακόμη δυσμενέστερο από την άρνηση του Αθανασίου να υποκύψει στις υποδείξεις του αυτοκράτορα και να δεχτεί σε κοινωνία τον Άρειο, καταδικασμένο στην Νίκαια οριστικά. Την κατάσταση αυτή ο Αθανάσιος αντιμετώπισε με διαφωτιστικές εγκύκλιες Επιστολές και δη με συχνές επισκέψεις στις επισκοπές της Αιγύπτου και τα μοναστικά κέντρα, όπως του Παχωμίου, με αποτέλεσμα να ενισχύσει την ενότητα και το ορθόδοξο φρόνημα των πιστών.
Παράλληλα προσπαθούσε ν’ αποδεικνύει αβάσιμες τις εναντίον του κατηγορίες στον αυτοκράτορα. Αυτές αυξάνονταν και το 334 ο Μ. Κωνσταντίνος δέχτηκε την απόδειξη των μελιτιανών για σύγκληση συνόδου, που θα έκρινε συνολικά το πρόβλημα Αθανάσιος. Ήδη όμως ο Κωνσταντίνος είχε απόλυτα πειστεί ότι η εμμονή του Αθανασίου στην ορθοδοξία και η πολεμική κατά του αρειανισμού, ο οποίος απλωνόταν ολοένα και περισσότερο, αντιστρατευόταν τη δική του πολιτική. Την τελευταία του είχαν εμπνεύσει οι αρειανόφρονες και μάλιστα ο Ευσέβιος Νικομήδειας, με τον οποίο είχε μακρινή συγγένεια. Σύμφωνα με την πολιτική αυτή θα πετύχαινε στέρεη ενότητα του απέραντου ρωμαϊκού κράτους με βάση την εκκλησιαστική ενότητα ορθοδόξων και αρειανών, υποτιμώντας βέβαια αφελώς τις θεολογικές και δογματικές διαφορές. Είχε λοιπόν και ο Κωνσταντίνος ισχυρό λόγο να λησμονήσει τον θαυμασμό, που όντως είχε για το πρόσωπο του Αθανασίου.
Έτσι οι μελιτιανοί και οι αρειανοί, με τον Ευσέβιο Νικομήδειας επικεφαλής, οργάνωσαν ευρύ κατηγορητήριο για δήθεν εκκλησιαστικοκοινωνικά και ποινικά παραπτώματα του Αθανασίου και ο Κωνσταντίνος κάλεσε το 335 σύνοδο στην Καισάρεια της Παλαιστίνης με σκοπό την εξέταση των κατηγοριών. Ο Αθανάσιος όμως αρνήθηκε να προσέλθει, επειδή ο επίσκοπος της πόλεως Ευσέβιος ήταν φίλος και όργανο των αρειανοφρόνων και η απόφαση της συνόδου προδικασμένη. Τότε οι επίσκοποι κλήθηκαν στην Τύρο της Φοινίκης, άλλα οι αρειανόφρονες ήταν 60 και οι ορθόδοξοι με τον Αθανάσιο, που με την βία τον ανάγκασαν να προσέλθει, 49, όλοι από την Αίγυπτο.
Στην σύνοδο ανέτρεψε με άνεση τις κατηγορίες: ότι ο αποσταλμένος του Μακάριος φέρθηκε βάναυσα στο ιερό που λειτουργούσε ο Ισχύρας, τον οποίο δήθεν κακοποίησε (αποδείχτηκε ότι ο Ισχύρας ήταν αυτοχειροτονημένος πρεσβύτερος και την ημέρα που τάχα συνέβησαν αυτά ήταν κλινήρης, απών από τον ναό)• ότι φόνευσε τον μελιτιανό επίσκοπο στην Θηβαΐδα Αρσένιο, του οποίου μάλιστα το δεξί χέρι χρησιμοποιούσε για μαγεία (ο Αρσένιος βρέθηκε στο κρησφύγετό του και μάλιστα με τα δύο του χέρια στην θέση τους)• ότι παρέσυρε στην ακολασία γυναίκα (η ψευδομάρτυς, που πληρώθηκε για να παραστήσει το θύμα και που δεν γνώριζε προσωπικά τον Αθανάσιο, εξέλαβε για Αθανάσιο κάποιον Τιμόθεο, τον οποίο και κατηγόρησε ως εκπαρθενευτή της). Τέτοιου είδους κακοήθειες, ενώ απορρίπτονταν εύκολα, έπεισαν απόλυτα τον Αθανάσιο για τον σκοπό των αρειανών, που πλειοψηφούσαν στην Σύνοδο. Γι’ αυτό και, μετά από πληροφορίες ότι οργάνωναν εναντίον του δολοφονική απόπειρα, έφυγε κρυφά για να συναντήσει προσωπικά τον Κωνσταντίνο στην Κωνσταντινούπολη, όπου έφτασε, αλλά χωρίς να πετύχει την επιθυμητή ακρόαση.
Απογοητευμένος από τα συμβαίνοντα στην αυλή του αυτοκράτορα, μα και αποφασισμένος να του εξηγήσει την κατάσταση, τον περίμενε σε κάποιο μέρος, την ώρα που θα επέστρεφε από περίπατο. Εμφανίστηκε απρόοπτα στον έφιππο βασιλιά, τον σταμάτησε, του ζήτησε να τον ακούσει, αλλά ο βασιλιάς, αν κι εντυπωσιάστηκε βαθιά, δεν είχε την δύναμη να ξεπεράσει τον κλοιό, που είχαν σχηματίσει γύρω του οι αρειανοί. Το μόνο που τότε αποφάσισε ήταν να καλέσει ολόκληρη την σύνοδο (που είχε ήδη καθαιρέσει τον Αθανάσιο βάσει πορίσματος εξεταστικής επιτροπής από αρειανούς) στην Κωνσταντινούπολη προς επανεξέταση των πραγμάτων. Πέτυχαν όμως οι περί τον Ευσέβιο Νικομήδειας να μη μεταβούν στην πρωτεύουσα παρά μόνο μερικοί από τους φανατικούς αρειανούς επισκόπους, οι οποίοι συνάντησαν τόσες δυσκολίες στην εξουθένωση του Αθανασίου, ώστε να καταφύγουν σε δραστική συκοφαντία. Ο Αθανάσιος δήθεν είπε ότι θα εμποδίσει την αποστολή σίτου από την Αλεξάνδρεια στην Κωνσταντινούπολη. Ο βασιλέας τότε θύμωσε -ή έδειξε ότι θύμωσε- και, δεχόμενος την συνοδική καθαίρεση, εξόρισε τον Αθανάσιο (τον Ιούλιο του 335) στα Τρέβιρα (Γερμανία), όπου είχε την αυλή του ο ομώνυμος νεώτερος γιός του και όπου επισκόπευε ο Μαξιμίνος. Και οι δύο άντρες δέχτηκαν και τίμησαν πολύ τον Αθανάσιο, που στα 40 του χρόνια είχε γίνει ο κατ’ εξοχήν εκφραστής και υπερασπιστής της Ορθοδοξίας και ήρωας της Εκκλησίας. Στις παρακλήσεις αλεξανδρινών και μάλιστα του Μ. Αντωνίου για ανάκληση της αποφάσεως δεν υποχώρησε ο Κωνσταντίνος. Η μόνη χειρονομία του, που δείχνει ότι παρά ταύτα εκτιμούσε τον Αθανάσιο, ήταν ότι δεν επέτρεψε να χειροτονηθεί άλλος επίσκοπος Αλεξανδρείας και δεν εμπόδισε τον Αθανάσιο να επικοινωνεί με το ποίμνιό του. Συγχρόνως οι διωγμοί και οι καταπιέσεις εις βάρος των ορθοδόξων αυξάνονταν επικίνδυνα στην Ανατολή.
Ο Μ. Κωνσταντίνος πέθανε το 337 και ο γιος του Κωνσταντίνος έδωσε αμνηστία (που την αναγνώρισε και ο Κωνστάντιος) και υπέγραψε διάταγμα επανόδου όλων των εξόριστων ορθοδόξων και του Αθανασίου, ο οποίος επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια (23. 11.337) κι έγινε δεκτός με πολύ ενθουσιασμό από τον λαό.
Εντός του 338 ο Αθανάσιος κάλεσε σύνοδο 100 περίπου επισκόπων της Αίγυπτου, της Λιβύης και της Πενταπόλεως. Στην σύνοδο καταδικάστηκαν οι μέχρι τότε ενέργειες των αρειανών και τονίστηκε η εγκυρότητα των αποφάσεων της Νίκαιας και η κανονικότητα της θέσεως του Αθανασίου.
Οι αρειανοί όμως, στηριζόμενοι και στην βοήθεια του νέου αυτοκράτορα Κωνσταντίου, τον οποίο είχαν κάνει αρειανόφρονα, χάλκευσαν πολλές νέες κατηγορίες εναντίον του Αθανασίου και το 339 πέτυχαν σύγκληση συνόδου στην Αντιόχεια, όπου τον καθαίρεσαν (Απρίλιος), αφού είχαν αποτύχει να πείσουν την Ρώμη να στραφεί άμεσα κατά του Αθανασίου.
Με πολλές δυσκολίες βρήκαν και όρισαν αντικαταστάτη του τον καππαδόκη Γρηγόριο, που ήρθε στην Αλεξάνδρεια παρά την λαϊκή αντίδραση, αποτέλεσμα της οποίας ήταν βιαιότητες και διωγμοί σε βάρος ορθόδοξων κληρικών και λαϊκών. Ο Αθανάσιος, όταν είδε να εκτραχύνονται τα πράγματα σε βάρος των ορθοδόξων πήρε μόνος τον δρόμο της εξορίας.
Αυτή την φορά πήγε στην Ρώμη (340), όπου τον δέχτηκαν με σεβασμό και πολλές τιμές. Συνοδευόταν από δύο μοναχούς, με τους οποίους συνέβαλε στην γνωστοποίηση του μοναχισμού στην Δύση. Η παρουσία του Αθανασίου στην Ρώμη απέβη πολυσήμαντη, γιατί έγινε η αιτία ευρύτερου θεολογικού κατατοπισμού των δυτικών, οι οποίοι για πρώτη φορά, μετά έναν αιώνα, ευτύχησαν να ακούσουν μεγάλο θεολόγο της Ανατολής. Δεν είναι υπερβολή αυτό που ειπώθηκε, ότι (από μία άποψη) η Δύση έγινε από την εποχή αυτή αθανασιανή. Τότε κατάλαβε ορθά τα μεγάλα θεολογικά προβλήματα και το πνεύμα του Αθανασίου, που έγινε πίστη και Παράδοση στην Εκκλησία.
Από την Ρώμη και με πρωτοβουλία του επισκόπου της Ιουλίου Α’ έγιναν προσπάθειες για δικαίωση και επιστροφή του Αθανασίου, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Επίσης έγινε και προσπάθεια καθολικής συνεννοήσεως Δύσεως και Ανατολής, πάλι χωρίς αποτέλεσμα, διότι τελικά οι δυτικοί επίσκοποι συνάχτηκαν στην Ρώμη (341), για να δικαιώσουν τον Αθανάσιο και να αθωώσουν τον Μάρκελλο Αγκύρας, ενώ οι ανατολικοί συνάχτηκαν στην Αντιόχεια (341), όπου καταδίκασαν τους παραπάνω δύο επισκόπους και διατύπωσαν 4 σύμβολα συμβιβαστικά, σ’ ένα των οποίων ο Υιός χαρακτηρίζεται «απαράλλακτος» εικόνα της ουσίας του Πατέρα. Για την λύση του σχίσματος οργανώθηκε νέα σύνοδος για τα Μεδιόλανα, που τελικά έγινε το 343 στην Σαρδική (σημ. Σόφια). Εκεί έλαβαν μέρος πολλοί ορθόδοξοι δυτικοί, ενώ αργότερα ήρθαν και οι ανατολικοί αρειανόφρονες. Οι τελευταίοι, μόλις διαπίστωσαν ότι ο βασιλέας δεν ασκεί πίεση, ότι πρόεδρος της συνόδου ήταν ο φίλος του Αθανασίου Όσιος Κορδούης και ότι οι ορθόδοξοι πλειοψηφούσαν, βρήκαν μια πρόφαση και άφησαν την Σαρδική• ήρθαν στην Φιλιππούπολη και σχημάτισαν σύνοδο, η οποία ανανέωσε την καθαίρεση του Αθανασίου και καταδίκασε σημαίνοντες ορθοδόξους της Δύσεως.
Παράλληλα στην Σαρδική ο Αθανάσιος απολογήθηκε, αθωώθηκε και αποκαταστάθηκε, άλλα ο Κωνστάντιος απείλησε ότι θα τον θανάτωνε, αν επιχειρούσε να επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια. Οι συνεχείς όμως πιέσεις του αυτοκράτορα της Δύσεως Κώνστα, η βαρβαρική απειλή και ο θάνατος του επιβήτορα Γρηγορίου έκαναν τον Κωνστάντιο να συναινέσει στην αποκατάσταση του Αθανασίου. Τον προσκάλεσε (345) λοιπόν επίμονα και, με έγγραφες διαβεβαιώσεις για την ασφάλεια της ζωής του, τον προέτρεψε να επανέλθει στην Αλεξάνδρεια. Ο ιεράρχης ταξίδεψε στην Ρώμη και στα Τρέβιρα, για να ευχαριστήσει και να αποχαιρετήσει τους φίλους και ευεργέτες του. Από εκεί ήρθε στην Ανατολή, πέρασε από την Αντιόχεια, την Λαοδίκεια και τα Ιεροσόλυμα και στις 21.10.346 έφτασε στην Αλεξάνδρεια, όπου το πλήθος τον υποδέχτηκε ως ομολογητή και σύμβολο της Ορθοδοξίας με συγκινητικές εκδηλώσεις.
Στα χρόνια που ακολούθησαν εργάστηκε έντονα για την θεραπεία των ποιμαντικών αναγκών της περιοχής, για την θεολογική διαφώτιση όσων «καλή τη πίστει» παρασύρθηκαν στον αρειανισμό και για την υποστήριξη της Ορθοδοξίας σε όλες κατά το δυνατόν τις τοπικές Εκκλησίες.
Η δράση του έφερε σε δύσκολη θέση τους αρειανούς, που έβλεπαν να χάνεται η κυριαρχία τους στην Ανατολή. Κίνησαν λοιπόν πάλι γη και ουρανό για την εξόντωση του Αθανασίου. Στην αρχή ο Κωνστάντιος δεν συναινούσε. Ύστερα όμως, από το 353, οπότε εξουδετέρωσε τον Μαξέντιο, φονέα του αδελφού του Κώνστα, άλλαξε στάση• παρασύρθηκε στα σχέδιά τους, διότι έβλεπε και την τεράστια σημασία που είχε γι’ αυτόν μια υποχείρια εκκλησιαστικοπολιτική κατάσταση στην Αίγυπτο. Πρώτα φρόντισαν να απομακρύνουν τον Αθανάσιο από την Αλεξάνδρεια με τέχνασμα, το οποίο εκείνος κατάλαβε και στο οποίο αντέδρασε (ο Κωνστάντιος τον κάλεσε τον Μάιο του 353 για να τον δεχτεί σε ακρόαση, την οποία δεν είχε ποτέ ζητήσει ο Αθανάσιος).
Στο πλαίσιο της προσπάθειας προς διάλυση της ορθόδοξης Εκκλησίας και εξόντωση προσωπική του Αθανασίου έγιναν δύο σύνοδοι: η μία στην Αρελάτη (Arles) το 353 και η άλλη στα Μεδιόλανα (Μιλάνο) το 355, με τετρακόσιους περίπου επισκόπους, κυρίως από την Δύση. Οι τελευταίοι καταδίκασαν τον Αθανάσιο και μάλιστα ως αιρετικό μαζί με τον Φωτεινό και τον Μάρκελλο Αγκύρας. Ελάχιστοι, που αντιστάθηκαν στην θέληση του Κωνσταντίου, (ο οποίος παρευρέθηκε προσωπικά στην σύνοδο), εξορίστηκαν. . .
Ο Ρώμης Λιβέριος στην αρχή έμεινε πιστός στις αποφάσεις της Νικαίας και στον Αθανάσιο. Δυστυχώς όμως κάμφθηκε αργότερα (357) και υπέγραψε ημιαρειανικό σύμβολο πίστεως και καταδίκη του Αθανασίου. Το λυπηρό είναι ότι το ίδιο έκανε και η μεγαλύτερη φυσιογνωμία τότε στην Δύση, ο Όσιος Κορδούης, που, παρά τους μέχρι τότε αγώνες του, υπέκυψε στις πιέσεις και υπέγραψε και αυτός ημιαρειανικό σύμβολο. Τα γεγονότα αυτά, που συνέβησαν όλα στην Δύση, σήμαιναν κυριολεκτικά ότι και η δυτική Εκκλησία παραδόθηκε ολόκληρη στον αρειανισμό, μολονότι από φόβο, ενίοτε και άγνοια.
Τις αποφάσεις των συνόδων Αρελάτης και Μεδιολάνων στάλθηκαν να εφαρμόσουν με κάθε μέσο στην Αλεξάνδρεια ο νοτάριος Διογένης (355) και μάλιστα ο στρατηγός Συριανός (Ιανουάριος 356), που χρησιμοποίησε βίαια μέτρα. Επειδή ο λαός της πόλεως έμενε πιστός στον επίσκοπο του κι επέμενε στην μη εκτέλεση των ληστρικών συνοδικών αποφάσεων, ο Αθανάσιος έμεινε στην Αλεξάνδρεια μέχρι και την 8η Φεβρουάριου. Την νύχτα όμως της 8ης Φεβρουάριου κι ενώ πλήθος πιστών με τον Αθανάσιο μαζί παρακολουθούσαν Αγρυπνία στον ναό του Αγίου Θεωνά, ο Συριανός, με πέντε χιλιάδες στρατιώτες, κύκλωσε τον ναό για να συλλάβει τον ιεράρχη. Αυτός αρνήθηκε να φυγαδευτεί, πριν απομακρυνθούν οι πιστοί και ασφαλιστεί η ζωή τους. Πολλοί υπάκουσαν και απομακρύνθηκαν. Άλλοι έμειναν κοντά του. Σε κάποια στιγμή συγχύσεως οι στρατιώτες εισέβαλαν στον ναό, αλλά μερικοί κληρικοί και μοναχοί, με κάλυψη πολλών πιστών, άρπαξαν τον Αθανάσιο και τον οδήγησαν σε ασφαλές μέρος. Έτσι άρχισε η τρίτη εξορία του Αγίου, κοντά στους μοναχούς τώρα, οι οποίοι του παραστάθηκαν αφάνταστα και για την θεολογική ενημέρωση των οποίων έγραψε σπουδαία έργα. Το 354 μάλιστα, πρώτος ο Αθανάσιος, καθόσον γνωρίζουμε, χειροτόνησε μοναχούς σε επισκόπους. Την φυγή του Αθανασίου ακολούθησαν βιαιότητες και διωγμοί των ορθοδόξων. Με την προστασία μοναχών της Άνω Αιγύπτου άλλαζε συνεχώς στην έρημο κρησφύγετο, γιατί οι αρειανοί κοσμικοί άρχοντες, με προσωπική εντολή του Κωνσταντίου, τον καταδίωκαν και τον αναζητούσαν παντού.
Πολλοί μοναχοί διώχτηκαν και υπέστησαν πολλά μαρτύρια, για να φανερώσουν την καλύβη ή το σπήλαιο του Αθανασίου. Άντεξαν όμως όλοι και δεν πρόδωσαν τον προστατευόμενο τους. Αντίθετα, έκαναν το παν για να ευκολύνουν την δράση του, την σύνταξη απολογητικών και πολεμικο- ιστορικών έργων και την από τα κρησφύγετά του διαποίμανση των ορθοδόξων της Αλεξάνδρειας και της Αιγύπτου γενικά, που βέβαια στέναζαν υπό τους αυλικοαρειανούς κοσμικούς και εκκλησιαστικούς άρχοντες. Οι αρειανοί στο μεταξύ εγκατέστησαν (24.2.357) στον θρόνο της Αλεξάνδρειας τον αγροίκο Γεώργιο, τον οποίο εκδίωξε ο λαός (2.10.358) με εξέγερση. Αυτός όμως επανήλθε σε τρία χρόνια με υψηλή προστασία, για να δολοφονηθεί αργότερα (24.12.361) από εξαγριωμένα πλήθη εθνικών.
Παρά τις κακουχίες και τους κατατρεγμούς, η εποχή αυτή, μέχρι το 361, ήταν εξαιρετικώς καρποφόρα για τον Αθανάσιο. Τότε έγραψε μερικά από τα καλύτερα έργα του. Παρακολουθούσε άγρυπνα και κατηύθυνε το ποίμνιό του, το οποίο μάλιστα επισκεπτόταν κάποτε κάποτε κρυφά, με την βοήθεια των πιστών. Την εποχή αυτή αρχίζει και νέα φάση της θεολογικής προσφοράς του Αθανασίου. Αυτής που αφορά στην θεολογία και την προβολή του μοναχισμού και της ασκήσεως γενικά με την σύνταξη του Βίου του Μ. Αντωνίου (356). Αυτής που αφορά στην πνευματολογία (Επιστολές προς Σεραπίωνα το 359), με την οποία ερμήνευε, επεξέτεινε, εμπλούτιζε, αλλά και στερέωνε περισσότερο την θεολογία της Νίκαιας. Και αυτής που θεμελίωνε την στάση του επισκόπου (Εκκλησίας) έναντι του κοσμικού άρχοντα (πολιτείας), είτε αυτός είναι χριστιανός, είτε είναι εθνικός.
Η άνοδος στον θρόνο του Ιουλιανού (Νοέμβριος 361) σήμανε το τέλος των μακρών εξοριών του Αθανασίου. Ο νέος παγανιστής αυτοκράτορας έδωσε αμνηστία στους ορθοδόξους, που είχε εξορίσει ο Κωνστάντιος. Έτσι ο Αθανάσιος επανέρχεται στην Αλεξάνδρεια (21.2.362), για να εγκαινιάσει πολυσήμαντη τακτική με την περίφημη «Σύνοδο των ομολογητών» του ίδιου έτους. Με το αυξημένο κύρος του σε Ανατολή και Δύση, αλλά και με το κύρος των συνοδικών μελών, που και αυτοί είχαν πολλά υποστεί για την ορθοδοξία, προσπάθησε: α) να δημιουργήσει γέφυρα επανόδου όσων πίστευαν ορθά, αλλά δίσταζαν στην χρήση του όρου «ομοούσιος»• β) να επαναβεβαιώσει την «αυτάρκεια» της συνόδου της Νικαίας, από το σύμβολο της οποίας προκύπτει έμμεσα και ότι το άγιο Πνεύμα δεν είναι κτίσμα• γ) να αποτρέψει περαιτέρω συζήτηση για τον όρο υπόσταση, χωρίς να εμποδίζει την χρήση του όρου «τρεις υποστάσεις» και χωρίς να εγκαταλείπει την αρχική του θέση ότι η υπόσταση ταυτίζεται με την ουσία, θέση που θεολογικά θα ξεπεραστεί με τον Μ. Βασίλειο• δ) να προβάλει ορθόδοξη χριστολογία με βάση τους όρους της Νίκαιας «σαρκωθέντα» και «εναν- θρωπήσαντα», αντιμετωπίζοντας έτσι την πρώτη φάση του απολιναρισμού• και ε) να δείξει τις αναγκαίες εκκλησιαστικοθεολογικές προϋποθέσεις, με τις οποίες θα μπορούσαν τότε να ενωθούν οι ανατολικοί (προπαντός οι αντιοχειανοί) και οι δυτικοί που ασπάζονταν το σύμβολο της Νίκαιας (Βλ. σχετικά στον Τόμον προς Αντιοχείς). Βέβαια, η συζήτηση για τις υποστάσεις (τριαδολογία) δεν σταμάτησε. Την σχετική ορθόδοξη θεολογία θα την πραγματώσει ο Μ. Βασίλειος δύο χρόνια μετά στο Κατά Ευνομίου έργο του. Επίσης η χριστολογική διαμάχη θα συνεχιστεί με τους Καππαδόκες και θα λυθεί συνοδικά τον επόμενο αιώνα.
Αλλά και στον ποιμαντικό και κατηχητικό τομέα το έργο του Αθανασίου υπήρξε εντυπωσιακό. Ολ’ αυτά και το γεγονός ότι ο ιερός άνδρας κατήχησε γυναίκες της αλεξανδρινής αριστοκρατίας εξόργισαν τον Ιουλιανό, που έδειξε πόσο επιφανειακά και σκόπιμα είχε σκεφτεί την αμνηστία των ορθοδόξων. Με αστείες λοιπόν προφάσεις διέταξε όχι μόνο να εκδιωχτεί ο Αθανάσιος από την επισκοπή του, «αλλά και αναιρεθήναι», να φονευτεί.
Έτσι στις 24.10.362 πήρε για τέταρτη φορά τον δρόμο της εξορίας. Μπήκε σ’ ένα πλοίο με κατεύθυνση, μέσω Νείλου, την Θηβαΐδα. Τον ακολούθησε όμως πλοίο με στρατιωτικό απόσπασμα με σκοπό να τον βρει και να τον φονεύσει. Όταν ο Αθανάσιος αντιλήφτηκε το πλοίο, άλλαξε πορεία. Σε μια καμπή του ποταμού πήρε το δρόμο της επιστροφής και πέρασε εμπρός από το πλοίο του στρατιωτικού αποσπάσματος. Οι συνοδοί του στην ερώτηση των διωκτών, αν είδαν τον Αθανάσιο, απάντησαν ότι προχωρώντας θα τον προλάβουν. Επέστρεψε λοιπόν στην Αλεξάνδρεια κι έμεινε για λίγο έξω από την πόλη. Αλλά κάτι τέτοιο ήταν πολύ επικίνδυνο κι έφυγε για την Θηβαΐδα, όπου γνώρισε τους Ταβεννησιώτες μοναχούς, οι οποίοι με τον ηγούμενο τους Θεόδωρο τον φιλοξένησαν δείχνοντας του σεβασμό και αγάπη.
Κοντά στους μοναχούς έμεινε περίπου 10 μήνες. Ο Ιουλιανός φονεύτηκε (26.6.363) και αντικαταστάθηκε από τον αγαθό και φιλορθόδοξο Ιοβιανό. Η Εκκλησία δέχτηκε ως δώρο Θεού σε καταιγίδα την άνοδο του νέου αυτοκράτορα, τον οποίο αμέσως επισκέφτηκε ο Αθανάσιος στην έδρα του (Αντιόχεια). Εκεί, σε διαδοχικές συναντήσεις του εξήγησε την εκκλησιαστικοθεολογική κατάσταση (χωρίς να έρθει σ’ επαφή με την κοινότητα του Μελετίου). Ο Ιοβιανός περιέβαλε με τιμή και σεβασμό τον Αθανάσιο για τους αγώνες του, ενέκρινε την τακτική του και τον εφοδίασε με επίσημα έγγραφα για την επιστροφή του στην Αλεξάνδρεια (Φεβρουάριος 364). Δυστυχώς όμως την ίδια εποχή πέθανε ο Ιοβιανός και ο αυτοκράτορας Ουαλεντινιανός ονόμασε συνάρχοντα για την Ανατολή τον Ουάλη, με τον οποίο το σκηνικό άλλαξε ριζικά.
Οι ορθόδοξοι γνώρισαν τόσους απηνείς διωγμούς, που η Εκκλησία δεν έζησε ούτε στην εποχή των κατακομβών. Η αρειανική του τοποθέτηση ήταν γνωστή από το 360 (σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως). Υποστήριξε με κάθε μέσο τους αρειανούς όμοιους και τώρα (5.5.365) δημοσίευσε διάταγμα, βάσει του οποίου εξορίζονταν όλοι όσους είχε εξορίσει ο Κωνστάντιος και φυσικά και ο Αθανάσιος, που ήταν πλέον εβδομήντα ετών, κουρασμένος, αλλά με ακτινοβολία εντονότερη από άλλοτε. Το ποίμνιό του όμως φαινόταν τώρα αποφασισμένο για όλα. Την λαϊκή αναταραχή την γνώριζε ο έπαρχος της Αιγύπτου και άφηνε να νοηθεί ότι δεν θα εκτελέσει το διάταγμα στην περίπτωση του Αθανασίου. Υποκρινόταν όμως. Γι’ αυτό και ο Αθανάσιος, αναμετρώντας τις συνέπειες μιας εξεγέρσεως, εγκατέλειψε απροειδοποίητα την Αλεξάνδρεια στις 5.10.365, την νύχτα μάλιστα που είχε αποφασίσει ο έπαρχος να τον συλλάβει, κυκλώνοντας τον ναό του αγίου Διονυσίου, στον οποίο ο Αθανάσιος θα τελούσε αγρυπνία με πολλούς πιστούς. Έτσι, άδικα το στρατιωτικό απόσπασμα εισόρμησε την νύχτα εκείνη στον ναό. Ο Αθανάσιος κρυβόταν ήδη κάπου κοντά στην Αλεξάνδρεια, ίσως και μέσα σ’ αυτήν, «εν πατρώω μνήματι», λέει ο ιστορικός Σωκράτης (Εκκλ. ιστορία Δ’ 13).
Η κατάσταση αυτή κράτησε μόνο τέσσερες μήνες. Ο Ουάλης διακρινόταν τουλάχιστον για την πολιτική του σύνεση. Συνέχιζε την αφόρητη καταπίεση των ορθοδόξων, αλλά, προκειμένου να επαναστατήσει ο λαός της Αλεξάνδρειας, που πράγματι βρισκόταν σε μεγάλο αναβρασμό, προτίμησε να αμνηστεύσει τον Αθανάσιο, που όπως είπαμε ήταν για όλη την Εκκλησία σύμβολο της ορθοδοξίας. Το ίδιο μάλιστα έκανε αργότερα με τον Μ. Βασίλειο. Μπορούσε να τον εξορίσει και αυτόν, αλλά κάτι τέτοιο θα ήταν έσχατη πρόκληση. Τον άφησε λοιπόν με πολλές πιέσεις στην Καισάρεια, γιατί, μετά τον Αθανάσιο, σύμβολο της Ορθοδοξίας έγινε ο Βασίλειος. Ο Αθανάσιος επέστρεψε από την τελευταία του εξορία την 1η Φεβρουάριου του 366 και δεν απομακρύνθηκε πια από το ποίμνιό του, παρά για λίγες ημέρες, τον Σεπτέμβριο του 367, όταν ο Λουκιανός, ένας αρειανός επίσκοπος, αποπειράθηκε να τον εκθρονίσει.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του και δη από το 370, ενδιαφέρθηκε για την λύση του αντιοχειανού σχίσματος, διατηρώντας έντονη συμπάθεια προς τους ευσταθιανούς, που τους εκπροσωπούσε τώρα ως επίσκοπός τους ο Παυλίνος. Στο μεταξύ, ο νέος αστέρας της Εκκλησίας, ο Βασίλειος Καισαρείας της Καππαδοκίας, καλούσε τον Αθανάσιο, τον μόνο στην Εκκλησία που διέθετε τόσο κύρος και τόσο φωτισμό, να επέμβει στην Αντιόχεια, για δικαίωση του παρεξηγημένου, ακόμη και από τον Αθανάσιο, κανονικού επισκόπου Μελετίου και την καταδίκη ως κακοδόξου του Μαρκέλλου Αγκύρας, ο οποίος παλαιά είχε καταπολεμήσει τους αρειανούς, ήταν συμπαθής στον Αθανάσιο κι έδειχνε εμμονή στην πίστη της Νίκαιας. Από το πλέγμα τούτο δεν εξήλθε ο Αθανάσιος. Κατά τα άλλα συνέχισε το ανορθωτικό έργο της ορθόδοξης πίστεως, μολονότι με τους διωγμούς του Ουάλη μόνο νησίδες ορθοδοξίας έμεναν στο ανατολικό κράτος. Στις 2 (ή 3) Μαΐου του 373 παρέδωσε το πνεύμα, χωρίς να δει τη νίκη της ορθοδοξίας. Την προετοίμασε όμως τόσο καλά, ώστε ήρθε οκτώ χρόνια μετά την κοίμησή του με την Β’ Οικουμενική Σύνοδο (381).
Η Εκκλησία τιμά την μνήμη του στις 18 Ιανουαρίου και στις 2 Μαΐου.
Πηγές
Πολλά στοιχεία για τον βίο και την δράση του Αθανασίου βρίσκουμε στα έργα του: Προς τον βασιλέα Κωνστάντιον Απολογία, Περί των διαβαλλόντων την εν τω διωγμώ φυγήν, Απολογητικός δεύτερος, Προς τους Απανταχού μοναχούς περί των γεγενημένων παρά των Αρειανών επί Κωνσταντίου, Βίος του Μ. Αντωνίου και σποραδικά σε άλλα. Πολύ χρήσιμος είναι ο Λόγος ΚΑ’ (στον Αθανάσιο) του Γρηγορίου Θεολόγου (PG 35, 1081-1128), ο ελλιπής στην λατινική βίος του Αθανασίου (Historia acephala: PG 26, 1443-1450), οι αναφορές των Ευσεβίου, Επιφανίου, Ρουφίνου, Σωζομενού και Σωκράτη, και νέα κοπτικά κείμενα, όπως επίσης επιστολικά κείμενα της εποχής (π.χ. Μ. Βασιλείου). Τα πολλά σχετικά αγιολογικά έργα (Βίος και Εγκώμια του Αθανασίου) έχουν καθαρά οικοδομητικούς σκοπούς και γι’ αυτό μικρή ιστορική αξία.

(Πατρολογία τόμος Β. εκδ. Γρηγόρη Αθήνα 2012, σελ. 263-308)

Ι.Ν. Αγίου Σώστη Νέας Σμύρνης

Αφήστε μια απάντηση