kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

“Εκκλησία και Πολιτεία τον 21ο αιώνα.

Συγγραφέας: kantonopou στις 20 Μαρτίου, 2010

po98.jpg*του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αρκαλοχωρίου Ανδρέα Νανάκη

Με αφορμή τις συζητήσεις για το χωρισμό Κράτους – Εκκλησίας προβληματιζόμαστε σε σχέση με τα προτεινόμενα και τα μείζονα ανακύπτοντα ερωτήματα.

Όλοι συμφωνούμε ότι το εθνοκρατικό σχήμα των δύο προηγούμενων αιώνων 19ου – 20ου με τους ομοιογενοποιητικούς του μηχανισμούς μεταβάλλεται και τούτο μάλιστα με γοργούς πλέον ρυθμούς. Το μαρτυρούν οι μεταναστεύσεις, η υπογεννητικότητα, το δημογραφικό πρόβλημα, ο διαμορφούμενος μισθοφορικός στρατός, συγκροτούμενος από Έλληνες ευτυχώς. Και πάντα ταύτα, όχι μόνο στην ελληνική επικράτεια, αλλά και στα άλλα ιστορικά κράτη της ευρωπαϊκής ένωσης, όπου θα λέγαμε ότι ζούμε την «εκδίκηση» της αποικίας.

Είναι εμφανές ότι πορευόμεθα σε νέες κοινωνίες, πολυπολιτισμικές, όπως άλλωστε διαβίωναν αιώνες αιώνων, στη βαλκανική και τη μικρασιατική χερσόνησο οι πριν από εμάς.

Συνεπώς, καλούμεθα να προσεγγίσομε τις νέες σχέσεις της πολιτείας με την εκκλησία, στα νέα κοινωνικά δεδομένα και σε μια νέα προοπτική. Η αρχή θα μπορούσε να είχε γίνει με αφορμή τις ταυτότητες. Με μια άλλη τότε δυναμική, και σε συνεργασία με το κέντρο της ορθοδοξίας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά και τα άλλα ελληνόφωνα πρεσβυγενή Πατριαρχεία (Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων) και τον Αλβανίας Αναστάσιο, ας ξεκινούσε τότε, επισήμως και από τις δύο πλευρές η συζήτηση για τον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων εκκλησίας – πολιτείας. Οι άλλες εθνικές εκκλησίες το μείζον αυτό θέμα μπορούν να το διαπραγματεύονται αφ’ εαυτών, με την κυβέρνησή τους. Σ’ αυτές όμως έχουμε ταύτιση των ορίων τους με το εθνικό κράτος, που απλά διαθέτουν και κάποιες κοινότητες στη διασπορά. Για τον ελληνισμό το πράγμα διαφέρει και μάλιστα πάρα πολύ.

Ας ενθυμηθούμε για παράδειγμα, τον προβληματισμό και την αγωνία μας στην πρόσφατη περιπέτεια του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων.

Τις νέες αυτές σχέσεις πολιτείας και εκκλησίας καλούμαστε να τις μελετήσουμε σε συνάρτηση με τη νέα πραγματικότητα της Ευρώπης των πολιτισμών και της κοινωνίας των πολιτών. Την ίδια όμως περίοδο, στην ελληνική επικράτεια, ένα τμήμα, ένα μέρος της κοινωνίας των πολιτών, αριθμητικά καθόλου ευκαταφρόνητο, το αντίθετο μάλιστα, θέλει ή θα θέλει και τούτο όλοι συμφωνούμε πως είναι αναφαίρετο δικαίωμα του, να αυτοπροσδιορίζεται μέσα από την ορθόδοξη εκκλησία. Να συστοιχίζεται, να συνυπάρχει και να πορεύεται με όλα και με όσα συγκροτούν την πνευματική παρακαταθήκη και την πολιτιστική παράδοση της ορθόδοξης κατ’ ανατολάς εκκλησίας, με κέντρο αναφοράς το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.

Το εθνικό μας κράτος, από την αρχή της συγκρότησης του, έθεσε υπό την κυριαρχία του και τον έλεγχό του την εκκλησία, γιατί η εκκλησία εξέφραζε τη λαϊκή συνείδηση. Στο Σύνταγμα της Επιδαύρου το 1822 προσδιορίζονται Έλληνες «όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικράτειας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν». Η μεγάλη συμμετοχή του λαού, που συνεχίζεται μέχρι τις ημέρες μας, στις μείζονες εκκλησιαστικές γιορτές, Χριστούγεννα, Θεοφάνεια, Ανάσταση, όπως και στα μεγάλα προσκυνήματα ή πανηγύρια, επέβαλαν στο κράτος από την πρώτη στιγμή της ίδρυσης του, την ανάγκη του ελέγχου της εκκλησίας μέσα από πολιτειοκρατικά συστήματα. Και αυτό δεν είναι φαινόμενο μόνο ελληνικό. Το κράτος θα πάρει εκτάσεις και η εκκλησία θα τις παραχωρήσει, χωρίς να έχει τις περισσότερες φορές άλλη επιλογή. Η τακτική αυτή δρομολογείται στο πλαίσιο μιας, κυρίως θεωρητικής, συνύπαρξης. Ουσιαστικά τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο έχει η πολιτεία, που πέρασε από τη πολιτειοκρατία στη συναλληλία, ενώ σήμερα με τον εκδημοκρατισμό της, ομιλούμε πλέον και οι δύο πλευρές για τους διακριτούς ρόλους εκκλησίας – πολιτείας.

Μέσα στην ευρωπαϊκή ένωση, με τα νέα δεδομένα των πολυπολιτισμικών κοινωνιών, όπου το Κράτος της κοινωνίας πλέον των πολιτών, αποκτά ένα νέο ρόλο, η ορθόδοξη εκκλησία στην ελληνική επικράτεια θα συγκροτεί πολυάριθμο και δυναμικό κοινωνικό μέγεθος. Τα μέλη της θα θέλουν και θα έχουν πιστεύουμε το δικαίωμα, να εκκλησιάζονται, να βαπτίζονται, να τελούν τις ακολουθίες τους και να μετέχουν στη λειτουργική και μυστηριακή ζωή της. Δικαιούνται να έχουν τους ναούς τους, να ανακαινίζουν τα μοναστήρια τους και τις εκκλησίες τους ή να κτίζουν νέες.

Να έχουν τους θρησκευτικούς λειτουργούς, για τη μισθοδοσία των οποίων η εκκλησία παραχώρησε στο κράτος τα δύο τρίτα της περιουσίας της. Να έχει η εκκλησία, ως κοινότητα ορθοδόξων πολιτών, την ελευθερία και τη δυνατότητα για τη διαφύλαξη χάριτι Θεού της πολιτιστικής ταυτότητας και της πνευματικής παρακαταθήκης, που βιώνει ως προσωπική και συλλογική εμπειρία , γιατί η εκκλησία είναι το σώμα του ζώντος Χριστού, που πορεύεται στον Κόσμο για είκοσι και πλέον αιώνες, εν μέσω των πολλών και ποικίλων περιπετειών της ιστορίας.

Η διαφύλαξη και η συνέχεια του πολιτισμού προϋποθέτουν οικονομικούς πόρους. Η δωρεάν λειτουργία των σχολών βυζαντινής μουσικής και αγιογραφίας στη μητρόπολη μας επιβάλλει ένα σοβαρό χρηματικό ποσόν, όπως και η δημιουργία των χώρων που θα στεγάσουν τους μαθητές. Συνεπώς είναι απαραίτητη για την ορθόδοξη εκκλησιαστική κοινότητα του 21ου αιώνα, τουλάχιστον η εναπομείνασα περιουσία, μοναστηριακή ή άλλη, μεγάλο μέρος της οποίας το κράτος έλαβε σε εποχή που ο ρόλος του και ο προορισμός, αλλά και οι σχέσεις του με την εκκλησία ήταν διαφορετικές.

Με συνακόλουθη, βέβαια, τη χρηστή διαχείριση της.

Στον αιώνα μας σύνολες οι πολιτικές δυνάμεις, για να είναι συνεπείς προς τις διακηρύξεις τους, καλούνται να σεβαστούν την εκκλησία, ως πορευόμενη κιβωτό μοναδικής πνευματικής παρακαταθήκης και πολιτιστικής παράδοσης στην παγκόσμια κοινότητα. Σκοπός και προορισμός της πορείας αυτής είναι η αποκάλυψη του μυστηρίου του Θεού στον άνθρωπο, μέσα από τη λειτουργική, μυστηριακή και κοινωνική ζωή της ορθόδοξης κοινότητας. Με όλα τα συνακόλουθα για την πολιτεία οφέλη.

*Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αρκαλοχωρίου Καστελλίου, καθηγητή Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.

Πηγή:http://psaltiri.blogspot.com/2010/03/21.html

Αφήστε μια απάντηση