Συνεργάζονται αρμονικά θρησκεία και επιστήμη
Συγγραφέας: kantonopou στις 20 Μαρτίου, 2010
Αληθινή Επιστήμη και Ορθόδοξη Πίστη συνεργάζονται αρμονικά, αφού κι οι δύο αντιλαμβάνονται το ρόλο τους ως διακόνων, ως υπηρετών της ανθρωπότητας. Η σχέση Βιολογίας και Πίστης είναι σχέση συμπόρευσης, γιατί θετικοί είναι οι παράγοντες που τη διαμορφώνουν.
Ήταν για μένα ευχάριστη έκπληξη να δω και δύο ιερείς, ανάμεσα στους καθηγητές Βιολογίας, που οργάνωσαν πριν από λίγες μέρες εκδήλωση διαμαρτυρίας έξω από το Υπουργείο Παιδείας, ζητώντας υλοποίηση της υπόσχεσης για εργαστηριοποίηση του μαθήματος στα Γυμνάσια και στα Λύκεια. Ακόμα πιο ευχάριστη ήταν η έκπληξη να διαπιστώσω ότι ο Επιθεωρητής των Φυσιογνωστικών/Βιολογίας στη Μέση Εκπαίδευση είναι επίσης ιερέας, ο πατήρ Δημήτριος Μαππούρας, εφημέριος στην εκκλησία Αγίων Αυξεντίου και Ευσταθίου στη Λάρνακα. Κουβέντιασα μαζί του τα ζητήματα του φαινομενικώς «ασυμβίβαστου» μεταξύ των ιδιοτήτων του επιστήμονα βιολόγου και του ιερωμένου, και ό,τι στοιχειώδες αφορά σήμερα το πολύ ενδιαφέρον μάθημα της Βιολογίας στα σχολεία.
Κοντά στον κόσμο και στον άνθρωπο
Ποια σύγχρονα προβλήματα και ζητήματα καλύπτει σήμερα η επιστήμη της Βιολογίας και ποια είναι η σημασία τους για το γνωσιολογικό οπλοστάσιο του σύγχρονου μαθητή;
Η Βιολογία είναι η επιστήμη που μελετά τον άνθρωπο και όλους ανεξαίρετα τους οργανισμούς, από τη γαλάζια φάλαινα μέχρι και το πιο μικρό βακτήριο και τους ιούς. Ακόμη μελετά τις σχέσεις των οργανισμών μεταξύ τους, αλλά και με το περιβάλλον στο οποίο ζουν, και τις επιδράσεις που έχει η ανθρώπινη δραστηριότητα στο περιβάλλον και τους οργανισμούς. Επομένως, είναι εύκολο να καταλάβει κανείς πόσο σημαντική επιστήμη και κατ’ επέκτασιν απαραίτητο μάθημα καθίσταται η Βιολογία όταν σήμερα:
α) Ο πλανήτης απειλείται από την αλόγιστη ανθρώπινη δραστηριότητα και αναζητεί τρόπους για αειφόρο ανάπτυξη,
β) η βιοποικιλότητα κινδυνεύει και μαζί της η ισορροπία των οικοσυστημάτων, με απρόβλεπτες συνέπειες για την παραγωγή τροφίμων,
γ) η αγωγή υγείας είναι ζητούμενο σε μια κοινωνία που η νεολαία της κινδυνεύει από τις διάφορες ψυχοδραστικές ουσίες (ναρκωτικά, τσιγάρο, αλκοόλ) και το λανθασμένο τρόπο ζωής (καθιστική ζωή και ακατάλληλη διατροφή), και δ) οι τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και γονιδιακής θεραπείας αποτελούν ίσως τη μόνη ελπίδα σε πολλά προβλήματα υγείας του σύγχρονου ανθρώπου.
Με λίγα λόγια η Βιολογία, σήμερα, είναι το κατ’ εξοχήν μάθημα το οποίο θα μπορούσε να δημιουργήσει τον εγγράμματο, δημοκρατικό πολίτη του 21ου αιώνα, που μπορεί να σταθεί με ευαισθησία, κριτικό πνεύμα και υπευθυνότητα, τόσο απέναντι στα μεγάλα προβλήματα της ανθρωπότητας, όσο και στα σοβαρά ατομικά θέματα ψυχοσωματικής υγείας.
Η ύπαρξη και η ζωή
Υπάρχει μια φαινομενική «αντιπαράθεση» μεταξύ της Βιολογίας που ασχολείται με την επιστημονική γνώση της ανθρώπινης ύπαρξης και της ζωής στη γη, και της θρησκείας που αντιμετωπίζει τα ίδια ζητήματα από την πλευρά της πίστης. Νομίζετε ότι υπάρχει και ουσιαστική αντιπαράθεση;
Ουσιαστικά όχι. Το αντίθετο, μάλιστα, θα έλεγα. Τόσο η επιστήμη όσο και η πίστη δίνουν απαντήσεις σε θεμελιώδη ερωτήματα που αφορούν την ανθρώπινη ύπαρξη και αυτή την ίδια τη ζωή. Μόνο που η Βιολογία προσπαθεί να απαντήσει περιγραφικά και ιστορικά στα «πώς;» και «πότε;» ερωτήματα γύρω από τη δομή και τη λειτουργία των οργανισμών, ενώ η πίστη στα τύπου «γιατί;» και τα «για ποιο σκοπό;» ερωτήματα. Η Βιολογία ως Θετική Επιστήμη δεν αναφέρεται σε σκοπό γύρω από τα γεγονότα και τον κόσμο. Μια τέτοια κατανόηση των ορίων της Επιστήμης ως ενός συγκεκριμένου τρόπου έρευνας που στοχεύει σε ορισμένους μόνο τομείς της ζωής και του κόσμου είναι απαραίτητη, προκειμένου να αποφεύγονται συγχύσεις και παρανοήσεις ως προς τις δυνατότητές της.
Παρόλα αυτά, μπροστά σε θεμελιώδη ερωτήματα, που οδηγούν την επιστήμη στα όριά της, δεν είναι λίγες οι φορές που μπαίνει στον πειρασμό να «πιστέψει» σε κάτι ως δεδομένο, προκειμένου να δομήσει μια θεωρία. Η αληθινή, όμως, επιστήμη έχει την εντιμότητα να θεωρεί την «αλήθεια» της ως σχετική και πάντοτε εξαρτώμενη από τα συσσωρευόμενα δεδομένα. Κάθε αλλαγή δεδομένων μπορεί να οδηγήσει χωρίς αισθήματα ενοχής στην αποκήρυξη τής μέχρι τώρα «επιστημονικής αλήθειας».
Αντιλαμβάνονται και οι δύο το ρόλο τους
Σήμερα, πιστεύω πως βρισκόμαστε στο σημείο όπου Αληθινή Επιστήμη και Ορθόδοξη Πίστη συνεργάζονται αρμονικά, αφού και οι δύο αντιλαμβάνονται το ρόλο τους ως διακόνων, ως υπηρετών της ανθρωπότητας. Ειδικότερα τώρα, που η ραγδαία ανάπτυξη των Βιοεπιστημών και της Βιοτεχνολογίας δημιουργούν σ’ όλους ερωτήματα, είναι πολλοί που αποδέχονται τον πλατωνικό αφορισμό «Πάσα επιστήμη χωριζομένη αρετής, πανουργία και ου σοφία φαίνεται» και ομολογούν μαζί με τον Γρηγόριο τον Θεολόγο ότι «το καλόν ου καλόν όταν μη καλώς γένηται». Κι όλοι αυτοί στρέφονται προς τη Θρησκεία και μέσω της Βιοηθικής ζητούν χειραγωγία και κριτήρια επιλογής πορείας μέσα από τους πολλούς και ποικίλους δρόμους που διανοίγονται, αφού κατά τον Einstein «η Επιστήμη χωρίς τη Θρησκεία χωλαίνει», ενώ κατά τον Paul Davies, στις μέρες μας με τις πολλές επιστημονικές ανακαλύψεις και τις επιστημονικές προόδους, «η Επιστήμη προσφέρει μιαν ασφαλέστερη οδό προς το Θεό παρά η Θρησκεία».
Έχοντας επίγνωση των ορίων και δυνατοτήτων της, η Επιστήμη αντιλαμβάνεται ότι δεν αποτελεί πανάκεια κι ότι δεν μπορεί να λύσει οποιοδήποτε πρόβλημα, ούτε και να απαντήσει σε κάθε ερώτημα. Και το κυριότερο, διακηρύσσει έμπρακτα πως η επιστημονική γνώση δεν μπορεί να είναι αυτόματα λόγος για άρνηση της ύπαρξης του Θεού. Μα και από την άλλη, από την πλευρά της Ορθόδοξης Πίστης, η Επιστήμη κρίνεται ως μια από τις μεγαλύτερες ευλογίες του Θεού. Γιατί αυτή κατόρθωσε πράγματι και τη ζωή του ανθρώπου να κάνει ανετότερη και πολλές ασθένειες να θεραπεύσει, και τον πόνο να αμβλύνει, και τη ζωή να επιμηκύνει, και τη σελήνη και τα άστρα ακόμα να φέρει στα χέρια μας.
Το νόημα της δημιουργίας
Δεν είναι υπερβολή δε, να υποστηρίξει κανείς πως ο Θεός αποκαλύπτει σήμερα το νόημα της δημιουργίας μέσω της Επιστήμης. Αν μερικοί θρησκευόμενοι έχουν κάποιες επιφυλάξεις στην αποδοχή της Επιστήμης λόγω κάποιων υπερβολών της στις μέρες μας, θα πρέπει να θυμούνται ότι είναι η κατάχρηση κι όχι η λελογισμένη χρήση της Επιστήμης που επιφέρει κακά, όπως και κάθε κατάχρηση. Αν πάλι κάποιοι άλλοι από πλευράς Επιστήμης -κι υπάρχουν μερικοί- παρουσιάζονται ως άθεοι, θα πρέπει κι αυτοί να θυμούνται πως η αθεΐα τους δεν μπορεί να θεμελιωθεί στην Επιστήμη, αλλά είναι απλώς μια υπαρξιακή τοποθέτησή τους, μια πίστη από την ανάποδη. Σήμερα, Επιστήμη και Χριστιανισμός συμβαδίζουν ομαλά. Η απόκριση της Εκκλησίας στην πρόκληση της Επιστήμης είναι καταφατική. Η σχέση Βιολογίας και γενικά Θετικών Επιστημών και Πίστης είναι σχέση συμπόρευσης, γιατί θετικοί είναι όλοι οι παράγοντες που τη διαμορφώνουν.
Ο Θεός να μας δυναμώνει
Πώς, ως Ιερέας και ως Βιολόγος, «συμφιλιώνετε» αυτές τις δύο «αντιφατικές» μεταξύ τους ιδιότητες;
Με βάση όσα είπαμε προηγουμένως, φαίνεται πως τελικά οι δύο αυτές ιδιότητες, του Ιερέα και του Βιολόγου, στο πρόσωπό μου συμπορεύονται χωρίς να αντιπαλεύουν η μια την άλλη. Εξάλλου, και οι δύο ιδιότητες την ίδια λειτουργία επιτελούν. Την εν αγάπη διακονία του ανθρώπινου προσώπου. Ας ευχηθούμε ο Θεός να μας δυναμώνει στη δύσκολη αποστολή μας.
Οι Άγιοι βιολόγοι και γιατροί…
«ΙΣΩΣ να μην είναι πολύ γνωστό, αλλά τουλάχιστον στην Κύπρο – και στην Ελλάδα και σε όλο τον Ορθόδοξο χώρο, έχουμε πολλούς ιερείς ακόμα και Δεσποτάδες επιστήμονες των Θετικών Επιστημών και ιδιαίτερα της Βιολογίας και της Ιατρικής, βάση της οποίας είναι η Βιολογία. Θα έλεγα ότι στην Κύπρο ξεπερνούμε σε αριθμό τους δέκα οι ιερείς που ασχολούνται με Βιολογικές Επιστήμες. Ας μην ξεχνούμε ότι πολλές από τις επιστημονικές ανακαλύψεις έγιναν από ιερωμένους. Και μέσα στον Ορθόδοξο χώρο ως Ορθόδοξη Εκκλησία είμαστε περήφανοι, γιατί πολλοί από τους Αγίους μας είναι γιατροί και βιολόγοι. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι ο Ρώσος σύγχρονος Άγιος του εικοστού αιώνα, ο Άγιος Λουκάς Αρχιεπίσκοπος Κιέβου, ο οποίος ήταν πανεπιστημιακός καθηγητής χειρουργικής. Να αναφέρω βεβαίως τον Απόστολο Λουκά, που ήταν γιατρός και αναφέρεται στα ευαγγέλια. Επίσης, ο Μέγας Βασίλειος ήταν γιατρός- βιολόγος και οι Άγιοι Ανάργυροι ήταν γιατροί».
Διδακτορικό στη Βιοχημεία
Ο π. Δημήτριος Μαππούρας γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1958, αλλά έζησε στη Λάρνακα. Σπούδασε Βιολογικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, από όπου πήρε διδακτορικό στη Βιοχημεία και εξειδικεύτκηκε στην Ανοσοχημεία, στο Γαλλικό Ινστιτούτο Παστέρ. Διετέλεσε Επιστημονικός Συνεργάτης του Τομέα Βιοχημείας του Βιολογικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ερευνητής στο Τμήμα Ανοσολογίας του Ελληνικού Ινστιτούτου Παστέρ. Από το 1998 είναι εφημέριος στην εκκλησία Αγίων Αυξεντίου και Ευσταθίου, ενώ από φέτος ασκεί και καθήκοντα Επιθεωρητή Μέσης Εκπαίδευσης, Βιολογίας/Φυσιογνωστικών. Είναι έγγαμος και πατέρας τεσσάρων παιδιών.
Πηγή:http://www.sigmalive.com/simerini/news/social/246880
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.