kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Περί υπομονής, υπακοής και αγάπης.

Συγγραφέας: kantonopou στις 22 Ιουλίου, 2009

illyt.jpgΥπομονή – Υπακοή

Δοκιμασίες και συνεχείς περιπέτειες αγωνίες και ταλαιπωρίες οδύνες και αδιέξοδα μαρτύρια συνθέτουν τον καμβά του εργόχειρου της ζωής μας. Δοκιμάζεται, μέσα από σκληρές και ίσως ακέφαλες πιέσεις, η αντοχή του ανθρώπου. Δεν έχουν καθόλου άδικο όσοι δέχονται πως η ζωή μοιάζει με την διαβόητη «κοιλάδα του Κλαυθμώνος» έχει την όψη ενός συνεχούς «δοκιμαστηρίου». Δίκαια ο ποιητής διαπιστώνει πως στη ζωή αντάμα μεγαλώνουν «το γέλιο και το κλάμα».

Η Εκκλησία μας αδιάκοπα και σταθερά μας υπενθυμίζει το «δύσβατο», το «στενό» και το «τεθλιμμένο» του δρόμου της ζωής. Για την κατάκτηση των ωραιοκορυφών της ζωής για το ανέβασμα του ανθρώπου στον αναστάσιμο χώρο της Βασιλείας των Ουρανών υπενθυμίζεται πως θα βαδίσουμε και θα γνωρίσουμε την «στενή πύλη» με την πικρόχολη γεύση «πολλών θλίψεων».Πολλές, λοιπόν, οι δυσκολίες- αφόρητα τρομακτικές οι πιέσεις- επικίνδυνα σκληρές οι δοκιμασίες της ζωής. Σαν τη μέγγενη συνθλίβουν υπαρξιακά τον άνθρωπο και δημιουργούν έμπονες καταστάσεις. Ανάλογα με την πνευματική του ικμάδα αισθάνεται αφόρητη πνιγμονή, που συχνά τον οδηγεί σε υπαρξιακή παραλυσία, αν δεν υποστεί ολοκληρωτική ατροφία. Για να μεταβληθεί σε ναυαγό, επαίτη μέσα στα πνιγηρά αδιέξοδα της κοινωνίας.

 Δεν θα μπορέσει να αποδυναμώσει τις σκληρές αυτές πιέσεις να ανακουφιστεί από το μαρτύριο αν δεν διαθέτει τον πνευματικό οπλισμό της υπομονής. «Ο υπομένων εις τέλος ούτος σωθήσεσεται», επισημαίνει ο Κύριος.«Όταν ιδείς κάποιον», διδάσκει ο ιερός Χρυσόστομος, «να ασκεί με επιμέλεια την αρετή και να υπομένει άπειρους πειρασμούς, να τον μακαρίσεις, να τον μιμηθείς, γιατί έτσι οι αμαρτίες του όλες διαλύονται και πολλές αμοιβές του ετοιμάζονται εκεί για την υπομονή του» (Ε.Π.Ε. 25, 492).

Ο άγιος Ισάακ ο Σύρος, η εύμορφη και ένθεη αυτή ψυχή, θα τονίσει:«χωρίς υπομονή αυτές οι περιστάσεις και οι θλίψεις αποτελούν για μας διπλή βάσανο. Μόνο η υπομονή του ανθρώπου αποβάλλει τις συμφορές του. Αν η μικροψυχία είναι η μητέρα της κολάσεως, η υπομονή είναι η μητέρα της παρακλήσεως και μια δύναμη που δόθηκε να γεννιέται από τη μεγαλοσύνη της καρδιάς, ένα θείο χάρισμα, που το οικειοποιούμαστε με την προσευχή και τα δάκρυα».Η υπομονή είναι το δυνατό αντλιοστάσιο της ζωής και η τροφοδότρα πηγή αγωνίας.

«Τίποτε δεν είναι ίσο με την υπομονή αυτή προ πάντων είναι η βασίλισσα των αρετών, το θεμέλιο των κατορθωμάτων, το ακύμαντο λιμάνι, η ειρήνη στον καιρό του πολέμου, η γαλήνη στην τρικυμία, η ασφάλεια στις μηχανορραφίες, η δύναμη που κάνει όποιον την επιτύχει πιο στερεό και από το διαμάντι αυτή την αρετή δεν θα μπορέσουν να την βλάψουν ούτε τα όπλα που κινούνται εναντίον της, ούτε στρατεύματα παραταγμένα, ούτε πολιορκητικές μηχανές, ούτε τόξα, ούτε δόρατα που ρίχνονται εναντίον της, ούτε τα ίδια τα στρατεύματα των δαιμόνων, ούτε οι φοβερές φάλαγγες των εχθρικών δυνάμεων, ούτε ο ίδιος ο διάβολος παραταγμένος με όλα τα στρατεύματα και τα τεχνάσματά του», επιμένει φιλόθεα και φιλάνθρωπα ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (Ε.Π.Ε. 37,528).

Δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να παραδοθεί στους περιέργους πνευματικούς τερμίτες, που σιγά – σιγά ναρκώνουν και νεκρώνουν κάθε αντιστασιακή δύναμη. Διαρκώς τον ανανεώνει εσωτερικά τον αναγεννά πνευματικά και του δωρίζει την ευλογημένη αντοχή να συνεχίζει, «εν μέσω παγίδων πολλών», την οδοιπορία του προς τη Βασιλεία των Ουρανών.

«Είπε ο όσιος Μωυσής: Εμπρός, αδελφέ, για την αληθινή υπακοή. Σ΄αυτήν υπάρχει ταπείνωση, σ΄αυτήν υπάρχει δύναμη, σ΄αυτήν υπάρχει χαρά, σ΄αυτήν υπάρχει υπομονή, σ΄αυτήν υπάρει μακροθυμία, σ΄αυτήν υπάρχει η φιλαδελφεία, σ΄αυτήν υπάρχει κατάνυξη, σ΄αυτήν υπάρχει αγάπη. Γιατί αυτός που έχει καλή υπακοή, ήδη έχει εφαρμόσει όλες τις εντολές του Θεού» (Το μέγα Γεροντικός, τ. Γ, σελ. 461).

Η υπομονή προσφέρει στον άνθρωπο την όραση μιας αλλιώτικης ελπίδος, που ταπεινά και άσημα σαρκώθηκε στο σπήλαιο της Βηθλέεμ έγινε πηγή «αίματος ζωής» στον ανταριασμένο Γολγοθά, για να μεταποιηθεί σε ανθισμένο και φωτοπλημμυρισμένο πήδακα θείου φωτός, για να ζήσει ο κόσμος.Αυτή η αίσθηση, ενισχυτική ζωτική αγιοποιός και αληθινή, χαρίζει την ελπίδα, πως όλα δεν χάθηκαν και πως «μπορεί στην ζωή να χάνει ο άνθρωπος τις μάχες, θα κερδίσει όμως τον πόλεμο». Έτσι μέσα από το ανοιχτό κύκλωμα της υπομονής, ενδυναμώνεται συνεχίζει σταθερά τον αγώνα διασώζει την αλήθεια και την ελευθερία Του, για να έχει δίπλα του τον Σταυρωμένο και Αναστημένο Χριστό».

«Ο αββάς Μωυσής είπε σ΄έναν αδελφό: Ας αποκτήσουμε την υπακοή, η οποία γεννάει την ταπείνωση, την υπομονή, τη μακροθυμία, την κατάνυξη, την αγάπη προς τους αδελφούς και προς όλους τους ανθρώπους και αυτά είναι τα πολεμικά μας όπλα» (Το μέγα Γεροντικόν, τ. Γ΄, σελ. 459).

Και ένα ακόμη διδακτικό παράδειγμα: «Είπεν ο αββάς Ιωάννης ο Κολοβός: Εγώ θα΄θαλα να μετέχει ο άνθρωπος σ΄όλες τις αρετές. Γι΄αυτό κάθε μέρα, μόλις σηκωθείς το πρωί, βάζε αρχή σε κάθε αρετή και εντολή του Θεού και να συνοδεύεται αυτή η αρχή με την πιο μεγάλη υπομονή, με φόβο και μακροθυμία, με αγάπη στον Θεό και με πολλή προθυμία ψυχής και σώματος, με πολλή ταπείνωση, υπομένοντας τη θλίψη της καρδιάς και την επαγρύπνηση, με πολλή προσευχή και ικεσίες, με αναστεναγμούς, με καθαρότητα γλώσσας και επιτήρηση των ματιών.Όταν σε περιφρονούν να μην οργίζεσαι, να διατηρείς την ειρήνη σου και να μην ανταποδίδεις κακό στο κακό, να μην προσέχεις τα σφάλματα των άλλων.

 Μη θεωρείς τον εαυτό σου πως είσαι κάτι, αλλά να τον έχεις χαμηλότερα απ΄ όλα τα δημιουργήματα. Να αποχωρίζεσαι από τα υλικά και από κάθε τι που έχει σχέση με τη σάρκα, με σταυρό και αγώνα, με πτωχεία πνεύματος, με ολόψυχη διάθεση και άσκηση πνευματική, με νηστεία, μετάνοια και δάκρυα, μέσα στην προσπάθεια του πολέμου, με διάκριση και αγνότητα ψυχής, μετέχοντας σε κάθε αγαθή ενέργεια, κάνοντας το εργόχειρο σου με ησυχία, με τις νυκτερινές αγρυπνίες, με πείνα και δίψα, με ψύχος και γυμνότητα, μέσα σε κόπους, σκεπάζοντας τον τάφο σου σαν να έχεις ήδη πεθάνει, ώστε να νομίζεις ότι ο θάνατος είναι κοντά σου καθημερινά» (Το μέγα Γεροντικόν, σελ.79).

Αγάπη

Θα τολμήσει ο Απ. Παύλος: «εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των Αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονας χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον» (Α΄Κορινθ. 13,1).Σήμερα, εποχή αξιολογικών εκπτώσεων και πνευματικών πτώσεων, όπου στο χρηματιστήριο των αξιών της ζωής ο άνθρωπος κατήντησε «κρέας για συνωμοσία» δίχως ουσιαστική αξία όπου εκείνο που μετράει εκείνο που ζυγίζει για την κοστολόγηση του ανθρώπου είναι το παραγωγικό του κέρδος και όχι βέβαια η πολύτιμη και ιερή του εσωτερική προίκα, την οποία ο ίδιος ο Χριστός εξαγόρασε με το Πανάγιο Αίμα Του.

Με ακρίβεια παρατηρήθηκε πως «ο κόσμος είναι κόσμος πυρηνικών γιγάντων και ηθικών νηπίων. Ξέρουμε περισσότερα για τον πόλεμο απ?όσα ξέρουμε για την ειρήνη. Περισσότερα για το πώς να σκοτώνουμε από το πώς να ζούμε. Κερδίσαμε τα μυστικά του ατόμου και χάσαμε την αλήθεια του Θεού».

Στην εποχή «των συγκεχυμένων σκοπών και των τελείων μέσων» (Αϊνστάιν) όπου «ο χειροτονητός βασιλέας» (Ιερός Χρυσόστομος) και το «φωτόπλασμα της δημιουργίας» (Γρηγόριος Ναζιανζινός) άνθρωπος κατήντησε ένα ευτελές «ερωτικό ζώο» (Φρόυντ) και άσημο «νούμερο που τρέχει πίσω από ψευδαισθήσεις», η αγάπη σαν δυνατή και μοναδική αξιολογική δύναμη έχασε την ποιοτική της ένταση και αλλοιώθηκε επικίνδυνα.Μεταβλήθηκε σ΄ένα στοιχείο, απλό και ανίσχυρο, κοινωνίας και συνεργασίας των ανθρώπων, δίχως πνευματικό περιεχόμενο και βαρύτητα, που εύκολα μεταλλάσσεται και ακόμη πιο εύκολα ευτελίζει και εξαγριώνει τις κοινωνίες.

Γι΄αυτό, ενώ ο άνθρωπος κινείται σ΄ένα ξέφρενο ρυθμό μας ανόσιας αγάπης, την οποία περιφέρει στοχαστικά, Τραγουδιστά,  διαλογικά στις κοινότητες, διαρκώς αναζητά την γνήσια και αληθινή  την ιερή και θεία αγάπη. Ενώ με την ασυδοσία των αισθημάτων και την αδυναμία των ενστίκτων διακινεί λόγο αγάπης, στο βάθος παραμένει ο πονεμένος αναζήτησης της. Και ευκαιριακά να επιμένει να τραγουδά:

«Να΄ταν λίγη αγάπη να΄χαμε

να τη νιώθαμε καμιά φορά

λίγη μες΄τα χέρια να΄χαμε

κι άλλη τόση μέσα στην καρδιά» και βαθύς ο πόνος, σαν άγριο αλέτρι, θα οργώνει επίμονα της ψυχής το χωράφι.

Η αγάπη οπωσδήποτε δεν είναι εγκόσμιος λόγος και σπαραξικάρδιο αίσθημα. Δεν είναι παλμός της καθημερινότητος. Είναι ο ίδιος ο Χριστός. Και θα παραμένει πικρός αναζητητής, πλανεμένος γυρολόγος, προδωμένος κυνηγός αυτής της αγάπης, όσο ο άνθρωπος θα γυροφέρνει στην εκρηκτικότητα και το άγονο του κόσμου στην δίχως Χριστό κοινωνική πραγματικότητα.

Αυτή η αγάπη του κόσμου θα του προσφέρει πόνο, αγωνία ,τρόμο, περιπέτεια, αστοχία, βάσανα. Δεν θα του συμπληρώνει το εσωτερικό κενό. Θα διεμβολίζει τα ιερά τοιχώματα της καρδιάς του με αδυναμίες, που άφθονα σπέρνει η ασίγαστη κίνηση των ενστίκτων η υπηρεσία των ορμών η αιχμαλωσία στον αδιφάγο τρικυμισμό των συμφερόντων το ψεύτικο της φιλανθρωπίας μας και το νοθευμένο της αδελφοσύνης.

«Είναι ο Θεός που είναι αγάπη» που ήρθε μέσα από τους πόνους της δημιουργίας και έκτισε τον Παράδεισο και είναι πάλι ο ίδιος ο Θεός, που μέσα από τις οδύνες του Σταυρού έκλεισε τις πύλες της κολάσεως, που άνοιξε η αμαρτία, και άνοιξε τον κλεισθέντα Παράδεισο για τον αμαρτήσαντα και μετανοούντα άνθρωπο. Είναι ο Αγαπών και ο Αγαπώμενος, που μας δώρισε την άφεση των αμαρτιών και μας συνένωσε με τη συγχώρεση των αμαρτημάτων μας. Είναι ο Υιός, η εσταυρωμένη αγάπη του Πατρός, που πάσχει και συμπάσχει με τον πεπτωκότα και διαρκώς πίπτοντα άνθρωπο, επειδή δεν υπάρχει αγάπη, στην οποία να μην ενυπάρχει ή να συνυπάρχει η συγχώρηση και η συγνώμη, που να μη συμπάσχει και να μη συσταυρώνεται, που να μη συλλυπείται και να μη συνευφραίνεται, που να μη συγκοινωνεί και να μη συνενώνεται με τον άλλο.

«Αγάπην συμπαθεία συζεύξαντες, προς ικεσίαν τω Χριστώ, πιστοί εκπέμψαι σπουδάσωμεν, όπως ημάς αναστήση εκ τάφου τω κρυφίων παθών ημών» (Τροπάριον Κανόνος Πέμπτης προ των Βαϊων).Η αγάπη είναι πρωτίστως αναίρεση των παθών, και μάλιστα των παθών του εγωισμού και της φιλαυτίας, και είναι αυτή η αγάπη η «άπαντας έλκουσα προς ομόνοιαν και συσφίγγουσα», από την οποία «αγωνίζου μη αποπεσείν» (Εφραίμ του Σύρου, έργα Β΄, σελ. 230).

«Η αγία αγάπη όπου διαπερνά δια μέσου όλων, από τους πρώτους έως και τους εσχάτους , ωσάν από κεφαλήν έως εις πόδας, συγκρατεί όλους, όλους συγκολλά, συνδέει, συνενώνει με τον εαυτόν της, και τους κάνει στερεούς και αδιάλυτους, και γνωριζόμενη, δείχνεται εις κάθε ένα από αυτούς μια και η αυτή, η οποία είναι ο Θεός, με τον οποίον και οι έσχατοι γίνονται πρώτοι, και οι πρώτοι ως οι έσχατοι» (Συμεών του Ν. Θεολόγου, Τα ευρισκόμενα σελ.549).

 Ο Εφραίμ ο Σύρός μας υπενθυμίζει ότι «ο έχων αγάπην, ουδένα βδελύσσεται ποτέ ου μέγαν, ουκ ένδοξον, ουκ άδοξον, ου πένητα, ου πλούσιον, αλλά πάντων περίφημα γίνεται ουκ επαίρεται κατά τίνος ουδενός καταλαλεί, αλλά και τους καταλαλούντας αποστρέφεται ου χαίρει επί πτώσει ετέρων ου διασύρει τον πταίοντα, αλλά συλλυπείται και συναντιλαμβάνεται ου παρορά τον αδελφόν εν ανάγκη, αλλά συνεπαμύνει και συναποθνήσκει ουδέποτε τι εαυτώ περιποιείται ου λέγει εαυτού ίδιον ουδέν αλλά πάντα, όσα έχει, κοινά τοις πάσι προτίθησιν αλλότριον ουδένα λογίζεται, αλλά πάντας ιδιοποιείται εχθρόν ουδένα ηγείται, ει μη μόνον τον διάβολον. Μακάριος ουν ο την αγάπην κεκτημένος και μετ΄αυτής αποδημήσας προς τον Θεόν ότι Αυτός το ίδιον επιγινώσκων, προσδέξεται αυτόν εν τοις κόλποις αυτού» (Έργα Α΄, σελ. 40-41), (π. Μιχ. Καρδαμάκη, Κεφάλαια Κατανυκτικά, τ. Β΄, σελ. 94).

Πρωτοπρεσβύτερος ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΖΑΜΠΕΛΗΣ

Αφήστε μια απάντηση