kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Οι θεοφιλείς γονείς.

Συγγραφέας: kantonopou στις 16 Φεβρουαρίου, 2009

Όταν ο άγιος Κλήμης ήταν ακόμα νήπιο, πέθανε ο πατέρας του. Η μητέρα του λοιπόν, μένοντας έρημη από άντρα και στηρίζοντας πια όλες της τις ελπίδες, μετά το Θεό, στο παιδί της μονάχα, του αφοσιώθηκε με τόση φροντίδα, πού έγινε γι΄ αυτό τα πάντα, και πατέρας και μητέρα και δάσκαλος.

Ενώ λοιπόν ο Κλήμης βρισκόταν μέσα σε τέτοια χέρια και μεγάλωνε με καλή ανατροφή από μητέρα φιλόστοργη, εκείνη προαισθάνθηκε ότι πλησίαζε το τέλος της. Αγκάλιασε τότε με τρυφερότητα και πόθο το παιδί της, πού δεν είχε κλείσει ακόμα τα δέκα του χρόνια, το φιλούσε γλυκά-γλυκά και, καθώς βιαζόταν να το κάνει όχι τόσο διάδοχο στα δικά της πλούτη όσο κληρονόμο των θησαυρών του ουρανού, του έδινε (συμβουλές και) παραγγελίες σαν κι αυτές:

– Παιδί μου! Παιδί μου πολυαγαπημένο! Παιδί μου, πού, πρίν γνωρίσεις τον πατέρα σου, γνώρισες την ορφάνια, μά πλούτισες, κάνοντας το Θεό πατέρα και χρησιμοποιώντας την ορφάνια για την ευτυχία σου! Εγώ μέν σε γέννησα σωματικά, μά ο Χριστός σε μεγάλωσε πνευματικά.

Γνώρισε λοιπόν τον Πατέρα σου. Μη διαψεύσεις τ΄ όνομα του γιου. Το Χριστό μονάχα λάτρευε. Στο Χριστό μονάχα έχε εμπιστοσύνη. Αυτός είναι, πραγματικά, η αθανασία. Αυτός είναι η σωτηρία. Αυτός, που κατέβηκε για μας από τα ουράνια και μας ανέβασε μαζί Του και μας έκανε παιδιά Του και θεούς. Όποιος λοιπόν μπαίνει στην υπηρεσία αυτού του Δεσπότη, θα ξεπεράσει όλες τις δυσκολίες, και όχι μόνο θα νικήσει τους τυράννους και τους βασιλιάδες πού προσκυνούν τα είδωλα, μά και θα ντροπιάσει ακόμα κι αυτούς τους δαίμονες, που τιμούν εκείνοι, και τον αρχηγό και προστάτη τους διάβολο

Εκεί πού μιλούσε, τα μάτια της βούρκωσαν. Και γεμίζοντας από τη χάρη, είδε θεία θεωρία και άρχισε να διηγείται προφητικά τα μελλούμενά του.

–  Και σε παρακαλώ, έλεγε, γιέ μου πολυαγαπημένε, σε παρακαλώ να μου κάνεις μια χάρη για όλα (όσα εγώ έκανα για σένα). Επειδή έφτασαν καιροί δύσκολοι, επειδή φυσάει φοβερός ο άνεμος του διωγμού της ασέβειας και επειδή ξέρω πώς κι εσύ θα οδηγηθείς, όπως είπε ο Δεσπότης μας, «επί βασιλείς και ηγεμόνας» για χάρη Του (Λουκ. 21:12), κάνε μου, παιδί μου, αυτή την τιμή: Αντιστάσου γενναία για χάρη Του και κράτησε σταθερή για χάρη μου την ομολογία σου ως το τέλος. Και πιστεύω πώς ο Χριστός μου, σπλάχνο μου, πιστεύω πώς και στο δικό σου κεφάλι θα κάνει ν΄ ανθήσει σύντομα το μαρτυρικό στεφάνι. Να ετοιμάζεις λοιπόν τον εαυτό σου και να παρακινείς την ψυχή σου σε αντρειοσύνη, για να μη βρεθείς απροετοίμαστος στους αγώνες. Γιατί δεν θα παλέψεις με τυχαίους εχθρούς ή για τυχαία πράγματα

«Τιποτένιο είναι, γιέ μου, το να πεθαίνουν θεληματικά οι στρατιώτες για έναν ομόδουλο και θνητό βασιλιά, κι εμείς να μη σηκώνουμε το θάνατο, όπως εκείνοι, για Βασιλιά αθάνατο. Και μάλιστα, όταν εκείνοι δεν παίρνουν απ΄ αυτόν κανένα αντάλλαγμα άξιο μιας τέτοιας αφοσιώσεως. Γιατί ποιο δώρο είναι ισάξιο με τη ζωή; Ή ποια από τις μεταθανάτιες τιμές γίνεται αισθητή (στον σκοτωμένο στρατιώτη); Αν όμως πεθάνεις για τον κοινό Δεσπότη όλων, το Χριστό, αντί για την πρόσκαιρη ζωή θ΄ αποκτήσεις την αθάνατη. Αντί για τη φευγαλέα απόλαυση και τη δόξα και τον πλούτο, θ΄ απολαύσεις την αιώνια μακαριότητα. Τι λοιπόν; Κι αν δεν πεθάνουμε τώρα, δεν θα πεθάνουμε πάντως μετά από λίγο, πληρώνοντας το κοινό χρέος όλων; Άλλωστε, ο θάνατος για το Χριστό δεν είναι σωστό να θεωρείται θάνατος. Γιατί πάντοτε, με την ανώτερη ελπίδα των μελλοντικών αγαθών, χάνεται η αίσθηση (κι αυτού του θανάτου)

Μ΄ αυτά τον εμψύχωνε η μητέρα του, έχοντας το Πνεύμα της αληθινής Σοφίας, πού μιλούσε με το στόμα της, μια που ο γιος της ήταν κιόλας πρίν την ώρα του- συνετός σαν γέροντας, και είχε ανάγκη από σοβαρότερες παραινέσεις. Στο τέλος μάλιστα πρόσθετε και τούτα:

– Τέτοιαν αμοιβή για την ανατροφή σου δώσε, παιδί μου, σε μένα, τη μάνα σου. Αυτός ας γίνει ο μισθός μου, γιέ μου γλυκύτατε, για τους πόνους πού δοκίμασα στη γέννα σου, για να σωθώ κι εγώ, σύμφωνα με τον Παύλο, «δια της τεκνογονίας» (Α΄Τιμ. 2:15) και να δοξαστώ με τα μέλη του παιδιού μου. Γιατί να, παιδί μου, εγώ φεύγω κιόλας με τη δύναμη της θείας χάριτος ?αισθανόταν, βλέπετε, πως πέθαινε- και το αισθητό τούτο φως δεν θα με φωτίσει το πρωί. Εσύ όμως θα είσαι για μένα φως εν Χριστώ και ζωή. Σε παρακαλώ λοιπόν, σπλάχνο μου, να μη διαψεύσεις τις ελπίδες πού στήριξα πάνω σου. Μια Εβραία γυναίκα ανέδειξε κάποτε εφτά γιους μάρτυρες. Και ήταν σαν ν΄ άθλησε κι η ίδια με εφτά σώματα, τα σώματά τους. Μά σε μένα είσαι αρκετός εσύ μονάχα για να δοξαστώ. Και είμαι ευτυχισμένη μέσα στις μανάδες εγώ, επειδή ακριβώς θα γίνω ένδοξη εξαιτίας σου. Να, θα προχωρήσω μπροστά σου, γιε μου. Σωματικά μέν χωρίζομαι σήμερα κιόλας από τα ποθεινά σου μάτια. Η ψυχή μου όμως ?πίστευέ το-, μόλις πεθάνω, θα κρεμαστεί για πάντα πάνω στη δική σου ψυχή. Μαζί της θα προσκυνήσω με παρρησία στο βήμα του Χριστού. Και θα καμαρώνω για τα παθήματά σου. Και θα είμαι στολισμένη με τις πληγές σου. Και θα έχω μερίδιο στα πολύτιμα εκείνα βραβεία και στη χαρά σου.

Αυτά έλεγε η μάνα στο γιο. Και καταφιλούσε όλα μαζί τα μέλη του, λέγοντας πάλι η μακαρία:

– Μαρτυρικά μέλη φιλώ, μέλη που θα προσφερθούν θυσία στο Χριστό.

Ενώ λοιπόν έτσι τον αγκάλιαζε και του γλυκομιλούσε, αναπαύθηκε πραγματικά τη μακαρία ανάπαυση, παραδίνοντας το πνεύμα στο Θεό και το σώμα στα γλυκύτατα χέρια του παιδιού της.

Εκείνος πάλι έκανε όσα έπρεπε, σαν γιος που αγαπούσε τη φιλόστοργη μητέρα του. Και αφού παρέδωσε το σώμα της στη γη, ο ίδιος διάλεξε τον μοναχικό βίο, εκπληρώνοντας αμέσως τις μητρικές παραγγελίες με τούτο πρώτα, τη φυγή δηλαδή από τον κόσμο για το Χριστό, πού για χάρη Του θα έφευγε αργότερα κι από τη ζωή.

Από το βίο του αγίου ιερομάρτυρος Κλήμεντος

Αφήστε μια απάντηση