kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Σ. Σάκκος, ερμηνεία στο χωρίο: «Και ουκ εγίνωσκεν αυτήν, έως ου έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον» (Μθ 1,25)

Συγγραφέας: kantonopou στις 29 Δεκεμβρίου, 2008

Η γνώση της ορθής ερμηνείας του εν λόγω χωρίου είναι κατ? εξοχήν αναγκαία, καθ? όσον παλαιότεροι και σύγχρονοι αιρετικοί διαστρεβλώνουν και παρερμηνεύουν το χωρίο και το χρησιμοποιούν κατά της αειπαρθενίας της μητέρας του Κυρίου.

Το χωρίο αυτό βρίσκεται στο τέλος του α?  κεφαλαίου του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, όπου αναφέρεται η γενεαλογία και η γέννηση του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Ο Ευαγγελιστής με πολλή απλότητα σημειώνει ότι ο δίκαιος Ιωσήφ ταράχτηκε όταν αντιλήφθηκε την εγκυμοσύνη της μνηστής του. Άγγελος Κυρίου όμως βεβαίωσε τον Ιωσήφ για την εκ Πνεύματος αγίου σύλληψη της Παρθένου, σύμφωνα και με την προφητεία του Ησαΐα, και του γνωστοποίησε ότι διορίζεται από τον Θεό προστάτης της Παρθένου.

Η φράση «ουκ εγίνωσκεν αυτήν» σημαίνει ότι δεν είχε μαζί της συζυγικές σχέσεις. Η φράση όμως που ακολουθεί είναι εκείνη στην οποία βασιζόμενοι οι αιρετικοί υποστήριξαν την βλάσφημη ιδέα ότι η Μαριάμ ήταν μεν παρθένος μέχρι την γέννηση του Χριστού, αλλά στην συνέχεια απέκτησε και άλλα παιδιά με τον Ιωσήφ. Η μετάφραση του χωρίου κατά λέξιν είναι: «Και δεν είχε μαζί της συζυγικές σχέσεις, έως ότου γέννησε τον υιό της τον πρωτότοκο». Η δεύτερη πρόταση παρεξηγήθηκε, διότι δεν έγινε κατανοητό το πνεύμα με το οποίο την λέγει ο ευαγγελιστής και δεν ελήφθη υπ? όψιν ο τρόπος με τον οποίο συνηθίζει να εκφράζεται η Γραφή. Από το «έως ου έτεκε τον υιόν αυτής» συμπεραίνουν οι αιρετικοί ότι μέχρι τότε η παρθένος Μαρία ήταν χωρίς άνδρα, ενώ μετά είχε συζυγικές σχέσεις. Και από την λέξη «πρωτότοκος» συμπεραίνουν ότι απέκτησε και άλλα παιδιά.

Κατ? αρχήν είναι ολοφάνερο ότι ο ευαγγελιστής διηγούμενος την γέννηση του Χριστού θέλει να τονίσει την άσπορη σύλληψή του εκ Πνεύματος Αγίου και την εκ παρθένου γέννησή Του. Δεν προτίθεται καθόλου να μας πληροφορήσει για τον προσωπικό βίο της Παρθένου. Όταν έγραφε ο ευαγγελιστής, πιθανόν να ζούσε και η Παρθένος, οπωσδήποτε όμως ζούσαν άνθρωποι με τους οποίους αυτή συναναστράφηκε. Όλοι οι άνθρωποι της γενιάς εκείνης δεν γνώριζαν μεν την ζωή της Μαρίας πριν από την γέννηση του Χριστού, αλλά γνώριζαν την ζωή της μετά την γέννηση Εκείνου.

Γνώριζαν ότι δεν είχε άλλα παιδιά, και συνεπώς δεν υπήρχε ανάγκη για περισσότερες εξηγήσεις.

Έπειτα το «έως ου» δεν περιέχει άρνηση της αειπαρθενίας της Μαρίας. Με αυτό ο ευαγγελιστής εννοεί ότι κατά το διάστημα το οποίο μας ενδιαφέρει η Μαρία ήταν παρθένος. Δεν εννοεί με κανένα τρόπο ότι κατά το υπόλοιπο διάστημα συνέβαινε το αντίθετο. Είναι πολύ αυθαίρετο ένα τέτοιο συμπέρασμα. Άλλωστε η λέξη «έως» στην Γραφή ειδικά δεν σημαίνει αποκλειστικά και πάντοτε ένα χρονικό όριο. Δεν σημαίνει ότι μέχρις ενός χρονικού ορίου γίνεται κάτι και μετά από αυτό παύει να γίνεται. Αλλά σημαίνει ότι μέχρι το σημείο για το οποίο ενδιαφέρεται ο θεόπνευστος συγγραφέας γίνεται κάτι, αλλά το τι γίνεται στην συνέχεια αφήνεται ακαθόριστο, διότι δεν ενδιαφέρει τον συγγραφέα.

Κάνοντας την παρατήρηση αυτή ο Μ. Βασίλειος, ο Χρυσόστομος, ο Δαμασκηνός, ο Ζιγαβηνός και άλλοι πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς αναφέρουν αρκετά παραδείγματα από την αγία Γραφή, για να αποδείξουν ότι αυτή η χρήση του «έως» είναι συνηθισμένη στην Γραφή.

* Στην Γένεση π.χ. λέγεται ότι ο Νώε, ενώ ήταν ακόμη στην κιβωτό, έστειλε τον κόρακα για να δει αν υποχώρησαν τα νερά, και ο κόρακας «ουκ ανέστρεψεν, έως του ξηρανθήναι το ύδωρ» (Γε 8,7). Βεβαίως ούτε κατόπιν επέστρεψε, και περί αυτού κανείς δεν έχει αντίρρηση.

* Στην Γένεση επίσης ο Θεός λέγει στον Ιακώβ· «Ου μη σε εγκαταλείπω, έως του ποιήσαι με πάντα όσα ελάλησα σοι» (Γε 28,15). Οπωσδήποτε το χωρίο δεν θέλει να πει ότι μετά την εκπλήρωση των λόγων του ο Θεός θα εγκατέλειπε τον Ιακώβ.

 * Για την Μελχόλ, θυγατέρα του Σαούλ, η Γραφή λέγει: «Και τη Μελχόλ ουκ εγένετο παιδίον (= δεν γεννήθηκε παιδί από την Μελχόλ), έως της ημέρας του αποθανείν αυτήν» (Β? Βασιλ. 6,23). Τούτο βεβαίως δεν σημαίνει ότι μετά τον θάνατό της η Μελχόλ γέννησε.

 * Στους Ψαλμούς ο Δαβίδ λέγει για την βασιλεία του Μεσσία· «Ανατελεί εν ταις ημέραις αυτού δικαιοσύνη και πλήθος ειρήνης, έως ου ανταναιρεθεί η σελήνη» (Ψα 71,7). Αλλά μήπως, όταν παρέλθει η σελήνη και όλος ο υλικός κόσμος, θα παύσει να υπάρχει η βασιλεία του Χριστού;

 * Και πάλι ο Δαβίδ λέγει εν Πνεύματι αγίω· «Είπεν ο Κύριος τω Κυρίω μου· Κάθου εκ δεξιών μου, έως αν θω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου» (Ψα 109,1). Ποιός όμως αμφιβάλλει ότι και όταν τεθούν οι εχθροί του Χριστού υπό τους πόδας του δεν θα παύσει αυτός να κάθεται εκ δεξιών του Πατρός; Περί αυτού ο απόστολος Παύλος γράφει ότι ο Χριστός «εις το διηνεκές εκάθισεν εν δεξιά του Θεού» (Εβ 10,12).

* Εξάλλου ο ίδιος ευαγγελιστής Ματθαίος στο τέλος του Ευαγγελίου του αναγράφει τους τελευταίους λόγους του Κυρίου προς τους μαθητές του· «Και ιδού εγώ μεθ? υμών ειμι πάσας τας ημέρας, έως της συντελείας του αιώνος» (Μθ 28,20). Να υποθέσει κανείς ότι ο Κύριος μετά την συντέλεια του αιώνος θα εγκαταλείψει τους μαθητές του; Ασφαλώς όχι.

 Όπως βλέπουμε, λοιπόν, το «έως» σε κανένα από τα προηγούμενα χωρία δεν σημαίνει ότι γίνεται κάτι μέχρις ενός χρονικού σημείου και μετά το σημείο αυτό παύει να γίνεται. Αυτή η χρήση του συνδέσμου «έως» συναντάται και στον καθημερινό μας λόγο. Λέγει π.χ. ο γιατρός στον άρρωστο· «Δεν θα καπνίσεις, έως ότου (μέχρι να) πεθάνεις». Και η μητέρα λέει στα παιδιά της· «Καθήστε ήσυχα, έως ότου (μέχρι να) επιστρέψω».

Από τα παραδείγματα αυτά αποδεικνύεται ότι το «έως ου» κατ? ουσίαν σημαίνει το «δια παντός» η το «ουδέποτε», διότι δια παντός ο Ιησούς κάθεται εκ δεξιών του Πατρός, δια παντός η βασιλεία του υπάρχει, δια παντός είναι μαζί με τους εκλεκτούς του, όπως επίσης ουδέποτε ο κόρακας επέστρεψε στην κιβωτό, ουδέποτε η Μελχόλ γέννησε.

Συνεπώς το «ουκ εγίνωσκεν αυτήν, έως ου έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον» σημαίνει, όπως ερμηνεύει και ο πολύς Νικηφόρος Θεοτόκης, ότι «ουδέποτε ο Ιωσήφ συνεμίγη τη αγία Παρθένω, αλλ? αυτή παρθένος ην και προ τόκου και εν τόκω και μετά τόκον και δια παντός».

Κακώς επίσης από την φράση «τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον» συμπεραίνουν ότι, αφού ο Ιησούς ήταν πρωτότοκος, η Παρθένος είχε και άλλα παιδιά μικρότερα. Διότι στην αγία Γραφή πρωτότοκος κυρίως ονομάζεται όχι ο μεγαλύτερος μεταξύ των αδελφών, αλλά αυτός που πρώτος διανοίγει την μήτρα, είτε γεννηθούν και άλλοι αδελφοί είτε δεν γεννηθούν.

 Όταν χρειάζεται να αντιδιασταλεί ο μεγαλύτερος αδελφός από τους μικρότερους, ονομάζεται «μείζων» η « πρεσβύτερος». Σαφώς η Γραφή μας δίδει την εξήγηση του όρου «πρωτότοκος» λέγοντας· «Αγίασόν μοι παν πρωτότοκον πρωτογενές διανοίγον πάσαν μήτραν εν τοις υιοίς Ισραήλ από ανθρώπου έως κτήνους» (Εξ 13,2· πρβλ. 34,19).

Και αλλού δύο αγελάδες ονομάζονται «πρωτοτοκούσαι», αν και θυσιάζονται χωρίς να προλάβουν να γεννήσουν για δεύτερη φορά (Α  Βα 6,10.14).

Από τα χωρία αυτά ο Μ. Βασίλειος συμπεραίνει ότι «ου πάντως ο πρωτότοκος προς τους επιγιγνομένους έχει την σύγκρισιν, αλλ? ο πρώτος διανοίγων μήτραν πρωτότοκος ονομάζεται». Ονομάζεται δηλαδή ένας πρωτότοκος, όχι επειδή έχει εξάπαντος μικροτέρους αδελφούς, αλλ? επειδή πρώτος διανοίγει την μήτρα της μητέρας του.

Και αλλού πάλι λέγει ο Θεός· «Ιδού εγώ είληφα τους Λευΐτας εκ μέσου των υιών Ισραήλ αντί παντός πρωτοτόκου διανοίγοντος μήτραν παρά των υιών Ισραήλ» (Αρ 3,12).

Από τα προηγούμενα χωρία συνάγεται, εκτός των άλλων, και ότι η λέξη «πρωτότοκος» στην Γραφή είναι όρος ο οποίος αρχικά χαρακτήριζε τα πρωτότοκα των ανθρώπων και των κτηνών, τα οποία ανήκαν στον Θεό, και κατόπιν σήμαινε και κάθε διαλεγμένο και αφιερωμένο σ? αυτόν, ανεξάρτητα από γενεαλογική σειρά η ύπαρξη άλλων αδελφών. Διότι η φυλή του Λευΐ, για την οποία μιλά το τελευταίο χωρίο, ούτε από τον πρωτότοκο υιό του Ιακώβ καταγόταν, διότι πρωτότοκος ήταν ο Ρουβήν, ούτε ήταν αυτή που εξαρχής έλαβε τα πνευματικά πρωτοτόκια, διότι αυτά τα έλαβε η φυλή του Ιούδα.

Μ? αυτό το πνεύμα μιλά ο Θεός και για την φυλή του Εφραίμ δια του προφήτου Ιερεμίου· «Εγενόμην τω Ισραήλ εις πατέρα, και Εφραίμ πρωτότοκός μου εστι» (Ιε 38,9).

Ομοίως και για τον Δαβίδ· «Καγώ πρωτότοκον θήσομαι αυτόν, υψηλόν παρά τοις βασιλεύσι της γης» (Ψα 88,28 ). Ο Δαβίδ κατά σάρκα δεν ήταν πρωτότοκος γιος του πατέρα του. Αλλά ο Θεός τον διάλεξε και τον κατέστησε πρωτότοκο. Γι? αυτό άλλωστε δεν λέγει «είναι πρωτότοκος» αλλά «πρωτότοκον θήσομαι αυτόν», θα τον κάνω πρωτότοκο.

Μ? αυτήν την έννοια και ο απόστολος Παύλος ονομάζει τον λαό της Εκκλησίας «Εκκλησίαν πρωτοτόκων» (Εβ 12,23), δηλαδή εκλεκτών.

 Ο ίδιος τέλος ο Κύριος, ο οποίος λόγω της κατά σάρκα γεννήσεώς του καλείται πρωτότοκος γιος της Παρθένου, ονομάζεται και ως Θεός πρωτότοκος του Πατρός του. Διότι λέγει πάλι ο απόστολος Παύλος στην προς Εβραίους Επιστολή· «Όταν δε πάλιν εισαγάγη (ο Πατήρ) τον πρωτότοκον εις την οικουμένην, λέγει· Και προσκυνησάτωσαν αυτώ πάντες άγγελοι Θεού» (Εβ 1,6). Τι συμβαίνει λοιπόν; Ότι ο Χριστός είναι μονογενής υιός της Μαρίας δύναται ο κακόπιστος να αμφιβάλλει. Ποιός όμως μπορεί να αμφιβάλλει ότι είναι μονογενής υιός του Θεού Πατρός; Κανείς. Και όμως στο ανωτέρω χωρίο καλείται πρωτότοκος του Θεού Πατρός.

Ο Χριστός λέγεται πρωτότοκος. Ο όρος επομένως «πρωτότοκος» δεν σημαίνει κατ? ανάγκην ότι υπάρχουν και δευτερότοκοι. Αλλά σημαίνει τον πρώτο που διανοίγει μήτρα, και λαμβάνοντας υψηλότερο νόημα στην Καινή Διαθήκη ο όρος, σημαίνει τον εκλεκτό και κυρίαρχο στην κληρονομία του Θεού, τον κατ? εξοχήν αγαπητό, και τον μονογενή. 

Η Παρθένος, λοιπόν, ένα μόνον υιό γέννησε, τον Θεάνθρωπο Κύριο.

 

Στέργιος Ν. Σάκκος

 

http://www.apolytrosis.gr/web/guest/147

Αφήστε μια απάντηση