Κυριακή μετά την Χριστού Γέννησιν
Συγγραφέας: kantonopou στις 26 Δεκεμβρίου, 2014
Η εξ αποκαλύψεως γνώση
Γαλ. 1.11-19
Γνωρίζω ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ᾿ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι᾿ ἀποκαλύψεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ᾿Ηκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ ᾿Ιουδαῑσμῷ, ὅτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ προέκοπτον ἐν τῷ ᾿Ιουδαῑσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. ῞Οτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς ᾿Αραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν. ῎Επειτα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε. Ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ ᾿Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.
Κατά την σημερινή Κυριακή μετά την Χριστού Γέννησιν, και η αγία μας Εκκλησία μάς υπενθυμίζει τα λόγια του αποστόλου Παύλου σχετικά με την φύση του Ευαγγελίου και την μεταστροφή του στον Χριστό. Γνωρίζω, μάς λέει, ότι το Ευαγγέλιο το οποίο κηρύττω δεν προέρχεται από διδασκαλία ανθρώπων, αλλά από αποκάλυψη του Ιησού Χριστού. Διότι έχετε ακούσει την προσκόλληση που είχα στον Ιουδαϊσμό, και ότι εδίωκα υπερβολικά την Εκκλησία του Θεού και ήμουν πιο άξιος Ιουδαίος από πολλούς συνομήλικούς μου, όντας περισσότερο από όλους ζηλωτής των πατρικών μου παραδόσεων. Όταν όμως ευδόκησε ο Θεός, ο οποίος με έβγαλε από την κοιλιά της μάνας μου και με κάλεσε με την χάρη του για να αποκαλύψει μέσα μου τον Υιό του, ούτως ώστε να γίνω κήρυκας του Ευαγγελίου στα έθνη, αμέσως δεν μαθήτευσα κοντά σε άνθρωπο ούτε ανέβηκα στα Ιεροσόλυμα για να μάθω κάτι από τους πριν από εμένα αποστόλους, αλλά πήγα και εκήρυξα στην Αραβία και πάλι επέστρεψα στην Δαμασκό. Αργότερα, μετά τρία έτη ανέβηκα στα Ιεροσόλυμα για να συναντήσω τον Πέτρο, και έμεινα στο σπίτι του δεκαπέντε ημέρες. Και άλλον από τους αποστόλους δεν είδα, παρά μόνο τον Ιάκωβο τον Αδελφόθεο.
Ο λόγος για τον οποίο διαβάζουμε τούτη την περικοπή σήμερα είναι πολλαπλός. Πρώτον, για να έχουμε κατά νου ότι το Ευαγγέλιο του Χριστού δεν είναι ανθρώπινη διδασκαλία, αλλά λόγος αποκαλυπτικός από τον ίδιο τον Θεό, ο οποίος έγινε άνθρωπος δι ημάς. Ο απόστολος Παύλος αναφέρει ότι διδάχθηκε το Ευαγγέλιο από τον ίδιο τον Χριστό όχι για να καυχηθεί, αλλά για να τονίσει την βαρύτητα των όσων θα πει στη συνέχεια στους Γαλάτες, τα οποία δεν είναι δικά του λόγια αλλά διδασκαλία του Χριστού. Και για του λόγου το αληθές, φέρνει τις αποδείξεις από την προσωπική του ζωή, ότι δηλαδή ήταν διώκτης των χριστιανών και με θεϊκή παρέμβαση και αποκάλυψη διδάχθηκε την αλήθεια και γιαυτό δεν χρειάστηκε να μαθητεύσει κοντά σε κάποιον από τους αποστόλους αλλά ευθύς αμέσως άρχισε να κηρύσσει και να ευαγγελίζεται τον Χριστό στα έθνη, δηλαδή έξω από την Ιουδαία.
Όντως, το Ευαγγέλιο είναι στο σύνολό του η αποκάλυψη του Θεού στον κόσμο, διά του σαρκωθέντος Υιού και Λόγου του Θεού, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Ο οποίος, αφού εδίδαξε προσωπικά τον λαό και τους αποστόλους και τελείωσε το έργο του επί της γης, μετά την Ανάληψή του έστειλε σε αυτούς το Άγιο Πνεύμα, το οποίο τούς οδήγησε «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν» (Ιω. 16.13). Τότε έλαβαν το πλήρωμα της κατά Θεόν γνώσεως, τότε κατανόησαν σε βάθος την αλήθεια, τότε πλημμύρισε η καρδιά τους από πίστη ακράδαντη στον Χριστό και μεταστράφηκαν από φοβισμένοι μαθητές σε διαπρύσιους κήρυκες και διδασκάλους φωστήρες της οικουμένης.
Αυτό είναι το δεύτερο σημαντικό μήνυμα της σημερινής περικοπής, ότι δηλαδή ο Χριστός και το Ευαγγέλιο αλλάζει τον άνθρωπο, τον μεταποιεί προς το καλύτερο, γιατί τον φέρνει σε επίγνωση της αληθείας, που είναι ο ίδιος ο Χριστός. Αυτή η μεταμορφωτική δύναμη του Αγίου Πνεύματος ενήργησε σε όλους ανεξαιρέτως τους αποστόλους, αυτή μετέστρεψε τους διώκτες σε υπέρμαχους του Χριστού, τους αμαρτωλούς σε αγίους, αυτή ενίσχυσε τους μάρτυρες, τους ομολογητές, τους ασκητές, τους γνωστούς και τους αφανείς εραστές της Βασιλείας του Θεού. Αυτή είναι η δύναμη της Εκκλησίας, μέσα στην οποία μεταμορφώνεται η ζωή μας και από αμαρτωλοί γινόμαστε άμωμοι, από κατάκριτοι γινόμαστε τέκνα και κληρονόμοι του Θεού, μπαίνουμε λύκοι, όπως λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, και γινόμαστε πρόβατα, μπαίνουμε φίδια και γινόμαστε περιστέρια.
Το τρίτο σημείο είναι ο ζήλος του Θεού, δηλαδή η επιθυμία να ζούμε σύμφωνα με τις εντολές του και να επιζητούμε διαρκώς την αγάπη του Θεού. Στο σημείο αυτό ο Απόστολος κάνει διάκριση του ζήλου των πατρικών παραδόσεων και του ζήλου εν επιγνώσει. Ζήλο Θεού και αγαθή προαίρεση είχε ο πριν διώκτης Σαύλος, ζήλο και προσκόλληση στις πατροπαράδοτες παραδόσεις του Ιουδαϊσμού. Γι αυτό εδίωκε με πάθος την Εκκλησία, επειδή θεωρούσε ότι υπερασπιζόταν την αλήθεια που είχε διδαχθεί. Όταν όμως έλαβε επίγνωση της Αληθείας, όταν ο Χριστός τον φώτισε με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, τότε μετέστρεψε την αγαθή προαίρεσή του και τον ζήλο του σε κατά Θεόν και έγινε ο Παύλος, ο θεοδίδακτος απόστολος και ίσος με τους υπόλοιπους αποστόλους. Γι αυτό και δεν χρειάστηκε να μαθητεύσει κάπου, ούτε να διδαχθεί ο ίδιος, αλλά αμέσως επιδόθηκε στο κήρυγμα του Ευαγγελίου.
Εμείς πάλι, και όλοι όσοι στο διάβα των αιώνων απέχουμε χρονικά από τον Χριστό, γινόμαστε γνώστες της αποκεκαλυμμένης αλήθειας μέσα από την διδασκαλία των αποστόλων. Γι αυτό και η Εκκλησία, τόσο στα γραπτά των αγίων Πατέρων όσο και στις διατυπώσεις των Οικουμενικών Συνόδων, τονίζει διαρκώς ότι ακολουθούμε την αποστολική Παράδοση, δηλαδή την διδασκαλία του Χριστού και των αγίων αποστόλων. Ο Μέγας Βασίλειος εξηγεί ότι η αποστολική Παράδοση, αυτό δηλαδή που αποκαλούμε και ως εκκλησιαστική ή Ιερά Παράδοση – δηλαδή διδασκαλία – διακρίνεται σε γραπτή και άγραφη, είναι ενιαία και έχει ένα και το αυτό κύρος.
«Παιδίον ἐγενήθη ἡμῖν, υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν» (Ησ. 9.6). Χριστός ετέχθη για εμάς, για να μάς λυτρώσει από την φθορά και από τα δεσμά του θανάτου, διδάσκοντάς μας την αλήθεια, την αγάπη και την δικαιοσύνη, δηλαδή τις ιδιότητες και τις ενέργειες του Θεού, και την επαγγελία της επουράνιας κληρονομιάς. Δεν μάς δίδαξε άνθρωπο, ούτε άγγελος, αλλά ο ίδιος ο Κύριος και Θεός μας. Αυτού την διδασκαλία ακολουθούμε, την χάρη του και την αλήθειά του γνωρίζουμε και κοινωνούμε, και μαζί με τους αποστόλους και τους αγίους είθε να έχουμε τον καλόν ζήλο, τον κατά Χριστόν και κατ’ επίγνωσιν, και να ζούμε την καλήν αλλοίωσιν της δεξιάς του Υψίστου. Αμήν.
π. Χερουβείμ Βελέτζας
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.