kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Η ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΖΩΗΣ, ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ

Συγγραφέας: kantonopou στις 7 Φεβρουαρίου, 2014

Υπό του Γεωργίου Δημ. Αποστόλου Δρ. θεολογίας, πρώην Σχολικού Συμβούλου

Γνωστό σε όλους μας είναι, ότι ο σημερινός άνθρωπος της κατανάλωσης -μέχρι πρότινος, έχει αλλάξει τις διαχρονικές αρχές και τις αξίες του. Οι σαρωτικές αυτές αλλαγές των  πιστεύω του ανθρώπου, που διαδόθηκαν και επιβλήθηκαν πολύ εύκολα από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, οδήγησαν σε ουσιαστική τροποποίηση της ζωής του ανθρώπου με επικίνδυνες συνέπειες για την κτίση αλλά και για την ίδια την ύπαρξή του.
Βρισκόμενοι σε αυτή τη δύσκολη οικονομική καμπή, αλλά πρώτιστα ηθική, που περνά η Πατρίδα μας, με τις πολλές αυτοκτονίες, σαν εκπαιδευτικοί  και ειδικότερα σαν θεολόγοι, δεν θα μπορούσαμε να μείνουμε αμέτοχοι, χωρίς να καταθέσουμε την θέση της Ορθόδοξης Πατερικής Παράδοσης.
Γνωστός Πνευματικός, μου έλεγε: «Κύριε Γ., το ’40 ο κόσμος πέθαινε από την πείνα, σήμερα χάνει και την ψυχή του με την αυτοκτονία».
Αυτός, λοιπόν, είναι και ο λόγος που με οδήγησε ώστε το θέμα  κατά τη σημερινή γιορτή των Τριών Ιεραρχών, να είναι : «Η αξία του ανθρωπίνου σώματος και της ανθρώπινης ζωής, κατά τους Τρεις Ιεράρχες».
Η πλούσια σκέψη, των απαράμιλλων και ανυπέρβλητων, Τριών Ιεραρχών, αλλά και ολόκληρη η Πατερική Θεολογία, έχοντας ευαισθησία γι’ αυτό το θέμα, δεν παρέλειψαν στα συγγράμματά τους, να αναφερθούν, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο σ’ αυτό το θέμα.         
Κατ’ αρχάς  πίστευαν στην ισόρροπη ψυχοσωματική ανάπτυξη του ανθρώπου, με την γύμναση – άσκηση και του σώματος και της ψυχής, που στόχο είχε την κατάκτηση της αρετής.
Σ’ αυτό το κορυφαίο γεγονός όπου εξυμνείτο το ανθρώπινο σώμα, ο αθλητής ακόμα και κατά την αρχαιότητα έπαιρνε σαν έπαθλο τον «κότινο», δηλαδή ένα στεφάνι από άγρια ελιά και οι νικητές εθεωρούντο πρόσωπα σεβαστά.  Έτσι και στην Εκκλησία του Χριστού, ο αθλητής – ασκητής αμείβετε με τον «στέφανο της δικαιοσύνης» (βλ. 2 Τιμόθ. 4:8), όπως ακούμε στον ύμνο της Ακολουθίας του Μυστηρίου του Γάμου: «Άγιοι μάρτυρες, οι καλώς αθλήσαντες και στεφανωθέντες,…».  
Στη εποχή μας, όλοι γνωρίζουμε ότι η Παγκόσμια κοινότητα κόπτεται για τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες των ανθρώπων, ακόμη δε και των ζώων, αλλά όμως όλοι γινόμαστε καθημερινά μάρτυρες των πρακτικών και εκτροπών κατά της ανθρώπινης ζωής. Όλες αυτές οι ψυχικές, ηθικές και κοινωνικές πρακτικές και αμαρτήματα κατά της ανθρώπινης υπάρξεως που αφορούν κυρίως στις σεξουαλικές διαστροφές, όπως την ανδρική ομοφυλοφιλία, την παιδεραστία, τον λεσβιασμό, το εμπόριο λευκής σαρκός – πορνεία, την πορνογραφία, τα ναρκωτικά, το AIDS, το κάπνισμα, το αλκοόλ, το σατανισμό και γενικότερα τις καταστροφικές λατρείες με την πλύση εγκεφάλου και τις τεχνικές ελέγχου του νου, αποδεικνύουν το αντίθετο, προσβάλλοντας και απορρίπτοντας τη θεϊκή καταγωγή του ανθρώπου.
Όμως οι πληγές κατά της ανθρώπινης ζωής δεν σταματούν εδώ, αλλά συνεχίζονται για να φανερώσουν σ’ όλο τους το μεγαλείο την πτώση του ανθρώπου, όπως επιγραμματικά σημειώνει και ο ψαλμωδός, ο οποίος στο ερώτημα: «τι έστιν άνθρωπος »; Ψαλ.8:5, απαντά: «ηλάττωσας αυτόν βραχύ τι παρ’αγγέλους, δόξη και τιμή εστεφάνωσας αυτόν» (Ψαλ. 8:6). Δυστυχώς ο ταλαίπωρος άνθρωπος, μετά την πτώση «παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς»Ψαλ.48:13.                               
Οι σύγχρονες βαρβαρικές πρακτικές, όπως τα εγκλήματα των ολοκληρωτικών και αποικιοκρατικών ή νεοαποικιοκρατικών καθεστώτων, με τους πολέμους, τις εθνικές εκκαθαρίσεις, τα ολοκαυτώματα, τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, τα απομονωτήρια φυλακών (λευκά κελιά), την απομόνωση με τις μεθόδους λειτουργίας της σκέψεως, τα φρικτά βασανιστήρια, την θανατική ποινή, την εντεταλμένη αυτοκτονία ή αυτοχειρία, τον ακρωτηριασμό, όλα αυτά φανερώνουν με φρικτό τρόπο τα φαινόμενα της παρακμής του σύγχρονου πολιτισμένου ανθρώπου.

Αλλά, δυστυχώς, δεν έχουν τέλος οι ηθικοί φραγμοί του ανθρώπινου νου μπρος στις πρακτικές εξουσίας του ανθρώπου, οι οποίες δημιουργούν χίλια – δυο ηθικά διλήμματα με την τεχνητή γονιμοποίηση, την αντισύλληψη, την προγεννητική διάγνωση, την επιλογή του φύλου, τις αμβλώσεις, την εξωσωματική γονιμοποίηση με τις φέρουσες μητέρες δηλαδή τις αντικαθιστώσες ή τις αναπληρωματικές, τον νεομαλθουσιανισμό με την αντισύλληψη, τον αυτοακρωτηριασμό με τη στείρωση και τον ευνουχισμό, τις μεταμοσχεύσεις από ζώντα ή νεκρό δότη, την ευθανασία και τέλος με την κλωνοποίηση.
Όλα αυτά δηλώνουν τα «δικαιώματα» του ανθρώπου επί της ζωής του ή της ζωής των άλλων, που οδηγούν στον θάνατο κατά τον Απ. Παύλο: «τα οψώνια της αμαρτίας, θάνατος» Ρωμ. 6:13.
Όμως τις ηθικές υποχρεώσεις και τα καθήκοντα του ανθρώπου προς τη ζωή του, που απορρέουν από την ιερότητα της ανθρώπινης ζωής, ποιος θα μας τα διδάξει, εάν δεν έχουμε γνώμονα την διδασκαλία της Εκκλησίας μας, την διδασκαλία των σημερινών εορταζόμενων Αγίων μας;
Η αξία της ζωής του ανθρώπου κατά την Ορθόδοξη διδασκαλία βρίσκεται στο γεγονός ότι ο Θεός είναι ο Δημιουργός και ο Δοτήρ της ζωής του και μάλιστα δημιουργημένος «κατ’ εικόνα» Θεού με στόχο-προορισμό «το καθ’ ομοίωσιν» Γεν. 1:26.
Ο άνθρωπος, λοιπόν, δια της προικοδοτήσεως έλαβε από τον Θεό τη δύναμη να γίνει και πραγματικά όμοιος προς τον Θεό. Έτσι κατά την παρατήρηση του Μ. Βασιλείου το «κατ’ εικόνα» σημαίνει «δυνάμει», το δε «καθ’ ομοίωσιν» δηλώνει να γίνει ο άνθρωπος «ενεργεία» όμοιος προς Αυτόν, έχοντας αποκτήσει τα πνευματικά (θεϊκά) χαρίσματα δηλαδή το λογικό, την ελεύθερη θέληση, τη συνείδηση και τη δημιουργικότητα.
Αυτό δηλώνει, ότι ο άνθρωπος είναι κοινωνικό και διαλογικό ον κατά το πρότυπο της Αγίας Τριάδος. Άλλωστε και ο Χριστός θέλοντας να δηλώσει την κοινωνικότητα των μελών της Εκκλησίας Του, είπε: «Ου γαρ εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών» Ματθ.18:20. Αλλά και μέσα στους κόλπους της αρχαίας Εκκλησίας-νέας κοινωνίας, το ίδιο κυριαρχεί: «Unus christianus, nullus christianus» δηλ.(ένας χριστιανός, κανένας χριστιανός).
Πράγματι η ζωή του ανθρώπου μακριά από την κοινωνία με το Θεό αποτελεί διαδικασία αυτομηδενισμού. Γι’ αυτό και η αναζήτηση του νοήματος της ζωής χωρίς το Θεό αποτελεί ματαιοπονία. Ας ακούσουμε τον ειδήμονα Μ. Βασίλειο, ο οποίος μεταξύ των άλλων επιστημών είχε σπουδάσει αστρονομία και ιατρική, να τονίζει: «τούτο έστιν το κακόν, η του Θεού αλλοτρίωσις».                 
Η αλλοτρίωση και η άρνηση λοιπόν του Θεού, οδήγησε στην άρνηση της αγάπης, με επακόλουθο τη μοναξιά και την αυτοκτονία και ως φυσιολογική διέξοδος παρουσιάστηκε το έγκλημα και η αναρχία. «Ιδού λοιπόν», γιατί λέει ο γέρο Καραμαζώφ στο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκυ, «εάν δεν υπάρχει Θεός, το παν επιτρέπεται…»                                                       
Ο άνθρωπος, λοιπόν, που δε βρίσκεται κοντά στο Θεό είναι ουσιαστικά νεκρός, έστω και αν εμφανίζεται ως ζωντανός, καθώς αναφέρει και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Αποκάλυψη του: «ότι όνομα έχεις ότι ζης και νεκρός ει» Αποκ. 3:1, και δε βρίσκει ο άνθρωπος την αιώνια ζωή, αν δεν επιστρέψει στο Θεό. Επιγραμματικά ο ιερός Αυγουστίνος θα τονίσει: «Η καρδιά μας είναι ανήσυχη ώσπου ν’ αναπαυθεί στο Θεό».

Ο ανήθικος βίος είναι γνωστό, επιφέρει μοιραία και την απώλεια του αξιώματος, οπότε ο άνθρωπος κατατάσσεται μεταξύ των ζώων. Διότι δεν είναι αρκετό να έχει κανείς μορφή ανθρώπου δια να είναι άνθρωπος, αλλ’ απαιτείται και η αρετή. Πιο συγκεκριμένα ο «τρισμάκαρ» Χρυσόστομος ορίζει τον άνθρωπο ως εξής: «Άνθρωπος γαρ έστιν, ουχ όστις απλώς χείρας και πόδας έχει ανθρώπου, ουδ’ όστις εστί λογικός μόνον, αλλ’ όστις ευσέβειαν και αρετήν μετά παρρησίας ασκεί», και συνεχίζει ο ιερός πατήρ συμβουλεύοντας: «Τον άνδρα ουκ από των ιματίων, μάλλον δε ουδέ από του σώματος, αλλά από της ψυχής επαινείν».
Ο άνθρωπος, λοιπόν,  αποτελεί το δημιούργημα που βρίσκεται πλησιέστερα προς το Δημιουργό και δεν είναι μόνο θεόπλαστος, δηλ. δημιούργημα διαμορφωμένο με τη θεία βούληση, αλλά και θεόπνευστος, αφού δημιουργήθηκε με την πνοή του θεού. Γι’ αυτό βλέπουμε το μεγάλο ενδιαφέρον των  Πατέρων της Εκκλησίας για τον άνθρωπο, αφού ασχολήθηκαν και μόχθησαν για να τον γνωρίσουν και να τον βοηθήσουν. Δεν δίστασαν μάλιστα οι Τρεις Ιεράρχες να τονίσουν παράλληλα προς την πνευματική και διανοητική υπεροχή, την ελευθερία βουλήσεως και το αυτεξούσιο του ανθρώπου, τη μυϊκή του κατωτερότητα έναντι των άλλων ζωντανών οργανισμών, για να τεκμηριώσουν με αυτό τον τρόπο όχι μόνο την ετερότητα, αλλά και την υπεροχή του ανθρώπου, τον οποίο ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ο Ναζιανζηνός χαρακτήρισε ως «πολυτροπώτατον των ζώων και ποικιλώτατον».
Ο «ουρανοφάντωρ του Χριστού» Μ. Βασίλειος, αυτός ο υπέροχος συγγραφέας και μεγάλος δάσκαλος της οικουμένης για να μας δώσει αυτή τη διαφορά, λέει ότι: «Όρθιον έπλασε μόνον των ζώων τον άνθρωπον, ίνα και εξ αυτού του σχήματος ειδής ότι εκ της άνωθεν συγγενείας εστίν η ζωή του. Τα μεν γαρ τετράποδα πάντα προς την γην βλέπει και προς την γαστέρα νένευκεν».
Αλλά και ο «χρυσόρρειθρος ποταμός» Χρυσόστομος (Μεγαλυνάριο, 13ης Νοεμβρίου), πλέκοντας το εγκώμιο του ανθρώπου, αναφέρει: «Και τον βραχύν τούτον και τρίπηχυν και τοσούτω των αλόγων ελάττωνα κατά την του σώματος ισχύν, υψηλότερον πάντων εποίησε, λογικήν ψυχήν αυτώ χαρισμένος, όπερ εστί μάλιστα τιμής τεκμήριον…». Γι’ αυτό ο Μ. Βασίλειος θα σημειώσει: «…όσον λείπει (τω ανθρώπω) τη δύναμη του σώματος, τοσούτον περίεστι τη του λογισμού κατασκευή».  Επανερχόμενοι και πάλι στον ιερό Χρυσόστομο θα γράψει ότι για τον άνθρωπο «…ο ήλιος φαίνει και σελήνη τρέχει, και αήρ εξεχύθη και πηγαί βρύουσι, και θάλασσα ηπλώθη…».                                                            
Είναι δηλαδή, όπως λέγουν πολλοί Πατέρες, ένα ενδιάμεσο ον μεταξύ Δημιουργού και δημιουργημάτων, το οποίο ο Θεός εγκατέστησε στον κόσμο ως βασιλέα και ιερέα. Ο δε ιερός Χρυσόστομος προσδιορίζοντάς το λέγει: «Εκ δύο συγκείμενος ουσιών, της μεν αισθητής, της δε νοητής και εν ουρανώ και εν γη συγγένειαν έχων…», και ο Μ. Βασίλειος συμπληρώνοντας χαρακτηρίζει τον άνθρωπο σύνθετο εκ ψυχής και σώματος, τα οποία δεν έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους, και καταλήγει ο ιερός Χρυσόστομος, αλλά το ένα φροντίζει το άλλο, από τη δημιουργία του.
Ο άνθρωπος, λοιπόν, αυτός ο «ναός» του Θεού, βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ Δημιουργού και δημιουργημάτων γι’ αυτό τέθηκε από το Θεό σαν άρχοντας επί της γης, ως «βασιλεύς, βασιλευόμενος άνωθεν», και κατά τον ποιητή του «Ποιητού του ουρανού και της γης» άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο, αυτός καλείται να εργάζεται, σαν καλός οικονόμος του Θεού, την κτίση που τον τοποθέτησε και του πρόσφερε ο Θεός. 
Η Αγία Γραφή τονίζει τη μεγάλη αξία του σώματος και ιδιαίτερα η Καινή Διαθήκη ξεχωρίζει το ανθρώπινο σώμα από κάθε άλλο, λόγω ακριβώς της σύνθεσης του ανθρώπου και από αόρατη φύση, και κατά τη θεολογική διατύπωση του Απ. Παύλου προς τους Κορινθίους «ναός Θεού έστε» 1 Κορ.3:16 και «ναός του Αγίου Πνεύματος» 1 Κορ.6:19.
Γι’ αυτό, ο χριστιανός παράλληλα προς τη φροντίδα της ψυχής φροντίζει και για το σώμα του, σύμφωνα με το θείο θέλημα, και αποφεύγει να το βεβηλώνει γιατί: «ουκ  οίδατε ότι ναός Θεού έστε  και το Πνεύμα του Θεού οικεί εν υμίν; ει τις τον ναόν του Θεού φθείρει, φθερεί τούτον ο Θεός…» 1 Κορ.3:16 – 17, θα πει και πάλι ο απ. Παύλος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο έχουμε τον θάνατο του σώματος που είναι  ο χωρισμός του από την ψυχή και τον θάνατο της ψυχής που είναι ο χωρισμός αυτής από τη ζωοποιό ενέργεια του Αγ. Πνεύματος.
Ο ιερός Χρυσόστομος αισθάνεται υποχρεωμένος να εξηγήσει λεπτομερέστερα, με τη βοήθεια κειμένων του Απ. Παύλου (πρβλ. Ρωμ.7:23), το γεγονός, ότι το σώμα μετά την αδαμική πτώση δε χάθηκε, δεν άλλαξε οντολογικά, δεν απέκτησε φύση διαφορετική από αυτήν που του έδωσε ο Θεός.
Με άλλα λόγια θα πρέπει να αναφέρουμε ότι οι Τρεις Ιεράρχες αυτοί οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας οι οποίοι αγαπούν με πάθος τα γράμματα, τη μόρφωση και τις σπουδές, βρέθηκαν στην ανάγκη να καταδικάσουν τις υποτιμητικές για το ανθρώπινο σώμα αιρέσεις.
Έτσι ο ιερός Χρυσόστομος επιτυγχάνει να απαλλάξει το σώμα (σάρκα) από τη θεώρησή του ως αμαρτωλό και να προσθέσει ακόμα, ότι ως έργο Θεού είναι «καλόν λίαν» και «κατάλληλο» για την επίτευξη της αρετής, εάν ο άνθρωπος αγωνίζεται πνευματικά. Για το λόγο αυτό ο πατήρ Δημ. Στανιλοάε θα πει χαρακτηριστικά: «Μέσα από τους ανθρώπους που με πλησιάζουν με το σώμα τους και τις ανάγκες τους για να βοηθηθούν από μένα,…βλέπω την ανάγκη να υπηρετήσω το Θεό με το σώμα μου».
Παράλειψή μας θα ήταν να μην αναφέρουμε εδώ, το θεσπισμένο με την ευλογία του Θεού κατά τη δημιουργία, μυστήριο του γάμου (πρβλ. Γεν.2:18), το οποίο καθαγιάζει και ο Χριστός στο γάμο της Κανά της Γαλιλαίας (βλ. Ιωαν.2:1 – 11), αλλά και ο Απ. Παύλος τονίζει ότι είναι «μέγα μυστήριο εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν» Εφεσ.5:32, για να κατανοηθεί η αξία της ανθρώπινης σαρκός.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά το σώμα του ανθρώπου από την πρώτη ημέρα της γεννήσεως του. Αρχή και ρίζα της εν Χριστώ Οικονομίας, λοιπόν, είναι η Ενανθρώπηση του Κυρίου μας Ιωάν. 1:1 – 5:9 – 18, με επίκεντρο το στίχο: «Και ο Λόγος σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν…» Ιωαν.1:14, όπου εκφράζονται οι θεμελιώδεις αλήθειες της χριστιανικής πίστεως. Γι’ αυτό τα Χριστούγεννα αποτελούν κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο την «μητρόπολιν πασών των εορτών.
Έτσι, λοιπόν, η περιφρόνηση του σώματος δεν έχει καμία θέση στο χριστιανισμό. Ο  χριστιανισμός αποστρέφεται και πολεμά το σαρκικό φρόνιμα, όχι όμως και τη σάρκα.
Παρερμηνείες από μέρους των μοναχών του νοήματος του γάμου και αρνητικές διατυπώσεις εναντίον του, καταδικάστηκαν από τους ασκητές Πατέρες της Εκκλησίας, με τόση ένταση, ώστε να φθάσει κάποτε ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος να ισχυρίζεται ότι οι παρθένες των αιρετικών που παρθενεύουν επειδή θεωρούν το γάμο ακάθαρτο, είναι χειρότερες και από πόρνες.
Δε πρέπει να λησμονούμε επίσης τις αντιλήψεις των Πλατωνικών και νεοπλατωνικών φιλόσοφων, όπως του Πυθαγόρα, του Πλάτωνα, του Πλωτίνου, του Μ. Αυρηλίου, οι οποίοι εξετάζοντας τον άνθρωπο από μια δυαρχική άποψη θεωρούν την ψυχή θεία, αλλά το σώμα φυλακή και πηγή μολυσμού, γι’ αυτό δε  και άξιο περιφρονήσεως, «καταπιέσεως και εξουθενώσεως».  Αλλά και η στρεβλή αντίληψη και διδασκαλία  των αιρετικών Μανιχαίων,  καθώς και των Μαρκιωνιτών, αλλά και ο δοκητισμός, καταδικάστηκαν σύντομα από την Εκκλησία .    
Η χριστιανική παράδοση, στην αυστηρότερη και πλέον μοναστική μορφή της, είναι αντίθετη προς την αντίληψη ότι το σώμα είναι κάτι το ευτελές και ανάξιο φροντίδας και ότι από τη φύση του είναι κακό ή ότι είναι άσχετο προς την εξέλιξη της ζωής του ανθρώπου εν Χριστώ.
Κανένα πράγμα, που κτίστηκε από το Θεό και που χρησιμοποιείται κατά Θεόν, δεν είναι κακό. «Ουδέ ο κόσμος κακός, αλλά τα πάθη. Ουδέ η φύσις, αλλά το παρά φύσιν… ουδέ τα μέλη του σώματος, αλλ’ η τούτων παράχρησις». Ο δε ιερός Χρυσόστομος τονίζει ότι ενώ οι Πρωτόπλαστοι είχαν σώμα, δεν είχαν ανάγκη «μηδενός των σωματικών» καθάπερ οι άγγελοι. Αναφερόμενος δε στο θέμα της αξίας της Θείας Ενανθρωπήσεως για τον άνθρωπο, υπογραμμίζει: Ο Θείος Λόγος ούτε ανέλαβε φύση διαφορετική από τη δική μας, ούτε μετέτρεψε αυτήν σε άλλου είδους ουσία. Απλώς ανέλαβε την φύση μας αναμάρτητα και την έκανε  αθάνατη.
Άλλωστε η αξία του ανθρωπίνου σώματος φαίνεται και από τα αναρίθμητα θαύματα  του Κυρίου μας, ο οποίος μεριμνά για τις σωματικές ανάγκες του ανθρώπου. Επίσης, αυτή η δόξα του  φαίνεται και στην Ορθόδοξη Αγιογραφία όπου τα ανθρώπινα σώματα απεικονίζονται καθαγιασμένα και σε κατάσταση 
δόξας και όχι λειψά.    

Το ίδιο συμβαίνει και με τα ιερά λείψανα των αγίων μας, τα οποία τιμούμε και σεβόμαστε και όπως λέει και ο ψαλμωδός: «Κύριος φυλάσσει πάντα τα οστά αυτών, εν εξ αυτών ου συντριβήσεται» Ψαλμ.33:21, γιατί είναι σκεύη της Χάριτος του Θεού και φορείς της αγιαστικής Του δόξας.

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος πλέκει το εγκώμιο των μαρτύρων, λέγοντας: «Τοιούτος της Εκκλησίας ο θησαυρός, νέους και παλαιούς έχων μαργαρίτας» και συνεχίζει: «όσα γαρ ουκ ισχύει πλούτος και χρυσίον, τοσαύτα ισχύει μαρτύρων λείψανα»,τα οποία χαρακτηρίζονται ως «θησαυρός ατίμητος», και καταλήγει: «δια τούτο μάλιστα φιλώ των μαρτύρων τας μνήμας, και ασπάζομαι».
Ολόκληρη, λοιπόν, η Ορθόδοξη Θεολογία προβάλλει με σαφήνεια τη σπουδαιότητα που έχει το ανθρώπινο σώμα στο λυτρωτικό σχέδιο, γιατί τη Βασιλεία του Θεού την κερδίζει και με το σώμα, όπως παρατηρεί και ο Τερτυλλιανός, λέγοντας: «η σάρκα είναι άξονας της σωτηρίας» (caro salutis est cardo).
Όσον αφορά την Πατερική διδασκαλία για το ανθρώπινο σώμα, συνοψίζεται στη φράση του αββά Ποιμένα και δεν αφήνει περιθώρια παρεξηγήσεως. «Ημείς ουκ εδιδάχθημεν σωματοκτόνοι, αλλά παθοκτόνοι». Η άσκηση δηλαδή, δεν στρέφεται ενάντια στο σώμα, αλλά ενάντια στα πάθη και στο σαρκικό φρόνημα. Το πάθος, όμως, είναι έκφραση εγωκεντρισμού και γι’ αυτό άσκηση σημαίνει εγωκτονία και παθοκτονία. Και όλα αυτά γιατί η Πατερική διδασκαλία θεωρεί τον άνθρωπο ως ψυχοσωματική ενότητα, που η θεοποίησή του συνίσταται όχι στην αποδέσμευση της ψυχής από τα δεσμά του σώματος και του αισθητού κόσμου, αλλά στην απελευθέρωση ολόκληρης της ψυχοσωματικής υπόστασης, από τη σφαίρα της φθοράς και του θανάτου, στην οποία έχει περιέλθει.
Ο αγιασμός, λοιπόν, είναι δωρεά του Θεού και έχει σαν  αποτέλεσμα την εσωτερική μεταμόρφωση του ανθρώπου και του κόσμου. Έτσι η Πρόνοια του Θεού προς τον κόσμο εκδηλώνεται και μέσω των αγίων και των ιερών λειψάνων αυτών που αποτελούν δείγματα του αφθαρτισμού και της ύψωσης της ύλης στο αρχαίο της κάλλος, από το Άγιο Πνεύμα και από αυτόν τον κόσμο.
Η Εκκλησία, λοιπόν, «επιδιώκοντας τον εξαγιασμό του ανθρώπου και την αποξένωση από τα πάθη του, δια της γυμνασίας του σώματος και της ψυχής καταφάσκει στην άσκηση  σύμφωνα πάντα με την αποστολική ρήση «η σωματική γυμνασία προς ολίγον εστί ωφέλιμος, η δε ευσέβεια προς πάντα ωφέλιμός έστιν»  1 Τιμ.4:8.
Κλείνοντας, αναφέρουμε ότι, στη μοναξιά και την αλλοτρίωση του σημερινού ανθρώπου, που είναι πνευματικό φαινόμενο, το Ορθόδοξο ασκητικό ήθος  δείχνει στον άνθρωπο τα όρια της ευθύνης και τα πλαίσια δράσεως και κυριαρχίας του, ώστε να αναγνωρίσει ότι το σώμα του σαν «ναός του Αγίου Πνεύματος» είναι δώρο της αγάπης του Θεού.
Αυτό βοηθά τον άνθρωπο περισσότερο στην κοινωνική του συμβίωση, τον κάνει πιο εύσπλαχνο και φιλάνθρωπο και κατά συνέπεια κοινωνικότερο, γεγονός που κατάφεραν με τη διδασκαλία, τη δράση και την αγιότητά τους οι σημερινά εορταζόμενοι Διδάσκαλοι της οικουμένης, ποιμένες και άγιοι Τρεις Ιεράρχες. Ας τους μιμηθούμε!  

Αφήστε μια απάντηση