Διάφορες ερωτήσεις των Νεοπαγανιστών αναφορικά με την Καινή Διαθήκη και σχετικά με τον Ιησού. (1)
Συγγραφέας: kantonopou στις 17 Νοεμβρίου, 2008
ΕΡΩΤΗΣΗ: «Γνωρίζουμε πλέον ότι τα λεγόμενα “Ευαγγέλια”, δεν αποτελούν ιστορικά κείμενα, αλλά κατά την ιουδαϊκή μέθοδο του “midrash” (αμφισήμαντου όρου που ταυτόχρονα σημαίνει “εξήγηση” αλλά και “παρέμβαση”, μια μέθοδος συνεχούς αναπροσαρμογής πααιότερων μύθων ώστε να ταιριάζουν με τα εκάστοτε νέα δεδομένα) (…)» (Βλ. Ρασσιά, Μια Ιστορία Αγάπης, β? έκδοση, εκδ. Ανοιχτή Πόλη, 2005, τ. Α?, σ. 56).
Εξετάζοντες τους ιστορικούς [τα Ευαγγέλια και τις Πράξεις] ερχόμεθα κατ? αρχήν εις το πρώτον γνώρισμά των. Ουδέποτε ουδαμού εις τα ιστορικά βιβλία θα εύρη κανείς μίαν έκφρασιν, ένα επίθετον, ή έστω ένα υπονοούμενον, εκ του οποίου να συνάγεται ότι ο ευαγγελιστής προσωπικώς διάκειται ευμενώς ή δυσμενώς προς το Α πρόσωπον, και επαινεί ή κατακρίνει την Α ενέργειαν. Άλλο θέμα αν τα ιστορούμενα πρόσωπα φαίνονται εκ των λόγων των τί φρονούν? ο ευαγγελιστής ιστορικός παραμένει απολύτως ψυχρός, απρόσωπος, αφανής, αν και εκθέτει τα γεγονότα με τόσην ζωηρότητα και σαφήνειαν, ώστε να συμπάσχωμεν ως αναγνώσται με τα πρόσωπα της ιστορίας. Βλέπει κανείς πολλάκις εις τα ιστορικά βιβλία, ότι ο Ιησούς αποκαλεί τους φαρισαίους υποκριτάς και τον Ηρώδην αλώπεκα, ο Παύλος τον Ελύμαν υιόν διαβόλου, ο Παύλος και ο Βαρνάβας να παροξύνωνται προς αλλήλους, ο Ιησούς να λέγη τα “ουαί” ή να επιπλήττη τους μαθητάς, αλλ? ουδέποτε θα συλλάβη ευαγγελιστήν να χαρακτηρίζη αυτός ως ιστορικός ένα πρόσωπον ή μίαν κατάστασιν έστω και με ένα υπονοούμενον. Επίσης βλέπομεν πολλάκις τους ευαγγελιστάς να αποκαλύπτουν περιγραφικώς μίαν βαθυτέραν αιτίαν ενός γεγονότος, π.χ. το ότι ο Ιούδας ήτο κλέπτης του κοινού ταμείου των μαθητών, το ότι οι φαρισαίοι “διεπρίοντο” από φθόνον εναντίον του Χριστού και των μαθητών, το ότι ο Φήλιξ ήλπιζεν ότι θα δωροδοκηθή υπό του Παύλου, δια να τον απολύση, αλλ? ουδέποτε θα εύρη κανείς ίχνος των συναισθημάτων του ιστορικού έναντι αυτών των καταστάσεων.
Εκ των πολλών δειγμάτων της ιστορικής αυτής απαθείας αναφέρω ακόμη δύο πολύ χαρακτηριστικά. Οι απόστολοι επίστευον ακραδάντως ότι ο Ιησούς ο από Ναζαρέτ είνε ο Χριστός που αναμένει ο Ισραήλ και αυτός είνε ο Κύριος και ο Γιαχβέ. Και εδίδαξαν ότι αυτό είνε το μεγαλύτερον παράπτωμα, το να μη αναγνωρίση και ομολογήση κανείς τον Ιησούν ως Χριστόν και Κύριον.
Εν τούτοις ως ιστορικοί, όταν αναφέρουν αφηγηματικώς τον Κύριον προ της αναστάσεως, τον ονομάζουν πάντοτε απλώς “ο Ιησούς”, ουδέποτε ο Κύριος ή ο Χριστός, παρά μόνον όταν θέλουν να παρεμβληθούν αυτοί ως πρόσωπα δια να δώσουν μίαν επεξήγησιν, ή όταν αφηγούνται πώς τον απεκάλουν οι ίδιοι εις ευθύν λόγον. Π.χ. ο Ιωάννης γράφει? “Eυρ?σκει ουτος πρωτος τ?ν αδελφ?ν τ?ν ίδιον Σ?μωνα κα? λ?γει αυτω? Ευρ?καμεν τ?ν Μεσσ?αν? ο εστι μεθερμηνευ?μενον Χριστ?ς? κα? ηγαγεν αυτ?ν πρ?ς ?ησο?ν? εμβλ?ψας αυτω ο Ιησους ειπε? Σ? ει Σ?μων… Τη επα?ριον ηθ?λησεν ? Ιησους εξελθε?ν εις τ?ν Γαλιλα?αν…» (Ιω. 1, 42-44). Ο Ματθαίος λέγει? “Κα? ιδο? λεπρ?ς ελθ?ν προσεκ?νει αυτω λ?γων? Κ?ριε, ε?ν θ?λης, δ?νασα? με καθαρ?σαι. κα? εκτε?νας τ?ν χε?ρα ηψατο αυτου ο Ιησους λ?γων? Θ?λω, καθαρ?σθητι” (Μθ 8, 2-3).
Δηλαδή εις μεν τα διαλογικά και επεξηγηματικά μέρη τον λέγουν Χριστόν και Κύριον, δεικνύοντες τι είναι και τι επίστευον και αυτοί τότε και τώρα, εις δε τα αφηγηματικά τον λέγουν απλώς Ιησούν, όπως εφαίνετο, αποφεύγντες να προκαταλάβουν τον αναγνώστην ή κατηχούμενον έστω και δι? αυτού του ανεπαισθήτου τρόπου.
Το δεύτερον δείγμα ιστορικής απαθείας, που θέλω να αναφέρω, είνε ότι εις τα αφηγηματικά μέρη των σιτορικών βιβλίων ουδέποτε χρησιμοποιείται κοσμητικόν επίθετον, καλόν ή κακόν, αλλά μόνον χαρακτηριστικά και περιγραφικά. Αυτό το γνώρισμα της ιστορικής απαθείας λείπει όχι μόνον από τους σπουδαίους θύραθεν ιστορικούς, όπως ο Θουκιδίδης, αλλά και από τους πατέρας της Εκκλησίας και από τους αγιωτέρους ιστορικούς? λείπει δε πολύ περισσότερον από τους συγγραφείς των αποκρύφων, οι οποίοι και δι? αυτού του τρόπου συλλαμβάνονται ως κιβδηλοποιοί.
Το δεύτερον θεμελιώδες γνώρισμα των ιστορικών βιβλίων της Κ. Διαθήκης είνε, καθώς ελέχθη, ότι ουδέποτε ιστορούν κάτι που να εγνώσθη εις τον ιστορικόν εξ αποκαλύψεως.
Ο ευαγγελιστής γνωρίζει τα πάντα ανθρωπίνως. Άλλο το αν αφηγείται σημεία και αποκαλύψεις? τα διηγείται ως τρίτον πρόσωπον που τα έμαθεν από τους δεξαμένους την αποκάλυψιν ανθρωπίνως ήτα είδεν ως απλούς θεατής όχι μόνον αυτός αλλά και πλήθος ανθρώπων.
Ουδέποτε δηλαδή θα εύρη τις εις τα ιστορικά βιβλία μίαν πληροφορίαν, την οποίαν ο ευαγγελιστής δεν θα ήτο δυνατόν να την πληροφορηθή ανθρωπίνως και όχι υπερφυσικώς, ασχέτως αν η πληροφορία είνε μία αποκάλυψις προς τα ιστορούμενα πρόσωπα.
Την αποκάλυψιν βλέπουν τα ιστορούμενα πρόσωπα και όχι τα ιστορίαν γράφοντα. Ο Ζαχαρίας και η Μαριάμ είδον τον ευαγγελιζόμενον άγγελον, ο Ιησούς επειράσθη από τον σατανάν εις μίαν σφαίραν υπερφυσικών γεγονότων, ο Παύλος είδε το όραμα προ της Δαμασκού, αλλ? ο Ματθαίος και ο Λουκάς έμαθαν όλα αυτά τα γεγονότα ανθρωπίνως από την Μαριάμ, τον Ιησούν, τον Παύλον.
Δεν υπάρχει γεγονός της ζωής του Κυρίου ή του Παύλου ή άλλου τινός, το οποίον αυτοί ουδέποτε διηγήθησαν εις τους μαθητάς των, αλλ? ο Ματθαίος ή ο Λουκάς το επληροφορήθησαν δι? οράματος, και με μόνην πηγήν το όραμα το εξιστόρησαν. Και όσα σημεία διηγούνται ως αυτόπται, τα διηγούνται, διότι τα είδον ανθρωπίνως όπως και το πλήθος και οι άπιστοι φαρισαίοι? είδον τον τέως τυφλόν να βλέπη και τον τέως παράλυτον να περιπατή.
Αυτό δεν είνε αποκάλυψις αλλά θέαμα ανθρωπίνως δυνατόν δια τον απλώς θεώμενον. Μία πλευρά αυτού του ιστορικού γνωρίσματος είνε και το ότι οι συγγραφείς όλοι της Κ. Διαθήκης ουδέποτε συμπληρώνουν την αρχαίαν ιεράν ιστορίαν.
Ουδέποτε δηλαδή διηγούνται ή αναφέρουν ένα ιστορικόν γεγονός ή ένα όνομα της παλαιάς διαθήκης, το οποίον δεν ανέφερεν ο Μωυσής ή οι λοιποί συγγραφείς της Π. Διαθήκης.
Ας είνε θεόπνευστοι, ας δίδουν εις τα αρχαία γεγονότα αποκαλυπτικάς ερμηνείας? γεγονότα και ονόματα ακατάγραφα ουδέποτε αναφέρουν. (Άλλο θέμα αν αναφέρουν στοιχεία και όνόματα απολεσθέντων ή φθαρέντων χωρίων της Π.Διαθήκης). Και αυτό το δεύτερον θεμελιώδες γνώρισμα των ιστορικών της Βίβλου διέφυγε την προσοχήν των αποκρυπτογράφων, οι οποίοι έχουν πρωτεύουσαν πηγήν της ιστορίας των την προσωπικήν αποκάλυψιν, εφ? ώ και συλλαμβάνονται επ? αυτοφώρω ψευδόμενοι» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β’ έκδοση, ΑΠΘ – τμήμα εκδόσεων, σ. 92-95).
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.