
Η χορεύτρια πάνω στον ταύρο της Wall Street αποτέλεσε σύμβολο του σύγχρονου κινήματος των καταλήψεων με ταυτόχρονη παραπομπή στα αρχαία ταυροκαθάψια.
Καταλήψεις και αντιλήψεις
Ανταπόκριση από την ψυχορραγούσα δημόσια εκπαίδευση
Δεν είναι λίγες οι στρεβλώσεις από τις οποίες υποφέρει η ελληνική κοινωνία στην καθημερινή της πολιτεία, παρότι μας βολεύει συνήθως να εγκαλούμε άλλους «δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν». Το οδυνηρό δε του πράγματος δυσχεραίνει τη νηφάλια και σφαιρική εκτίμησή του, όσο κι αν επιθυμεί κανείς να θέσει την χείραν επί των τύπων των ήλων. Αλλά αυτό θα ήθελα να αποτολμήσω επί του παρόντος, μολονότι διακινδυνεύω να επισύρω επ’ εμού τα βέλη οικείων και αλλοτρίων.
Η κατάληψη ως μορφή κοινωνικής διαμαρτυρίας θεωρείται ότι έχει καθιερωθεί με κάποια ευρύτητα αποδοχής στη συνείδηση του λαού, κυρίως μέσα από την αναγνώριση και τον αφηρωισμό της εξέγερσης του Πολυτεχνείου το 1973, ως κορυφαίας πράξης διαμαρτυρίας ενάντια στο στυγνό καθεστώς των Απριλιανών δικτατόρων. Με αυτή τη σημαίνουσα αφετηρία και κατά τη διάρκεια της μεταπολιτευτικής περιόδου, το φοιτητικό κίνημα αξιοποίησε με αξιόλογη επιτυχία τη μέθοδο των καταλήψεων στις διάφορες διεκδικήσεις του, με προεξάρχουσα την αντίδραση στο νόμο 815 / 1978, ο οποίος προέβλεπε περιορισμούς κατά την εξέλιξη των σπουδών στην ανώτατη εκπαίδευση.
Θα πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι η κατάληψη ως μέθοδος διεκδίκησης δεν προτασσόταν από τις επίσημες κομματικές οργανώσεις νεολαίας. Γι’ αυτό σηματοδοτούσε μία έκφραση αδέσμευτου και ακηδεμόνευτου πολιτικού αγώνα, ο οποίος υποστηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό από νεολαίους ορμώμενους από τον αναρχισμό αλλά συνεπήρε σε διαδικασίες ριζοσπαστικοποίησης και μεγάλη μερίδα προοδευτικών φοιτητών που αντιδρούσαν στην άνωθεν πολιτική και ιδεολογική καθοδήγηση των κομματικά προσκείμενων φοιτητικών οργανώσεων.
Μετά την επικράτηση της φοιτητικής αντίστασης και την απόσυρση του νόμου 815/1978, η μέθοδος της κατάληψης είχε πλέον καθιερωθεί στη συνείδηση της νεολαίας ως η προσφορότερη και αποτελεσματικότερη μέθοδος διαμαρτυρίας. Ένα πρώτο κύμα καταλήψεων στα Πολυκλαδικά Λύκεια της χώρας (1986) και κυρίως το μεγάλο κύμα καταλήψεων ενάντια στην επιχειρηθείσα συντηρητική παρέμβαση του 1990-1991 (νόμος Κοντογιαννόπουλου), καθιέρωσε τη μέθοδο της κατάληψης σχολικών κτιρίων ως αποτελεσματικό τρόπο διεκδίκησης και για το μαθητικό κίνημα. Ταυτόχρονα η μαζικότητα του κινήματος αυτού ώθησε τις κομματικές νεολαίες να αντιμετωπίσουν με διαλλακτικότητα τέτοιου είδους επιλογές και ταυτόχρονα νομιμοποίησε τη συγκεκριμένη πρακτική στη συνείδηση της υπόλοιπης κοινωνίας, καθώς η παραβίαση της νομιμότητας δε συνάντησε ουσιαστική πολιτική και κοινωνική αντίδραση.[1]
Από τότε έως σήμερα οι καταλήψεις σχολικών μονάδων έχουν αναχθεί σε κανόνα της μαθητικής έκφρασης διαμαρτυρίας. Το γεγονός ότι ως πρακτική δε συναντούν παρά μεμονωμένες αντιδράσεις, ενώ το αντίτιμο που καλούνται να πληρώσουν οι μαθητές είναι η απώλεια περιπάτου, έχει καταστήσει τις καταλήψεις αναμενόμενη και σχεδόν εθιμική πράξη κάθε σχολική χρονιά, υπονομεύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το όποιο πολιτικό νόημα μπορεί να έχει η έσχατη καταφυγή στην παραβίαση της νομιμότητας ως έκφραση διαμαρτυρίας.
Η παραβίαση της νομιμότητας ωστόσο δεν είναι κάτι απλό: πλήττει συστηματικά έναν θεσμό ο οποίος προβλέπεται από το δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας και προσβάλλει όσους καλούνται να τον υπηρετήσουν ενώπιον του κοινωνικού συνόλου. Διότι οδηγεί αναπόφευκτα στην υποτίμηση της λειτουργίας του δημόσιου σχολείου, άρα και του έργου των ανθρώπων που εργάζονται γι’ αυτό. Ίσως λοιπόν η ηθική φθορά του σχολικού θεσμού και κατά συνέπεια της δημοκρατικής νομιμότητας να αποτελεί το μείζον πρόβλημα που προκαλείται από την άκριτη και συστηματική διενέργεια καταλήψεων.
Όσες αντιδράσεις υπάρχουν στο φαινόμενο αυτό εκπορεύονται είτε από πολίτες και εκπαιδευτικούς που πρόσκεινται πολιτικά στον συντηρητικό χώρο είτε από όσους αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό την ελαφρότητα με την οποία οι μαθητές ή οι φοιτητές σταματούν τη λειτουργία των εκπαιδευτικών μονάδων. Όταν ο γράφων (προσκείμενος στον αριστερό πολιτικό χώρο) έθιξε προ δύο ετών το ζήτημα σε γενική συνέλευση της τοπικής ένωσης καθηγητών, η απάντηση που πήρε από την οικεία αριστερή πτέρυγα ήταν ότι «δεν παρεμβαίνουμε στο μαθητικό κίνημα».
Ωστόσο το να μην παρεμβαίνεις μετά λόγου γνώσης είναι κατά τη γνώμη μου μέρος του προβλήματος που ζει αυτή η χώρα. Το να επιτρέπεις ελαφρά τῃ καρδίᾳ να γίνεται η παραβίαση του νόμου κανόνας και όχι ένα έσχατο μέσο διαμαρτυρίας αποκαλύπτει ένα ηθικό και πολιτικό ζήτημα πάνω στο οποίο θα πρέπει να σκεφτούμε πολύ σοβαρά, τόσο η εκπαιδευτική κοινότητα όσο και οι υπόλοιποι κοινωνικοί παράγοντες. Θα πρέπει επίσης να σκεφτούμε επιτέλους με συστηματικό και υπεύθυνο τρόπο τι θα πρέπει να προσφέρει στην κοινωνία και πώς θα πρέπει να λειτουργεί το δημοκρατικό σχολείο, ένα σχολείο το οποίο θα προετοιμάζει και μελλοντικούς πολίτες, οι οποίοι θα έχουν επίγνωση των πράξεών τους, ώστε να είναι σε θέση να αποφασίζουν υπεύθυνα.
Με τον ίδιο τρόπο λοιπόν που θα εγκαλούσα τους εκπαιδευτικούς για ολιγωρία απέναντι στο κατάντημα της δημόσιας εκπαίδευσης, θα εγκαλούσα εξίσου την Πολιτεία, για τον αναχρονιστικό, ευκαιριακό και ενίοτε ασυνάρτητο τρόπο με τον οποίο επιμένει να αντιμετωπίζει το καίριο αυτό ζήτημα, τη μόρφωση της νέας γενιάς, αν είναι πραγματι στόχος η μόρφωση και όχι κάτι άλλο.
Για να μη μακρηγορήσω άλλο, σήμερα που βρέθηκα πάλι μπροστά στην αμπαρωμένη αυλόπορτα του σχολείου με τους μαθητές να βαλλίζουν τη σφαίρα στο προαύλιο, αναλογίστηκα πάλι πικρά ότι οι καλύτεροι από αυτούς θα βρεθούν σε λίγα χρόνια στη Γερμανία ή κάπου αλλού, κι ότι αυτοί που θα μείνουν εδώ θα είναι άξιοι της κατωφερούς αυτής μοίρας, η οποία επιτρέπει ανά πάσα στιγμή την άρση της έννομης δημοκρατίας και επιβάλλει με τη συλλογική ανοχή την αυθαιρεσία.
[1] Δες και Δ. Σκλαβενίτη, «Καταλήψεις σχολείων: μια νέα μορφή κινητοποίησης.» Το Βήμα [Νέες εποχές] 16-11-2014, σελ. 2¹4-3¹5.