Τενεκεδένια δύση

Σχόλιο για την έκπτωση της δημοκρατίας και την έξαρση των εθνικιστικών και φασιστοειδών στοιχείων στην πολιτική ζωή της χώρας.

Δημοσιεύθηκε στον «Μαχητή» στις 17-10-2013.

 

Ο Τσαρλς Τσάπλιν ως «Ο μεγάλος δικτάτορας» (1940). Οποιαδήποτε σχέση με πρόσωπα ή πράγματα δε θα πρέπει να θεωρηθεί συμπτωματική.

Ο Τσαρλς Τσάπλιν ως «Ο μεγάλος δικτάτορας» (1940). Οποιαδήποτε σχέση με πρόσωπα ή πράγματα δε θα πρέπει να θεωρηθεί συμπτωματική.

 

 Τενεκεδένια δύση

 ή Οι καθ’ ημάς ρίζες της αντιδημοκρατικής ύβρεως

Ο Λάζαρος και ο Τάκης συναντιούνται καμ­μιά φο­ρά στον καφενέ ― εκ­παι­δευ­τικοί γαρ. Ο Τάκης πα­λιό στέλεχος του ΠαΣοΚ, καπάτσος άνθρωπος και με ριζωμένες θρη­σκευ­τι­κές πεποι­θή­σεις, γυμναστής στην ειδι­κό­τη­τα. Ο Λάζαρος, από την πλευ­ρά του, εκ γε­νετής προ­σκεί­με­νος στη Ν. Δη­μο­κρα­τία, άνθρωπος λαϊ­κός, με πα­γι­ωμένη α­ντί­λη­ψη για το πώς λειτουργούν τα πράγ­ματα στο ρω­μέ­ϊκο, κατ’ ε­πάγ­γελμα θεολόγος. Και οι δύο δι­ευ­θυντές σχο­λεί­ων.

Κάποια μέρα πέρυσι δια­σκέδαζαν μαζί και προ­σπα­θούσαν να δι­α­­κω­μω­δήσουν ένα επίκαιρο γε­γο­νός, επανα­λαμ­βά­νο­ντας την αρχαι­ο­φανή λέ­ξη «ε­γέρ­θητω». Η ευ­τρά­πε­λη ωστόσο αναδιήγηση του γε­γο­νό­τος στην υπόλοιπη παρέα τίποτε το διασκεδαστι­κό δεν προσέφερε. Το θλι­βε­ρό μάλιστα, στην προκείμε­νη πε­ρί­πτω­ση, δεν ήταν απλά η δι­α­πί­στωση ότι αναφαί­νονται σι­γά-σιγά και επι­βάλ­λο­νται οι απε­χθείς θι­α­σώ­τες του φασι­στο­ει­δούς αυ­ταρ­χισμού. Το πιο πι­κρό και ο­λέ­θρι­ο εί­ναι να διαπι­στώ­νεις με πόσο απα­ρά­δεκτα επι­πόλαιο και ανερμάτιστο τρόπο προσλαμβάνει ο μέ­σος Έλλη­νας τέ­τοιου είδους εξε­λί­ξεις. Πώς γί­νε­ται άραγε να συμ­βαί­νει αυ­τό;

Η εύκολη απάντηση θα ήταν να ισχυριστεί κα­νείς ότι είναι θέμα παιδείας, όπως συχνά-πυκνά προ­τεί­νου­με ως απάντηση στους μαθητές μας, όταν τίθε­νται υπό κρίση ανάλογης δυσκολίας κοι­νω­νικά ζητή­μα­τα. Τι στο καλό, όμως; Τόσος σο­σι­α­λι­σμός πέ­ρα­σε από πάνω μας, τόσες και τό­σες φουρ­νιές μαθητών στεί­λαμε στα Πανεπι­στή­μια, τό­σες επέτειοι γιορ­τά­στη­καν με συ­γκί­νηση και μέ­νος αντιφασι­στι­κό, για να καταλήξουμε εντέλει πού; Να επιβάλλο­νται οι φα­σιστοειδείς στις γειτο­νιές ως κράτος εν κρά­τει κι εμείς να γελάμε!

Ασφαλώς, θα αντιτείνει κανείς, διότι τόση εκ­παί­δευ­ση δε σημαίνει αυτομάτως και ισόποση παι­δεί­α, πα­ναπεί, διαμόρφωση της ψυχής κατά το ανθρω­πί­νως αγα­θό και ελεύθερο και σώφρον. Δηλο­νό­τι η ελ­λη­νική εκπαίδευση εξυπηρετεί κυ­ρί­ως στην παρα­γω­γή υπο­ψηφίων σπουδαστών, αστοχεί όμως ως προς την καλλιέργεια αρχών: ηθικών, πολιτικών, γνω­στι­κών. Και αυτό βέβαια από μόνο του είναι αι­σχρό να το πα­ρα­δέχεται κανείς. Μα αν έχει απο­τύ­χει σε μεγάλο βαθ­μό η εκπαίδευση, τό­τε πώς θα μπο­ρέσουμε να ξε­φύ­γου­με από αυτή τη δί­νη;

Κάποιοι εξ ευωνύμων απαντούν ότι δε θα μπο­ρέ­σου­με να ξεφύ­γουμε ποτέ από τη φασιστοειδή Σκύλ­λα, όσο μας γυροφέρνει η Χάρυβδη του μνημο­νι­α­κού ολο­κλη­ρωτισμού. Ας παραδεχτούμε ότι, πράγ­ματι, η οι­κο­νομική πίεση που ασκείται αυτή την πε­ρίοδο στον ελ­ληνικό λαό επιβάλλεται με χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ολοκληρωτικά και ότι υπονομεύει ευ­θέως τη δη­μοκρατία και την ελευθερία του, υπό τον μαν­δύ­α της δημοσιοοικονομικής εξυγίανσης. Σύμ­φωνα με την καί­ρια ανάλυση της Άννας Άρεντ (Η κα­τα­γω­γή του ολοκληρωτισμού, 1951), απα­ραί­τη­το συστα­τι­κό του «κλασικού» ολοκληρωτισμού εί­ναι η «ψυχο­λο­γία του διαρκούς πολέμου», η ο­ποί­α επιβάλλεται από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα εναντίον του ίδιου τους του λαού. Μόνο μια τέ­τοια ψυχική δι­α­μόρ­φω­ση μπορεί να στηρίξει αβία­στα τη διαρκή ανησυχία και ταυτόχρονα τη διαρκή συρρί­κνω­ση του κοινω­νι­κού οργανισμού. Σ’ αυτό το σημείο έχουμε φτάσει με την ανοχή μεγάλου μέρους της κοινωνίας και αυ­τές οι περίφημες «θυσίες», για τις οποίες επαι­νού­μα­στε, είναι κυρίως θυσίες συνανθρώπων, οι οποίοι κα­τα­δικά­ζο­νται στην απόγνωση προκειμένου να σω­θού­με εμείς οι υπό­λοιποι.

Αλλά μήπως αυτό σημαίνει ότι αιρουμένου του μνη­μο­νίου αίρεται ταυτόχρονα και η κακοδαιμονία που μας βα­σανίζει; Πολύ αμφιβάλλω γι’ αυτό, και δυ­στυ­χώς οι ενδείξεις συνηγορούν. Οι γνωστές περι­πτώ­σεις των δύ­ο «δωροφάγων», πρώην αντι­προ­έ­δρων του ΠαΣοΚ, κα­θί­στα­νται πλέον εύγλωτ­τες για το επίπεδο της αστικής δη­μο­κρα­τί­ας που λει­τούρ­γη­σε στα χρόνια της Μετα­πο­λί­τευ­σης, όταν η ευ­νοιο­κρα­τία και η κομματοκρατία, η δια­φθο­ρά και η ασυ­δο­σία ευδοκίμησαν σ’ ένα περιβάλλον ευ­ωχίας, σπα­τά­λης και ανούσιας «ποντικοτρεχάλας»[1]. Αν σ’ αυτά προ­σθέ­σουμε την κομ­ματικά κατευθυνόμενη χει­ρα­γώ­γηση κάθε πη­γαίας πολιτικής έκφρασης ― κυ­ρίως της συν­δι­κα­λι­στικής ― και τη γενικευμένη αναξιοκρατία, το αποτέλεσμα σή­με­ρα είναι αφε­νός να αισθανόμαστε ένα είδος «δη­μο­κρατικής κό­πω­σης» και αφε­τέρου να ωχριούμε μπρο­στά στον πα­ρα­παίοντα μη­χανισμό πολιτικής καθοδήγησης που στή­θηκε απέ­ναντί μας. Εντέλει, πολ­λοί απλοϊκοί συ­μπο­λίτες κα­ταλήγουν να αισθάνονται δέος ή γοη­τεία για τον κυ­νισμό, την ωμό­τη­τα και τη βι­αιότητα με την οποία αντι­με­τω­πίζουν τα πά­σης φύ­σεως προ­βλή­ματα οι τάχαμου «ρηξικέλευθοι» φασιστοειδείς.

Αυτοί ωστόσο αποτελούν το έκζεμα της πο­λι­τι­κής μας ασθένειας και όχι το φάρμακο. Την ίδια την ασθένεια, κατά τη γνώμη μου, την απο­τε­λούν κυ­ρίως όσοι διαχειρίζονται καθ’ υπόδειξη αλλά και όσοι ανέχονται τις συνθήκες του ολοκληρωτισμού. Μέ­ρος του προβλήματος επίσης συνιστά η προβλη­μα­τική λειτουργία των ελλη­νι­κών μέ­σων ενημέ­ρω­σης, τα οποία αυτόν τον καιρό επι­στρα­τεύ­ουν τις γνω­στές τους κοινοτοπίες περί «αβγών φι­διού» και ξυ­λεύουν πάνω στη σορό του Π. Φύσ­σα, στο­χεύ­ο­ντας έτσι, όχι τόσο τους φασι­στο­ει­δείς, αλ­λά τα ανεπιθύμητα ποσοστά τους. Στον αντί­πο­δα, μέ­ρος του προ­βλή­ματος παραμένει η κατ’ επίφαση δη­μο­κρα­τι­κό­τη­τα ενός συνδικαλι­σμού ο οποίος λει­­τουρ­γεί ακόμη κα­τά κομματική παραγγελία και εν ονό­μα­τι ενός αδι­ά­φορου ή αμέτοχου πολιτικού σώ­ματος. Μέ­ρος μάλιστα του προβλήματος απο­τε­λεί ακόμη και η μικρή ομά­δα μαθη­τών που μπορεί για πολλο­στή συνε­χό­με­νη μέρα να αποκλείει την είσοδο στο σχο­λείο, τούτη τη φορά με το πρόσχημα της δολοφο­νίας του Π. Φύσ­σα. Έχει κανείς την εντύπωση πως όσο πρό­στυχοι γι­νό­μα­στε εμείς, άλλο τόσο πρό­στυ­χα μπο­ρούν να γί­νουν και τα παιδιά μας.

Μήπως λοιπόν το ουσιαστικό πρόβλημα έγκει­ται σε έναν διαδεδομένο τύπο αλαζονείας και ξι­πα­σιάς, ο οποίος έχει πλήξει τις τελευταίες δεκαετίες το Πα­νελ­λή­νιο; Δεν είναι δύσκολο να διακρίνει κα­νείς τα σημάδια: εντοπίζονται κυρίως σε συμπε­ρι­φορές συλ­λήβδην περιφρόνησης και απαξίωσης των δημό­σι­ων αγαθών και θεσμών, των δημόσιων φο­ρέων και προσώπων, σε συμπεριφορές αυθαιρεσίας. Και πώς να μην ενταθεί το φαινόμενο, από τη στιγμή που το ίδιο το πολιτικό σύστημα δεν έχει παύσει ούτε στιγ­μή να εκτρέφει και να καλύπτει διακρίσεις και προ­νό­μια, όπως έκανε πάντα; Άρρητα αλλά έμπρακτα, η πε­ριφρόνηση και η απαξίωση προ­βάλ­λονται στο σύ­νο­λο της κοινωνίας από τον μη­χα­νι­σμό της εξου­σίας, υποβιβάζοντας τον απλό πολίτη σε συνεργό του εγκλήματος. Άλλωστε, «μαζί δεν τα φάγαμε»;

Αν είναι έτσι, δεν νομίζω ότι από τον κύ­κλο της φαυ­λό­τητας και της ύβρεως μπορεί κανείς να δρα­πε­τεύ­σει εύκολα, ιδίως όταν ο ίδιος συ­νε­χί­ζει να τον συντηρεί, ιδίως όταν έχει συμβάλει στη δη­μι­ουρ­γία του από πολύ νωρίς. Ως συνήθως, μπο­ρού­με εύκολα να στοχεύουμε στην κορυφή του παγό­βου­νου, προσπαθώντας να πείσουμε ότι πράτ­τουμε ευ­θαρ­σώς το καθήκον μας. Όταν το ίδιο το παγό­βου­νο όμως το αποτελούν ο Λάζαρος και ο Τάκης, κα­θώς και όλοι εμείς οι υπόλοιποι, τότε τι θα μπο­ρού­σε άραγε να γίνει; Πόσοι από εμάς, ιδίως αριστε­ρό­φρονες και επίδοξοι κυβερνή­τες, θα τολμήσουν να εντάξουν την αυτοκριτική στον δημόσιο λόγο, ανα­ζη­τώ­ντας ξανά τα θεμέλια της ελευ­θε­ρίας, της δη­μο­κρα­τίας και της παιδείας μέσα από πιο σώφρονα και συνολική σκόπευση; Αλήθεια, πόσοι από εμάς νοιά­ζο­νται και μπορούν να αντι­με­τω­πί­σουν τη σκιώ­δη πλευ­ρά του εαυτού τους;

Δυστυχώς, στο ηθικό και πολιτικό αυ­τό ερώ­τη­μα, το οποίο καθορίζει την ποιότητα του πο­λιτεύματος αλλά και το μέλλον του ελ­λη­νι­κού λα­ού, δεν υπάρ­χει ακόμη ευ­οί­ω­νη πολιτική απάντη­ση. Όσο για τους φα­σι­στο­ειδείς που βγήκαν στην επιφάνεια, εκεί θα πα­ρα­μεί­νουν, όσο ο ελληνικός λαός δεν αναλαμ­βά­νει τις ευθύνες της δημοκρατίας του με περισ­σό­τε­ρη έγνοια και επίγνωση.

 

 Χάρης Ταμπάκης

05-10-2013

Δημοσιεύθηκε στον Μαχητή στις 17-10-2013


[1] «rat’s race»: έκφραση που είχε διαδοθεί ευρύτατα στις Η.Π.Α. μετά το 1950 και που προσδιόριζε τον τρόπο ζωής που κυριαρχείται από την προσπάθεια όλων να ανεβούν την ιεραρχία και την κλίμακα της κατανά­λω­σης.

Σχετικά με Χάρης Ταμπάκης

Απόφοιτος Τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής & Ψυχολογίας Α.Π.Θ.
DEA Université de Paris-IV (Sorbonne)
Διδάκτωρ Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων


Περισσότερες πληροφορίες
Κατηγορίες: Δημοσιογραφία, Πολιτικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *