Σχόλιο για την έκπτωση της δημοκρατίας και την έξαρση των εθνικιστικών και φασιστοειδών στοιχείων στην πολιτική ζωή της χώρας.
Δημοσιεύθηκε στον «Μαχητή» στις 17-10-2013.
Τενεκεδένια δύση
ή Οι καθ’ ημάς ρίζες της αντιδημοκρατικής ύβρεως
Ο Λάζαρος και ο Τάκης συναντιούνται καμμιά φορά στον καφενέ ― εκπαιδευτικοί γαρ. Ο Τάκης παλιό στέλεχος του ΠαΣοΚ, καπάτσος άνθρωπος και με ριζωμένες θρησκευτικές πεποιθήσεις, γυμναστής στην ειδικότητα. Ο Λάζαρος, από την πλευρά του, εκ γενετής προσκείμενος στη Ν. Δημοκρατία, άνθρωπος λαϊκός, με παγιωμένη αντίληψη για το πώς λειτουργούν τα πράγματα στο ρωμέϊκο, κατ’ επάγγελμα θεολόγος. Και οι δύο διευθυντές σχολείων.
Κάποια μέρα πέρυσι διασκέδαζαν μαζί και προσπαθούσαν να διακωμωδήσουν ένα επίκαιρο γεγονός, επαναλαμβάνοντας την αρχαιοφανή λέξη «εγέρθητω». Η ευτράπελη ωστόσο αναδιήγηση του γεγονότος στην υπόλοιπη παρέα τίποτε το διασκεδαστικό δεν προσέφερε. Το θλιβερό μάλιστα, στην προκείμενη περίπτωση, δεν ήταν απλά η διαπίστωση ότι αναφαίνονται σιγά-σιγά και επιβάλλονται οι απεχθείς θιασώτες του φασιστοειδούς αυταρχισμού. Το πιο πικρό και ολέθριο είναι να διαπιστώνεις με πόσο απαράδεκτα επιπόλαιο και ανερμάτιστο τρόπο προσλαμβάνει ο μέσος Έλληνας τέτοιου είδους εξελίξεις. Πώς γίνεται άραγε να συμβαίνει αυτό;
Η εύκολη απάντηση θα ήταν να ισχυριστεί κανείς ότι είναι θέμα παιδείας, όπως συχνά-πυκνά προτείνουμε ως απάντηση στους μαθητές μας, όταν τίθενται υπό κρίση ανάλογης δυσκολίας κοινωνικά ζητήματα. Τι στο καλό, όμως; Τόσος σοσιαλισμός πέρασε από πάνω μας, τόσες και τόσες φουρνιές μαθητών στείλαμε στα Πανεπιστήμια, τόσες επέτειοι γιορτάστηκαν με συγκίνηση και μένος αντιφασιστικό, για να καταλήξουμε εντέλει πού; Να επιβάλλονται οι φασιστοειδείς στις γειτονιές ως κράτος εν κράτει κι εμείς να γελάμε!
Ασφαλώς, θα αντιτείνει κανείς, διότι τόση εκπαίδευση δε σημαίνει αυτομάτως και ισόποση παιδεία, παναπεί, διαμόρφωση της ψυχής κατά το ανθρωπίνως αγαθό και ελεύθερο και σώφρον. Δηλονότι η ελληνική εκπαίδευση εξυπηρετεί κυρίως στην παραγωγή υποψηφίων σπουδαστών, αστοχεί όμως ως προς την καλλιέργεια αρχών: ηθικών, πολιτικών, γνωστικών. Και αυτό βέβαια από μόνο του είναι αισχρό να το παραδέχεται κανείς. Μα αν έχει αποτύχει σε μεγάλο βαθμό η εκπαίδευση, τότε πώς θα μπορέσουμε να ξεφύγουμε από αυτή τη δίνη;
Κάποιοι εξ ευωνύμων απαντούν ότι δε θα μπορέσουμε να ξεφύγουμε ποτέ από τη φασιστοειδή Σκύλλα, όσο μας γυροφέρνει η Χάρυβδη του μνημονιακού ολοκληρωτισμού. Ας παραδεχτούμε ότι, πράγματι, η οικονομική πίεση που ασκείται αυτή την περίοδο στον ελληνικό λαό επιβάλλεται με χαρακτηριστικά ολοκληρωτικά και ότι υπονομεύει ευθέως τη δημοκρατία και την ελευθερία του, υπό τον μανδύα της δημοσιοοικονομικής εξυγίανσης. Σύμφωνα με την καίρια ανάλυση της Άννας Άρεντ (Η καταγωγή του ολοκληρωτισμού, 1951), απαραίτητο συστατικό του «κλασικού» ολοκληρωτισμού είναι η «ψυχολογία του διαρκούς πολέμου», η οποία επιβάλλεται από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα εναντίον του ίδιου τους του λαού. Μόνο μια τέτοια ψυχική διαμόρφωση μπορεί να στηρίξει αβίαστα τη διαρκή ανησυχία και ταυτόχρονα τη διαρκή συρρίκνωση του κοινωνικού οργανισμού. Σ’ αυτό το σημείο έχουμε φτάσει με την ανοχή μεγάλου μέρους της κοινωνίας και αυτές οι περίφημες «θυσίες», για τις οποίες επαινούμαστε, είναι κυρίως θυσίες συνανθρώπων, οι οποίοι καταδικάζονται στην απόγνωση προκειμένου να σωθούμε εμείς οι υπόλοιποι.
Αλλά μήπως αυτό σημαίνει ότι αιρουμένου του μνημονίου αίρεται ταυτόχρονα και η κακοδαιμονία που μας βασανίζει; Πολύ αμφιβάλλω γι’ αυτό, και δυστυχώς οι ενδείξεις συνηγορούν. Οι γνωστές περιπτώσεις των δύο «δωροφάγων», πρώην αντιπροέδρων του ΠαΣοΚ, καθίστανται πλέον εύγλωττες για το επίπεδο της αστικής δημοκρατίας που λειτούργησε στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, όταν η ευνοιοκρατία και η κομματοκρατία, η διαφθορά και η ασυδοσία ευδοκίμησαν σ’ ένα περιβάλλον ευωχίας, σπατάλης και ανούσιας «ποντικοτρεχάλας»[1]. Αν σ’ αυτά προσθέσουμε την κομματικά κατευθυνόμενη χειραγώγηση κάθε πηγαίας πολιτικής έκφρασης ― κυρίως της συνδικαλιστικής ― και τη γενικευμένη αναξιοκρατία, το αποτέλεσμα σήμερα είναι αφενός να αισθανόμαστε ένα είδος «δημοκρατικής κόπωσης» και αφετέρου να ωχριούμε μπροστά στον παραπαίοντα μηχανισμό πολιτικής καθοδήγησης που στήθηκε απέναντί μας. Εντέλει, πολλοί απλοϊκοί συμπολίτες καταλήγουν να αισθάνονται δέος ή γοητεία για τον κυνισμό, την ωμότητα και τη βιαιότητα με την οποία αντιμετωπίζουν τα πάσης φύσεως προβλήματα οι τάχαμου «ρηξικέλευθοι» φασιστοειδείς.
Αυτοί ωστόσο αποτελούν το έκζεμα της πολιτικής μας ασθένειας και όχι το φάρμακο. Την ίδια την ασθένεια, κατά τη γνώμη μου, την αποτελούν κυρίως όσοι διαχειρίζονται καθ’ υπόδειξη αλλά και όσοι ανέχονται τις συνθήκες του ολοκληρωτισμού. Μέρος του προβλήματος επίσης συνιστά η προβληματική λειτουργία των ελληνικών μέσων ενημέρωσης, τα οποία αυτόν τον καιρό επιστρατεύουν τις γνωστές τους κοινοτοπίες περί «αβγών φιδιού» και ξυλεύουν πάνω στη σορό του Π. Φύσσα, στοχεύοντας έτσι, όχι τόσο τους φασιστοειδείς, αλλά τα ανεπιθύμητα ποσοστά τους. Στον αντίποδα, μέρος του προβλήματος παραμένει η κατ’ επίφαση δημοκρατικότητα ενός συνδικαλισμού ο οποίος λειτουργεί ακόμη κατά κομματική παραγγελία και εν ονόματι ενός αδιάφορου ή αμέτοχου πολιτικού σώματος. Μέρος μάλιστα του προβλήματος αποτελεί ακόμη και η μικρή ομάδα μαθητών που μπορεί για πολλοστή συνεχόμενη μέρα να αποκλείει την είσοδο στο σχολείο, τούτη τη φορά με το πρόσχημα της δολοφονίας του Π. Φύσσα. Έχει κανείς την εντύπωση πως όσο πρόστυχοι γινόμαστε εμείς, άλλο τόσο πρόστυχα μπορούν να γίνουν και τα παιδιά μας.
Μήπως λοιπόν το ουσιαστικό πρόβλημα έγκειται σε έναν διαδεδομένο τύπο αλαζονείας και ξιπασιάς, ο οποίος έχει πλήξει τις τελευταίες δεκαετίες το Πανελλήνιο; Δεν είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς τα σημάδια: εντοπίζονται κυρίως σε συμπεριφορές συλλήβδην περιφρόνησης και απαξίωσης των δημόσιων αγαθών και θεσμών, των δημόσιων φορέων και προσώπων, σε συμπεριφορές αυθαιρεσίας. Και πώς να μην ενταθεί το φαινόμενο, από τη στιγμή που το ίδιο το πολιτικό σύστημα δεν έχει παύσει ούτε στιγμή να εκτρέφει και να καλύπτει διακρίσεις και προνόμια, όπως έκανε πάντα; Άρρητα αλλά έμπρακτα, η περιφρόνηση και η απαξίωση προβάλλονται στο σύνολο της κοινωνίας από τον μηχανισμό της εξουσίας, υποβιβάζοντας τον απλό πολίτη σε συνεργό του εγκλήματος. Άλλωστε, «μαζί δεν τα φάγαμε»;
Αν είναι έτσι, δεν νομίζω ότι από τον κύκλο της φαυλότητας και της ύβρεως μπορεί κανείς να δραπετεύσει εύκολα, ιδίως όταν ο ίδιος συνεχίζει να τον συντηρεί, ιδίως όταν έχει συμβάλει στη δημιουργία του από πολύ νωρίς. Ως συνήθως, μπορούμε εύκολα να στοχεύουμε στην κορυφή του παγόβουνου, προσπαθώντας να πείσουμε ότι πράττουμε ευθαρσώς το καθήκον μας. Όταν το ίδιο το παγόβουνο όμως το αποτελούν ο Λάζαρος και ο Τάκης, καθώς και όλοι εμείς οι υπόλοιποι, τότε τι θα μπορούσε άραγε να γίνει; Πόσοι από εμάς, ιδίως αριστερόφρονες και επίδοξοι κυβερνήτες, θα τολμήσουν να εντάξουν την αυτοκριτική στον δημόσιο λόγο, αναζητώντας ξανά τα θεμέλια της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της παιδείας μέσα από πιο σώφρονα και συνολική σκόπευση; Αλήθεια, πόσοι από εμάς νοιάζονται και μπορούν να αντιμετωπίσουν τη σκιώδη πλευρά του εαυτού τους;
Δυστυχώς, στο ηθικό και πολιτικό αυτό ερώτημα, το οποίο καθορίζει την ποιότητα του πολιτεύματος αλλά και το μέλλον του ελληνικού λαού, δεν υπάρχει ακόμη ευοίωνη πολιτική απάντηση. Όσο για τους φασιστοειδείς που βγήκαν στην επιφάνεια, εκεί θα παραμείνουν, όσο ο ελληνικός λαός δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες της δημοκρατίας του με περισσότερη έγνοια και επίγνωση.
Χάρης Ταμπάκης
05-10-2013
Δημοσιεύθηκε στον Μαχητή στις 17-10-2013
[1] «rat’s race»: έκφραση που είχε διαδοθεί ευρύτατα στις Η.Π.Α. μετά το 1950 και που προσδιόριζε τον τρόπο ζωής που κυριαρχείται από την προσπάθεια όλων να ανεβούν την ιεραρχία και την κλίμακα της κατανάλωσης.