Άλκη Ζέη, Το καπλάνι της βιτρίνας, εκδόσεις Μεταίχμιο
Ανάγνωση σε δέκα επεισόδια από την Όλια Λαζαρίδου, Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΚΠΙΣΝ)
Το καπλάνι της βιτρίνας είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Άλκης Ζέη. Είναι γραμμένο το 1963 στη Μόσχα και εμπνευσμένο από τα παιδικά της χρόνια στη Σάμο. Θεωρείται πλέον ένα κλασικό έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας για παιδιά, πολυβραβευμένο και μεταφρασμένο σε 23 γλώσσες. Στο καπλάνι της βιτρίνας η Ζέη αφηγείται την ιστορία δύο μικρών αδερφών, της Μέλιας και της Μυρτώς, που ζουν σ’ ένα νησί του Αιγαίου την ταραγμένη περίοδο του 1936.
περίληψη
Είναι Ιανουάριος του 1936. Η Μέλια και η Μυρτώ, δύο αδερφές εφτά και εννιά χρονών, ζουν με τους γονείς, τη θεία και τον παππού τους σε ένα μικρό νησί του Αιγαίου. Ένα βαλσαμωμένο αγρίμι, το περίφημο καπλάνι, στολίζει τη βιτρίνα της μεγάλης σάλας του σπιτιού και εξάπτει τη φαντασία τους, αλλά μονάχα ο Νίκος, ο αγαπημένος τους ξάδερφος, μπορεί να πλάθει ιστορίες για αυτό τα καλοκαίρια που περνάει μαζί τους στην εξοχή.
Κατά τα άλλα τα κορίτσια το χειμώνα περνούν το χρόνο τους διαβάζοντας, ονειροπολώντας και ακούγοντας αρχαίους μύθους που διηγείται ο παππούς και κατ’ οίκον δάσκαλός τους, που στο νησί θεωρείται σοφός. Κάθε Πέμπτη η σάλα, κλειδωμένη κατά τα άλλα, ανοίγει για να δεξιωθεί η θεία το δεσπότη, το νομάρχη, τον Ολλανδό πρόξενο με το περίεργο όνομα και άλλους εκλεκτούς καλεσμένους. Ο παππούς αποσύρεται στο γραφείο του, οι καλεσμένοι κουβεντιάζουν για την πολιτική, τα κορίτσια περιεργάζονται από κοντά το μυθικό καπλάνι της βιτρίνας που το ένα του μάτι είναι γαλάζιο και το άλλο μαύρο και καταλήγουν στο τέλος της βραδιάς να διαφωνούν στο υπνοδωμάτιό τους λίγο πριν κοιμηθούν.
περίληψη
Πλησιάζει το καλοκαίρι και τα κορίτσια μαθαίνουν ότι του χρόνου δεν θα διδάσκονται πια από τον παππού κατ’ οίκον, αλλά θα γραφτούν σε σχολείο. Ο διευθυντής της τράπεζας που δουλεύει ο μπαμπάς τούς εξασφάλισε έκπτωση στο ιδιωτικό σχολείο του νησιού. Πρώτα όμως θα περάσουν το καλοκαίρι στην εξοχή με τον παππού και τη θεία Δέσποινα, στο πανέμορφο Λαμαγάρι όπου τους περιμένει η καλοκαιρινή τους παρέα. Οι γονείς θα μείνουν στη χώρα και θα τους επισκέπτονται τα Σαββατοκύριακα. Όσο τα κορίτσια τριγυρνούν ξυπόλητα, μαυρίζουν στον ήλιο και γίνονται ένα με τα παιδιά του χωριού, οι μεγάλοι είναι ανήσυχοι και βλέπουν τα πράγματα να γίνονται όλο και πιο «σκούρα».
περίληψη
Σαββατοκύριακο στο Λαμαγάρι μαζί με το μπαμπά και τη μαμά -το μπαμπά με τους κανόνες του, τη μαμά που ξεχνιέται με τα κορίτσια κι αρχίζει να τους λέει ιστορίες: για τη Σμύρνη, για το πώς κατάφερε η Σταματίνα, η υπηρέτρια του σπιτιού, να φτάσει από τη Σμύρνη στο νησί τους έχοντας χάσει στη διαδρομή τις δυο της κόρες. Περιμένοντας το Νίκο, το μεγάλο τους ξάδερφο, να φτάσει με τη βάρκα από στιγμή σε στιγμή, η Μέλια φαντάζεται ότι είναι συγγραφέας και γράφει για κάθε ένα από τα παιδιά της παρέας τους τη «λυπητερή», μα αληθινή του ιστορία. Επιτέλους, ο Νίκος φτάνει, αλλά είναι συννεφιασμένος – είναι «σκούρα τα πράγματα», λέει κι αυτός όπως όλοι οι μεγάλοι.
Καλή ακρόαση!