Ανάμεσα Σύρο και Τζια μικρή φυτρώνει νεραντζιά
όμορφή μου κοπελιά που ‘χει τις ρίζες στο βυθό
και τα κλαδιά στον ουρανό, το κορίτσι π’ αγαπώ. Συνέχεια
Ανάμεσα Σύρο και Τζια μικρή φυτρώνει νεραντζιά
όμορφή μου κοπελιά που ‘χει τις ρίζες στο βυθό
και τα κλαδιά στον ουρανό, το κορίτσι π’ αγαπώ. Συνέχεια
Γεια σου χαρά σου Βενετιά
πήρα τους δρόμους του νοτιά
κι απ’ το κατάρτι το ψηλό
τον άνεμο παρακαλώ.
Φύσα αεράκι φύσα με
μη χαμηλώνεις ίσαμε
να δω γαλάζια εκκλησιά
Τσιρίγο και Μονεμβασιά. Συνέχεια
Με τη φουρτούνα
και το Σιρόκο
ήρθε μια σκούνα
απ’ το Μαρόκο.
Με τον αγέρα
και με τ’ αγιάζι
πάει μια μπρατσέρα
για την Βεγγάζη. Συνέχεια
Πιάνω την άνοιξη με προσοχή και την ανοίγω:
Με χτυπάει μια ζέστη αραχνοΰφαντη
ένα μπλε που μυρίζει ανάσα πεταλούδας
οι αστερισμοί της μαργαρίτας όλοι αλλά
και μαζί πολλά σερνόμενα ή πετούμενα
ζουζούνια, φίδια, σαύρες, κάμπιες και άλλα
τέρατα παρδαλά με κεραίες συρμάτινες
λέπια χρυσά λαμέ και πούλιες κόκκινες
Θα ‘λεγες, έτοιμα όλα τους να παν’
στο χορό των μεταμφιεσμένων του Άδη.
Από τη συλλογή «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απρίλη» (Εκδόσεις Ίκαρος)
Το Μαγισσάκι
Από τους χρόνους τους παλιούς, το ‘χω βαθύ μεράκι
να βγω στις πέρα θάλασσες, να βρω το Μαγισσάκι.
Τ’ άπιαστο σαν αερικό, στην εμορφιά του Μάη
που αν κάνεις να τον μυριστείς, αλλοίμονο σου -εκάης
Έβγα έβγα Μαγισσάκι, χτύπα χτύπα το ραβδάκι
Ντο και ρε και μι και φα, μες στα ροζ τα σύννεφα
Τι ζουμπούλια και τι κρίνα, τι κι ετούτα τι κι εκείνα.
Ντο και ρε και φα και μι, φούχτα μου και δύναμη. Συνέχεια