Παρέα με τους Καλικάντζαρους

Kalikantzaroi

Οι ιστορίες των καλικάντζαρων προέρχονται από πολύ παλιά, από αρχαίες ελληνικές δοξασίες, που με διάφορες παραλλαγές ανάλογα με την περιοχή, σώζονται ως λαϊκοί μύθοι μέχρι τις μέρες μας. Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, κατά το δωδεκαήμερο μεταξύ των Χριστουγέννων και των Φώτων, τις μέρες που τα νερά είναι «αβάφτιστα», οι καλικάντζαροι βγαίνουν από τη γη για να πειράξουν τους ανθρώπους και να τους ανακατέψουν τα σπίτια, διότι τους αρέσουν τα παιχνίδια και οι αταξίες.

Οι καλικάντζαροι είναι παράξενα όντα, κοντά, μαυριδερά, τριχωτά και κακομούτσουνα. Έχουν μυτερά αφτιά, μεγάλα δόντια και μακριά χέρια και ουρά. Τα πόδια τους είναι άσχημα και στραβά, με νύχια γαμψά και βρόμικα. Αν και αποκρουστικοί στην όψη, οι καλικάντζαροι δεν είναι κακοί. Δεν επιθυμούν να βλάψουν τους ανθρώπους, αλλά να τους πειράξουν. Είναι πολύ σκανταλιάρηδες και τους αρέσει να κλέβουν τις λιχουδιές και να αναστατώνουν τα σπίτια των ανθρώπων. Είναι όμως και εύπιστοι και είναι εύκολο να τους κοροϊδέψεις.

Όλο το χρόνο, οι καλικάντζαροι ζουν στα έγκατα της γης και με ένα μεγάλο πριόνι προσπαθούν να κόψουν το δέντρο που κρατάει τη γη (παραλλαγή του μύθου του Άτλαντα). Το δέντρο όμως είναι πολύ μεγάλο και ο κορμός του πολύ χοντρός και χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια και πολύς χρόνος για να το πριονίσουν. Την παραμονή των Χριστουγέννων, όταν σχεδόν τα έχουν καταφέρει, βγαίνουν στην επιφάνεια της γης, επειδή φοβούνται μήπως η ετοιμόρροπη γη τους πλακώσει (στην Μακεδονία: για να γιορτάσουν πρόσκαιρα τη νίκη τους).

Οι καλικάντζαροι είναι χιλιάδες και ξετρυπώνουν στην επιφάνεια της γης από παντού, από κάθε τρύπα. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, μένουν κρυμμένοι σε σπηλιές, πηγάδια, μύλους και γεφύρια, επειδή φοβούνται το φως. Βγαίνουν από τις κρυψώνες τους μόνο αφού βραδιάσει και πάλι εξαφανίζονται το ξημέρωμα, μόλις ο κόκορας λαλήσει τρεις φορές.

Οι καλικάντζαροι είναι μικροί και πολύ ευκίνητοι και μπορούν να πηδούν από στέγη σε στέγη. Τις νύχτες, όταν όλοι κοιμούνται, τρυπώνουν στα σπίτια των ανθρώπων από όπου μπορούν: από πόρτες και παράθυρα που έχουν ξεχαστεί ανοιχτά, από τις κλειδαρότρυπες και, βέβαια, από τις καμινάδες! Και τότε, αρχίζουν να χορεύουν το δικό τους τρελό χορό, να πηδούν από μέρος σε μέρος, και να αναστατώνουν τα σπίτια. Μπαίνουν στις κουζίνες και λερώνουν (μαγαρίζουν) ότι είναι ασυγύριστο. Τους αρέσει να πλατσουρίζουν μέσα στα δοχεία που έχουν οι νοικοκυρές το λάδι, να σκορπούν το αλεύρι, να πηδούν μέσα στα τηγάνια και στα τσουκάλια, να τρώνε τις γιορτινές λιχουδιές που βρίσκουν και να λερώνουν τα πάντα με τα βρώμικα νύχια τους.

Οι νοικοκυραίοι για να κρατάνε αυτά τα σκανταλιάρικα πλάσματα μακριά από τα σπίτια τους, κλείνουν καλά τις πόρτες και τα παράθυρα και αφήνουν αναμμένο το τζάκι όλη νύχτα, για να καίει η φωτιά και να μην μπορούν να μπουν από τις καμινάδες. Άλλοι πάλι, αφήνουν λιχουδιές, τηγανίτες, γλυκίσματα και φρούτα, πάνω στις στέγες των σπιτιών τους ή έξω από τις πόρτες τους για να τα βρουν οι καλικάντζαροι, να τα φάνε και μετά από το πολύ φαΐ να μην χωρούν να μπουν από την καμινάδα.

Αυτό επαναλαμβάνεται κάθε βράδυ για δώδεκα μέρες από την ημέρα των Χριστουγέννων μέχρι τη γιορτή των Φώτων. Την ημέρα των Φώτων, που ο παπάς αγιάζει τα νερά, οι καλικάντζαροι φεύγουν τρέχοντας και γυρίζουν πάλι στα βάθη της γης, τραγουδώντας:

«Φεύγετε να φεύγωμε
τι έρχεται ο τρελόπαππας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του.
Μας άγιασε μας έβρεξε
Και μας, μας εκατέκαψε» (ή «και θα μας μαγαρίσει»)

Όταν γυρίζουν όμως, βρίσκουν το δέντρο ολόκληρο και πάλι, να στηρίζει γερά τη Γη, και έτσι ξαναρχίζουν το πριόνισμα.

Κάνε κλικ εδώ, για να ακούσεις Καλικαντζαρολογίες από τις Σουσουράδες ! Και μην ξεχάσεις να ακούσεις την Αγέλαστη Πολιτεία και τους Καλικάντζαρους.