Γιάννης Ρίτσος, Τα τραγούδια του Φωτούλη


279

“Ο ποιητής αναπαύεται” πίνακας του Μ. Σαγκάλ

Ι

Χορτάρι, χορταράκι, με το σύννεφο και το σπουργίτι.

Το μεσημέρι οι τρυγητές κοιμήθηκαν στον ίσκιο της Αγια-Μαρίνας.

Έμειναν μόνα τα σταφύλια, τα καλάθια, το ποτάμι.

Ένα τζιτζίκι κουβεντιάζει με το μοσκαράκι.

Εγώ είμαι ένα μικρό παιδί και τα χρυσά κουμπιά μου κουδουνίζουν

κι αν είχα δυο γαλάζια πέδιλα θα παντρευόμουνα τη λεύκα

κι αν είχα ένα άσπρο γαϊδουράκι — αχού, ποιος θα με κράταγε;

ούτε το φίδι ούτε η χελώνα ούτε του κάβουρα η δαγκάνα

ούτε η παμπόνηρη σκιά της γάτας, νύχτα με φεγγάρι,

ούτε κι ο διπλοπράσινος φακός της μπρος στον αχερώνα.

 

ΙΙ

Σύννεφο τριαντάφυλλο, σύννεφο αμαξόπουλο.

Οι φραγκοσυκιές με κατατρύπησαν.

Κάθουμαι και τρώω χρυσά φραγκόσυκα.

Το κοτσύφι μ’ είδε και με ζήλεψε.

Του ‘δωσα φραγκόσυκα. τα φτερά του μου ‘δωσε.

Τώρα κείνο κάθεται και μασάει στην πέτρα μου.

κι εγώ από δω πάνου, από το σύννεφο

σας πετώ φλουριά κι αμυγδαλόψυχες.

 

ΙΙΙ

Χτες μου χάρισαν οι χωριανοί μια κότα.

Σήμερα μου γέννησε ένα αυγό.

Τ’ άσπρο και το κίτρινο θε να το φάω

και το τσόφλι τρούλο θα το βάλω

σε μιαν εκκλησούλα ασβεστωμένη.