ΛΟΓΙΕΣ ΦΡΑΣΕΙΣ (ΑΡΧΑΙΕΣ, ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ, ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ)

ἀβρόχοις ποσίν : με στεγνά πόδια, χωρίς κόπο (μεταφορικά)

ἂβυσσος ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου : ανεξερεύνητη η ψυχή του ανθρώπου

ἂγνωστοι αἱ βουλαί τοῦ Ὑψίστου : άγνωστες οι σκέψεις του Θεού

ἂγομαι καί φέρομαι : καθοδηγούμαι, παρασύρομαι

ἀγρόν ἠγόρασε : αδιαφόρησε, δεν ενδιαφέρθηκε

(ἐν) ἀδαμιαίᾳ περιβολῇ : ολόγυμνος

ἀδήριτος ἀνάγκη : επιτακτική, άμεση ανάγκη

αἰδώς Ἀργεῖοι : ντροπή, κύριοι ! χρειάζεται και λίγο φιλότιμο !

αἰέν ἀριστεύειν : πάντοτε να είσαι πρώτος

αἰχμή δόρατος : το δυνατότερο σημείο, το ισχυρότερο ατού

ἂκουσον, ἂκουσον : τι θράσος, τι αναίδεια !

ἂκρον ἂωτον : αποκορύφωμα

ἀλήστου μνήμης : αλησμόνητος, αξέχαστος (ειρωνικά συνήθως)

ἂλλοθι : αλλού – δικαιολογία, ελαφρυντικό (μτφ)

ἅμα τῇ ἐμφανίσει (γενέσει κ.α.) : με την εμφάνιση ….

ἀμαχητί : χωρίς μάχη, χωρίς αντίσταση

ἅμ’ ἒπος ἅμ’ ἒργον : μόλις το είπε και το έκανε

ἀμισθί : χωρίς μισθό

ἂμοιρος εὐθυνῶν : χωρίς ευθύνη

ἀνάγκᾳ καί θεοί πείθονται : στην ανάγκη υποκύπτουν ακόμη και θεοί

ἀνακρούω πρύμναν : οπισθοχωρώ

ἀνάστα ὁ Κύριος : χαμός, φασαρία (μτφ)

ἀναφανδόν : φανερά

ἀνεπιστρεπτί : χωρίς επιστροφή

ἂνευ χαρτοφυλακίου : υπουργός χωρίς υπουργείο

ἀνήκεστος βλάβη : αθεράπευτη βλάβη

ἂνθρακες ὁ θησαυρός : ο θησαυρός αποδείχτηκε ασήμαντος

ἀντίπαλον δέος : αντίπαλος ίσης αξίας που εξασφαλίζει την ισορροπία

ἀντί πινακίου φακῆς : για ένα ασήμαντο ποσό

ἂνω ποταμῶν : εξωφρενικός, παράλογος

ἀνωτέρα βία : εξωτερικός εξαναγκασμός

ἂπαγε τῆς βλασφημίας : μη το πεις αυτό (γιατί θα είναι βλασφημία)

ἀπ’ ἂκρου εἰς ἂκρον : παντού

ἅπαξ διά παντός : μια για πάντα

ἀπείρου κάλλους : απαράδεκτα πράγματα

ἀπ’ ἐναντίας : αντίθετα

ἀπεταξάμην τόν Σατανᾶν : για πρόσωπο ή συνήθεια που εγκαταλείψαμε ή απαρνηθήκαμε (από το μυστήριο της βάφτισης)

ἀπευκταῖον : δυσάρεστο, συμφορά

ἀπέχω παρασάγγας : απέχω πάρα πολύ

ἀπνευστί : χωρίς αναπνοή, μονορούφι

ἀπό ἀμνημονεύτων χρόνων : από τα αρχαιότατα χρόνια

ἀποδημῶ εἰς Κύριον : πεθαίνω

ἀποδιοπομπαῖος τράγος : εξιλαστήριο θύμα, αυτός που φορτώνεται τις ευθύνες των άλλων

ἀποκηρύσσω μετά βδελυγμίας : αποδοκιμάζω κάτι με αηδία

ἀποκύημα φαντασίας : δημιούργημα φαντασίας, ψέμα

ἀπολωλός πρόβατον : παραστρατημένος, αυτός που βγήκε από το δρόμο του Θεού

ἀπό μηχανῆς θεός : άνθρωπος που δίνει λύση στο αδιέξοδο

ἀπονενοημένον διάβημα : πράξη απόγνωσης

ἀπορία ψάλτου βήξ : λέγεται γι’ αυτούς που προβάλλουν εύκολα αβάσιμες δικαιολογίες, όταν βρεθούν σε δυσχερή θέση

ἀπορῶ καί ἐξίσταμαι : τα’ χω εντελώς χαμένα

ἀποφράς ἡμέρα : καταραμένη μέρα

ἂρατε πύλας : ανοίξτε τις πόρτες

ἀργία ἐστί μήτηρ κακίας : η έλλειψη εργασίας γεννά κακές πράξεις

ἂρδην : τελείως, συθέμελα

ἆρον  ἆρον : με το έτσι θέλω (μεταφορικά)

ἂρτος καί θεάματα : μεγαλειώδη θεάματα για εντυπωσιασμό του λαού

ἀρχῆς γενομένης : αρχίζοντας από

ἀσθενής καί ὁδοιπόρος ἁμαρτίαν οὐκ ἒχει : για όσους παραβιάζουν τη νηστεία λόγω αρρώστειας ή ταξιδιού

ἀσκαρδαμυκτί : χωρίς ανοιγοκλείσιμο των ματιών

ἀσκός τοῦ Αἰόλου : αφήνω να ξεχυθούν μύρια κακά

ἂς ὂψεται (ὁ, ἡ κ.λ.π.) : φταίει ο, η …

ἀσυζητητί : χωρίς συζήτηση

ἂσωτος υἱός : σπάταλος, διεφθαρμένος άνθρωπος

ἀτιμωρητί : χωρίς τιμωρία

αὐθημερόν : την ίδια μέρα

αὐθωρεί καί παραχρῆμα : αμέσως, στη στιγμή

αὐτός ἒφα : αυτός το είπε (κάποιος με κύρος, άρα δεν κάνει λάθος)

ἂφεσις ἁμαρτιῶν : συγχώρεση

ἀφ΄ ἑνός μέν … ἀφ’ ἑτέρου δέ : από τη μια … από την άλλη

ἀφ’ ὑψηλοῦ : από ψηλά, με περιφρόνηση

ἀχίλλειος πτέρνα : αδύνατο σημείο

ἅψε σβῆσε : πολύ γρήγορα

βαδίζω τήν πεπατημένην : ακολουθώ την παραδοσιακή πορεία

βαίνω κατ΄ εὐχήν : προχωρώ ευνοϊκά

βασιλικώτερος τοῦ βασιλέως : πιο βασιλικός από τον ίδιο το βασιλιά, πολύ φανατικός

βίος ἀβίωτος : ζωή ανυπόφορη

βίος καί πολιτεία : άνθρωπος με ζωή γεμάτη περιπέτειες, ανήθικος άνθρωπος

γαῖα πυρί μειχθήτω : ας καταστραφούν όλα

γελᾷ ὁ μωρός κἂν τι μή γελοῖον ᾖ : ο ανόητος γελά, ακόμα κι αν δεν υπάρχει τίποτα αστείο

γενεαί δεκατέσσαρες (τον πέρασε) : του έβρισε όλο του το σόι

γῆ καί ὕδωρ (δίδω) : παραδίδομαι άνευ όρων

γηραιά Ἀλβιών : λέγεται για την παμπόνηρη Βρετανία

γηράσκω ἀεί πολλά διδασκόμενος : όσο γερνώ τόσο μαθαίνω

γῆς Μαδιάμ : άνω κάτω, πλήρης καταστροφή

γῆ τῆς ἐπαγγελίας : επίγειος παράδεισος, εκπλήρωση προσδοκιών

γλῶσσα λανθάνουσα (τ΄ ἀληθῆ λέγει) : λέγεται όταν από απροσεξία λέμε κάτι που θέλουμε να αποκρύψουμε

γνῶθι σαυτόν : γνώρισε τον εαυτό σου

γόρδιος δεσμός : πρόβλημα δύσκολο να λυθεί

γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι ὑποκριταί : υποκριτές, διπρόσωποι άνθρωποι

δαίμων τοῦ τυπογραφείου : ο «υπεύθυνος» για τα τυπογραφικά λάθη

δαμόκλειος σπάθη : κίνδυνος που διαρκώς μας απειλεί

δεῦρο ἒξω : βγες έξω (το είπε ο Χριστό στο νεκρό Λάζαρο)

δημοσίᾳ δαπάνῃ : με έξοδα του κράτους

διά βίου : σε όλη τη ζωή

διά βοῆς : με βοή, με φωνές

διά βραχέων : με λίγα λόγια

διαίρει καί βασίλευε : να προκαλείς διχόνοια για να μπορείς να εξουσιάζεις

διά γυμνοῦ ὀφθαλμοῦ : με γυμνό μάτι, χωρίς μικροσκόπιο

διάγω βίον : περνώ ζωή

διά ζώσης : προφορικά

διά πυρός καί σιδήρου : με κάθε μέσο ακόμα και βίαια

διά ροπάλου : με βίαιο τρόπο

διαρρηγνύω τά ἱμάτια : διαμαρτύρομαι εντονότατα

διαρρήδην : κατηγορηματικά

διά τῆς πλαγίας ὁδοῦ : μέσω της διπλωματίας

διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων : για κάθε ενδεχόμενο

διά χειρός : με το χέρι

διέλαθε τῆς προσοχῆς : ξέφυγε από την προσοχή

δίκαιον τῆς πυγμῆς : το δίκαιο του ισχυρότερου

δίκην + γενική : σαν, όπως ακριβώς

διυλίζοντες τόν κώνωπα, τήν δέ κάμηλον καταπίνοντες : για ανθρώπους υποκριτές που γκρινιάζουν για ασήμαντα πράγματα και ανέχονται άλλα πολύ σοβαρότερα

δοθείσης εὐκαιρίας : αν δοθεί ευκαιρία

δοῦναι καί λαβεῖν : δοσοληψίες, πάρε – δώσε

δούρειος ἵππος  : μέσο εξαπάτησης (μεταφορικά)

δρακόντεια μέτρα : πολύ σκληρά μέτρα

δράττομαι τῆς εὐκαιρίας : αρπάζω την ευκαιρία

δρυός πεσούσης πᾶς ἀνήρ ξυλεύεται : όταν κανείς δυστυχήσει, όλοι κοιτάζουν να επωφεληθούν από τη δυστυχία του

δῶρον ἂδωρον : άχρηστο, ανώφελο

ἒγινε πῦρ καί μανία : θύμωσε πάρα πολύ

ἐδέησε : έγινε δυνατό

εἲθισται : είναι συνηθισμένο

εἶπα καί ἐλάλησα, ἁμαρτίαν οὐκ ἒχω : ξεκαθάρισα από πριν τη θέση μου, τώρα δεν έχω καμία ευθύνη για ό,τι έγινε ή θα γίνει

εἰρήσθω ἐν παρόδῳ : ας πούμε με την ευκαιρία αυτή

εἰς (ἐς) αὒριον τά σπουδαῖα : ας αφήσουμε για αύριο τα πιο σημαντικά ζητήματα

εἰς ἐπήκοον : φανερά, μπροστά σε όλους

εἰς κόρακας : στο διάβολο (μεταφορικά)

εἰς μάτην : μάταια

εἰς τά ἐξ ὧν συνετέθη : από τα οποία έχει φτιαχθεί ( για κάτι που διαλύεται)

εἰς τάς ἀγκάλας τοῦ Μορφέως : σε βαθύτατο ύπνο

εἰς τάς ἑλληνικάς καλένδας : για κάτι που αναβάλλεται ή δε θα γίνει ποτέ

εἰς τό διηνεκές : για πάντα

εἰς τόν λάκκον τῶν λεόντων : πολύ δύσκολη και επικίνδυνη κατάσταση

εἰς τόπον χλοερόν : σε μέρος δροσερό (από τη νεκρώσιμη ακολουθία)

εἰς τό πῦρ τό ἐξώτερον : στην κόλαση

εἰς ὦτα μή ἀκουόντων : για ανθρώπους που δεν ακούνε

ἑκατέρωθεν : και από τις δύο πλευρές

ἐκ βάθρων : από τα θεμέλια, από τις ρίζες

ἐκ γενετῆς : από τη στιγμή της γέννησης

ἐκ νέου : πάλι, ξανά

ἐκπάγλου καλλονῆς : εξαιρετικής ωραιότητας

ἐκ παραδρομῆς : από απροσεξία

ἐκ περιτροπῆς : ο ένας μετά τον άλλο, διαδοχικά

ἐκ προοιμίου : εξαρχής

ἐκτοξεύω μύδρους : επιτίθεμαι με σφοδρές κατηγορίες

ἐκ τοῦ μή ὂντος : από το τίποτε

ἐκ τοῦ πονηροῦ : με κακή πρόθεση

ἐκ τῶν ἐνόντων : με ό,τι υπάρχει, όπως όπως

ἐκ τῶν προτέρων : από πρωτύτερα (a priori)

ἐκ τῶν ὑστέρων : έπειτα (a posteriori)

ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἂνευ : απαραίτητος, αναντικατάστατος

ἑκών ἂκων : θέλοντας και μη

ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ : επιπόλαια, αστόχαστα

ἐλέῳ (τοῦ, τῆς …) : με την παρέμβαση, με τη βοήθεια …

ἕνα ἀλλά λέοντα : για κάποιον που, αν και μόνος σε μια δύσκολη κατάσταση, τα καταφέρνει μια χαρά

ἐναρκτήριον λάκτισμα : σύνθημα έναρξης, έναρξη

ἐν βρασμῷ ψυχῆς : σε στιγμή ψυχικής σύγχυσης και ταραχής

ἐν διαστάσει : λέγεται για ανδρόγυνα που ετοιμάζονται να χωρίσουν

ἒνδον σκάπτε : εξέταζε βαθιά τον εαυτό σου

ἐν δυνάμει – ἐν ἐνεργείᾳ : για κάτι ή κάποιον που δεν είναι τώρα αλλά μπορεί να γίνει στο μέλλον – για κάτι ή κάποιον που είναι ήδη

ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ : σε κατάλληλο χρόνο

ἐνθάδε κεῖται : εδώ είναι θαμμένος

ἒνθεν καί ἒνθεν : και από τη μια και από την άλλη πλευρά

ἐν καιρῷ : κάποτε

ἐν κατακλεῖδι : τελειώνοντας, στο τέλος

ἐν ὀνόματι : στο όνομα

ἑνός κακοῦ μύρια ἕπονται : το ένα κακό ακολουθούν πολλά άλλα

ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ : ακαριαία, ξαφνικά

ἐν τάχει : γρήγορα, βιαστικά

ἐν τέλει : τελικά

ἐν τῇ ρύμῃ τοῦ λόγου : στη ροή της κουβέντας

ἐν χορῷ : όλοι μαζί, ταυτόχρονα

ἐνώπιος ἐνωπίῳ : πρόσωπο με πρόσωπο, τετ α τετ

ἐξ ἀγχιστείας : συγγένεια από γάμο (αντίθετο : ἐξ αίματος)

ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων : από μικρό παιδί

ἐξ ἅπαντος : οπωσδήποτε

ἐξαπίνης : ξαφνικά, απροσδόκητα

ἐξάψαλμος (ψάλλω τον …) : του έκανε πολλές παρατηρήσεις

ἐξ ἡμισείας : μισά μισά

ἐξ ἰδίων τά ἀλλότρια : όταν κρίνει κανείς ξένες υποθέσεις με βάση τις δικές του

ἐξ οἰκείων τά βέλη : επιθέσεις που προέρχονται από φιλικά πρόσωπα

ἐξ ὂνυχος τόν λέοντα : όταν μπορούμε να καταλάβουμε το χαρακτήρα ενός ανθρώπου από μια μικρή ένδειξη

ἐξώλης καί προώλης : ανήθικος, διεστραμμένος

ἐπ’ αὐτοφόρῳ : τη στιγμή της κλοπής ή της παρανομίας

ἒπεα πτερόεντα : λόγια του αέρα

ἐπέκεινα : πέρα από, μακρύτερα

ἕπεται συνέχεια : συνεχίζεται

ἐπέχει θέσιν : αντικαθιστά

ἐπί κεφαλῆς : αρχηγός

ἐπί ξύλου κρεμάμενος : αδέκαρος, σε άθλια κατάσταση

ἐπί ξυροῦ ἀκμῆς : στην κόψη του ξυραφιού, σε κρισιμότατο σημείο

ἐπιούσιος : το καθημερινό ψωμί

ἐπί παντός ἐπιστητοῦ : για κάθε ζήτημα

ἐπί τάπητος : υπό συζήτηση (μεταφορικά)

ἐπί τόν τύπον τῶν ἥλων : για ανθρώπους δύσπιστους που θέλουν απτές αποδείξεις για να πειστούν για κάτι

ἐπ’ οὐδενί : με κανένα λόγο, με τίποτε

ἒργα καί ἡμέραι : πράξεις, κατορθώματα, ανήθικα πράγματα

ἐρήμην : χωρίς να είναι παρών

ἐσχάτη τῶν ποινῶν : θανατική ποινή

ἕτερον ἥμισυ : ο σύζυγος ή η σύζυγος

εὐαγές ἵδρυμα : φιλανθρωπικό ίδρυμα

εὐήκοον οὖς (τείνω) : ακούω με ευνοϊκή διάθεση

εὕρηκα, εὕρηκα : το βρήκα, το βρήκα

εὐσεβεῖς πόθοι : μάταιες ελπίδες

ἒχουσι γνῶσιν οἱ φύλακες : έχουν παρθεί όλα τα απαραίτητα μέτρα

ἒχω περί πολλοῦ : τρέφω ιδιαίτερη εκτίμηση

ζῶντες καί τεθνεῶτες : ζωντανοί και πεθαμένοι

ἢγγικεν ἡ ὥρα : έφτασε η ώρα

ἡ ἒξωθεν καλή μαρτυρία : η επιδοκιμασία και καλή γνώμη του κόσμου

ἡ ἰσχύς ἐν τῇ ἐνώσει : η δύναμη στην ενότητα

ἡ κατιοῦσα : ο κατήφορος

ἥκιστα : ελάχιστα

ἡλίου φαεινότερον : ολοφάνερο

ἥμαρτον : συγγνώμη

ἥξεις ἀφήξεις : λέγεται για κάτι διφορούμενο ή ασαφές

Ἡσαῒου τό ἀνάγνωσμα : μεγάλη ιστορία που δε μας ενδιαφέρει

ἥσσονος σημασίας : μικρότερης σημασίας

Θεοῦ θέλοντος : αν θέλει ο Θεός

θεράπων ἰατρός : ο γιατρός που μας παρακολουθεί

θοῦ, Κύριε, φυλακήν τῷ στόματί μου : φύλαξέ με, Κύριε, να μην πω κάτι κακό

ἰδίοις ὂμμασιν : με τα ίδια του τα μάτια

ἰδού ἡ Ρόδος ἰδού καί τό πήδημα : πρόσκληση σε κάποιον να πραγματοποιήσει κάτι που ισχυρίζεται ότι μπορεί να κάνει

ἰδού ὁ νυφίος ἒρχεται : απροσδόκητη εμφάνιση προσώπου καθοριστικού σε μια περίσταση

ἰθύνουσα τάξις : η τάξη που κυβερνά

ἰθύνων νοῦς : αυτός που διευθύνει μια επιχείρηση, ο «εγκέφαλος» της

ἰώβειος ὑπομονή : πολύ μεγάλη υπομονή

καθεστηκυῖα τάξις : κυρίαρχο σύστημα

καινά δαιμόνια : νέες, επαναστατικές ιδέες

καλῇ τῇ πίστει : καλοπροαίρετα

καλῶς ἐχόντων τῶν πραγμάτων : αν η κατάσταση είναι καλή

κατά κόρον : σε υπερβολικό βαθμό

κατά κράτος : ολωσδιόλου, εντελώς

κατά πόδας (ἀκολουθώ) : κυνηγώ

κατ’ ἀποκοπήν : για αμοιβή που υπολογίζεται εκ των προτέρων συνολικά για όλη την εργασία και καταβάλλεται εφάπαξ και όχι τμηματικά σε ημερομίσθια

κατά συνθήκην ψεύδη : συμβατικά , τυπικά ψεύδη

κατά συρροήν : συνεχόμενα

κατά τό δοκοῦν : κατά τη γνώμη του, αυθαίρετα

κατά φαντασίαν ἀσθενής : άρρωστος στη φαντασία του

κατ’ ἐξοχήν : κυρίως

κατόπιν ἑορτῆς : αργά πια, τώρα είναι ανώφελο

κεκλεισμένων τῶν θυρῶν : με κλειστές πόρτες, χωρίς την παρουσία κοινού

κεραυνός ἐν αἰθρίᾳ : για κάτι ξαφνικό και αναπάντεχο

κλεινόν ἂστυ : ένδοξη πόλη (λέγεται κυρίως για την Αθήνα)

κοιμῶμαι τόν ὕπνον τοῦ δικαίου : δεν παίρνω χαμπάρι τι γίνεται γύρω μου

κοινῇ συναινέσει : με κοινή συγκατάθεση

κομίζω γλαῦκα ἐς Ἀθήνας : παρουσιάζω ως καινούριο κάτι ήδη γνωστό

κολοφών δόξης : αποκορύφωμα δόξας

κρανίου τόπος : κόλαση (μεταφορικά)

κράτος ἐν κράτει : κάθε ομάδα που συμπεριφέρεται ως αυτόνομη εξουσία στο πλαίσιο ενός αυτόνομου κράτους

κροκοδείλια δάκρυα : υποκριτικά δάκρυα

κτῆμα ἐς ἀεί : αιώνιο απόκτημα

κύκνειον ᾆσμα : τελευταίο έργο ενός πνευματικού δημιουργού πριν το θάνατό του

λαμβάνει χώραν : συμβαίνει

λευκή περιστερά : εντελώς αθώος

λίθοι καί πλίνθοι καί κέραμοι ἀτάκτως ἐρριμμένα : για πράγματα που βρίσκονται σε μεγάλη αταξία ή σύγχυση

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι : καλότυχοι οι κουτοί, οι αγαθιάρηδες

μάννα ἐξ οὐρανοῦ : ανέλπιστη βοήθεια

μάντις κακῶν : προφήτης συμφορών

ματαιότης ματαιοτήτων (τά πάντα ματαιότης) : όλα είναι μάταια

μάχαιραν δώσεις μάχαιραν λαμβάνεις : ό,τι κακό κάνει κανείς, ίδιο κακό θα τον βρει

μετά βαΐων καί κλάδων : θριαμβευτική υποδοχή

μεταξύ σφύρας καί ἂκμονος : ανάμεσα σε δύο κακά, σε δύο εμπόδια

μέτρον ἂριστον : απόφευγε τα άκρα, ακολούθησε τη μεσότητα

μέχρι κεραίας : με απόλυτη ακρίβεια, με κάθε λεπτομέρεια

μέχρι μυελοῦ ὀστέων : ως το τέλος, τελείως

μέχρι ἀποδείξεως τοῦ ἐναντίου : μέχρι ν’ αποδειχτεί το αντίθετο

μέχρις ἐσχάτων : ως το τέλος, ως το θάνατο

μηδέν ἂγαν : μην κάνεις τίποτα υπερβολικό

μηδενός ἐξαιρουμένου : χωρίς καμία εξαίρεση

μῆλον τῆς Ἒριδος : αντικείμενο διεκδίκησης, αιτία διαμάχης

μή μου ἅπτου : πολύ ευαίσθητος, μυγιάγγιχτος

μνήσθητί μου, Κύριε : τι’ ναι τούτο πάλι (μτφ)

μόλις καί μετά βίας : με πολύ μεγάλη δυσκολία

νόστιμον ἦμαρ : ημέρα επιστροφής στην πατρίδα από τα ξένα

νυχθημερόν : νύχτα και ημέρα

ξένιος Ζεύς : ο Δίας, ο προστάτης της φιλοξενίας

ξύλον ἀπελέκητον : άνθρωπος αγράμματος και άξεστος

ὁ ἐξ ἀπορρήτων : ο ιδιαίτερος γραμματέας, ο μυστικοσύμβουλος

οἱ καιροί οὐ μενετοί : οι περιστάσεις δεν επιτρέπουν αδράνεια

οἱ παροικοῦντες ἐν Ἱερουσαλήμ : όσοι γνωρίζουν τα γεγονότα

ὀκλαδόν : κάθισμα στο δάπεδο σταυροπόδι

ὁ κύβος ἐρρίφθη : λέγεται όταν παίρνεται μια κρίσιμη απόφαση (μτφ)

ὅ μή γένοιτο : πράγμα που εύχομαι να μη γίνει

ὀμφαλός τῆς γῆς : το κέντρο της γης

ὂνειρον θερινῆς νυκτός : επιθυμία που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί

ὁ νοῶν νοείτω : όποιος έχει μυαλό, ας καταλάβει

ὅπερ ἒδει δεῖξαι : αυτό που έπρεπε να αποδειχθεί, αποδείχτηκε

ὅπου οὐ πίπτει λόγος πίπτει ράβδος : όπου δεν πιάνει «λόγος», πέφτει ξύλο

ὁ πρῶτος διδάξας : ο πρώτος που το δίδαξε

ὁσονούπω : σε λίγο χρόνο, όπου να’ ναι

ὁ τελευταῖος τροχός τῆς ἁμάξης : άνθρωπος που δεν έχει καμία εξουσία

οὐαί τοῖς ἡττημένοις : αλίμονο στους νικημένους

οὐ γάρ ἒρχεται μόνον : λέγεται για τα γηρατειά και τα κακά που φέρνουν

οὐδείς ἀγνωμονέστερος τοῦ εὐεργετηθέντος : κανείς πιο αχάριστος απ’ αυτόν που ευεργετήθηκε

οὐδείς μετά Χριστόν προφήτης : για όποιον ισχυρίζεται ότι ήξερε κάτι όταν πλέον είναι γνωστό σε όλους

οὐδέν κακόν ἀμιγές καλοῦ : δεν υπάρχει κάτι δυσάρεστο που να μην έχει και ευχάριστες πλευρές

οὐδέν κρυπτόν ὑπό τόν ἥλιον : τίποτε δεν μπορεί να παραμείνει κρυφό για πάντα

οὐδόλως : καθόλου, με κανένα τρόπο

οὐκ ἂν λάβοις παρά τοῦ μή ἒχοντος : δεν μπορείς να πάρεις από

εκείνον που δεν έχει

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τό εὖ : το καλό δε βρίσκεται στο πολύ, η ποιότητα όχι στην ποσότητα

οὐκ ἐπ’ ἂρτῳ μόνῳ ζήσεται ὁ ἂνθρωπος : ο άνθρωπος έχει και πνευματικές ανάγκες, εκτός από υλικές

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον : δεν μπορεί ο καθένας να ταξιδέψει στην Κόρινθο, ν’ αποκτήσει δηλ. ένα ακριβό πράγμα

οὒριος ἂνεμος : ευνοϊκός αέρας

οὕτω καθ’ἐξῆς : και με όμοιο τρόπο στα επόμενα

οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων : αφού έτσι έχουν τα πράγματα

οὕτως ἢ ἂλλως : έτσι ή αλλιώς, οπωσδήποτε

ὀφθαλμόν ἀντί ὀφθαλμοῦ : αντεκδίκηση, ό,τι μου έκανες θα σου κάνω

ὀψόμεθα : θα δούμε

παιδιόθεν : από την παιδική ηλικία

παίζομεν ἐν οὐ παικτοῖς : ασχολούμαστε επιπόλαια με πράγματα σοβαρά

πακτωλός χρημάτων : άφθονα χρήματα

πάλαι ποτέ : κάποτε στο παρελθόν

πάντα ρεῖ : όλα αλλάζουν, τίποτε δε μένει σταθερό

πάππου πρός πάππον : από πολύ παλιά

παρανάλωμα τοῦ πυρός (γίνομαι) : καίομαι εντελώς, ολοκληρωτικά

παρά φύσιν : αντίθετα με τη φύση, μη φυσιολογικά

παρέδωκε τό πνεῦμα : πέθανε, τελείωσε

παρελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ το ποτήριον τοῦτο : όταν θέλουμε ν’αποφύγουμε μια δύσκολη κατάσταση

παρ’ἐλπίδα : χωρίς να το περιμένει κανείς

παρρησίᾳ : με θάρρος και ειλικρίνεια

πάσης φύσεως : κάθε είδους

πατεῖς με πατῶ σε : λέγεται για μεγάλο συνωστισμό

πενία τέχνας κατεργάζεται : οι στερήσεις μας κάνουν εφευρετικούς

περαιτέρω : πιο πέρα, παρακάτω

περί ἀέρων και ὑδάτων : για άσχετα πράγματα

περί ἂλλα τυρβάζῃ : ασχολείται με άσχετα πράγματα

περίοδος ἰσχνῶν ἀγελάδων : εποχή φτώχειας

περί ὀρέξεως οὐδείς λόγος : μη ρωτάτε για όρεξη, έχουμε πολλή

περιούσιος λαός : λαός εκλεκτός

περιπλανώμενος Ἰουδαῖος : περιπλανώμενος άνθρωπος

πέτρα σκανδάλου : η αιτία του σκανδάλου

πλανῶμαι πλάνην οἰκτράν : ξεγελιέμαι

πλήρης ἡμερῶν : άνθρωπος πολύ μεγάλης ηλικίας

πλούσια τά ἐλέη σου : πλούσια τα αγαθά που μας χαρίζεις

πνέω (τά) μένεα : είμαι φοβερά θυμωμένος

πνέω τά λοίσθια : βρίσκομαι στα πρόθυρα του θανάτου

πόθεν ἒσχες : από πού τα απέκτησες ; – φορολογική διάταξη με την οποία δηλώνουμε τον τρόπο με τον οποίο αποκτάμε τα χρήματα για την αγορά περιουσιακών στοιχείων

πρηνηδόν : μπρούμυτα

πρό ἀμνημονεύτων χρόνων : εδώ και πάρα πολλά χρόνια

πρός ἐπίρρωσιν : για ενίσχυση

πρός κέντρα λακτίζεις : ματαιοπονείς

πρόσω ὁλοταχῶς : εμπρός με όλη την ταχύτητα

πρό τετελεσμένου γεγονότος : μπροστά σε τελεσίδικο γεγονός

πρό τῶν πυλῶν : πολύ κοντά

πύξ λάξ : με μπουνιές και κλωτσιές

πύρρειος νίκη : νίκη με τόσες απώλειες που ισοδυναμεί με ήττα

σαρδόνιος γέλως : γέλιο σαρκαστικό και μοχθηρό

σημεῖα καί τέρατα : τρομερά, απίστευτα ή απαράδεκτα πράγματα

σιγήν ἰχθύος : απόλυτη σιωπή

σισύφειον ἒργον : ματαιοπονία

σιωπή τῶν ἀμνῶν : για σφαγή αθώων που δεν μπορούν να διαμαρτυρηθούν

σολομώντειος λύσις : έξυπνη λύση ενός προβλήματος που ικανοποιεί όλους

σπείρω ἀνέμους καί θερίζω θυέλλας : κάνω κάτι κακό που στρέφεται εναντίον μου

σπεῦδε βραδέως : προχώρα σ’ ό,τι έχεις σκοπό να κάνεις χωρίς βιασύνη αλλά με σύνεση

στεντόρεια φωνή : δυνατή και βροντώδη φωνή

στήλη ἅλατος (μένω) : μένω ακίνητος από έντονη έκπληξη

στῶμεν καλῶς : ας σταθούμε με προσοχή και ευλάβεια

συλλήβδην : συνολικά, όλοι μαζί

συμβαίνει καί εἰς Παρισίους : το λέμε για παράξενα περιστατικά  που συμβαίνουν και σε πολιτισμένα μέρη

σύν Ἀθηνᾷ και χεῖρα κίνει : μην περιμένεις τα πάντα από το Θεό, προσπάθησε και συ

σύν γυναιξί καί τέκνοις : με τις οικογένειές τους

σύν τοῖς ἂλλοις : εκτός από τ’ άλλα, επίσης

σώας τάς φρένας (ἒχω) : έχω τα λογικά μου, δεν είμαι τρελός

τ΄ἀγαθά κόποις κτῶνται : τα αγαθά αποκτούνται με μόχθο

τά ἂδυτα τῶν ἀδύτων : τα πιο βαθιά και απροσπέλαστα μέρη

τά ἐν οἲκῳ μή ἐν δήμῳ : τα προσωπικά μας δεν πρέπει να βγαίνουν στη δημοσιότητα

τά ἐξ ἁμάξης : προσβολές, βρισιές

τά καθέκαστα : τα γεγονότα, οι λεπτομέρειες

τά κακῶς κείμενα : το σύνολο των αρνητικών πλευρών μιας κατάστασης

τἀνάπαλιν : το αντίστροφο, το αντίθετο

τά παιδία παίζει : για ενήλικους που φέρονται με παιδικό τρόπο

τά (τοῦ) Καίσαρος (τῷ) Καίσαρι : ας αποδίδουμε στον καθένα ό,τι του αρμόζει

ταῦρος ἐν ὑαλοπωλείῳ : τα έκανε γυαλιά καρφιά, άνω κάτω

τείνω χεῖρα βοηθείας : προσφέρω βοήθεια

τήν ἂγουσαν: (πήρε) το δρόμο προς …

τήν ἀνάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενος : προθυμοποιούμαι να κάνω κάτι που αναγκαστικά θα έκανα

τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν : όταν συγκρίνουμε πράγματα που ξέρουμε ότι δεν έχουν απόλυτη ομοιότητα

τηρῶ τά προσχήματα : υποκρίνομαι

τιμῆς ἓνεκεν : για να τιμηθεί  (ένα πρόσωπο)

(αλτ) τίς εἶ ; : (στοπ), ποιος είσαι ;

τό δίς ἐξαμαρτεῖν οὐκ ἀνδρός σοφοῦ : το να κάνει κάποιος το ίδιο σφάλμα δύο φορές δε δείχνει σοφό άνθρωπο

τό εὖ ζῆν : το να ζει κανείς καλά

τό ζῆν ἐπικινδύνως : το να ζει κάποιος επικίνδυνα

τό κατά δύναμιν : αυτό που μπορούμε

τό μέν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δέ σάρξ ἀσθενής : έχω τη διάθεση αλλά όχι και τη δύναμη να κάνω κάτι

τό μή χεῖρον βέλτιστον : από δύο κακά προτιμότερο είναι το λιγότερο κακό

τόν ἂρτον τον ἐπιούσιον : την καθημερινή τροφή

τό πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον : δεν μπορεί κανείς να ξεφύγει από τη μοίρα του

τό πλήρωμα τοῦ χρόνου : ο κατάλληλος καιρός

τό πῦρ το ἐξώτερον : η κόλαση

τοῦ λόγου τό ἀσφαλές : η απόδειξη του λόγου

τούς ζυγούς λύσατε : διαλυθείτε (γυμναστικό παράγγελμα)

τοὐτέστιν : δηλαδή

τραγέλαφος : αλλόκοτο και αφύσικο πράγμα

τρικυμία ἐν κρανίῳ : σύγχυση, τα’ χω χαμένα

τύπος καί ὑπογραμμός : υπόδειγμα ανθρώπου

τύχῃ ἀγαθῇ : με καλή τύχη

τῶν παθῶν μου τόν τάραχον : μεγάλα βάσανα

τῷ ὂντι : πράγματι

ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ : λέγεται όταν παρουσιάζεται κάποιος επικίνδυνος πειρασμός που θέλουμε ν’ αποφύγουμε

ὑπ΄ ἀτμόν (είμαι) : είμαι σ’ αναμονή για να φύγω ή σ’ ετοιμότητα να κάνω κάτι

ὑπεράνω πάσης ὑποψίας : για άτομα που με τίποτα δεν υποπτευόμαστε

ὑπερβαίνω τά ἐσκαμμένα : ξεπερνώ τα όρια

ὑπέρ βωμῶν καί ἑστιῶν : για τα όσια και τα ιερά της πατρίδας μας

ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος : για την  πίστη και την πατρίδα

ὑπέρ τό δέον : περισσότερο απ’ όσο πρέπει

ὑπό μάλης : κάτω από τη μασχάλη (στρατιωτικό παράγγελμα για τα όπλα)

ὑπό τήν αἰγίδα : υπό την προστασία

ὑπό τήν ἐπήρειαν : κάτω από την επίδραση

φάσκω καί ἀντιφάσκω : λέω και ξελέω

φαῦλος κύκλος : ανώμαλη κατάσταση που δεν έχει διέξοδο

φείδου χρόνου : μη σπαταλάς το χρόνο σου

φέρ’ εἰπεῖν : παραδείγματος χάρη

φέρω βαρέως : μου είναι αφόρητο

φέρω εἰς πέρας : ολοκληρώνω

φοβοῦ τούς Δαναούς καί δῶρα φέροντας : να φοβάσαι τους εχθρούς, έστω κι αν φέρνουν δώρα, να είσαι δηλ. επιφυλακτικός

φύλλον συκῆς : κάθε μικρό ή τολμηρό ρούχο που αφήνει ακάλυπτο μεγάλο μέρος του σώματος

φύρδην μίγδην : ανάκατα, άνω – κάτω

φύσει καί θέσει : εκ φύσεως και εκ θέσεως

φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ : όταν μια χρήσιμη συμβουλή αντιμετωπίζεται με αδιαφορία

φωνή λαοῦ ὀργή Θεοῦ : η κινητοποίηση  του λαού έχει μεγάλη δύναμη

χαίρω ἂκρας ὑγείας : είμαι πολύ καλά στην υγεία μου

χαρᾶς εὐαγγέλια (ἒχω) : νιώθω μεγάλη χαρά

χάρμα ὀφθαλμῶν : απόλαυση των ματιών

χοῦς εἶ καί εἰς χοῦν ἀπελεύσει : χώμα είσαι και στο χώμα θα καταλήξεις (από τη νεκρώσιμη ακολουθία)

χριστιανά τά τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν : ας έχουμε χριστιανικό τέλος

ψυχῇ τε καί σώματι : με όλες τις δυνάμεις

ὢδινεν ὂρος καί ἒτεκε μῦν : κατέβαλε πολλές προσπάθειες με μηδαμινό αποτέλεσμα

ὡσαννά ἐν τοῖς ὑψίστοις : δόξα στον ύψιστο Θεό

ὡς δέλεαρ : σα δόλωμα

ὧν οὐκ ἒστιν ἀριθμός : αμέτρητος

ὡς διά μαγείας : με τρόπο μαγικό

ὡς εἲθισται : καθώς συνηθίζεται

ὡσεί παρών : σα να ήταν παρών

ὡς ἐκ θαύματος : σα να έγινε θαύμα

ὡς ἐκ τούτου : για το λόγο αυτό, επομένως

ὡς ἐπί τό πλεῖστον : τις περισσότερες φορές

ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ : σαν κάτι το εξαιρετικά πολύτιμο και ευπαθές

ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΦΡΑΣΕΙΣ

Μολών λαβέ : έλα να τα πάρεις (ο Λεωνίδας στον Ξέρξη όταν του ζήτησε να παραδόσει τα όπλα στις Θερμοπύλες)

Ἲτε , παῖδες Ἑλλήνων : εμπρός Έλληνες ! (στη ναυμαχία της Σαλαμίνας)

Μηδένα πρό τοῦ τέλους μακάριζε : μη λες για κανένα πόσο τυχερός είναι πριν δεις το τέλος του (ο Σόλωνας στον Κροίσο)

Ἑάλω ἡ πόλις : κυριεύτηκε η Κωνσταντινούπολη (από τους Τούρκους)

Νίπτω τάς χείρας μου : ο Πόντιος Πιλάτος στη δίκη του Χριστού

Ἕν οἶδα, ὅτι οὐδέν οἶδα : ένα ξέρω, ότι δεν ξέρω τίποτα (Σωκράτης)

Νενίκηκά σε Σολομών : σε νίκησα Σολομώντα (ο Ιουστινιανός στα εγκαίνια της Αγια –Σοφιάς)

Δυστυχῶς ἐπτωχεύσαμεν : ο πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης για τη χρεοκοπία της Ελλάδας το 1897

Τις ἀγορεύειν βούλεται ; : ποιος θέλει να μιλήσει δημόσια στο λαό ;

Και σύ τέκνον, Βρούτε ; : για δικό μας άνθρωπο όταν αναπάντεχα ανακαλύπτουμε ότι μας πρόδωσε ( τα τελευταία λόγια του Ιούλιου Καίσαρα πριν δολοφονηθεί)

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/976

Αφήστε μια απάντηση

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση