Αγγελος Σικελιανός: Ενας Ελληνας λυρικός

Εντελώς ιδιόρρυθμη μπορεί να παρουσιάζεται σήμερα η εικόνα του Αγγελου Σικελιανού στα μάτια του σύγχρονου Ελληνα αναγνώστη καθώς το έργο του και η ζωή του κινήθηκαν πάντα γύρω από τον ίδιο άξονα, δεν διαχωρίστηκαν ποτέ, πράγμα που του έδωσε συγκεκριμένη ταυτότητα και έκανε αμέσως αναγνωρίσιμη την ποίηση του.

1884-1951

Από τη Νατάσα Ρουχωτά.

Στα ίχνη της αρχαίας Ελλάδας
«Πέτρα που ανάβρυσες νερό και γλυκομουρμουρίζεις που ακούμπησα στα χείλη σου σαν μια υδρία τη σκέψη».

Ο Σικελιανός ονειρευόταν μια Ελλάδα γνήσια απόγονο του αρχαίου πνεύματος, στα ίδια τοπία της παλιάς της δόξας, σα μια γη που φυλάει μέσα της τα ίδια πανανθρώπινα μυστικά και τους ίδιους χυμούς και γεύσεις. Αυτήν την Ελλάδα προσπάθησε να αναστήσει με το έργο και τη ζωή του ο Σικελιανός, από αυτό το υπέροχο όραμα τράφηκε από την αρχή ως το τέλος των ημερών του. Ο Σικελιανός ήταν αυτό που θα ονομάζαμε σήμερα ένας πνευματικός άνθρωπος με πλήρη επίγνωση της αποστολής του, μιας αποστολής, που αφορούσε ολόκληρη την οικουμένη, καθώς η Ελλάδα της ψυχής του, των ονείρων του, έπρεπε να ανοίξει το δρόμο πάνω στον οποίο θα βάδιζαν όλοι οι λαοί. Η γλώσσα του είναι ίσως στομφώδης και το περιεχόμενο των ποιημάτων του ηχεί ίσως ξεπερασμένο, όμως κανείς δεν θα μπορούσε να μην αναγνωρίσει στον Σικελιανό το ότι αφιέρωσε ολόψυχα τη ζωή του στο όραμά του.

Γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1884, όπου πέρασε τα παιδικά και γυμνασιακά του χρόνια. Οι γονείς του, άνθρωποι καλλιεργημένοι και γλωσσομαθείς θα μεταδώσουν στα παιδιά τους αγάπη και σεβασμό για τους ήρωες της ελληνικής Επανάστασης. Πρόγονοι της οικογένειας δεν είχαν διστάσει να διαθέσουν την περιουσία τους στον Αγώνα, και αυτοί θα γίνουν φωτεινό παράδειγμα για όλη τη ζωή του Αγγελου, ο οποίος δεν θα πάψει ποτέ να τους μνημονεύει με θαυμασμό. Σημαντικό ρόλο στην ανατροφή του θα παίξει και η παραμάνα του, θεία Μαρία. Αυτή η απλοϊκή γυναίκα με τη θέρμη της αγάπης της και του λόγου της θα ποτίσει τον Αγγελο με γεύσεις, αρώματα και λέξεις, που ο ποιητής θα τα κρατήσει για πάντα φυλαγμένα μέσα του. Πολύ αργότερα, θα της αφιερώσει κάποιες σελίδες από το ημερολόγιό του ενώ θα βρίσκεται στο Αγιον Ορος («Κόλλυβα για τη θεία Μαρία»). Αξέχαστοι και καθοριστικοί για την ανάπτυξη και τον μετέπειτα προσανατολισμό του ήταν και οι περίπατοι με τον πατέρα του στους λευκαδίτικους ελαιώνες. Εδώ ο πατέρας θα τον μυήσει στην αρχαία ελληνική μυθολογία, στην απόλυτη σχέση της με την ελληνική φύση και θα τον εισαγάγει με πολύ φυσικό τρόπο στην Ιστορία και τον πολιτισμό της αρχαιότητας. Το 1901 ο Αγγελος Σικελιανός έρχεται στην Αθήνα για να φοιτήσει στη Νομική Σχολή, αλλά δεν θα ολοκληρώσει τις σπουδές του. Τον ενδιαφέρουν το θέατρο, η ποίηση, τα ταξίδια. Θα μείνει αυτοδίδακτος. Διαβάζει Νίτσε και τον Ιταλό ποιητή Ντ Αννούντσιο (στον οποίο θα αναγνωρίσει μια συγγένεια ύφους). Δημοσιεύει ποιήματα στα περιοδικά Νουμάς και Παναθήναια. Το 1906 θα γνωρισθεί με την Αμερικανίδα αρχαιολόγο και χορογράφο Εύα Πάλμερ, πράγμα που θα έχει μεγάλο αντίκτυπο στη ζωή του και στην εκπλήρωση των πόθων του. Η συνάντηση με την αρχαιολάτρη Αμερικανίδα γίνεται στο σπίτι της Ισιδώρας Ντάνκαν, στον Κοπανά. Η ένωση είναι άμεση και ενδιαφέρουσα, μια που και οι δύο τρέφονται από την ίδια αγάπη για τον ελληνικό πολιτισμό. Ομως ο γάμος αναβάλλεται, γιατί ο Αγγελος έχει ήδη προγραμματίσει ένα ταξίδι στην Αίγυπτο. Ο Σικελιανός αγαπούσε τα ταξίδια και στην Αίγυπτο σε μια έξαρση νοσταλγίας για την πατρίδα θα γράψει το 1907 το πρώτο του αριστούργημα, τον Αλαφροϊσκιωτο. Σε πλήρη απομόνωση, νηστικός, σε έκσταση σχεδόν, όπως εξάλλου συνήθιζε να εργάζεται, θα συνθέσει αυτό το μεγάλο ποίημα σαν να επρόκειτο για μια λυρική αυτοβιογραφία. Ποτισμένος από την αρχαία ελληνική παράδοση, αναζητά τη λύτρωση μέσα στο μύθο, τα μυστήρια, τον ορφισμό και τη φύση.

«Ο άρχοντας της λαλιάς μας»
«Τον στίχο άπλωσα ηχηρό, πολύθροο σαν πλατάνι»

Ο Κ. Θ. Δημαράς μιλά για «ρουμελιώτικη αίσθηση του γλωσσικού οργάνου, άνεση, ωριμότητα, δύναμη, αισθητική αφομοίωση της παράδοσης Σολωμού». Στον Αλαφροϊσκιωτο ο ποιητής είναι θαμπωμένος από τις ομορφιές της φύσης, τη χαρά των αισθήσεων, τη γοητεία της λέξης. Διακατέχεται κυριολεκτικά από το πάθος της ένωσης με τη φύση αιώνια και απέραντα φυσιολάτρης. Μαζί με τη φύση, ο ποιητής υμνεί και το ανθρώπινο κορμί. Μέσα από τις λέξεις του, αναζητά την ουσία των πραγμάτων και επιδιώκει τη μυστική κοινωνία μαζί τους. Στο μεταξύ, η Εύα περιμένει τον αγαπημένο της στο πατρικό του σπίτι, στη Λευκάδα. Οταν αυτός επιστρέφει, θα ορίσουν το γάμο τους, ο οποίος θα τελεστεί το 1907 στην Αμερική. Το 1909, έτος έκδοσης του Αλαφροϊσκιωτου θα γεννηθεί και ο γιος τους, ο Γλαύκος.

Σημαντικός σταθμός στη ζωή και το έργο του ποιητή είναι η γνωριμία του με τον Νίκο Καζαντζάκη, το 1914, στο στρατό. Εμειναν μαζί 40 μέρες στο Αγιον Ορος, επισκέφθηκαν τις μονές, έζησαν όπως οι μοναχοί. Ηδη από το 1910, ο Σικελιανός είχε συλλάβει την ιδέα των Συνειδήσεων, του τετράτομου έργου που θα πραγματοποιήσει αργότερα (Η συνείδηση της Γης μου, Η συνείδηση της Φυλής μου, Η συνείδηση της γυναίκας, Η συνείδηση της πίστης). Η γνωριμία με τον Καζαντζάκη, η κοινή τους αναζήτηση, η περιπλάνησή τους στην Ελλάδα από το 1914-1917 με σκοπό να συνειδητοποιήσουν τη Γη και τη φυλή τους, θα συμβάλει σημαντικά στην πραγματοποίηση του έργου του ποιητή που αφορά τις συνειδήσεις. Η θρησκευτικότητα του Αγίου Ορους θα βρει εύφορο έδαφος στην ψυχή του. Μετά την παραμονή του εκεί θα γράψει ένα από τα πιο σημαντικά του ποιήματα, το «Μήτηρ Θεού».

«Συ, που θωρείς τους ύπνους μου, πρώτη, αδερφή, μαρτύρα / Αν της φωνής σου στ όνειρο δεν άκουσα τη λύρα! / Κι ως σου είδα στη μετάδοση το χείλι να μην τρέμει / Σαν την καρδιά σου δέρνανε οι τέσσερις οι ανέμοι / Κι ως είδα ετοιμοθάνατη την όψη σου να μένει, / Σε τρίσβαθο χαμόγελο λουσμένη, βυθισμένη, / Κι ως σταύρωσες τα χέρια σου στα στήθη απάνω μόνη / Κι ώρα την ώρα ο θάνατος σε σκέπαζε ωσά χιόνι, / Γλυκά κι αν δε με διάταξες της πίκρας μου να αφήσω / Τον πέπλον, ολοζώντανη για να σε ζωγραφίσω!»

Η μορφή της μητέρας είναι ένα από τα βασικά θέματα στην ποίησή του, όπως και η μορφή της γυναίκας, γενικώς.

Η ερωτική της εκδοχή κορυφώνεται στο ποίημα «Θαλερό» και στη φιγούρα της αρχοντοθυγατέρας, μιας κόρης που πραγματικά γνώρισε ο ποιητής, σε ένα ταξίδι του στη Σικυώνα, το 1915. Αρχοντοθυγατέρα είναι η νεαρή Μαρία Παύλου που έβλεπε συχνά τον Σικελιανό και τη γυναίκα του Εύα, να φτάνουν στο Θαλερό, ένα μικρό χωριό της Κορινθίας, συνοδευόμενοι και από άλλες κοπέλες των καλύτερων οικογενειών της περιοχής. Οταν η μικρή, δεκαεξάχρονη τότε, Μαρία θα λάβει από κάποιον γνωστό την τοπική εφημερίδα με το ποίημα του Σικελιανού και τους στίχους που την αφορούν σπεύδει να σκίσει τη σελίδα, κυριευμένη από φόβο μήπως ο πατέρας της διαβάσει την τολμηρή αναφορά.

Δελφική Ιδέα
Ο πόνος για τη Μικρασιατική καταστροφή εμπνέει στον Σικελιανό την ιδέα της αναβίωσης των Δελφικών Εορτών, με σκοπό τη συνέχιση των μεγάλων διδαγμάτων που η Ελλάδα έλαβε μέσω του θεάτρου και της φιλοσοφίας. Φυσικά τα διδάγματα αυτά δεν απευθύνονταν μόνο στους Ελληνες, αλλά σε κάθε άνθρωπο που επιθυμούσε την ανάταση μέσω του πολιτισμού. Ο ποιητής με την ιδέα των Δελφικών Εορτών, στην οποία αφιερώθηκε ολοκληρωτικά για πάνω από δέκα χρόνια, απέβλεπε σε μια παγκόσμια πανανθρώπινη ένωση σε μια κοινή πίστη στον πολιτισμό. Η ιδέα ήταν υψηλή και ευγενής, η δουλειά του Αγγελου και της Εύας αδιάκοπη και αξιοθαύμαστη, όμως οι δυσκολίες τεράστιες και οι καιροί ανάδρομοι, σκληροί. Ο ποιητής δούλεψε όσο και όπως μπορούσε, με άρθρα, μελέτες και διαλέξεις, αλλά μόνο δύο παραστάσεις (Προμηθέας Δεσμώτης και Ικέτιδες του Αισχύλου) κατάφερε να πραγματοποιήσει, το 1927 και το 1930. Από την πλευρά της η πατρίδα, μέσω της Ακαδημίας Αθηνών τίμησε το ζεύγος Σικελιανού με αργυρά μετάλλια «δια την γενναίαν προσπάθειαν…». Το ζεύγος καταστρέφεται οικονομικά. Από το 1932 ο Σικελιανός ασχολείται και με τη συγγραφή τραγωδίας. Ομως ας σταθούμε στο ποίημά του «Ιερά Οδός» (1935), όπου περιγράφει το χορό μιας αρκούδας, από εκείνες που επιδεικνύουν οι γύφτοι, με το μικρό της:

«Κι η καρδιά μου ως εβάδιζα βογκούσε / Θάρτει τάχα ποτέ, θε να ρτει η ώρα / Που η ψυχή της αρκούδας και του γύφτου / Κι η ψυχή μου, που Μυημένη τήνε κράζω, / Θα γιορτάσουν μαζί; / Κι ως προχωρούσα / Κι εβράδιζε, ξανάνιωσα απ την ίδια / Πληγή, που η μοίρα μ άνοιξε, το σκότος / Να μπαίνει ορμητικά μέσα στην καρδιά μου, / Καθώς από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει / Το κόμα σε καράβι που ολοένα / Βουλιάζει… Κι όμως τέτοια ως να διψούσε / Πλημμύραν η καρδιά μου, σα βυθίστη / Ως να πνίγηκε κεριά στα σκοτάδια / Ενα μούρμουρο απλώθη απάνωθέ μου, / Ενα μούρμουρο κι έμοιαζε έλεε θα ρτει».

Το 1934 η Βουλή αποφασίζει την ανάθεση των Δελφικών Εορτών σε είκοσι δύο μέλη, εξοστρακίζοντας το ζεύγος Σικελιανού από την ιδέα που οι ίδιοι είχαν συλλάβει. Ο ποιητής θα αναρτήσει έξω από την πόρτα του γραφείου του μια φράση του Νίτσε: «Εκεί που τελειώνει το κράτος εκεί αρχίζει ο άνθρωπος».

Το ποίημά του «Ιερά Οδός» γράφεται πριν ακριβώς από αυτό το επεισόδιο. Γύρω στο 1938, ο ποιητής γνωρίζει την Αννα που θα γίνει η δεύτερη γυναίκα του. Ο γάμος του στην Αμερική θεωρείται άκυρος από τον ελληνικό νόμο, όμως η Αννα είναι παντρεμένη και θα χρειαστεί να περάσει αρκετός καιρός και να χυθούν πολλά δάκρυα πριν το ζευγάρι μπορέσει τελικά να ενωθεί. Η Αννα Σικελιανού περιγράφει πολύ όμορφα και τρυφερά την ιστορία τους στο βιβλίο Ο ποιητής Αγγελος Σικελιανός (εκδ. Ικαρος): «Μείναμε λίγες μέρες στο άσπρο σπιτάκι να ετοιμάσουμε το ταξίδι για τη Φτέρη Αιγίου, που μας το είχε συστήσει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος καθώς και το σπιτάκι. Κι όπως πάντα μικρό και φτωχικό χωρίς φως, χωρίς νερό αλλά που αγνάντευες μέσα από τα έλατα όλο τον κόσμο. Το αγαπήσαμε και ετοίμασα ένα βασιλικό κελί για τον Αγγελο με μπλε υφάσματα και ασημένια καντηλέρια.

Εκεί έγραψε για πρώτη φορά την τραγωδία του Σιβύλλα που την είχε ήδη αναγγείλει στον Ed. Shure το 1926. Μου έδινε τόση ευτυχία να περιμένω ώρες έξω από το πορτάκι του κελιού ότι θα γράψει για να μου το διαβάσει. Και το απόβραδο πηγαίναμε στο ξάγναντο του ξενοδοχείου και βλέπαμε τα φώτα της πόλεως».

Κατοχή
«Αχ, πως το πάθαν τούτο τα παιδιά μας; / Αδέλφια να σκοτώνουν αδέλφια!»

Οι μέρες της Κατοχής είναι δραματικές για όλους. Ο ποιητής γίνεται πηγή έμπνευσης και αναφοράς για τους συμπατριώτες του. Στην κηδεία του Κωστή Παλαμά θα απαγγείλει το γνωστό στίχο: «Σε αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα». Ο Σικελιανός απευθύνει και γραπτή έκκληση μέσω του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού για την απελευθέρωση των Ελλήνων Εβραίων. Η επιστολή υπογράφεται και από άλλους επιφανείς Ελληνες πολίτες. Καθ όλη τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ο Σικελιανός δίνει διαλέξεις με κεντρικό θέμα τη λευτεριά, ενώ το 1943, βλέποντας την επικείμενη τραγωδία του εμφύλιου αλληλοσπαραγμού γράφει το ποίημα «Το μήνυμά της».

Το 1946 η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών προτείνει τον Σικελιανό για το βραβείο Νόμπελ εκείνης της χρονιάς. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά στο βιβλίο της Αννας Σικελιανού: «Αλλά η κυβέρνηση του Ντίνου Τσαλδάρη έκανε ό,τι μπορούσε με τον Ελληνα πρέσβη της Σουηδίας και τον Σπύρο Μελά να ματαιωθεί η βράβευση». Στις 19 Ιουνίου 1951, μετά από μακρόχρονη ασθένεια, ο ποιητής φεύγει από τη ζωή. Κυριότερα έργα του είναι: Ο Αλαφροϊσκιωτος (1909), Το Πάσχα των Ελλήνων (1922), Μήτηρ Θεού (1917), Δελφικός λόγος (1927), Διθύραμβος του Ρόδου (1932), Ο Δαίδαλος στην Κρήτη (1943), Σιβύλλα (1944), Ο Χριστός στη Ρώμη (1946), Ο θάνατος του Διγενή (1944).

Το ποίημά του «Πνευματικό εμβατήριο» μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη και τραγουδήθηκε από τους Ελληνες στον καιρό της δικτατορίας.

«Θαλερό» (1915)

«Εκεί κερήθρα μόφερε, ψωμί σταρένιο,
κρύο νερό η αρχοντοθυγατέρα,
οπούχε από τη δύναμη
στον πετρωτό της το λαιμό
χαράκι ως περιστέρα,
που η όψη της σαν της βραδιάς το λάμπο, έδειχνε διάφωτη της Παρθενιάς τη φλόγα,
Κι απ τη σφιχτή της ντυμασιά
στα στήθη της τα αμάλαγα
Χωριζ ολόρτη η ρόγα,
Που ομπρός από το μέτωπο
σε δυο πλεξούδες τα μαλλιά
Πλεμένα είχε σηκώσει»

Πηγή : http://www.imerisia.gr/article.asp?catid=13774&subid=2&pubid=326999

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/902

Αφήστε μια απάντηση

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση