Λισαβώνα: Η τιμημένη της Ιβηρικής

«Η πρωτεύουσα της Πορτογαλίας είναι η πιο όμορφη της Ευρώπης», έγραψαν οι New York Times. Η άποψη της έγκριτης εφημερίδας είναι νόμος, που ευτυχώς δεν καταργείται στα τουριστικά οδοφράγματα. Η Λισαβώνα λίγο πριν τις γιορτές μπορεί να κοιμάται ήσυχη. Τίποτα δεν θα χαλάσει τις μακάριες συμπεριφορές κάθε βέρου Λουζιτανού…

ΚΕΙΜΕΝΟ – ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΡΑΠΤΗΣ,

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ,3/12/2010

Πρώτο βήμα μια άνευ σχεδίου βόλτα στην πόλη του Φερνάντο Πεσόα, στους δρόμους των αειθαλών Μαντρεντέους, στα σοκάκια της Επανάστασης των Γαριφάλων. Η πολυοργασμική αρχιτεκτονική κάνει γκελ και στο πιο εκπαιδευμένο βλέμμα: αρτ νουβό, μαυριτανικά θεμέλια και «ασουλέχος» (πλακάκια μπάνιου που ντύνουν τις προσόψεις κτιρίων) καταπραΰνουν την όραση και αναζωογονούν την αισθητική του επισκέπτη.

Την τσάρκα διευκολύνει το τραμ Νο 28, ο καλύτερος φίλος του επισκέπτη. Θα ακούσετε (χωρίς μετάφραση) άγνωστους μεταξύ τους «Λισμποάνους» να ανοίγουν κουβέντα για κάτι μάλλον ασήμαντο, θα καταθέσουν όλοι άποψη, ίσως και ο οδηγός, στο τέλος θα χαιρετηθούν και θα κάνουν ένα νεύμα στον τουρίστα, που σημαίνει «πρόσεχε, μην αφαιρείσαι, υπάρχουν και πορτοφολάδες». (Μόνο ο Βασίλης Λογοθετίδης και η Ιλια Λιβυκού λείπουν από το fifties πλάνο.)

To No 28 είναι ένα κίτρινο βαγόνι, καμωμένο από ξύλο, μεγαλοπρεπώς ταπεινό, σαν ατμόπλοιο που ξέρει την ιστορία του κόσμου όλου. Χρονολογείται από το 1930, αγγλικής τεχνολογίας, με την πατέντα της Εγγλέζικης Εταιρείας Ηλεκτρισμού, αποπνέει την αλλοτινή γοητεία των τραμ καθώς σκαρφαλώνει στις συνοικίες-το-όνειρο με ονόματα Εστρέλα, Τόρε ντε Τόμπο, Μιραντόρ Σάντα Λαζία, Σάο Τομέ, Γκράτσια Φόρνο δο Τιγιόλο. Ενσταντανέ πορτογαλικού νεορεαλισμού: το τραμ ανακτά ταχύτητα και ένα πεντάχρονο πιτσιρίκι πηδάει στο σκαλοπάτι της κλειστής πόρτας, πίσω του γραπώνεται ο βραχύσωμος φίλος του, που το προστατεύει με το σώμα σαν φύλακας άγγελος. Είναι οι λαθρεπιβάτες του τραμ Νο 28. Νοσταλγία με χίλια!

Ψυρρη παντού

Στην ψυχαγωγία επικρατεί μια γλυκερή καθωσπρεπική τάση (ενδεχομένως διαχρονική στα μέρη αυτά): η ιώβειος αναμονή έξω από το «Μούζικα νου Κουρασάου» (Μελωδία της Ευτυχίας) και οι απίστευτες ουρές για το τσίρκο δείχνουν μια επιμονή σε παλαιάς κοπής θεάματα. Τα ψαγμένα μπαράκια της συνοικίας Bairro Alto έχουν φλούο συσκευασία, θυμίζουν Γκάζι στο ηπιότερον και μαζεύουν τα τρεντόπαιδα της πόλης. Ολες οι γενιές, πάντως, θα περάσουν ένα μισαωράκι σε μια «παστελερία» (υπάρχουν σε κάθε γωνία, σαν τις παλιές ΕΒΓΑ) για το απαραίτητο γλυκάκι της ημέρας. Συγκινητικά απλές συνταγές, μυρωδιές καμένης καραμέλας και φιογκάτα γκαρσόνια κόβουν εισιτήριο για το γαστρονομικό τριπάκι της γκουρμέ λιτότητας. (Το κείμενο γράφτηκε υπό την επήρεια «παστέις ντε φεϊζάου», δηλαδή ταρτάκια με βάση το φασόλι!)

Έριξα κάτι πρόχειρο

Τα ποπ ρουχάδικα στο Bairro Alto μένουν ανοιχτά μέχρι αργά το βράδυ, οι τιμές είναι Σκουφά και οι πωλήτριες ομιλούν την αγγλική σε άπταιστη ελληνική προφορά. Στη λεωφόρο Λιμπερτάδες είναι το τσαρδί των οίκων Ferragamo, DKNY και λοιπών κοπτοραπτικών δυνάμεων. Τα Μπένετον και Ζάρα είναι αθηναϊκό copy paste, σε κάθε επίπεδο, από τις περιφερόμενες φυσιογνωμίες μέχρι τα μαλλιοτραβήγματα πάνω απ’ όσο-όσο εσάρπες. Με το θάρρος της γνώμης, ομολογείται η παντελής απουσία ενδυματολογικής άποψης του πληθυσμού, σε σημείο που καταργείται η χρήσιμη έννοια «καλό – κακό ντύσιμο» και επικρατεί μια σταλινική μετριοζιτέ, ωσάν μόνιμο ημικαλαίσθητο σκουπιδάκι στον αμφιβληστροειδή. Διόλου τυχαία, μια από τις πιο σταθερές μικροεπιχειρήσεις είναι τα αειθαλή μοδιστράδικα (τα κλασικά εικονογραφημένα της μνήμης, με τα χιλιάδες συρτάρια, τις διάσπαρτες κουβαρίστρες και τις κλωστές τύπου Πεταλούδα).

Ονειρα, πουλιά μου ταξιδιάρικα

Ω, πριγκιπέσα, το να περάσετε μια νύχτα σε ταβέρνα με fado, πίνοντας κρασί με γεύση «βιλούδο», ανάμεσα σε ναυτικούς και λοστρόμους που αγαπούν να διηγούνται θρύλους με θαλασσοπόρους και ναυάγια – πόσο ουτοπικό, μα την αλήθεια. Μην ψαρώνετε όμως, δεσποσύνη μου, το παραμύθι δεν έχει δράκους. Μπορείτε να ελπίζετε σε μια μπόρα (συχνό φαινόμενο), γοργό τρέξιμο στο καλντερίμι της Alfama και καταφύγιο σε καπηλειό με τσάι και Τom Waits. Συμβαίνει κάθε Δεκέμβρη, εγγυημένα.

Εικόνα σου είμαι τιβι, και σου μοιάζω

Ελληνες και Πορτογάλοι στο ίδιο τσουβάλι από την ευρωπαϊκή ιντελιγκέντσια, αλλά είναι οι μοναδικοί θεατές της Ευρωπαϊκής Ενωσης που δεν βλέπουν τις ταινίες τους μεταγλωττισμένες (ένα πολιτιστικό έγκλημα που βιώνει όλη η υπόλοιπη Ευρώπη, αν δεν απατώμεθα). Η τηλεοπτική τους αισθητική, βέβαια, θυμίζει επικίνδυνα τον ελληνικό τηλεοπτικό μπερντέ, όμως θα βρεις και ένα «Νονό», μια κόρη Κόπολα έστω, σε prime time προβολή. Οι ειδήσεις ιδιωτικών και δημόσιων Μέσων έχουν τη γραβατέ αυστηρότητα της ΕΤ1, χωρίς παράθυρα και με βασικά θέματα που αφορούν τις επιχορηγήσεις των οινοποιών ή την εκτίμηση των ζημιών μετά το (δεδομένο) εβδομαδιαίο μπουρίνι. Μόλις, δε, πέσει το βαθύ σκοτάδι, αμολιούνται τα κανιβαλιστικά αμερικανικά shows του Jay Leno και του David Letterman, με υπότιτλους. ΤηλεΦώς, πάντως, δεν έχουν – μια εμφανής έλλειψη σουρεαλισμού στην τηλεοπτική κουλτούρα.

Παγίδες

Kάθε οδηγός (ακόμα και του Lonely Planet) έχει τουριστικές νάρκες. Σίγουρα είναι πιο χρήσιμος και πλήρης από τον υπερφίαλο ταξιδευτή, αλλά τα διαπλεκόμενα παίζουν παντού. Οι ταξιδιωτικοί οδηγοί μάς κατευθύνουν προς τις docas, παλιές αποθήκες που έχουν μεταμορφωθεί σε κλαμπ και θεωρούνται από τα πιο μοντέρνα της Ευρώπης.

Στην πραγματικότητα θυμίζουν τα mega clubs της Ποσειδώνος των αρχών του ’90. Ενδεικτικές περιπτώσεις το Salsa Latina και το Blues Cafe, όπου θα συναντήσουμε θαμώνες με μισθούς ευρωπαϊκού επίτροπου συνοδεία κακοχυμένων ντεμπιτάντ. Μυρίζει οικειότητα και ξεβαμμένο νεοελληνικό γκλάμουρ.

Απέναντι από την περιοχή αυτή υψώνεται η επιβλητική γέφυρα τύπου Μπρούκλιν, που συνδέει την κυριλέ Λισαβώνα με το βιομηχανικό της υπογάστριο, εκεί όπου, φωτισμένο, το άγαλμα του Ιησού ανταλλάσσει βλέμματα με το αντίστοιχο στο Ρίο απέναντι (αρκετά απέναντι, στην άλλη άκρη του Ατλαντικού).

Μικρά και ανθρώπινα

Ο αλαζονικός χλευασμός των Ισπανών προς τους Πορτογάλους γείτονες ξεπερνάει συχνά τα όρια του ευπρεπούς. Η αταβιστική εμμονή των Πορτογάλων (οι παλιότερες φουρνιές, κυρίως) με το μουστάκι και την περιποιημένη χωρίστρα γεννά ατάκες όπως «αουτοπίστα ντε λος πιόχος» («αυτοκινητόδρομος για ψείρες») και άλλα ασεμνότερα. Ντροπής πράγματα, βεβαίως – αν και η μανία των αντρών να πηγαίνουν προς νερού τους σε οτιδήποτε φέρνει σε στύλο ή δενδρύλλιο χαλάει τη συμπαθέστατη πορτογαλική αύρα και δίνει ένα (μικρό) πόιντ στα κακεντρεχή σχόλια των Ισπανών τουριστών.

Τα τρία καλύτερα συνθήματα (χωρίς υπότιτλους):

«Μόρτε άου καπιτάλ» (με σπρέι σε τράπεζα), «Τούριστς, ρισπέκτ δε πορτουγκίζ σάιλενς ορ γκόου του Σπέιν!» (μανιφέστο τοίχου, παντού), «Ποίησις – poetry» (δίγλωσση καλλιγραφία σε σοκάκι).

Διά ταύτα

Δρομάκι με αγαλματένια κρήνη χωρίς νερό, πίσω ανηφορικά σκαλοπάτια με μια φτελιά (μάλλον) στη μέση, δεξιά και αριστερά μπαλκόνια με μαύρο κιγκλίδωμα, στριμωγμένες μπουγάδες, ένα περιστέρι κουτσουλάει στο λούκι, μια πρασινοκόκκινη σημαία έχει τυλιχτεί στο κοντάρι, μια κυρία με φακιόλι μιλάει με τη γειτόνισσα ενώ απλώνει, τα πιτσιρίκια σέρνονται στις παντούφλες της. Εγώ έφτασα, εδώ κατεβαίνω. Αθήνα – Λισαβώνα 0-1 (τελικό).

Αξίζει να δεΙτε

Elevador de Santa Justa: Η Ακρόπολη της Λισαβώνας. Ολοι περνάνε από δω. Κατασκευάστηκε το 1902 και πρόκειται για έναν νεογοτθικό ανελκυστήρα 45 μέτρων. Πιτσουνάκια της απανταχού ερωσύνης διεκδικούν τη δική τους καθαρή πόζα στην κορυφή (ελαφρώς δύσκολο με τόσο τράφικ τουριστών).

Μοναστήρι του Αγίου Ιερώνυμου: Στην περιοχή Μπελέμ, ένα κρυσταλλοχριστιανογοτθικό θηρίο με χρυσοποίκιλτη αισθητική, κάρες αγίων και λείψανα μαρτύρων, κέντρο καθολικής κατάνυξης, με άπειρους Ισπανούς τουρίστες να δημιουργούν ασφυκτικό κλίμα.

Το Μουσείο Θαλάσσης (Μουζέου ντε Μαρίνια, δίπλα στον Αγιο Ιερώνυμο): Ανθολογεί όλο το εξερευνητικό παρελθόν της χώρας, αποπνέοντας μια ελαφριά μελαγχολία τύπου «περασμένα μεγαλεία» – φοβερές πάντως οι μικρογραφίες όλου του πορτογαλικού στόλου του 15ου αιώνα. Εξαιρετικό και το ντεφιλέ κομψότατων ναυτικών στολών.

Το Μουσείο Αμαξών: Μοναδικό στην Ευρώπη, υποβλητικά φωτισμένο, με εκπληκτικές άμαξες, ένα ιδιόρρυθμο διεγερτικό για τη Μαρία Αντουανέτα που κρύβει κάθε γυναίκα μέσα της.

Α Brasileira: Το Zonar’s της πόλης, με δεκάδες Τζούμες στα τραπέζια του και τον Φερνάντο Πεσόα σε μπρούντζινο ενσταντανέ να πίνει τον αιώνιο καϊφέ του (ναι, τον έχουν κάνει τουριστικό brand, αναπόφευκτα).

Casa dos Bicos: Το 1523 χτίστηκε το κτίριο αυτό με βάση τα σχέδια του παλατιού των Διαμαντιών στη Φεράρα και του Bevilacqua παλατιού στην Μπολόνια, και απαρτίζεται από αυτές τις ασυνήθιστες μύτες που συνθέτουν μία ακόμη πιο ασυνήθιστη πρόσοψη.

Μνημείο Εξερευνητών: Χτισμένο στην όχθη του ποταμού Τάγου, με τις γιγάντιες μορφές των Vasco da Gama, Pedro Alvares Cabral (που ανακάλυψε τη Βραζιλία), του Μαγγελάνου, του συγγραφέα Camoes και άλλων (ψιλοάγνωστων) ηρώων της πορτογαλικής ιστορίας.

ΠΩΣ ΝΑ ΠΑΤΕ

Υπάρχουν πολλές αεροπορικές εταιρείες που σας μεταφέρουν στη Λισαβώνα με ενδιάμεσους σταθμούς. Οι πλέον συμφέρουσες είναι η Alitalia καθώς και η Air Portugal (ΤAP), η οποία πραγματοποιεί δρομολόγια σε συνεργασία με

την Aegean Airlines. Πληροφορίες για Alitalia: T/210-99.88.888, www.alitalia.com και για Αegean Airlines: T/210-62.61.000, www.aegeanair.com

ΠΟΤΕ ΝΑ ΠΑΤΕ

Ο ήπιος χειμώνας της Λισαβώνας κάνει το τετράμηνο Δεκεμβρίου – Μαρτίου ιδανικό για επίσκεψη. (Μοιάζει κάπως με την παρατεταμένη ελληνική άνοιξη που βιώνει η χώρα μας αυτή την εποχή, αλλά με περισσότερες βροχές.) Επιπλέον, η τουριστική κίνηση είναι πολύ πιο χαλαρή αυτό το διάστημα.

ΠΟΥ ΝΑ ΜΕΙΝΕΤΕ

Οι πιο τουριστικές περιοχές είναι οι Alfama και Belem, είναι εκ των ων ουκ άνευ για τον επισκέπτη, αλλά δεν έχουν ξενοδοχεία. Γύρω από την περιοχή Lapa θεωρείται καλό σημείο διαμονής εξαιτίας της σοφιστικέ ατμόσφαιρας. Η περιοχή του κέντρου είναι η καλύτερη επιλογή για όσους επιθυμούν είτε να μείνουν σε κάποιο ακριβό ή ιστορικό ξενοδοχείο είτε σε κάποιο οικονομικότερο.

SANA Lisboa Hotel
(Av. Fontes Pereira de Melo 8
Στο κέντρο της πόλης, κοντά στην πλατεία Marques de Pombal. Τα δωμάτια είναι φωτεινά, πολυτελή και μοντέρνα. Πορτογαλική και διεθνή κουζίνα στο εστιατόριο. € €
Hotel Gat Rossio
Rua Jardim Do Regedor 27 – 35
Αστικό ντιζάιν στη γειτονιά La Baixa στο κέντρο της Λισαβώνας. Ολα τα δωμάτια διαθέτουν τηλεόραση πλάσμα, θέρμανση και Ιnternet. € €
Hotel Principe Lisboa
<Av. Duque de avila 201
Ανακαινισμένο το 2009, ανάμεσα στο πάρκο Edward VII και το Calouste Gulbenkian Foundation, το ξενοδοχείο βρίσκεται ακριβώς μπροστά στο σταθμό μετρό Sao Sebastiao και προσφέρει τίμιες υπηρεσίες φιλοξενίας χωρίς εξάρσεις πολυτέλειας. € €
Vip Executive Villa Rica Hotel
Av. 5 de Outubro 295
Εδώ η φιλοξενία αποτελεί τέχνη. Κυριολεκτικά, καθώς στα δωμάτια και στους κοινόχρηστους χώρους εκτίθεται μόνιμη έκθεση έργων τέχνης από Πορτογάλους καλλιτέχνες. € €
Hotel Aviz
Rua Duque de Palmela 32
Εδώ έχουν ξεκουράσει το κορμάκι τους από το 1930 μέχρι το 1960 διάσημες προσωπικότητες, όπως η Μαρία Κάλλας και ο Φρανκ Σινάτρα. Το διαχρονικό στυλ και η vintage φιλοξενία, μαζί με ορισμένα ανεκτίμητα έργα τέχνης, έχουν διατηρηθεί. € €

– έως 60 €
€ € – έως 110 €
€ € € – έως 200 €
€ € € € – από 200 € και άνω

Για κρατήσεις που αφορούν τη διαμονή σας επισκεφθείτε τo:
www.booking.com

ΠΟΥ ΝΑ ΦΑΤΕ

Μπακαλιάροι στοιβαγμένοι σαν χαλάκια μπάνιου, εικόνα επαναληπτικά διαθέσιμη στα μπακάλικα (να και η ετυμολογία), πολλά από τα οποία σερβίρουν την πραμάτεια τους επιτόπου. Ο μπακαλιάρος, λένε οι Πορτογάλοι, μαγειρεύεται με 365 τρόπους, ένας για κάθε ημέρα του χρόνου. Επίσης, σημειώσατε: καλνεϊράντα (ψαρόσουπα που τρώγεται βουτώντας ψωμί από καλαμπόκι), σαρδέλες ψητές σε στρογγυλές φουφούδες, σούπα με μύδια, στρείδια και μαλάκια πάσης φύσεως και συναγρίδες γεμιστές με ψιλοκομμένα μύδια. Απαραίτητη η αποφυγή κάθε ταβερνοεστιατορίου στο Bairro Alto (αντίστοιχης εμβέλειας λάθος με επιλογή μουσακά στην «παραδοσιακή» Πλάκα). Γενικώς, κάθε σοκάκι και «μαρινερία», κάθε στροφή και «παστελερία», η γαστρονομική τύχη είναι με το μέρος του ταξιδιώτη.

Cervejaria Portugalia
Rua de Sao Caetano 4

Ενα από τα πιο δημοφιλή στέκια των Πορτογάλων με (ευνόητο) άπειρα είδη μπίρας και μεζέδες μεταξύ βακαλάου και κόκκινου κρέατος.
Restaurante Tavares
Rua da Misericordia 35

Το παλαιότερο εστιατόριο της Πορτογαλίας με Γάλλο chef σε ευρωπαϊκές/ανατολίτικες μείξεις και χώρο που θυμίζει θεατρικό σκηνικό για έργο του Μολιέρου.
Papa Horda
Rua da Atalaia 57
Ο υποκειμενικός μύθος θέλει την καλύτερη ψαρόσουπα της πόλης να φτιάχνεται εδώ, πάντως η χειροποίητη πουτίγκα σοκολάτας είναι γκουρμέ λιχουδιά.
Toma la da Ca
Travessa do Sequeiro 38

Κινείται στο επιτυχές τρίπτυχο σεμνότητας, υψηλής γαστρονομίας και πορτογαλικής ταυτότητας.

ΝΑΙ/ΟΧΙ

Ναι στα πλακάκια «ασουλέχος» (πολύ καλό ενθύμιο), όχι στα τουριστικά μαγαζιά με fados (εκτός αν είναι συστημένο), ναι στο τραμ (αξεπέραστη αισθητική, ανέξοδη εμπλοκή με την αστική μνήμη), όχι στους οδηγούς ταξί (παντού ίδιοι…), ναι στο κρασί «πόρτου» (σαν σαμιώτικο με malt επίγευση), όχι στους drug pushers (ενοχλητικά πολλοί και παντού), ναι στην απογευματινή βόλτα στην Alfama (μια συνοικία που μοιάζει να ζει σε συνθήκες αρχών 20ού αιώνα).

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/535

Αφήστε μια απάντηση

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση