Κάποιες εμπειρίες των πρώιμων παιδικών ετών διαμορφώνουν την ενήλική μας ζωή, ποιές όμως;

Το να έχουμε θερμούς και υποστηρικτικούς γονείς από νωρίς στη ζωή μας, συσχετίζεται με την επιτυχία μας στην ενήλικη ζωή μας.

Maanvi Singh

Οι περισσότεροι από εμάς δεν θυμόμαστε τα πρώτα δύο ή τρία χρόνια της ζωής μας – αλλά οι πρώτες μας αυτές εμπειρίες μπορεί να κολλήσουν μαζί μας για χρόνια και να συνεχίζουν να μας επηρεάζουν και μετά την ενηλικίωσή μας.

Πως ακριβώς μας επηρεάζουν και πόσο είναι μια ερώτηση που οι ερευνητές προσπαθούν ακόμα να απαντήσουν. Δύο μελέτες παρατηρούν πώς η συμπεριφορά των γονέων σε εκείνα τα πρώτα χρόνια της ζωής επηρεάζει δεκαετίες αργότερα, και κατά πόσο οι διαφορές στην ιδιοσυγκρασία του παιδιού παίζουν ρόλο.

Η πρώτη μελέτη, που δημοσιεύθηκε την Πέμπτη (18/12/2014) στην Ανάπτυξη του Παιδιού (Child Development), διαπίστωσε ότι το είδος της συναισθηματικής στήριξης που ένα παιδί λαμβάνει κατά τη διάρκεια των πρώτων τριάμισι ετών επηρεάζει την εκπαίδευση, την κοινωνική ζωή αλλά και τις ρομαντικές του σχέσεις, ακόμη και 20 ή 30 χρόνια αργότερα.

Τα μωρά και τα νήπια που ανατράφηκαν με φροντίδα σε ένα υποστηρικτικό σπιτικό περιβάλλον, έτειναν να τα καταφέρνουν καλύτερα στις τυποποιημένες δοκιμές (tests) αργότερα, και είχαν περισσότερες πιθανότητες να επιτύχουν υψηλότερους βαθμούς ως ενήλικες. Ήταν επίσης πιο πιθανό να έχουν καλές σχέσεις με τους συνομηλίκους τους και να αισθάνονται ικανοποιημένοι στις ρομαντικές τους σχέσεις.

«Φαίνεται πως, τουλάχιστον σε αυτά τα πρώτα χρόνια, ο ρόλος του γονιού είναι να επικοινωνεί με το παιδί και να του κάνει ξεκάθαρα γνωστό πως «είμαι εδώ για σένα όταν είσαι αναστατωμένο, όταν με χρειάζεσαι. Και όταν δεν με χρειάζεσαι, είμαι ο εμψυχωτής σου”, λέει ο Lee Raby, ένας ψυχολόγος και μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Delaware ο οποίος ηγήθηκε της μελέτης.

Ο Raby χρησιμοποίησε τα δεδομένα που συλλέχτηκαν από 243 άτομα που συμμετείχαν στη «διαχρονική μελέτη του κινδύνου της Μινεσότα» (Minnesota Longitudinal Study of Risk). Όλοι οι συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν από τη γέννησή τους έως ότου έγιναν 32 ετών. “Οι ερευνητές πήγαιναν στα σπίτια αυτών τα παιδιών κατά καιρούς. Άλλες φορές οι γονείς έφερναν τα παιδιά τους στο πανεπιστήμιο και παρατηρούσαμε πώς αλληλεπιδρούν μεταξύ τους “, λέει ο Raby.

Φυσικά, η γονική συμπεριφορά κατά τα πρώτα χρόνια είναι μόνο μία από τις πολλές επιρροές, και δεν προκαλεί κατ’ ανάγκην τα οφέλη που παρατηρήθηκαν στη μελέτη. Κατά την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων, οι ερευνητές συνυπολόγισαν την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των συμμετεχόντων και το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσαν.
Τελικά, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι περίπου το 10 τοις εκατό της ακαδημαϊκής επίδοσης κάποιου συσχετίζεται με την ποιότητα της ζωής του στο σπίτι του μέχρι την ηλικία των τριών ετών. Οι μετέπειτα εμπειρίες, γενετικοί παράγοντες ακόμη και η τύχη, εξηγούν το υπόλοιπο 90 τοις εκατό, Raby λέει.

 Επίσης η ψυχοσύνθεση ενός παιδιού είναι ένας ακόμη παράγοντας.

Η δεύτερη μελέτη, που δημοσιεύθηκε επίσης στην Ανάπτυξη του Παιδιού, διαπίστωσε ότι οι πρώιμες εμπειρίες των παιδιών μπορούν να βοηθήσουν στην πρόβλεψη αν θα καταλήξουν να αναπτύξουν, ή όχι, κοινωνική αγχώδη διαταραχή ως έφηβοι – αλλά μόνο για όσους ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητα και διαταραγμένοι ως μωρά.

Για τη μελέτη αυτή, οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ παρατήρησαν πώς 165 μωρά αλληλεπιδρούσαν με τους γονείς τους. Όταν αποχωρίζονταν τους γονείς τους, μερικά αναστατώνονταν, αλλά επανέρχονταν γρήγορα όταν τους ξανασυναντούσαν. Άλλα μωρά δυσκολεύονταν να εμπιστευθούν τους γονείς τους ύστερα από ένα σύντομο αποχωρισμό, και δεν ήταν σε θέση να ηρεμήσουν μετά την επανένωση.

Αυτά τα περισσότερο ευαίσθητα βρέφη ήταν πιο πιθανό να παρουσιάσουν αίσθημα άγχους κοινωνικοποίησης και να συμμετέχουν σε ομάδες ως έφηβοι.

Λοιπόν τι σημαίνουν όλα αυτά; Από τη μία, αυτό σημαίνει ότι η ανθρώπινη ανάπτυξη είναι περίπλοκη, σύμφωνα με τον Jay Belsky, καθηγητή της ανθρώπινης ανάπτυξης στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, Davis ο οποίος δεν συμμετείχε σε καμία από τις δύο μελέτες.

Γνωρίζουμε ότι οι πρώιμες εμπειρίες μας ενδέχεται να μας επηρεάσουν όλους μας σε κάποιο βαθμό, λέει ο Belsky. Και γνωρίζουμε ότι λόγω των διακυμάνσεων στην ψυχοσύνθεση, μερικοί άνθρωποι είναι πιο ευαίσθητοι στους περιβαλλοντικούς παράγοντες από άλλους.

Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να ανακτήσουν από άσχημες εμπειρίες της παιδικής ηλικίας. «Για κάποιους, η θεραπεία ή η φαρμακευτική αγωγή μπορεί να βοηθήσει», λέει ο Belsky. “Και αυτό είναι ενδιαφέρον, επειδή υπάρχουν τώρα άλλα στοιχεία που μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα παιδιά που υποκύπτουν κάτω από κακές συνθήκες είναι αυτά ακριβώς που πραγματικά ακμάζουν κάτω από καλές συνθήκες.”

Πηγή: www.npr.org

 

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/3351

Αφήστε μια απάντηση

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση