Γράφει η ΜΑΡΙΑ-ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΓΙΑΤΡΑΚΟΥ
Π ΡΙΝ λίγα χρόνια, στο Δισπηλιό της Καστοριάς, ο καθηγητής αρχαιολογίας, κ. Χουρμουζιάδης, ανακάλυψε ένα κομμάτι ξύλου, με γραφή, του 5.500 π.Χ., που αποκλήθηκε «φωνήεν ξύλον». Λέγεται ότι ήταν εξάρτημα από το πλοίο «Αργώ», που έφτιαξε ο γιος του Φρίξου, Άργος, για την περίφημη αργοναυτική εκστρατεία, προκειμένου να αρπάξουν το «χρυσόμαλλον δέρας» και να το φέρουν στην Ιωλκό. Το «φωνήεν ξύλον», αποτελεί ισχυρή ιστορική φωνή, που μαρτυρεί τον ανήσυχο οδυσσεϊκό χαρακτήρα των Ελλήνων, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την οικονομική τους δυσπραγία και να την αντισηκώσουν με την πνευματική τους αρματωσιά, ξεπερνώντας γεωγραφικά όρια, διευρύνοντας τον γνωστικό τους ορίζοντα και γονιμοποιώντας με τον λόγο και τη σοφία τους τον παγκόσμιο λόγο, δημιουργώντας και εξακτινώνοντας τον ελληνικό πολιτισμό. «ΤE \Ελλάδι πενίη aείποτε σύντροφος aστί», κατά τη ρήση του Ηροδότου. Γι’ αυτό τον λόγο οι Έλληνες από τα βάθη των χρόνων γίνονται άποικοι. Έτσι, η κυρίως Ελλάς, η μητρόπολη, αποκτά παγκόσμια ακτινοβολία, με το πανάρχαιο φαινόμενο του αποικισμού και δημιουργεί παντού εστίες φωτεινές ελληνικού πνεύματος και τη «Μεγάλη Ελλάδα», τη «Magnam Greciam», την «εκτός Ελλάδος Ελλάδα». Με τον αποικισμό ιδρύεται, σε μεγάλη απόσταση από τη μητρόπολη, μόνιμη εγκατάσταση των Ελλήνων, που δεν ελέγχεται από τον αυτόχθονα πληθυσμό και παραμένει σε εξάρτηση από την κυρίως Ελλάδα1. Στον χώρο της Μεσογείου σημειώθηκαν κατά το τέλος της 2ης και τις αρχές της 1ης χιλιετίας π.Χ. μεγάλες πληθυσμιακές μετακινήσεις, που ξεκινούσαν από τον ελλαδικό κορμό και κατέληγαν στα παράλια της Μακεδονίας, της Μικράς Ασίας, του Ευξείνου Πόντου, της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας, κατά πρώτο λόγο, αλλά και στην Εγγύς Ανατολή, στη Βόρεια Αφρική και στην Ισπανία κατά δεύτερο. Αυτές οι πληθυσμιακές μετακινήσεις χωρίζονται σε δύο φάσεις. Στον πρώτο και δεύτερο ελληνικό αποικισμό και παρουσιάζουν πολλές ιδιαιτερότητες, σχετικές με τον χώρο, τον χρόνο, τις αιτίες, τη μέθοδο, τα αποτελέσματά τους. Ο αποικισμός δεν ήταν πάντοτε ειρηνικός. Πολλές φορές οι Έλληνες άποικοι συναντούσαν την αντίσταση των ιθαγενών, όπως συνέβη στη Σικελία και στη Θράκη. Σε αρκετές περιπτώσεις οι αυτόχθονες δέχονταν χωρίς προβλήματα τους αποίκους και συνεργάζονταν μαζί τους (Μασσαλία, Ναύκρατις). Οι άποικοι διατηρούν άρρηκτους δεσμούς με το μητροπολιτικό κέντρο, συμμετέχοντας στους πανελλήνιους αθλητικούς αγώνες και στις θρησκευτικές εορτές. Σ’ όλες τις χώρες που εγκαταστάθηκαν οι Έλληνες και στην Κάτω Ιταλία μετέφεραν και διέδωσαν τον ελληνικό τρόπο ζωής και σκέψης, αλλά κατόρθωσαν και να τον εμπλουτίσουν. Ο αποικισμός, που άρχισε στο πρώτο ήμισυ του 8ου και κράτησε ως τον 5ο αιώνα π.Χ., έφερε τον ελληνισμό σε ολόκληρο τον μεσογειακό χώρο και δημιούργησε πλήθος ελληνίδων πόλεων στις ακτές τριών ηπείρων, από την Ιβηρική χερσόνησο και τη Λιβύη ως την Κριμαία. Ιδιαίτερα στη Σικελία, Κάτω Ιταλία, Προποντίδα και Εύξεινο Πόντο συγκεντρώθηκαν συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί. Όλες οι ελληνικές αποικίες και εν προκειμένω της Κάτω Ιταλίας έγιναν πολυάνθρωπα και ισχυρά κέντρα με μεγάλη εμποροναυτική και πολιτιστική ανάπτυξη. Ο αποικισμός και στην Κάτω Ιταλία υπήρξε μια κορυφαία περίοδος της ελληνικής ιστορίας και δικαίως θεωρείται μεγάλο βήμα στην εξέλιξη του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Όλη η Κάτω Ιταλία, η «Σικελία», η Σαρδηνία γέμισαν με ελληνικές εστίες. Παντού έλαμψαν ελληνικές εστίες, σ’ όλον τον τότε γνωστό κόσμο. Οι νέες αυτές πόλεις των Ελλήνων αποίκων γέμισαν πλούτο, δημιουργήθηκαν νέες τάξεις στις ελληνικές πόλεις: οι έμποροι και οι ναυτικοί. Όλη αυτή η οικονομική ευμάρεια μαζί με τη γνωριμία που έκανε το ελληνικό στοιχείο με τους ιθαγενείς πληθυσμούς, είχε ως αποτέλεσμα τη μεγάλη πολιτιστική άνθηση σε όλους τους τομείς του ανθρώπινου επιστητού. Στον χώρο της τέχνης, της επιστήμης και της φιλοσοφίας, οι Έλληνες άποικοι έχουν να επιδείξουν υψηλά επιτεύγματα, συναγωνιζόμενοι σε μεγάλο βαθμό τη μητροπολιτική Ελλάδα. Η αρχιτεκτονική, ιδιαίτερα, με τους πολύ καλά σωζόμενους μέχρι σήμερα ναούς, και η πλαστική, με τον ιδιάζοντα χαρακτήρα της, υποδηλώνουν το υψηλό στάδιο καλλιτεχνικής ανάπτυξης όλων σχεδόν των αποικισμένων από Έλληνες περιοχών της Μεσογείου. Στην Έγεστα (Σετζέστα) θαυμάζει κανείς τον δωρικό ναό του 5ου αιώνα π.Χ., οι εργασίες του οποίου σταμάτησαν χωρίς αιτία μετά την αποπεράτωση των κιονοστοιχιών του. Σήμερα στέκεται γοητευτικός στη μοναξιά του, στις παρυφές της Σετζέστα και μας προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες για τις οικοδομικές τέχνες της εποχής. Στην Ερείκη έχουμε το ιερό της Αφροδίτης. Στον Σελινούντα (Σελινόντε), ένα από τα εξέχοντα κέντρα της Μεγάλης Ελλάδας, εντυπωσιάζει το πλήθος των ναών. Το ένα τρίτο της έκτασης της πόλης είναι αφιερωμένο στο πάνθεον των ολυμπίων θεών. Ναός του Απόλλωνα, ναός της Ήρας, ναός της Δήμητρας Μαλοφόρου.
«Κοιλάδα των ελληνικών ναών»
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.Βλ. πρόχειρα, αποικισμός, Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, Αθήνα 1996, τόμ. 10, σ. 177-180.
2.Βλ. πρόχειρα, Ευρώπη-Μεσόγειος, 2000-2001, «Μάνος», Αθήνα 2000, σ. 94-97.
3. Βλ. Σελήνη Ψωμά, Η Ελλάς των χιλιετιών και του κόσμου, Η Ελληνική, μια πάντοτε σύγχρονη γλώσσα, σελ. 57-71.
4. Βλ. Διον. Ζ. Ζακυθηνός, Βυζαντινή Ιστορία 324-1071, Αθήνα 1972, σ. 261.
5. Ciro Giannelli, l’ultimo Ellenismo nell’ Italia meridionale, εν Scripta Minora, Ρώμη 1963, σ. 307 κ.ε.
6. Andre Gouillou, Notes sur la societe dans le Katepanat d’Italie au XIe siecle, εν Melanges d’ Archaeologie et d’ Histoire, τόμ. 78 (1966), σελ. 439 κ.ε.
7.Βλ. G. Da Costa-Louillet, Saints de Sicile et d’Italie meridionale aux VIIIe, IXe et Xe siecles, Byzantion, τόμ. 29/30, (1960), σελ. 89 κ.ε.
8. Βλ. Όλγα Προφίλη, Η ελληνική στη Νότια Ιταλία, «Διάλεκτοι θύλακοι της Ελληνικής γλώσσας», Αθήνα 1999, σ. 31.
Σχόλια Αναγνωστών-Επισκεπτών