Η λογοτεχνική κριτική που εξετάζει τις αναπαραστάσεις των ανδρών και γυναικών, τη σεξουαλικότητα, τη συγκρότηση του φύλου και τις σχέσεις εξουσίας που διέπουν την έμφυλη υποκειμενικότητα στα λογοτεχνικά κείμενα έχει σήμερα πολλές μορφές. Η φεμινιστική θεωρία, που αναπτύχθηκε στα πλαίσια του ευρύτερου κινήματος του φεμινισμού, ασχολήθηκε ήδη από τη δεκαετία του 1960 με τη λογοτεχνία και οι πρώτες φεμινίστριες κριτικοί καταδίκασαν την αρνητική απεικόνιση των γυναικών στη λογοτεχνία, ενώ έγινε προσπάθεια για την ανάδειξη μιας γυναικείας παράδοσης, εστιάζοντας στις γυναίκες ως συγγραφείς [authors] και αναγνώστριες. Άλλες θεωρητικές τάσεις, όπως η μελέτη του φύλου [gender studies] και οι λεσβιακές και γκέι θεωρίες, σε συνάρτηση με το κίνημα για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων που ξεκίνησε το 1969, ακολούθησαν την ανάπτυξη της φεμινιστικής θεωρίας και των γυναικείων σπουδών [women’s studies], της διεπιστημονικής μελέτης θεμάτων που αφορούν τις γυναίκες και το φύλο στα πανεπιστήμια, με αποτέλεσμα σήμερα η σχέση της λογοτεχνικής κριτικής με το φύλο να καλύπτει τρία εφαπτόμενα πεδία: τη φεμινιστική θεωρία και λογοτεχνική κριτική, τις λεσβιακές γκέι και queer θεωρίες [queer theory] και τη μελέτη των ανδρών και του ανδρισμού [masculinity]. Η ευρύτερη λοιπόν μελέτη του φύλου στη λογοτεχνία διερευνά ζητήματα διαφοράς [difference], ισότητας, σεξουαλικότητας [sexuality], ταυτότητας [identity], και των σχέσεων μεταξύ φύλου και φυλής, κοινωνικής τάξης και εθνότητας. Ακόμα ασχολείται με τη κατασκευή του λογοτεχνικού κανόνα [canon] και τη συμβολή της συγγραφής και της ανάγνωσης στις κοινωνικές αλλαγές, όχι μόνον όσον αφορά στα δικαιώματα των γυναικών αλλά και των μειονοτήτων γενικότερα.
Ο ρόλος του φύλου στη λογοτεχνική κριτική δεν θα μπορούσε να εξεταστεί ξεχωριστά από τον φεμινισμό. Η διεκδίκηση της ισότητας των γυναικών έχει άμεση σχέση με τη γυναικεία λογοτεχνία και η φεμινιστική θεωρία πηγάζει από το κοινωνικό κίνημα του φεμινισμού για την προώθηση των δικαιωμάτων των γυναικών που ξεκίνησε στα τέλη του 18ου αιώνα. Το κίνημα του φεμινισμού απαιτεί την ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών σε όλους τους τομείς, την πολιτική, την οικονομία και την κοινωνία. Οι φεμινιστές/στριες πιστεύουν ότι οι γυναίκες καταπιέζονται εξαιτίας της κυρίαρχης ιδεολογίας της πατριαρχίας [patriarchy], που τις υποτάσσει μέσα από ένα σύστημα κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών θεσμών. Μόνο το τέλος της πατριαρχίας θα φέρει την απελευθέρωση όχι μόνο των γυναικών αλλά και των ανδρών, των μειονοτήτων και των ομοφυλοφίλων. Βέβαια δεν υπάρχει μία «σχολή» φεμινιστικής κριτικής, αλλά πολλές τάσεις από τότε που άρχισε το φεμινιστικό κίνημα μέχρι σήμερα. Η φεμινιστική θεωρία εξελίχθηκε σε σχέση με άλλες θεωρίες όπως είναι ο Διαφωτισμός, ο Μαρξισμός, η ψυχανάλυση, ο μεταδομισμός και η μετα-αποικιοκρατική θεωρία καθώς οι φεμινιστές/στριες κριτικοί όχι μόνο συνεισέφεραν αλλά και άσκησαν κριτική σε αυτές. Από το 1798, όταν η Βρετανίδα συγγραφέας Mary Wollstonecraft δημοσίευσε το έργο A Vindication of the Rights of Women, υποστηρίζοντας ότι η ισότητα των γυναικών είναι απαραίτητη για μια δίκαιη κοινωνία, μέχρι τον βικτωριανό φιλόσοφο John Stuart Mill, ο οποίος στο The Subjection of Women (1869) απαίτησε ίσα δικαιώματα για τις γυναίκες, οι φεμινιστές/φεμίνιστριες θεώρησαν ότι το δικαίωμα της ψήφου θα οδηγούσε στην ίση θέση της γυναίκας. Όμως παρά την απόκτηση αυτού του δικαιώματος σε πολλές χώρες της δυτικής Ευρώπης και στις ΗΠΑ στις αρχές του 20ου αιώνα, οι γυναίκες εξακολούθησαν να βρίσκονται σε κατώτερη θέση από τους άνδρες και να υφίστανται άνιση μεταχείριση. Έτσι από το 1960 ζήτησαν πιο ριζοσπαστικές αλλαγές στην κοινωνία και έργα όπως το Feminine Mystique (1963) της Αμερικανίδας Betty Friedan τόνισαν την ανάγκη για πλήρη πολιτική και νομική ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών.
Μια άλλη τάση του φεμινιστικού κινήματος την ίδια εποχή ήταν ο μαρξιστικός φεμινισμός [Marxist feminism], που σε αντίθεση με τις απόψεις της φιλελεύθερης πολιτικής θεωρίας, υποστήριξε ότι οι ασυμμετρίες της εξουσίας προέρχονται από την οικονομική εκμετάλλευση, επομένως οι διακρίσεις εις βάρος των γυναικών και γενικά των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων οφείλονται στον καπιταλισμό. Επηρεασμένος από το έργο του Friedrich Engels, συνεργάτη του Marx, The Origin of the Family, Private Property, and the State (1845), ο μαρξιστικός φεμινισμός θεώρησε ότι για να απελευθερωθούν οι γυναίκες θα πρέπει να ανεξαρτητοποιηθούν οικονομικά και να πολεμήσουν ταυτόχρονα την πατριαρχία και τον καπιταλισμό.
Το έναυσμα όμως για μια πιο κριτική θεώρηση στο πως διαμορφώνονται οι γυναίκες στην κοινωνία και πως συγκροτείται η ίδια η έννοια τoυ φύλου έδωσε το ρηξικέλευθο έργο της Γαλλίδας συγγραφέως Simone de Beauvoir Το δεύτερο φύλο (1949). Λέγοντας ότι «δεν γεννιέσαι γυναίκα, αλλά γίνεσαι», η Beauvoir εισήγαγε την έννοια του κοινωνικού φύλου [gender], τη διαπίστωση δηλαδή ότι το φύλο είναι κοινωνικό κατασκεύασμα και όχι δεδομένο της φύσης. Η Beauvoir χρησιμοποιεί τον όρο Άλλος [Other] για να δείξει πώς στην πατριαρχική κοινωνία η γυναίκα λειτουργεί ως το αρνητικό του άνδρα, ο οποίος ορίζεται ως ο Εαυτός/υποκείμενο και αντιπροσωπεύει το λογικό και φυσικό. Από τη δεκαετία του 1970, οι φεμινιστές/φεμινίστριες, ιδιαίτερα ο ριζοσπαστικός φεμινισμός [radical feminism] εξέτασε την καταπίεση των γυναικών πέρα από τις πολιτικές, νομικές και οικονομικές δομές της κοινωνίας, αναλύοντας θέματα αναπαραγωγής, σεξουαλικότητας και εξουσίας και επιμένοντας ότι το «προσωπικό είναι πολιτικό». Ο ριζοσπαστικός φεμινισμός θεώρησε ότι οι γυναικείοι ρόλοι της μητρότητας [maternity] και της σεξουαλικότητας διαιωνίζουν την υποταγή των γυναικών και αρκετές φεμινίστριες υποστήριζαν ότι η πατριαρχία θα πρέπει αντικατασταθεί από το αντίθετό της, την μητριαρχία [matriarchy]. Συγγραφείς όπως η Mary O’ Brien στο The Politics of Reproduction (1981) έδειξαν με ποιό τρόπο οι άνδρες ελέγχουν την αναπαραγωγή των γυναικών, ενώ άλλες τάσεις που διαμορφώθηκαν οδήγησαν στον λεσβιακό φεμινισμό [lesbian feminism] και στον διαχωριστικό φεμινισμό [separatist feminism].
Ο ριζοσπαστικός φεμινισμός έδωσε μεγάλη προσοχή στο πολιτισμό και στη λογοτεχνία, με κορυφαίο παράδειγμα το βιβλίο Sexual Politics (1970) της Αμερικανίδας Kate Millett, που άσκησε κριτική στις απεικονίσεις των πατριαρχικών αξιών στη λογοτεχνία. Το δεύτερο κύμα [second wave feminism] – από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 – του αγγλο-αμερικανικού φεμινισμού [Anglo-American feminism] ασχολήθηκε με την γυναικεία εμπειρία μέσα από την ανάλυση των γυναικείων λογοτεχνικών χαρακτήρων, με τη μητρογονική κληρονομιά [matrilineal heritage] και με τις ίδιες τις γυναίκες ως συγγραφείς και αναγνώστριες. Αρχίζοντας από την αγγλική λογοτεχνία, οι φεμινίστριες κριτικοί επιτέθηκαν στον λογοτεχνικό κανόνα και στον αποκλεισμό των γυναικών από αυτόν. Πηγή έμπνευσης για αυτού του είδους την κριτική ήταν η Αγγλίδα συγγραφέας Virginia Woolf, και κυρίως το έργο της A Room of One’s Own (1929), το οποίο ήταν το πρώτο που αποτύπωσε μια γυναικεία λογοτεχνική παράδοση. Η Αμερικανίδα κριτικός Elaine Showalter στο έργο της Toward a Feminist Poetics, δημιούργησε τον όρο γυνοκριτική [gynocriticism] και παρουσίασε την εξέλιξη της γυναικείας λογοτεχνίας από τη βικτωριανή περίοδο μέχρι τη σύγχρονη εποχή, χωρίζοντας την σε τρεις περιόδους – τη θηλυκή [feminine] περίοδο , που αρχίζει το 1840 και φτάνει ως το 1880, τη φεμινιστική [feminist], από το 1880 μέχρι την απόκτηση ψήφου για τις γυναίκες το 1920, και τέλος τη γυναικεία [female], από το 1920 και έπειτα. Η Showalter όμως κατηγορήθηκε για ουσιοκρατία [essentialism] καθώς άλλες κριτικοί, όπως η Φιλανδή Toril Moi, θεωρούν ότι η γυνοκριτική περιορίζεται στη λογοτεχνία των λευκών γυναικών της αστικής τάξης αποκλείοντας γυναίκες διαφορετικών εθνοτήτων και φυλών, ενώ η Alice Jardine στο βιβλίο της Gynesis: Configurations of Woman and Modernity (1985) αντιπροτείνει τον όρο γύνεση [gynesis], που επικεντρώνεται στη γυναίκα όχι ως συγγραφέα ή χαρακτήρα αλλά ως «συγγραφικό αποτέλεσμα». Γενικά, ο αγγλο-αμερικανικός φεμινισμός θεωρήθηκε ότι πρόβαλε μια μονολιθική γυναικεία εμπειρία και ιστορία.
Αντίθετα, ο γαλλικός φεμινισμός [French feminism], που ξεκίνησε από τη Γαλλία στα τέλη της δεκαετίας του 1970 μέσα από το έργο Γαλλίδων κριτικών, όπως οι Julia Kristeva, Helene Cixous και Luce Irigaray, ανέλυσε το ρόλο του φύλου στη λογοτεχνία στηριζόμενος στο μεταδομισμό και τη ψυχανάλυση, ειδικά στο έργο του Γάλλου ψυχαναλυτή Jacques Lacan. Ο ριζοσπαστικός φεμινισμός είχε ήδη φέρει μια μεγάλη αλλαγή στο φεμινιστικό κίνημα, δίνοντας έμφαση στη διαφορά αντί για την ισότητα. Η παραδοχή ότι οι γυναίκες διαφέρουν από τους άντρες και ότι αυτό είναι θετικό και όχι αρνητικό για να σταματήσουν την υποταγή τους οδήγησε το φεμινισμό στη μελέτη της ψυχανάλυσης με στόχο την εξερεύνηση αυτών των διαφορών. Στα τέλη του 1970, οι Αμερικανίδες φεμινίστριες Dorothy Dinnerstein και Nancy Chodorow αρνήθηκαν τη θεωρία του Sigmund Freud ότι οι διαφορές ανδρών και γυναικών οφείλονται στο Οιδιπόδειο σύμπλεγμα [Oedipal complex] και στην αδυναμία των γυναικών να το επιλύσουν, υποστηρίζοντας ότι οι γυναίκες διαφέρουν από τους άνδρες επειδή ανατράφηκαν από τις μητέρες τους σύμφωνα με ένα συγκεκριμένο γυναικείο πρότυπο.
Για τις Γαλλίδες φεμινίστριες όμως η φροϋδική ψυχανάλυση, ιδιαίτερη η μεταδομιστική θεώρησή της από το Lacan απέβη ιδιαίτερα χρήσιμη. Ο γαλλικός φεμινισμός επηρεάστηκε εξίσου από τη λακανική ψυχανάλυση και από τη φιλοσοφική σκέψη του Γάλλου φιλοσόφου Jacques Derrida. Ο Derrida χρησιμοποιεί το νεολογισμό διαφωρά (différance) [differance] ομόηχη με τη λέξη διαφορά (différence) για να υπονομεύσει τον λογοκεντρισμό [logocentrism] του δυτικού κόσμου, τονίζοντας ότι η γλώσσα λειτουργεί μέσα από δίπολες αντιθέσεις [binary oppositions] (π.χ. σημαίνον/σημαινόμενο [signifier/signified], παρουσία/απουσία, φύση/πολιτισμός, ομιλία/γραφή) Η διαφωρά που διέπει ολόκληρο το σύστημα της γλώσσας εμποδίζει την απόλυτη αλήθεια, αφού το σημαινόμενο δεν είναι ποτέ παρόν• πάντα καθυστερεί στη γραφή, αφού η γραφή παράγει νόημα σε έναν απεριόριστο αριθμό περικειμένων που μπορεί να υπάρξει στο μέλλον. Σε αυτά τα πλαίσια, η Γαλλίδα κριτικός Hélène Cixous εισάγει στα μέσα της δεκαετίας του 1970 μέσα από τα δοκίμια “La rire de la Méduse” και “La Jeune Née” τον όρο γυναικεία γραφή [écriture feminine] για να εκφράσει την έμφυλη διάσταση της συγγραφής και του λογοτεχνικού κειμένου. Εφόσον ο λόγος είναι φαλλογοκεντρικός [phallogocentric], η Cixous πιστεύει ότι για να ανατρέψουν οι γυναίκες τον φαλλοκεντρισμό [phallocentrism] πρέπει να βρουν το δικό τους χώρο στη γλώσσα. Ο γαλλικός φεμινισμός ασχολείται με τη σχέση μεταξύ βιολογικού [sex] και κοινωνικού [gender] φύλου και δίνει έμφαση στο σώμα [body], στην γυναικεία επιθυμία [desire] και στην ηδονή [jouissance] μέσα από έναν πρωτοποριακό τρόπο γραφής που προβάλλει το αυτοβιογραφικό στοιχείο [autobiography]. Ακόμα ανακαλύπτει τη φωνή του σώματος μέσα στο κείμενο (η ηδονή είναι σεξουαλική [sexual] και κειμενική [textual] απόλαυση) και αναδιατυπώνει τη σχέση του με το υποκείμενο [subject]. Πέρα από μια απλή ανάγνωση του Lacan, ο γαλλικός φεμινισμός επικεντρώνεται στην προ-Οιδιπόδεια κατάσταση [pre-Oedipal stage] και αναλύει τις δομές που αποτελούν τη συμβολική τάξη [symbolic order]. Ενώ οι Cixous και Irigaray σε απάντηση στο φαλλογοκεντρισμό και την ουσιοκρατία αντιπροτείνουν την γυναικεία γραφή, η Kristeva ορίζει ένα χώρο πέρα από τον λόγο του ομιλούντος υποκειμένου που εμφανίζεται στην ποίηση και πηγάζει από το πρώτο στάδιο της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης του ατόμου, τη χώρα [chora]. Ονομάζει αυτή την προγλωσσική και προ-οιδιπόδεια διεργασία σημασιοδότησης σημειωτική [semiotic] γιατί βρίσκεται στη σωματική εμπειρία του βρέφος του σημειωτικού σταδίου, η οποία απωθείται όταν το άτομο εισέλθει στο συμβολικό και αποκτήσει συνείδηση του εαυτού (το στάδιο του καθρέφτη [mirror stage]) αλλά δεν παύει να παραμένει ενεργή.
Στις παραπάνω θεωρίες ασκήθηκε κριτική από τη φεμινιστική λογοτεχνική κριτική των μαύρων γυναικών [black feminist literary criticism], τον υλιστικό φεμινισμό [materialist feminism], αλλά και γενικότερα από το φεμινισμό του τρίτου κύματος [third wave feminism] που εμφανίστηκε στη δεκαετία του 1990 με σκοπό να αμφισβητήσει τις αντιλήψεις του δευτέρου κύματος για το γυναικείο φύλο, κατηγορώντας τον ότι ασχολήθηκε με τις λευκές ετεροφυλόφιλες γυναίκες της αστικής τάξης. Ο φεμινισμός του τρίτου κύματος επηρεασμένος από τη μετα-αποικιοκρατική θεωρία και τη μεταδομιστική ερμηνεία του φύλου αποδομεί το σημαίνον «γυναίκα» και διατείνεται ότι οι δυτικές μορφές του φεμινισμού βλέπουν τη γυναικεία εμπειρία ως οικουμενική. Θεωρεί ότι καθώς η αποικιοκρατία [colonialism] ταυτίζεται με τον μισογυνισμό [misogyny], την πατριαρχία και τον φαλλογοκεντρισμό, οι γυναίκες στις αποικίες αλλά και στις μετα-αποικιοκρατικές κοινωνίες υφίστανται αυτό το οποίο ονομάζουμε διπλή αποικιοκράτηση [double colonization], καταπιέζονται δηλαδή όχι μόνο ως αποικιοκρατούμενες (φυλετική, ταξική και εθνική καταπίεση) αλλά και ως γυναίκες. Η Ινδή κριτικός Chandra Talpade Mohanty κατηγόρησε τον δυτικό φεμινιστικό λόγο ότι αντιλαμβάνεται τη γυναίκα του λεγόμενου Τρίτου κόσμου ως «ένα ενιαίο και μονολιθικό υποκείμενο» (1988) και αβοήθητο θύμα της πατριαρχίας χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις διαφορετικές και πολλαπλές εμπειρίες των γυναικών αυτών ή την ύπαρξη φεμινισμών στις χώρες αυτές. Σήμερα η φεμινιστική θεωρία απαιτεί σύνθετη σκέψη και συχνά αφηρημένες έννοιες, προσπαθώντας συγχρόνως να παραμείνει χρήσιμη για την καθημερινή ζωή των γυναικών σε όλο τον κόσμο και να αναπτύξει στρατηγικές για ουσιαστικές κοινωνικές αλλαγές. Η διάκριση μεταξύ πανεπιστημιακού και ακτιβιστικού φεμινισμού [academic feminism vs. activist feminism]είναι απλουστευτική μια και η θεωρία είναι πολιτική, αν και ορισμένες φεμινίστριες ανησυχούν ότι η θεσμική νομιμοποίηση του σπουδών του φύλου αποδυναμώνει την ανατρεπτικότητα του φεμινιστικού λόγου. Η φεμινιστική θεωρία και η κριτική της λογοτεχνίας μέσα από την οπτική του φύλου αναγνωρίζει τις φυλετικές, εθνοτικές, κοινωνικές, σεξουαλικές και θρησκευτικές διαφορές ανάμεσα στις γυναίκες προσπαθώντας ταυτόχρονα να βρει έναν κοινό τόπο πέρα από μια ομοιογενή έννοια της «γυναίκας». Με αυτόν τον τρόπο η φεμινιστική θεωρία βρίσκεται πάντα στην πρωτοπορία. Νέες κατευθύνσεις περιλαμβάνουν το νομαδισμό [nomadism] που εισάγει η Ιταλίδα φιλόσοφος Rosi Braidotti (1993) για να περιγράψει τη γυναίκα ως άπατρι και φυγά, γεγονός που της επιτρέπει να ξεπεράσει τον φαλλοκεντρισμό και να αναζητήσει μια «νέα γυναικεία φεμινιστική ταυτότητα», κατανοώντας βέβαια τις διαφορές ανάμεσα στις γυναίκες και την υβριδική φιγούρα του σάιμποργκ [cyborg] της Αμερικανίδας Donna Haraway (1991), ένα πλάσμα ανάμεσα σε μηχανή και οργανισμό που αντιπροσωπεύει μια απόδραση από τα δίπολα της επιστημολογίας που έχουν περιορίσει τις γυναίκες σε μια έμφυλη «φύση», ενώ νέες τάσεις συνεχίζουν να αναπτύσσονται στα πλαίσια του μετα-ανθρωπισμού [posthumanism], του οικολογικού κινήματος, κ.α. Ο κυβερνοφεμινισμος [cyberfeminism] στοχεύει στην ανατροπή των πατριαρχικών εικόνων του Διαδικτύου και στη διαμόρφωση μιας διαδικτυακής φεμινιστικής πολιτικής ενώ ο οικοφεμινισμός [ecofeminism] εστιάζει στο συνεκτικό δεσμό μεταξύ της καταπίεσης της γυναίκας και αυτής της φύσης.
Στα τέλη του 20ου και στις αρχές του 21ου αιώνα ένα ακόμη σημαντικό κίνημα που αμφισβήτησε τις παραδοσιακές αναγνώσεις της λογοτεχνίας δίνοντας έμφαση στο φύλο και ιδιαίτερα στη σεξουαλικότητα είναι η queer θεωρία. Συνυφασμένη με τη φεμινιστική θεωρία, η queer θεωρία συνδέει το κοινωνικό φύλο με τη σεξουαλικότητα και εξετάζει πως αυτή διαμορφώνει την πολιτική της ταυτότητας [identity politics] (Hall 2006:102). Ο όρος “queer”, που από μειωτικός έγινε πολιτικός όρος από τους ακτιβιστές για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων και των ατόμων με AIDS στα τέλη του 1980, επιχειρεί να γεφυρώσει διάφορες τάσεις στην ευρύτερη θεωρία του φύλου, εφόσον γκέι και λεσβίες μοιράζονται μια κοινή ιστορία καταπίεσης και υποτίμησης και οι πολιτικές επιδιώξεις τους συμπίπτουν, υποδηλώνοντας μια στρατηγική αντίθεσης και αντίστασης στην ηγεμονία [hegemony] της ετεροκανονικότητας [heteronormativity]. Εκτός από τη φεμινιστική θεωρία, οι κριτικοί αυτής της θεωρίας βασίστηκαν στην ανάλυση της ιστορίας της σεξουαλικότητας από τον Γάλλο στοχαστή Michel Foucault, ο οποίος υποστήριξε ότι με την ανάπτυξη των κοινωνικών επιστημών τον 19ο αιώνα ο ομοφυλόφιλος έγινε ένα ξεχωριστό είδος [species] (1984: Ι, 43). Η queer θεωρία ανατρέπει αυτές τις δήθεν επιστημονικές κατηγοριοποιήσεις της σεξουαλικής συμπεριφοράς και τις νομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές διακρίσεις που απορρέουν από αυτές και αποδομεί το δίπολο ετεροφυλόφιλος/ομοφυλόφιλος με τον ίδιο τρόπο που ο μεταδομιστικός φεμινισμός αποδομεί το δίπολο άνδρας/γυναίκα.
Μέσα από τις αναγνώσεις κειμένων καταδεικνύεται ότι η ομοφυλοφιλία [homosexuality] και ως εκ τούτου και η ετεροφυλοφιλία και η αμφιφυλοφιλία αποτελούν κοινωνικά προϊόντα και η ανάπτυξη μιας διακριτής ομοφυλοφιλικής (λεσβιακής ή γκέι) ταυτότητας καθορίζεται μέσα από τις ιδεολογικές συνθήκες μιας συγκεκριμένης εποχής. Βασικός στόχος της θεωρίας είναι ακόμη να εντοπιστούν και να αναδειχθούν τα έργα μη ετεροφυλόφιλων συγγραφέων, ενώ κριτικοί όπως η Eve Sedgwick στο πρωτοπόρο έργο της Between Men: English Literature and Male Homosocial Desire (1985) ανέδειξε μέσα από τη λογοτεχνική ανάλυση πως οι πατριαρχικές δομές της ανδρικής φιλίας, την οποία ονομάζει ομοκοινωνική τάξη [homosocial order], εξαρτώνται από την βίαια καταπίεση της ομοφυλοφιλίας Μια από τις πιο σημαντικές φωνές στην queer θεωρία είναι η Judith Butler, η οποία αν και ξεκινά από τις απόψεις του Lacan και των γαλλικού φεμινισμού ότι η γλώσσα είναι πατριαρχική, καταλήγει ότι καθοριστικό ρόλο στον ορισμό του φύλου δεν έχει η γλώσσα αλλά οι κοινωνικές και πολιτισμικές παράμετροι. Η επιτέλεση [performance] του βιολογικού και κοινωνικού φύλου και της σεξουαλικότητας δεν είναι επιλογή του υποκειμένου, αλλά καθορισμένη από τους «κανονιστικούς λόγους» (regulative discourses, όρος του Foucault στο Discipline and Punish, 1975) που υπαγορεύονται από τα καθιερωμένα κριτήρια της ετεροκανονικότητας. Στο Gender trouble: Feminism and the Subversion of Identity (1990), η Butler εισάγει την έννοια της επιτελεστικότητας [performativity] του έμφυλου σώματος υποστηρίζοντας ότι το φύλο δεν εγγράφεται παθητικά πάνω στο σώμα αλλά επιτελείται καθημερινά σε μια διαδικασία πίεσης και αντίστασης. Επομένως η ομοφυλοφιλία και ο λεσβιασμός [lesbianism] δεν είναι μια συγκεκριμένες ταυτότητες που οδηγούν σε ένα κανονιστικό μοντέλο δράσης, αλλά το αντίθετο. Θέτοντας σε αμφισβήτηση τη σταθερότητα της έμφυλης ταυτότητας, η Butler θεωρεί την ομοφυλοφιλία παρωδία της ετεροφυλοφιλίας και σεξουαλική στρατηγική ή ακόμη και «μεταμφίεση» που διατηρεί ή ανατρέπει την ετεροφυλοφιλία, προκαλώντας αναταραχή ή αναστάτωση [trouble]. Μέρος των λεσβιακών και γκέι σπουδών είναι ακόμη οι διαφυλικές σπουδές [transgender studies] που εξετάζουν κάθε είδους παρέκκλιση (όπως ο τρανσβεστισμός) από το κανονιστικό πρότυπο του βιολογικού φύλου, της έμφυλης ταυτότητας και της σεξουαλικής επιθυμίας. Για κριτικούς όπως η Judith Halberstam (1998) η διαφυλική θεωρία εμπλουτίζει την queer θεωρία καθώς η επιτελεστική παρέκκλιση από τη φυσικοποιημένη έμφυλη ταυτότητα δίνει τη δυνατότητα για ριζικές κοινωνικές αλλαγές.
Η μελέτη του φύλου στη λογοτεχνία σήμερα αναδεικνύει την ανάγκη για κριτική σκέψη πάνω στις παγιωμένες αντιλήψεις για την έμφυλη ταυτότητα και την σεξουαλικότητα. Η ποικιλόμορφη παγκόσμια κουλτούρα, η παγκοσμιοποίηση, η εξάπλωση των νέων μέσων μαζικής ενημέρωσης και των νέων τεχνολογιών αποτελούν καινούργιες προκλήσεις αλλά και μεγάλες ευκαιρίες για δημιουργική έρευνα και εργασία.
Πηγή :http://www.thefylis.uoa.gr/fylopedia/index.php
Σχόλια Αναγνωστών-Επισκεπτών