Δημοτικό Τραγούδι: η ερμηνεία και οι ρίζες του

Το βασικό ερώτημα που γεννάται σ’ ένα μελετητή της Δημοτικής Μουσικής είναι ακριβώς η ετυμολογία και η ερμηνεία του όρου.

Στο “Διεθνές Συνέδριο για τη Μουσική του Λαού” που έγινε το 1955 στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας δόθηκε ο εξής ορισμός: “Δημοτική μουσική είναι το προϊόν μιας μουσικής παράδοσης που εξελίχθηκε μέσα από προφορικές διαδικασίες”.

Οι παράγοντες που συνιστούν αυτή την παράδοση είναι:

α) η αδιάκοπη συνέχεια που ενώνει το παρόν με το παρελθόν.

β) Οι παραλλαγές που ξεπηδούν από τη δημιουργική φαντασία του ατόμου ή της ομάδας.

γ) Η επιλογή από την ομάδα, που καθορίζει τον τύπο ή τους τύπους της μουσικής που επιβιώνει.

Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τη μουσική εκείνη που συντέθηκε από κάποιο   επώνυμο  δημιουργό  και  στη  συνέχεια  πέρασε  στην  άγραφη  ζωντανή παράδοση της κοινότητας.

Ο  όρος  δεν  μπορεί  να  χρησιμοποιηθεί  για  γραπτές  λαϊκές  συνθέσεις  που παραλήφθηκαν από την κοινότητα έτοιμες και παραμένουν αμετάβλητες.

Η  μουσική  αυτή,  ως  ακριβής  ανάπλαση  και  αναδημιουργία,  δεν  θεωρείται δημοτική, παρά το γεγονός ότι η κοινότητα δίνει σ’ αυτήν δημοτικό χαρακτήρα.

Γίνεται  λοιπόν  φανερό  ότι  σύμφωνα  με  τον  παραπάνω  ορισμό,  η  δημοτική μουσική  δηλώνει  τη  μουσική  του  δήμου,  δηλαδή  του  λαού.  Είναι  το  είδος  της μουσικής που δημιουργεί και συντηρεί ο κάθε λαός για να εξυπηρετήσει τις διάφορες ανάγκες του στην κοινωνική και  πνευματική ζωή. Ειδικότερα η δημοτική μουσική καλλιεργείται   κυρίως   σε  αγροτοκτηνοτροφικές περιοχές  με   περιορισμένη επικοινωνία και παραστάσεις από τον υπόλοιπο κόσμο.

Ένα άλλο στοιχείο που προκύπτει είναι ότι η δημοτική μουσική εξελίσσεται μέσα από  προφορικές διαδικασίες. Είναι δηλαδή άγραφη και δημιουργείται, συντηρείται και μεταδίδεται από γενιά σε γενιά με την προφορική παράδοση. Αυτό σημαίνει ότι οι φορείς της, οι λαϊκοί καλλιτέχνες  είναι απλοϊκοί άνθρωποι της υπαίθρου χωρίς μουσική κατάρτιση: και βέβαια γίνεται φανερός ο ρόλος αυτών των ανθρώπων όσον αφορά τη διάδοση και συντήρηση της δημοτικής μουσικής.

Ποιος όμως, είναι ο δημιουργός των δημοτικών τραγουδιών;

Από πολλούς εκφράζεται η άποψη ότι “είναι ο λαός”. Όμως ο λαός ως σύνολο δεν μπορεί να συνθέσει τραγούδια.

Πως λοιπόν δημιουργούνται τα δημοτικά τραγούδια;

Ο γνωστός λαογράφος Νικόλαος Πολίτης είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικός σχετικά με το ερώτημα αυτό. Κατά την άποψη του κάθε δημοτικό τραγούδι στην αρχική του μορφή,  εκτός  από  σπάνιες   περιπτώσεις,  είναι  προσωπική  δημιουργία  κάποιου προικισμένου  λαϊκού  καλλιτέχνη  ο  οποίος  παράλληλα  με  τη  στιχουργική  του ικανότητα, διαθέτει ανεπτυγμένο και το μουσικό αίσθημα.

Σε μια στιγμή λοιπόν έξαρσης ο καλλιτέχνης αυτός δημιουργεί ένα τραγούδι το οποίο επενδύει με μια μελωδία είτε δικής του έμπνευσης, εφόσον διαθέτει μουσικό ταλέντο, είτε δανεισμένης από κάποιο άλλο γνωστό δημοτικό τραγούδι.

Τα  υλικά  σύνθεσης  του  νέου  τραγουδιού  (φόρμουλες,  μέτρο,  στιχουργικές μορφές,  κλπ)   ο   πρώτος  δημιουργός  τα  παίρνει  από  το  “εθνικό  ταμείο”  των παραστάσεων, των γνώσεων και των εμπειριών.

Έτσι  το  νέο  τραγούδι  δεν  είναι  τίποτα  περισσότερο  από  μια  ανασύνθεση γνωστών   στοιχείων  τα  οποία  διασκευάζει  και  εμπλουτίζει  στο  βαθμό  που  του επιτρέπουν οι πνευματικές δυνάμεις του.

Κατά τη δημόσια εκτέλεση του τραγουδιού, κάποιος από το ακροατήριο, που αισθάνεται    ότι                 το τραγούδι εκφράζεικαι τα δικά του συναισθήματα,το απομνημονεύει και το επαναλαμβάνει όπως ακριβώς είναι ή κάνοντας μικρές μόνο αλλαγές.

Με τον καιρό το όνομα του πρώτου δημιουργού, ο οποίος συνέθεσε το τραγούδι όχι για την προσωπική του προβολή αλλά απλώς και μόνο για να εκφράσει τα ψυχικά του συναισθήματα,  ξεχνιέται εντελώς και το τραγούδι μεταδιδόμενο από στόμα σε στόμα, αρχίζει να κυκλοφορεί ελεύθερα και γίνεται κοινό κτήμα. Και περνώντας από μια συνεχή επεξεργασία καταλήγει στην οριστική του μορφή.

Αφού  λοιπόν  έγινε  γνωστό  το  πως  παράγεται  και  διαδίδεται  ένα  δημοτικό τραγούδι, το άλλο πρόβλημα που χρειάζεται ν’ αντιμετωπιστεί είναι ο προσδιορισμός των   αρχών του ελληνικού      δημοτικού  τραγουδιού. Υπάρχουν   βέβαια   μερικά τραγούδια  όπως τα ιστορικά, που παρέχουν βάσιμες ενδείξεις για τον τόπο και το χρόνο  δημιουργίας  τους.  Για  τα  περισσότερα  τραγούδια  όμως  κάθε  προσπάθεια χρονολόγησης τους είναι πάρα πολύ δύσκολη.

Το θέμα αυτό απασχόλησε τον πρώτο εκδότη ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, το γάλλο φιλέλληνα Κλαύδιο – Κάρολο Φωριέλ. Στις αρχές του περασμένου αιώνα ο Φωριέλ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα τραγούδια της συλλογής του ανήκουν στα τέλη του 16ου και αρχές του 17ου αιώνα.

Από την παρατήρηση ότι αρκετά δημοτικά τραγούδια βρίσκονται συγχωνευμένα σε   μυθιστορήματα   της   υστεροβυζαντινής   περιόδου,   μεταθέτει   τις   αρχές   της Ελληνικής  δημοτικής  ποίησης στον 11ο αιώνα και έπειτα στον 8ο αιώνα όπου για πρώτη φορά αναφέρονται οι λέξεις “τραγούδι” και “τραγουδώ” με τη σημερινή τους έννοια και καταλήγει λέγοντας ότι:“εκείνο για το οποίο είμαι πεπεισμένος και θα ήθελα να μπορούσα ν’ αποδείξω είναι ότι η δημοτική ποίηση της σύγχρονης Ελλάδας δεν δημιουργήθηκε, ούτε κατά τη σημερινή εποχή, ούτε κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Δεν υπάρχει συγκεκριμένη εποχή κατά την οποία θα μπορούσαμε  να τοποθετήσουμε την αρχή της. Αλλά δεν μπορεί  παρά  να  είναι  μία  συνέχεια,  μία  εξακολούθηση,  μία  αργή  και  βαθμιαία μεταβολή της αρχαίας ποίησης των Ελλήνων”.

Η άποψη αυτή του Φωριέλ, αν και ορθή ως προς τις γενικές της αρχές,  δεν μπορούσε στην εποχή του να στηριχθεί επαρκώς γιατί το αποδεικτικό υλικό που είχε στη διάθεσή του ήταν περιορισμένο. Από τις έρευνες άλλων σπουδαίων λαογράφων, όπως των Νικ. Πολίτη, Στυλ. Κυριακίδη, Γ. Μέγα, Γ. Σπυριδάκη, αποδείχθηκε ότι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν πολλά λαϊκά  τραγούδια που συνήθιζαν να τραγουδούν στην εργασία,  τις  γιορτές  και  τις  κάθε  λογής  λαϊκές  εκδηλώσεις  τους.  (0  Ιμαίος,  το τραγούδι  των  μυλωνάδων,  ο  αίλινος,  το  τραγούδι  του  αργαλειού,  ο  ίουλος,  το τραγούδι του θέρου, το επιλήνιον, το τραγούδι κατά το πάτημα των σταφυλιών στο ληνόν = πατητήρι, ο βουκολιασμός, το τραγούδι των βοσκών, κλπ).

Από τα τραγούδια αυτά ελάχιστα διασώθηκαν. Επίσης ως αξιόλογα στοιχεία που αποδεικνύουν τη σχέση με την αρχαιότητα, ο Στ. Κυριακίδης θεωρεί τα εξής:

1)  Τις   λέξεις   “τραγούδι”,   “παραλογή”   και   “καταλόγι”.   Η   λέξη   “τραγούδι” προέρχεται από τη λέξη “τραγωδία” η οποία ήδη από τον 10ο αιώνα μ.Χ. είχε λάβει  τη  σημασία  του   άσματος  (τραγουδιού)  ενώ  η  λέξη  “παραλογή” ετυμολογείται  πιθανότατα  από  την   “παρακαταλογή”  που  δήλωνε  είδος μελοδραματικής απαγγελίας. Η λέξη “καταλόγι” που  σήμερα κατά περιοχές έχει διάφορες σημασίες όπως λ.χ. μοιρολόι, δίστιχο, “παροιμία”, προέρχεται από την αρχαία λέξη “καταλογή” (ρήμα = καταλέγω) που σήμαινε αφήγηση, τραγούδι, μελωδική απαγγελία.

2) Τις υποθέσεις μερικών τραγουδιών των οποίων ο πυρήνας θυμίζει αρχαίους μύθους  συνηθισμένους  στο  θέατρο.  Έτσι  λ.χ.  το  θέμα  του  τραγουδιού  “0 γυρισμός           του                   ξενιτεμένου”             που   είναι   διαδεδομένο   στην   ποίηση   των ευρωπαϊκών λαών, έχει σχέση με το επεισόδιο της αναγνώρισης του Οδυσσέα από την Πηνελόπη.

3) Τη χρησιμοποίηση του δεκαπεντασύλλαβου ιαμβικού στίχου.

Επίσης, η μελωδία των δημοτικών τραγουδιών σε πολλές περιπτώσεις παραμένει αμετάβλητη  στο  πέρασμα  του  χρόνου,  παρ’  όλο  που  τα  κείμενα  αλλοιώνονται  ή δέχονται επιρροές.

Η σύνθεση νέων μελωδιών δεν είναι εύκολη υπόθεση και γι’ αυτό ο λαός συντηρεί τις παλιές μελωδίες και τις χρησιμοποιεί σε νέα τραγούδια. Πάνω στη μελωδία λ.χ. του ριζίτικου κρητικού τραγουδιού “0 Διγενής Ψυχομαχεί κι η γης τον ετρομάσσει”, τραγουδιούνται περισσότερα από πενήντα ριζίτικα τραγούδια διαφόρων εποχών.

Ωστόσο αυτό  δε  σημαίνει  κατ’  ανάγκη  ότι  όλες  οι  μελωδίες  των  δημοτικών τραγουδιών  διατηρήθηκαν  αμετάβλητες  στο  πέρασμα  των  αιώνων,  ούτε  ότι  όλες έχουν αρχαία προέλευση.  Γίνεται λοιπόν φανερό ότι η ανίχνευση των αρχών της ελληνικής  δημοτικής  μουσικής,   παρουσιάζει  μεγάλες  δυσκολίες  και  δεν  μπορεί αποδειχθεί με βεβαιότητα η σχέση της με την αρχαία και βυζαντινή μουσική.

Αλλά η επιμονή με την οποία ο ελληνικός λαός διατήρησε για χιλιάδες χρόνια τη γλώσσα,  τα   έθιμα  και  τις  δοξασίες  του  σε  συνδυασμό  με  τις  επιστημονικές, λαογραφικές   μελέτες,   ενισχύουν   την   άποψη   ότι   στον   πυρήνα   της   ελληνικής δημοτικής μουσικής επιβιώνουν αρκετά στοιχεία παλαιοτέρων εποχών.

ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Γράφει ο εκπ/τικός–χοροδιδάσκαλος Τσιαμήτρος Γιάννης Το δημοτικό τραγούδι είναι η ποιητική και μουσική έκφραση της λαϊκής ψυχής των Ελλήνων διαμέσου των αιώνων. Είναι το καταστάλαγμα της λαϊκής ευαισθησίας, που μέσα από τον ποιητικό και μουσικό   λόγο εκφράζει μεγάλα  και   μικρά  συναισθήματα,  ανθρώπινες καταστάσεις, περιστατικά και  γεγονότα που συγκινούν και αγγίζουν τον απλό λαό, όλα βγαλμένα από την ίδια τη ζωή. Είναι  έμμετρα κείμενα ,αφηγηματικά ή λυρικά που τα έχουν συνθέσει άγνωστοι λαϊκοί ποιητές ,μόνοι τους ή με συνεργασία και με συμπληρώματα  από  την  παράδοση  (Λουκάτος).  Χαρακτηρίζονται   από  απέριττο κάλλος, ήθος, αβίαστη απλότητα, πρωτοτυπία ,φραστική δύναμη και ενέργεια και φανερώνουν περισσότερο από άλλο δημιούργημα του λαού τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του  Έθνους  (Ν.  Πολίτης).  Βασικό  στοιχείο  στο  δημοτικό  τραγούδι  είναι  η  στενή σχέση ανάμεσα στην ποίηση,  την  μουσική Κατά την άποψη του μουσικολόγου Δ. Θέμελη το δημοτικό τραγούδι αποτελεί αδιάσπαστη ενότητα λόγου και μουσικής, η οποία προκύπτει από τον τρόπο δημιουργίας του. Αντίθετα από το έντεχνο τραγούδι όπου συνήθως έτοιμος ποιητικός λόγος μελοποιείται από τον συνθέτη, στο δημοτικό τραγούδι μουσική και κείμενο γεννιούνται ταυτόχρονα. Ο λαός φτιάχνει τους στίχους τραγουδιστά. Σημαντικό χαρακτηριστικό   του  δημοτικού            τραγουδιού   είναι   ο αναπόσπαστος δεσμός του με τη μουσική και το χορό. Ακόμη και σήμερα, που τα δημοτικά  τραγούδια καταγράφτηκαν ως ποιήματα, παρατηρούμε ότι ο λαός σε ένα γλέντι ή σε πανηγύρια δεν τα απαγγέλλει, αλλά τα συνοδεύει με μουσική και άλλοτε με μουσική και χορό. Το δημοτικό τραγούδι είναι μια μορφή λαϊκής πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας, αυτό δεν σημαίνει ότι  είναι δημιούργημα του λαού στο σύνολο  του.  Ξεκινούσε  πάντα  από  ένα  συγκεκριμένο  άτομο  ή   από  μια  ομάδα προσώπων που είχαν ειδική ευαισθησία, μουσικό κριτήριο και ποιητικό ταλέντο. Ο ποιητής του δημοτικού τραγουδιού είναι ένας από τους πολλούς που μπερδεύεται και χάνεται στο πλήθος. Δεν παρεμβάλλει στο ποίημα την προσωπικότητά του ούτε και στοιχεία που ξεπερνούν το επίπεδο μόρφωσης του λαού. Κατορθώνει με δεξιοτεχνία να  διαγράφει  στο  έργο  του   χαρακτήρες,   να  εκφράζει  τα  πάθη  και  να  δίνει συγκεκριμένη μορφή στους πόθους και τα όνειρα των ομοίων του. Οι δημιουργοί του δημοτικού τραγουδιού είναι άτομα βγαλμένα μέσα από  ένα λαό με αναπτυγμένο μουσικό αίσθημα, που ξέρουν με επιδεξιότητα να ταιριάζουν τα σκόρπια υλικά και να συνθέτουν έτσι το τραγούδι, βρίσκοντας σύγχρονα το ρυθμό και τη μελωδία. Για να καθιερωθεί όμως ένα τραγούδι έπρεπε να γίνει αποδεκτό από το κοινωνικό σύνολο και  αυτό  συνέβαινε μόνο όταν το τραγούδι εξέφραζε διανοητικά  και  ψυχικά  την κοινωνία αυτή. Στην συνέχεια διαδίδονταν από περιοχή σε περιοχή και ο καθένας το προσάρμοζε στο γλωσσικό του ιδίωμα και την τοπική μουσικοχορευτική παράδοση. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκαν οι διάφορες παραλλαγές Υπάρχουν τραγούδια που τα συναντάμε σε διαφορετικές περιοχές από την Κύπρο μέχρι την Θράκη με το ίδιο θέμα προσαρμοσμένα στη τοπική παράδοση ,σε ότι αφορά τη γλώσσα ,το ρυθμό κλπ . Τα δείγματα των δημοτικών μας τραγουδιών προέρχονται όχι μόνο από όλες τις ιστορικές περιόδους, αλλά και απ’ όλα τα μέρη του πλατύτερου ελληνικού χώρου, την Κάτω Ιταλία,  την Καππαδοκία, τον Πόντο και την Κύπρο. Σώθηκαν σε ευρύτερη κλίμακα με την παράδοση εκείνα που: ήταν πιο εύκολα στο τραγούδημα και ήταν γραμμένα σε γλώσσα παραπλήσια με τη σημερινή. Τέτοια ήταν όσα γράφτηκαν από το δωδέκατο αιώνα και μετά.  Συγκινούσαν βαθιά τη λαϊκή ψυχή, επικά, ακριτικά, ιστορικά  και  κλέφτικα,  που  εμφανίζονται  από  τις  πρώτες  συγκρούσεις  σκλάβων Ελλήνων και κατακτητών Τούρκων. Το δημοτικό τραγούδι,  αναπόσπαστο κομμάτι της λαϊκής μας παράδοσης, ζυμώθηκε με τη νεώτερη ελληνική ιστορία, με ιδιαίτερο σταθμό την περίοδο της ελληνικής επανάστασης του 21. Αποτέλεσε έτσι ένα πολύτιμο συστατικό της ιστορικής πορείας του τόπου, κρατώντας ζωντανή την εθνική μνήμη και αναλλοίωτη  την εθνική συνείδηση. Και περνώντας από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά, διαμορφώθηκε,  τροποποιήθηκε ή προσαρμόστηκε σύμφωνα με τα τοπικά χαρακτηριστικά και τις ιστορικές  συγκυρίες, για να φτάσει μέχρι τις μέρες μας,  παραμένοντας  γνήσιο  κτήμα,  πνευματικό  εργαλείο   και  αυθεντικός  τρόπος έκφρασης του λαού. Τα πιο παλιά δημοτικά τραγούδια είναι και τα πιο  άρτια γιατί έχουν  υποστεί  την  πιο  μακρόχρονη  επεξεργασία  στο  στόμα  του  λαού.  Σήμερα δημοτικά  τραγούδια  σχεδόν  δεν  δημιουργούνται  γιατί  οι  συνθήκες  εκείνες  που συντέλεσαν  κάποτε  στη  δημιουργία  τα  και  την  άνθησή  τους  δεν  υπάρχουν  πιά. Παρόλα αυτά όμως το  δημοτικό τραγούδι δεν έπαψε να συγκινεί τον ελληνικό λαό,και παρότι πέρασε μια περίοδος κρίσης ,σήμερα ολοένα και αναγνωρίζεται η αξία του. Επίσης αποτελούν τα πρώτα μνημεία που διασώθηκαν στη νεοελληνική γλώσσα. O δρόμος που  ακολούθησε το δημοτικό τραγούδι είναι χωριστός και αποκομμένος από τη  λογοτεχνική  πορεία της βυζαντινής γραμματείας  και νεοελληνικής λογοτεχνίας. Στη  βυζαντινή γραμματεία, αλλά και αργότερα κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας το δημοτικό  τραγούδι αγνοήθηκε τελείως από τους λόγιους. Κανείς από τον κύκλο των λογοτεχνών ή λογίων δεν θεώρησε απαραίτητο να ασχοληθεί τότε με κάτι που δεν ήταν στη γλώσσα των λογίων, αλλά σε  μια “χυδαία” και φτωχή γλώσσα ή πιο σωστά ιδίωμα, που δεν είχε καμιά σχέση με την γλώσσα των αρχαίων προγόνων  μας,  αλλά  ούτε  ήταν  σε  θέση  να  εκφράσει  με  “αποδεκτές”  λέξεις  τις υψηλές ιδέες του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και όχι μόνο. Στις μέρες μας η αξία των τραγουδιών αυτών είναι αδιαμφισβήτητη. Η τάση για επιστροφή στις ρίζες μας, που φυσικά προϋποθέτει μια σχετική  εξοικείωση με τη λαϊκή μας παράδοση, αποτελεί κίνητρο  για  να  γνωρίσουμε  καλύτερα  αυτό  τον  κόσμο  που  κρύβεται  πίσω  της. Δυστυχώς όμως όσο καλή θέληση και αν δείξει ο σημερινός Έλληνας δεν είναι πια και τόσο εύκολο – αν όχι ακατόρθωτο – να γνωρίσει τα τραγούδια αυτούσια, στη μορφή δηλαδή  που  τραγουδήθηκαν  και  αγαπήθηκαν  από  το  λαό.  Διάφοροι  παράγοντες έχουν   συμβάλλει  στην  αλλοίωση  των  τραγουδιών  που  μας  παραδίνονται.  Τα περισσότερα  από  τα   τραγούδια  που  μας  είναι  γνωστά  έχουν  υποστεί  μερικές αλλοιώσεις.  Αυτές  τις  αλλοιώσεις  μπορούμε  να  τις  κατατάξουμε  στις  ακόλουθες ομάδες:  Οι  αλλοιώσεις  των  λογίων  Οι  πιο   συνηθισμένες  αλλοιώσεις  έγιναν  σε φωνητικό επίπεδο (φωνητικές αλλοιώσεις ή μικροαλλαγές). Οι  λόγιοι αδυνατώντας να καταγράψουν τα τοπικά ιδιώματα κάθε περιοχής, αντικατέστησαν τις ιδιωματικές φράσεις με ανάλογες εκφράσεις της νεοελληνικής. Αυτό δεν έγινε φυσικά με κακή πρόθεση και ούτε είχαν συνειδητοποιήσει οι τότε λόγιοι ότι δεν έχουν το δικαίωμα να κάνουν τέτοιες καταστροφικές παρεμβάσεις σε μια τόσο μακρόχρονη παράδοση που κινδύνευε να αφανιστεί. Σκοπός τους ήταν να γίνουν αυτά τα τραγούδια γνωστά και στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο, αλλά το γλωσσικό ιδίωμα ξένο πολλές φορές στα άλλα ελληνικά ιδιώματα αποτελούσε τροχοπέδη. Υπήρξαν δυστυχώς όμως και περιπτώσεις όπου  οι  λόγιοι  θεώρησαν  απαραίτητο  να  “ευπρεπίσουν”  την  γλώσσα  αυτών  των τραγουδιών επεμβαίνοντας  σε  μεγάλο βαθμό. Λέξεις αντικαταστάθηκαν με άλλες λογιότερες ή καταλήξεις τροποποιήθηκαν σύμφωνα με την αρχαιότροπη γραμματική. Παράδειγμα    τρανταχτό αποτελούν  οι Φαναριώτες κατά   την          περίοδο της Επανάστασης του 1821, που δεν καταδέχτηκαν τα  δημοτικά τραγούδια στη γνήσια μορφή τους και τα μετέφρασαν στην καθαρεύουσα. Φυσικά το  αποτέλεσμα ήταν φαιδρό. Οι στίχοι που ακολουθούν προέρχονται από το γνωστό δημοτικό  τραγούδι “Του Κίτσου” «Του Κίτσου η μάνα κάθονταν στην άκρη στο ποτάμι, με το ποτάμι μάλωνε  και το πετροβολούσε -Ποτάμι για λιγόστεψε, ποτάμι στρέψε πίσω για να περάσω αντίπερα, πέρα  στα κλεφτοχώρια, όπ’ έχουν κλέφτες σύνοδο, όπ’ έχουν τα λημέρια»  Η  παρέμβαση  των  λογίων  στην  προσπάθειά  τους  να  “ευπρεπίσουν”  τη “χυδαία” γλώσσα  του λαού επέφερε  το ακόλουθο  κατασκεύασμα: «Του Κίτσου η μήτηρ  κάθητο  επ’  όχθης  ποταμίου,  ήριζε  τοίνυν  μέτ’  αυτού  και  το  ελιθοβόλει, μειώθητι, ω ποταμέ, τράπητι κατά νότου, ίν’ αντιπέραν πορευθώ εις των κλεφτών τους τόπους» Οι επεμβάσεις των λογίων όμως δεν σταμάτησαν σ’ αυτό το σημείο. Συχνά   έφταναν   στο   σημείο   να   δημιουργούν   πλαστά   τραγούδια   και   να   τα παρουσιάζουν ως δημοτικά για  να  υμνήσουν κάποιο τοπικό ήρωα ή ένα ιστορικό περιστατικό, που δεν βρήκε τον τραγουδιστή  του.  Εκτός από τις παρεμβάσεις των λογίων γίνονταν όχι σπάνια ορισμένες τροποποιήσεις και  από  τους εκδότες στην προσπάθειά τους να βελτιώσουν ποιητικά ή πατριωτικά το κείμενο προσθέτοντας ή αφαιρώντας λέξεις ή στίχους. Οι λόγοι αυτών ήταν φυσικά οικονομικοί, γιατί έτσι πίστευαν ότι το βιβλίο που θα εξέδιδαν θα είχε μεγαλύτερες πωλήσεις. Αλλοιώσεις από τον ίδιο τον λαό Αλλά αλλοιώσεις υποβλήθηκαν και από τον ίδιο το λαό. Αυτές οι αλλοιώσεις μπορούν να  χωριστούν σε τρεις κατηγορίες: α) Ασυνείδητες αλλοιώσεις που οφείλονται σε παρακούσματα, σφάλματα του μνημονικού ή σε συμφυρμό, όταν δηλαδή δυο διαφορετικά αποσπάσματα ενώνονται  χωρίς κανέναν οργανικό λόγο. Αυτό όμως συμβαίνει μόνο σε περιπτώσεις όπου η προφορική παράδοση έχει υποστεί φθορές με το χρόνο. O Στ. Κυριακίδης πολύ σωστά παρατηρεί ότι όσο πιο ζωντανή είναι η προφορική παράδοση, τόσο λιγότερες είναι οι ασυνείδητες αυτές αλλοιώσεις. β)  Υποσυνείδητες είναι οι γλωσσικές αλλοιώσεις (που γίνονται όταν ένα τραγούδι τραγουδηθεί   σε μια άλλη περιοχή,όπου έχουν  διαφορετική διάλεκτο),οι πραγματικές (όταν για  παράδειγμα ένα βουνό αλλάζει όνομα για να προσαρμοστεί στις γνώσεις του νέου τραγουδιστή) και οι μορφολογικές (όταν δηλαδή τραγούδια χωρίς      ρίμα αποκτούν, όταν τα  τραγουδούν σε  μέρη όπου    συνηθίζεται    η ομοιοκαταληξία).  γ)  Ενσυνείδητες  αλλοιώσεις,  όπου  ένα  τραγούδι  προσαρμόζεται από μια περίσταση σε μια άλλη. Πολλές φορές με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται και μια καινούργια παραλλαγή. Αυτή η μορφή αλλοίωσης είναι η μόνη που μπορούμε να πούμε  ότι   συνδυάζει  και  θετικά  στοιχεία.  Αλλοιώσεις  κατά  την  καταγραφή  Η καταγραφή  ενός   τραγουδιού   παρουσιάζει  πολλά  προβλήματα.  Πρώτον  γιατί  ο καταγραφέας πρέπει να καταγράψει πιστά όσα ακούει, πράγμα καθόλου εύκολο, μια που   πρέπει   να   καταγράψει   όλους   τους   ιδιωματισμούς   και   δεύτερον   γιατί   ο τραγουδιστής πρέπει να τραγουδήσει σ’ ένα άγνωστο  για αυτόν περιβάλλον. Είναι συνηθισμένος  να  τραγουδάει  κατά  τη  διάρκεια  μιας  γιορτής,  όπου  είναι  όλοι μαζεμένοι,  με  συντροφιά  ή  ακόμα  και  μόνος  του.  Σ’  αυτήν  την  περίπτωση  όμως βρίσκεται μόνος με τον καταγραφέα και πρέπει να τραγουδήσει ή να απαγγείλει από την  αρχή  μέχρι  το  τέλος  ένα  τραγούδι.  Επίσης  είναι  πιθανό  ο  τραγουδιστής  να προσθέσει στο τέλος ένα ή δυο στίχους  αλλοιώνοντας έτσι ένα τραγούδι που δεν θυμάται μέχρι το τέλος, μόνο και μόνο γιατί ο καταγραφέας το απαιτεί ολόκληρο. Το πρόβλημα των συλλογών Μερικοί από τους παλιότερους συλλογείς θεώρησαν σωστό να   επέμβουν   στα   διάφορα   τραγούδια   που   κατέγραφαν,   αλλάζοντας   λέξεις   ή εκφράσεις με άλλες πιο λογιότερες, με αποτέλεσμα να μην μας σώζεται  πλέον η αρχική  μορφή  των  τραγουδιών.  Άλλοι  πάλι,  στην  προσπάθειά  τους  να  βρουν καινούργια τραγούδια δεν κατέγραφαν, ή τουλάχιστον δεν δημοσίευαν, διάφορες παραλλαγές.  Έτσι  πολλά  τραγούδια  μας  σώζονται  μόνο  σε  μια  παραλλαγή.  Το πρόβλημα  της  επιβίωσης   των   δημοτικών  τραγουδιών  Oι  περισσότεροι  σήμερα γνωρίζουμε τα δημοτικά τραγούδια μόνο  από τα βιβλία. Λίγοι είναι αυτοί που τα ξέρουν από την ίδια την προφορική παράδοση, εκείνοι δηλαδή που έζησαν σε χωριά, όπου η προφορική παράδοση είναι – αν και σε περιορισμένη έκταση – ζωντανή, ή οι συλλογείς.  Τα  δημοτικά  τραγούδια  έσβησαν  μαζί  με  τις  απομονωμένες  κλειστές κοινωνίες, που ευνοούσαν τη γέννησή τους. Την τελευταία δημιουργική τους άνθιση τη γνώρισαν την εποχή της τουρκοκρατίας με το κλέφτικο τραγούδι. Παρόλ’ αυτά και στις μέρες μας δεν εκτοπίστηκαν ολότελα ούτε, πολύ περισσότερο, αχρηστεύτηκαν. Αντίθετα εξακολουθούν να ζουν, να συγκινούν και να προβάλλονται, γιατί αποτελούν την πιο γνήσια έκφραση της λαϊκής ψυχής.

[Ανυπόγραφο κείμενο στο διαδίκτυο]

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1268

Αφήστε μια απάντηση

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση