Σε διάφορες εποχές κάθε κοινωνία διαμορφώνει τα επαγγέλματά της σύμφωνα με τις ανάγκες της. Έτσι, μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, στις ελληνικές πόλεις (ακόμα τότε με αγροτικό χαρακτήρα οι περισσότερες) υπήρχαν κάποια χαρακτηριστικά επαγγέλματα που ήταν απαραίτητα για τη λειτουργία τους και τη ζωή των κατοίκων τους.
Με το πέρασμα των χρόνων, καθώς ο τρόπος ζωής , οι ανάγκες των ανθρώπων και ο τρόπος παραγωγής πολλών προϊόντων αλλάζουν, πολλά επαγγέλματα εξαφανίζονται ή αντικαθιστούνται από άλλα που έχουν να κάνουν με το σύγχρονο τρόπο ζωής.
ανθρώπων απασχολούνταν στον πρωτογενή τομέα παραγωγής και ζούσαν σε
χωριά ή μικρές πόλεις.
Η βιομηχανική επανάσταση ( τέλος του 18ου αιώνα μέχρι το πρώτο μισό του 20ου ) είχε ως συνέπεια η αγροτική οικονομία να παραχωρήσει τη θέση της στη βιομηχανική παραγωγή και έτσι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού συγκεντρώθηκε στις πόλεις και εργαζόταν ως μισθωτοί με σχέση εξαρτημένης εργασίας.
Μέσα σε αυτές τις ιστορικές αλλαγές, τα επαγγέλματα και οι διάφορες
επαγγελματικές κατηγορίες άλλαξαν βαθμιαία, εξελίχθηκαν και διαμορφώθηκαν ανάλογα με την πρόοδο της τεχνολογίας και τις οικονομικές συνθήκες .
Οι αλλαγές που έφερε η βιομηχανική επανάσταση στην κοινωνία και τον εμπορικό
Όμως τότε που η ατμόσφαιρα ήταν θολή, όχι από την αιθαλομίχλη ή το νέφος, αλλά από την σκόνη του χωματόδρομου, αφού η άσφαλτος δεν είχε περάσει από κάθε γειτονιά, τότε που διάβαινες τα σοκάκια και σε κάθε γωνιά, έλεγες κι από μια καλημέρα, χωρίς απαραίτητα να γνωρίζεις τον συνομιλητή σου, οι υπηρεσίες με μεγάλη ζήτηση δεν είχαν στέγη.
Προσφέρονταν στην ύπαιθρο, στην αυλή ή ακόμα και στις πλατείες των γειτονιών. «Μπακίρια γανώνω! Εφημερίδες! Εδώ το καλό σαλέπι», ήταν μερικές από τις συνήθεις φράσεις που ακούγονταν από τους μεταπράτες και τους πλανόδιους, οι οποίοι κατανάλωναν το 8ωρο τους περιφερόμενοι , όσο κρατούσαν τα πόδια τους, προς αναζήτηση πελατείας.
Διαβαίνοντας το κατώφλι του εκσυγχρονισμού βέβαια, δεν ήταν μόνο το αστικό τοπίο και η κοινωνική συμπεριφορά, τα στοιχεία εκείνα που διαφοροποιήθηκαν. Η μάχη της αυτάρκειας άλλαξε ριζικά και τις καθημερινές ανάγκες, με αποτέλεσμα, να τοποθετηθούν, εκτός των άλλων, και πολλά επαγγέλματα του χθες, στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.
Παραδοσιακά επαγγέλματα που ανήκουν στην κατηγορία των λεγόμενων
«ελευθέρων επαγγελμάτων», σταδιακά αλλάζουν ή χάνονται για πάντα.
Ενδεικτικά αναφέρουμε μερικά που χάθηκαν για πάντα και μόνον μέσα από
ιστορικές και λαογραφικές μελέτες, μπορεί πλέον κάποιος να αντλήσει
πληροφορίες γι΄αυτά όπως το επάγγελμα του ντελάλη, του αντιγραφέα, του
αγωγιάτη, του πεταλωτή, του φαρμακοτρίφτη, του παγοπώλη κ.ά που είναι μερικά
από τα επαγγέλματα που εξέλιπαν για πάντα.
Άλλα εξελίχτηκαν όπως αυτό του εφημεριδοπώλη, που ασκείται πλέον από τον
πράκτορα εφημερίδων και τον περιπτερά, της οικόσιτης υπηρέτριας που έγινε
οικιακή βοηθός, του παλιατζή που έγινε παλαιοπώλης, του κουρέα που
μετεξελίχθηκε σε κομμωτή.
Παρά τις κοσμογονικές αλλαγές στον κόσμο των επαγγελμάτων και της εργασίας,
μερικά επαγγέλματα του παρελθόντος εξακολουθούν να υπάρχουν, αν και ο
αριθμός των ανθρώπων που τα ασκούν είναι ελάχιστος, όπως του καστανά, του
αμαξά, του σαλεπιτζή , του οργανοπαίχτη ,που μας θυμίζουν εποχές που χάθηκαν
για πάντα.
Άλλα πάλι, όχι μόνον δεν χάθηκαν αλλά έχουν και μεγάλη ζήτηση επειδή επικράτησε σε ένα μέρος του πληθυσμού η αντίληψη , ότι πρέπει να επιστρέψουμε στην παράδοση όπως το επάγγελμα του μαραγκού, του παραδοσιακού χτίστη, του τζακά.
Ποιες είναι όμως; οι εργασίες εκείνες που ακόμα κι αν κατακλύζουν τις αναμνήσεις των παλαιότερων, σήμερα, απουσιάζουν εντελώς ή έστω διατηρούνται ελάχιστα;
Ας κάνουμε μια μικρή αναδρομή στο χθες και στους τότε πρωταγωνιστές της «εργασιακής αρένας».
Ξετυλίγοντας το νήμα των παραδοσιακών επαγγελμάτων βρισκόμαστε μπροστά σε έναν κόσμο μακρινό, ξεχασμένο στο παρελθόν, όπου διαπιστώνουμε τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν τότε οι άνθρωποι αλλά και θαυμάζουμε την επινοητικότητά τους.
Δείτε παρακάτω μια όμορφη παρουσίαση
από το 2ο Γυμνάσιο Πρέβεζας
Όλα τα παλιά επαγγέλματα είναι 105
και Αλφαβητικά είναι τα παρακάτω:
Αγγειοπλάστης ή Κεραμοποιός, Αγωγιάτης Κυρατζής ή Κερατζής, Ακονιστής, Αμαξάς, Ανθοπώλισσα, Αβδελλάς, Αρκουδιάρης, Ασβεστοποιός, Αχθοφόρος ή Χαμάλης, Βαρελάς, Βογιατζής, Βοσκός, Βυρσοδέψης ή Ταμπάκος, Γαλατάς, Γανωτής ή Γανωματής ή Καλαιτζής , Γκλίτσας, Γουναράς, Γυρολόγος ή Πραματευτής, Δραγάτης ή Αγροφύλακας, Δαδάς, Δασοφύλακας, Εισπράκτορας εισητηριών Συγκοινωνιών, Εφημεριδοπώλης, Ζευγάς ή Ζευγολάτης, Καζαντζής ή Χαλκουργός, Καλαθάς ή Καλαθοποιός, Κανατάς, Κανταράς, Καπελού, Καποτάς Καραγκιοζοπαίκτης, Καρβουνιάρης, Καροτσέρης ή Αραμπατζής, Καρεκλοποιός ή Καρεκλάς, Κασερομάστορας, Καστανάς, Καλαθοποιός, Καρβουνιάρης, Κεραμοποιός, Κερατζής, Κηροπλάστης, Κουλουράς, Κρεοπώλης ή Μακελάρης, Λατερνατζής, Λουστραδόρος, Λαγουμτζής, Λαχειοπώλης, Λούστρος, Μαμή, Μανάβης Πλανόδιος,Μανταρίστρα, Μπακάλης, Μπαρμπέρης, Μαχαιράς, Μελισσοκόμος, Μεταπράτης, Μοδίστρα, Μουζικάντης, Μπασματζής ή Υφασματοπώλης, Μυλωνάς, Ναυπηγός, Νερουλάς ή Νεροκόπος ή Υδροδιανομέας, Ντενεκετζής ή Τενεκετζής, Ξυλογλύπτης ή Ταλιαδόρος, Ξυλοκόποι ή Πριονιτζήδες, Ομπρελάς, Οργανοπαίχτης, Παγοπώλης, Πασουμτζής, Παγωτατζής, Πεταλωτής ή Αλμπάντης ή Καλιγωτής,
Παλιατζής, Παπλωματάς, Περίπτερο κινητό, Πηγαδάς, Πλανόδιος Μανάβης, Πλύστρα, Πωλητής πάγου, Πωλητής Πουλερικών, Ρακιτζής, Ρετσινοσυλέκτης ή Ρητινοσυλέκτης, Ράφτης, Σαγματοποιός ή Σαμαροποιός, Σαλεπιτζής, Σαματατζής, Σαπουνοποιός, Σκουπάς, Σιδεράς ή Σιδηρουργός,
Στρωματάς ή Ντιβανάς, Σφουγγαράς, Τελάλης ή Ντελάλης, Τουλουμτζής, Τσαγκάρης, Τσιράκι, Τσαρουχοποιός, Τσαμπάζος ή Τζαμπάζης, Τυπογράφος,Τυροκόμος, Υφάντρα, Υαλοποιός, Υλοτόμος,
Φανοκόρος ή Πασβαντής, Φαροφύλακας, Υπαίθριος ή πλανόδιος Φωτογράφος, Υφάντρα, Χαλκωματάς, Χανιτζής, Χαλβατζήδες, Χτίστης, Ψαράς των λιμνών, Ψωμάς κ.ά.
Πατήστε στην εικόνα για να δείτε το Flipbook
ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
Επαγγέλματα του χθες μέσα από πίνακες Ζωγραφικής
Κινητό περίπτερο
Σε μας έμειναν κάποια επώνυμα που βγήκαν από τα επαγγέλματα για να θυμούμαστε κι εμείς αυτούς που με όλες τις δυσκολίες της εποχής έβγαζαν το ψωμί τους. Πολλά απο αυτά έχουν τη ρίζα τους σε τούρκικες ονομασίες αλλά αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό αφού μετά από 400 χρόνια σκλαβιά στους τούρκους είχαμε πάρει πολλές τουρκικές λέξεις.
Ο γαλατάς
Ο γαλατάς ήταν ένα επάγγελμα πλανόδιου μικροπωλητή παλαιότερων εποχών ,μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, που σήμερα έχει εκλείψει σχεδόν τελείως από αρκετές χώρες της Ευρώπης.
Στην Ελλάδα, το επάγγελμα αυτό το ασκούσαν μικροπωλητές που περιφέρονταν γύρω από τις πόλεις με τα αιγοπρόβατά τους, τα οποία και άρμεγαν οι ίδιοι.
Ο γαλατάς εργαζόταν στα μεγάλα αστικά κέντρα και όχι στα χώρια καθώς εκεί υπήρχε η δυνατότητα εξ ανάγκης για άμεση πώληση φρέσκου γάλακτος.O γαλατάς αναλάμβανε τη διάθεση του γάλακτος και άλλων γαλακτοκομικών προιόντων στα σπίτια.
Το μεταφορικό του μέσο ήταν υποζύγιο και αργότερα το ποδήλατο ή μηχανοκίνητο δίτροχο.Αρχικά, το επάγγελμα το ασκούσαν αλλοδαποί, με το πέρασμα του χρόνου όμως αντικαταστάθηκαν από τους εγχώριους γαλατάδες.
Στη δεκαετία του 1950 οι τελευταίοι πλανόδιοι γαλατάδες που διαλαλούσαν το εμπόρευμά τους με τη λέξη «γαλατάς!» ή μόνο την κατάληξη «τας!», μετέφεραν το γάλα σε μεταλλικά κυλινδρικά δοχεία και το μοίραζαν στις γειτονιές χύμα σε οκάδες ή δράμια. Στην αρχή της δεκαετίας του 1960 η διάθεση του γάλακτος άρχισε να γίνεται σε γυάλινες φιάλες που διανέμονταν παστεριωμένο γάλα, κάθε πρωί στις διάφορες γειτονιές με διάφορα μέσα, ποδήλατα ή τρίκυκλες μοτοσικλέτες, όπως συνεχίζεται σήμερα η διάθεση των φιαλών γκαζιού.
Όμως μετά από μια σειρά αγορανομικών διατάξεων στη δεκαετία του 1970 απαγορεύθηκε και ο τρόπος αυτός, της πλανόδιας διάθεσης, προκειμένου να διασφαλισθεί περισσότερο η ποιότητα και η υγειονομική ασφάλεια των προς διάθεση γαλακτοκομικών προϊόντων με περιορισμό τόσο στο χρόνο της διάθεσης, (ημερομηνία λήξης), όσο και από συγκεκριμένα μόνο καταστήματα που είναι εφοδιασμένα με κατάλληλα ψυκτικά μέσα.
Γανωτής = Γανωτζής = Γανωματής ή Χαλκουργός…
Γανωτής ή γανωτζής ή γανώματος ονομάζεται ο τεχνίτης που επικαλύπτει χάλκινα σκεύη με κασσίτερο (καλάι), ο κασσιτερωτής= καλαϊτζής. Οι γανωτζήδες ήταν συνήθως πλανόδιοι τεχνίτες που αναλάμβαναν το γαλβανισμό και το στίλβωμα των χάλκινων οικιακών σκευών, όπως τα τα χριά, τα καζάνια, τα κουτάλια,τα πηρούνια κλπ.
Το επάγγελμα του γανωτή ή γανωτζή ή γανωματή ή κασσιτερωτή ή
καλαϊτζή είναι από τα πιο παλιά επαγγέλματα. Πολλοί τοποθετούν την
ύπαρξη του ακόμη και στα βυζαντινά χρόνια. Ήταν μια δουλειά δύσκολη
και υπεύθυνη, αφού πολλές φορές έσωζε τους ανθρώπους από βέβαιο
θάνατο, που προκαλούσαν τα αγάνωτα σκεύη.
Τα περισσότερα σκεύη που χρησιμοποιούσαν οι νοικοκυρές για τις
καθημερινές ανάγκες, κυρίως στη μαγειρική, ήταν χάλκινα (μπακιρένια).
Με τον καιρό και την πολλή χρήση οξειδώνονταν (σκούριαζαν) και
γίνονταν επικίνδυνα. Γι’ αυτό έπρεπε να γανωθούν, δηλαδή να καλυφθεί η
επιφάνεια τους μ’ ένα στρώμα κασσίτερου (χαλάι) για να τα κάνει
ακίνδυνα από την οξείδωση.
Η φωνή του πλανόδιου γανωτή, τραχιά και δυνατή θα αντηχεί ακόμη στα αυτιά όσων τους πρόλαβαν «Γανωωωτής! Μπακίρια γανώνωωωω! Γανωωωτής», μα δεν ακούγεται πια στις γειτονιές της Αθήνας. Στις αρχές του 2οού αι. ο γανωτζής κουβαλούσε στην πλάτη του τα απαραίτητα εργαλεία και περπατώντας φώναζε και καλούσε τις νοικοκυρές να του φέρουν τα είδη που χρειάζονταν γάνωμα.
Έστηνε την γκαζιέρα του στην αυλή του σπιτιού, έλιωνε τον κασσίτερο. Αφού καθάριζε καλά το σκεύος, άλειψε το εσωτερικό του με σπίρτο και το τρίβε με κουρασάνι (=τριμμένο κεραμίδι). Μετά κράταγε το σκεύος με την τσιμπίδα πάνω από τη φωτιά και έριχνε μέσα το νησιαντήρι (=χλωριούχο αμμώνιο), για να στρώσει καλύτερα το καλάι πάνω στο χάλκωμα. Αφού το σκούπιζε καλά, άπλωνε το λιωμένο καλάι σ’ όλη την επιφάνεια του σκεύους μ’ ένα χοντρό βαμβακερό ύφασμα. Ζητούσε και από νοικοκυρά του σπιτιού μια λεκάνη με κρύο νερό, στην οποία βουτούσε το σκεύος, που γάνωσε και λαμπύριζε στον ήλιο.
Το επάγγελμα αυτό συνδέεται κυρίως με τους Τσιγγάνους και αποτελεί ένα από τα παραδοσιακά τους επαγγέλματα. Οι γανωτές αναζητούσαν πελάτες στις γειτονιές της πόλης ή του χωριούι.
Το «γάνωμα» έπρεπε να γίνεται συχνά για λόγους υγείας, κυρίως στα σκεύη που χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα, οπότε οι γανωτζήδες είχαν δουλειά όλο το χρόνο.
Τα τελευταία χρόνια το επάγγελμα του γανωτή τείνει να εξαφανιστεί αφού τα μαγειρικά σκεύη είναι πλέον ανοξείδωτα και δεν χρειάζονται επικασσιτέρωση. Σήμερα υπάρχουν ελάχιστοι τεχνίτες στην επαρχία, που υποαπασχολούνται αφού τα εναπομείναντα χρηστικά χάλκινα σκεύη είναι ελάχιστα και τα περισσότερα σκεύη που χρησιμοποιούμε πια είναι ανοξείδωτα βιομηχανικά προϊόντα.
Η λέξη γανωτής προέρχεται από το ρήμα ΓΑΝΩΝΩ και μάλιστα από το αρχαίο ρήμα ΓΑΝΩ = δίνω λάμψη… Στο τέλος το σκούπιζαν με καθαρό βαμβάκι για να γυαλίσει..
Δείτε περισσότερα πατώντας στην επόμενη εικόνα
ΛΟΥΣΤΡΟΣ
Παλιότερα που ο κόσμος περπατούσε σε χωμάτινους δρόμους, τα παπούτσια σκονίζονταν ή λασπώνονταν εύκολα. Τότε γνώρισε άνθηση και το επάγγελμα του λουστραδόρου. Αυτός με ένα κασελάκι μπροστά του, αληθινό κομψοτέχνημα, και γύρω του να κρέμονται οι βούρτσες και τα βερνίκια με τα διάφορα χρώματα, καθόταν σε ένα χαμηλό σκαμνάκι, στην αρχή της πλατείας, περιμένοντας υπομονετικά.
Για να προσελκύσει τους πελάτες γινόταν ταχυδακτυλουργός ή χτύπαγε ρυθμικά το κασελάκι, Ο πελάτης πλησίαζε κι άπλωνε, όπως ήταν όρθιος, πρώτα το δεξί πόδι Πάνω στην ειδική μεταλλική θέση της κασέλας κι έπειτα το άλλο. Έτσι άρχισε η «ιεροτελεστία» του βαψίματος…
Δείτε περισσότερα πατώντας στην επόμενη εικόνα
Πλανόδιος Μανάβης
Ο πλανόδιος μανάβης ήταν από τους πιο αγαπητούς μικροπωλητές στα χωριά. Σ’ αυτό δεν συντελούσε μόνο η εξυπηρέτηση και η προμήθεια των απαραίτητων τροφίμων στην οικογένεια του χωρικού αλλά η καθημερινή επαφή με τις νοικοκυρές δημιουργούσε μια φιλική σχέση που τη διέκρινε η αμοιβαία εμπιστοσύνη. Ο μανάβης ιδιαίτερα όταν αυτός ήταν ευχάριστος και κοινωνικός άνθρωπος ενημέρωνε τις νοικοκυρές για όσα γίνονταν στον κόσμο. Βλέπετε τότε δεν υπήρχαν τα ΜΜΕ και ο μανάβης αποτελούσε ένα μέσο ενημέρωσης. Αυτός θα μετάφερε και τα διάφορα νέα από χωριό σε χωριό.
Το επάγγελμα του μανάβη πέρασε και αυτό διάφορα στάδια εξέλιξης. Τα πρώτα χρόνια ο πλανόδιος μανάβης χρησιμοποιούσε ένα από τα πιο συμπαθητικά ζώα, το γαϊδουράκι που από εδώ και πέρα θα το βλέπουμε όλο και πιο σπάνια. Το φόρτωνε με κοφίνια και από τις δύο πλευρές του. Μέσα είχε διάφορα ζαρζαβατικά ανάλογα με την εποχή γιατί τότε δεν υπήρχαν θερμοκήπια και στην αγορά διακινούνταν μόνο τα εποχιακά. Μετά από λίγα χρόνια και σε συνδυασμό με την οικονομική επιφάνεια του μανάβη το γαϊδουράκι αντικαταστάθηκε από το άλογο ή από το δίτροχο κάρο. Έπρεπε να φροντίζει ο μανάβης για την καλή κατάσταση του ζώου και τη διατροφή του, να το ξεκουράζει συχνά και να του δίνει νερό. Απαραίτητα εργαλεία: η ζυγαριά (κρεμαστή) οι οκάδες και τα δράμια που αργότερα έγιναν κιλά και γραμμάρια. Την εποχή πριν το 1940 οι άνθρωποι στα χωριά δεν πλήρωναν με χρήματα. Οι συναλλαγές γίνονταν με είδος.
Ο κάμπος ήταν φυτεμένος με διάφορα οπωροφόρα δέντρα και καλλιεργούσαν κηπευτικά. Ήταν τα λεγόμενα περιβόλια του κάμπου. Εκεί κάθε κηπουρός ή περιβολάρης καλλιεργούσε τα προϊόντα: πατάτες, τομάτες, μελιτζάνες, φασολάκια κ.ά. καλλιέργειες φρούτων και ζαρζαβατικών. Επίσης χειμερινά κηπευτικά όπως κουνουπίδια λάχανα, σέλινα, μαρούλια, κρεμμύδια κ.ά.
Πώς τα πουλούσαν
Κάθε περιβολάρης μάζευε τα προϊόντα και τα τοποθετούσε σε διάφορα κοφίνια. Τα μεγάλα κοφίνια τα έλεγαν “ανδρικά” και τα πιο μικρά “καφάσια”. Τα κηπευτικά αυτά κάθε πρωί τα φόρτωναν στα άλογα ή τα γαϊδούρια και πήγαιναν καιτα πουλούσαν στα περίχωρα. Είχαν μαζί τους και την “πελάντζα” δηλαδή τη ζυγαριά για τις μικρές ποσότητες. Για τις μεγάλες ποσότητες π.χ ένα τσουβάλι πατάτες, είχαν τα “καντάρια”. Γύριζαν λοιπόν σε όλη την πόλη και διαλαλούσαν τα προϊόντα φωναχτά ώστε να βγουν οι νοικοκυρές να ψωνίσουν τα προϊόντα τους. Πουλούσαν την πραμάτεια τους στις καλύτερες τιμές διότι τα καλλιεργούσαν μόνοι τους και δεν μεσολαβούσαν οι έμποροι. Είχαν μεγάλη πελατεία σε κάθε γειτονιά επειδή όλοι ήξεραν ότι ήταν φρέσκα και φτηνά. Όταν ξεπουλούσαν πήγαιναν στις ταβέρνες δυο-δυο μανάβηδες φίλοι, έπαιρναν ένα μεζέ και τέλος έκαναν διάφορα ψώνια για τις ανάγκες της οικογένειας. Κατά το μεσημεράκι γύριζαν πάλι στη δουλειά τους. Αυτό γινόταν καθημερινά και έτσι ήταν το επάγγελμα τους.
Μέχρι και πριν μια δεκαετία περίπου το φορτηγό με τα οπωρικά που διαλαλούσαν κυρίως αθίγκανοι ήταν μια πολύ συχνή εικόνα στις γειτονιές.
Νερουλάς = Υδρονομέας = Νεροκόπος
Πριν μερικές δεκαετίες τότε που δεν υπήρχε στις πόλεις δίκτυο ύδρευσης αλλά ούτε και πολλές βρύσες, οι άνθρωποι αγόραζαν το νερό που, φυσικά, δεν ήταν εμφιαλωμενο όπως σήμερα!!!
Ο νερουλάς ή νεροκόπος ήταν πλανόδιος πωλητής νερού και αναλάμβανε την τροφοδότηση των σπιτιών, σε πόλεις ή χωριά, που δεν είχαν δική τους προμήθεια.
Στην παλιά Αθήνα που δεν υπήρχαν βρύσες μέσα στα σπίτια,τα νοικοκυριά δεν είχανε βρύσες στα σπίτια τους όπως σήμερα με τρεχούμενο νερό, μόνο κανένα πηγάδι εδώ και εκεί, έτσι ο νερουλάς αναλάμβανε την τροφοδότηση τους με νερό,που προμηθευόταν από τον Υμηττό και κουβαλούσε με γαϊδούρι, μουλάρι ή κάρο.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης το ότι η δουλειά αυτή γινόταν από την άνοιξη μέχρι και το φθινόπωρο, καθώς το χειμώνα οι άνθρωποι έπαιρναν νερό από τα ρυάκια που σχηματίζονταν από τις βροχές και τα χιονιά.
Υπήρχε συνήθως ένας νερουλάς σε κάθε γειτονιά και είχε σταθερή πελατεία.
Κάθε πρωί περνούσε μετά τον γαλατά, ο νερουλάς! Βέβαια στα χώρια δεν υπήρχαν αυτά τα δυο επαγγέλματα, διότι γάλα είχαν σχεδόν όλοι και νερό είχαν από τις κεντρικές βρύσες του χωριού, που το κουβαλούσαν οι γυναίκες με τις βαρέλες ή με πιο μεγάλα βαρέλια που τα φόρτωναν στο γαϊδουράκι ! Ο νερουλάς συνήθως είχε επάνω στον γάιδαρο του δυο βαρελάκια δεμένα ή σε ένα καρό ένα-δυο μεγάλα βαρέλια με νερό και φώναζε στις γειτονίες ή χτυπούσε την κουδούνα του. Έτρεχαν έξω οι νοικοκυρές και οι υπηρέτριες από τα αρχοντικά με τα δοχεία τους και έπαιρναν το νερό, ενώ ταυτόχρονα γινότανε και το σχετικό “πηγαδάκι” για το κουτσομπολιό της ημέρας ! Υπήρχε συνήθως ένας νερουλάς σε κάθε γειτονιά και είχε σταθερή πελατεία .
Τον πρώτο καρό η μεταφορά του νερού γινόταν με τενεκέδες. Γέμιζε ο νερουλάς από μία
κεντρική βρύση τους τενεκέδες, τους έδενε έπειτα σ’ ένα γυρτό ξύλο και τους κουβαλούσε στον ώμο.Για να εξυπηρετήσει όλη του την πελατεία, έκανε πολλά δρομολόγια. Στους δρόμους απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ.Αλλες φορές αντί για τενεκέδες, κουβαλούσε μεγάλα μπακιρένια γκιούμια.Έκανε πολλά κοπιαστικά δρομολόγια και αμειβότανε περίπου 1 δεκάρα τον τενεκέ.
Με τον καιρό, όμως, κι επειδή οι ανάγκες των ανθρώπων πολλαπλασιάστηκαν, κουβαλούσε μαζί του κάποιο ζώο (γαϊδούρι ή μουλάρι), το οποίο φόρτωνε με μεγάλα ξύλινα βαρέλια των 30 οκάδων περίπου το καθένα. Έτσι, κουραζόταν λιγότερο. Αυτά τα βαρέλια είχαν μια κάνουλα και από ‘κεί γέμιζε ο νερουλάς τις κανάτες της νοικοκυράς. Άλλοι νερουλάδες πάλι χρησιμοποιούσαν βοϊδάμαξες, με τις οποίες μετέφεραν βαρέλια των 100 οκάδων. Αυτοί πωλούσαν το νερό με τον κουβά για οικιακή χρήση (πλύσιμο καθαριότητα).
Η χειρότερη ώρα του Νερουλά ήταν όταν τουμπάριζε το κάρο. Όχι και λίγες φορές σε κάποια επικίνδυνη καμπή του δρόμου, Νερουλάς, κάρο και ζωντανό έπεφταν στο χώμα με κίνδυνο μέχρι να χάσουν τη ζωή τους. Την επόμενη στιγμή αν δεν χτυπούσε σοβαρά ο νερουλάς, πεταγόταν κι άδειαζε το βυτίο με σπαραγμό ψυχής. Για να ξεθυμάνει πολλές φορές δάγκωνε υστερικά μέχρι τ’ αυτί του ζώου. Ύστερα πιο ήρεμος σήκωνε το κάρο, έδενε το μουλάρι και κινούσε να ξαναφορτώσει υπομονετικά νερό
Αυτή η δουλειά γινόταν από την άνοιξη και μέχρι το φθινόπωρο. Το χειμώνα ο κόσμος έπαιρνε νερό από τα ρυάκια που σχηματίζονταν από τις βροχές και τα χιόνια.
Όλα αυτά γίνονταν στις πόλεις. Γιατί στην ύπαιθρο δεν υπήρχε πρόβλημα. Σε κάθε χωριό υπήρχαν 2-3 βρύσες και από εκεί εξυπηρετούνταν οι άνθρωποι.
Νερουλάδες στη Θεσσαλονίκη υπήρχαν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’30. Τότε αντικαταστάθηκαν από υδροφόρες του Δήμου. Μεγάλα βυτία, δηλαδή, που μετέφεραν το νερό στις συνοικίες του υδραγωγείου. Σταδιακά, βέβαια, ο Οργανισμός Ύδρευσης άρχισε να εφοδιάζει όλα τα σπίτια με νερό.
Στις Συκιές(περιοχή της Θεσσαλονίκης), σύμφωνα με μαρτυρίες παλαιών κατοίκων, τη δεκαετία του ’20 η υδροδότηση γινόταν από τις πηγές του Χορτιάτη. Υπήρχαν, όμως, σε ορισμένα σημεία βρύσες, απ’ όπου προμηθεύονταν οι κάτοικοι το νερό.
*Πηγή: Β. Σαρησάββας – Παραδοσιακά επαγγέλματα
Ο πιο διάσημος νερουλάς της χώρας μας ήταν ο Σπύρος Λούης, από το Μαρούσι.
Αυτός ήταν συνηθισμένος να κάνει πολλά χιλιόμετρα καθημερινά, προκειμένου να μοιράζει το νερό, είχε και μεγάλη αντοχή στο τρέξιμο, έτσι όταν του πρότειναν να λάβει μέρος στον μαραθώνιο δρόμο (στους πρώτους ολυμπιακούς αγώνες – 1896) δέχτηκε αμέσως.
Το αποτέλεσμα ήταν να βγει πρώτος, προσπερνώντας μεγάλα αθλητικά ονόματα της εποχής, και να κερδίσει τον τίτλο του πρώτου Έλληνα ολυμπιονίκη της σύγχρονης εποχής.
Μια ιστορία λέει πως όταν κέρδισε την πρώτη θέση στον μαραθώνιο, ο τότε βασιλιάς Γεώργιος προσφέρθηκε να του χαρίσει ό,τι δώρο ήθελε. Ο Λούης, σεμνός και προσγειωμένος, του απάντησε: «Ένα γαϊδουράκι θέλω μόνο, για να με βοηθάει να κουβαλάω το νερό»!
Το επάγγελμα του νερουλά διατηρήθηκε μέχρι το 1930, οπότε ιδρύθηκε η ΟΥΛΕΝ.
O Tσαγκάρης
Σήμερα όταν λέμε τσαγκάρης εννοούμε τον τεχνίτη που επιδιορθώνει τα χαλασμένα μας παπούτσια.
που χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή παπουτσιών ήταν τα εξής: καλαπόδια σφυράκια, φαλτσέτες, καρφάκια, πρόκες βιδωτές, ξυλόπροκες , μια κλωστή που την έλεγαν ‘παπουτσίδικων”
Πολλοί τσαγκάρηδες γύριζαν τις γειτονιές και μάζευαν παπούτσια για επιδιόρθωση. Δηλαδή ήταν μπαλωματήδες.
Ο τσαγκάρης της δεκαετίας του 70 ήταν χωμένος σε ένα σωρό από παπούτσια και η δουλειά του ήταν πραγματική τέχνη! Δεν υπάρχει σήμερα γιατί τα παπούτσια μας δεν χρειάζονται … παρα μόνο καινούργια τακούνια. Τότε όμως έκανε τα πάντα! Ανοιγε τα στενά με τα καλαπόδια του, άλλαζε χρώματα, έραβε τα ανοιγμένα και γενικά επιδιόρθωνε τα πάντα μια και πριν πετάξουν τα παπούτσια … πάντα τα πηγαίναν στον τσαγκάρη !!!
Το τσαγκαράδικο, ο χώρος όπου ήταν στημένος ο πάγκος του με όλα τα σύνεργα, ήταν ανοιχτό απ’ το πρωί μέχρι αργά το βράδυ.
Στον πάγκο βρίσκονταν, βελόνες, σακοράφες, σουβλιά, σφυράκια, λίμες, τανάλιες καλαπόδια, που έβαζε μέσα στο παπούτσι. Δεν υπήρχαν τότε κόλες και μηχανές. Εκεί, σκυμμένος πάνω από τον πάγκο του, δούλευε ώρες ατελείωτες φορώντας πάντα τη χαρακτηριστική δερμάτινη ποδιά του. Εκεί δεχόταν και τις παραγγελίες των πελατών του.
Στις μεγάλες πόλεις υπήρχαν μεγάλα τσαγκαράδικα, όπου δούλευαν πολλοί τσαγκάρηδες, μαζί με καλφάδεςκαι τσιράκια. Τα τσαγκαράδικα αυτά δέχονταν μεγάλες παραγγελίες και για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των πελατών, δούλευαν ασταμάτητα. Ένα ζευγάρι παπούτσια, τότε κόστιζαν σχεδόν μια χρυσή λίρα, για να φτιαχτούν χρειάζονταν 2-3 ημέρες δουλειά. Είχαν φυσικά στη διάθεση τους και μερικά μέσα, όπως ποδοκίνητες μηχανές, για να ράβουν γρηγορότερα τα παπούτσια.
Τα τσιράκια, που έκαναν βοηθητικές δουλειές, δούλευαν χωρίς αμοιβή. Μερικές φορές μόνο τους έδινε ένα συμβολικό ποσό το αφεντικό ή κάποιο χαρτζιλίκι το Σαββατοκύριακο. Κι όλα αυτά, αν ήταν υπάκουα και είχε πάει καλά ο τζίρος του μαγαζιού. Έπαιρναν όμως από τους πελάτες φιλοδωρήματα, ενώ οι καλφάδες έπαιρναν ένα μικρό μεροκάματο.
Η κατασκευή τους ήταν εξ ολοκλήρου χειροποίητη. Δεν υπήρχαν τότε κόλλες και μηχανές. Ήταν ραφτά και καρφωτά. Για να κατασκευάσει ο τσαγκάρης αγόραζε το δέρμα. Τα δέρματα ήταν δύο ειδών, τα ψιλά που τα χρησιμοποιούσε για το πάνω μέρος του παπουτσιού και τα χοντρά, με τα οποία εφτιανε το κάτω μέρος, τις σόλες δηλαδή.
Όταν ερχόταν ο πελάτης για να παραγγείλει ένα ζευγάρι παπούτσια, τον έβαζε ο τσαγκάρης να πατήσει πάνω σ’ ένα χοντρό πετσί κι μ’ ένα μολύβι, που το σάλιωνε προηγουμένως ζωγράφιζε το πέλμα του.
Τσαρουχοποιός
Για να φτιαχτούν τα τσαρούχια, οι τσαρουχοποιοί έπαιρναν το αποτύπωμα του
δεξιού ποδιού του πελάτη, βάζοντας ένα χαρτί στο πάτωμα και ακουμπούσαν το
πόδι πάνω σε αυτό. Με το μολύβι έκαναν το περίγραμμα του πέλματος και στη συνέχεια με τη μεζούρα μετρούσαν το μήκος και το φάρδος του ποδιού στα δάχτυλα και στο κουτουπιέ.
Στη συνέχεια ετοιμάζανε το καλοπόδι, όπου για τα τσαρούχια ήταν ειδικά, μπροστά στα δάχτυλα είχαν ένα μικρό βαθούλωμα και η μύτη ήταν γυριστή προς τα επάνω.
Κόβανε πάνω στο καλοπόδι τον πάτο, όπου ήταν από χοντρό δέρμα. Μουσκεύανε τον πάτο μέσα σε ένα κουβά με νερό για δέκα λεπτά περίπου, το βγάζανε και το στραγγίζανε καλά. Στη συνέχεια το καρφώνανε κάτω από το πέλμα του καλοποδιού. Αν περίσσευε
χρησιμοποιούσαν τη φαλτσέτα και το φέρνανε ίσα με το καλοπόδι. Μετά βγάζανε
σε χαρτί το στάμπο, δηλαδή το πατρόν. Σύμφωνα με το στάμπο κόβανε στη
συνέχεια σκληρή βακέτα και με τη μανταριστική τανάλια, τη μοντάρανε επάνω στο
καλοπόδι, πιάνοντάς την από κάτω με καρφιά.
Για να στερεωθεί καλά ο πάτος, κόβανε μια λεπτή λουρίδα από δέρμα δυο πόντους
φάρδος και τη στερεώνανε γύρω γύρω από τον πάτο με ξυλόπροκες. Στη συνέχεια
παίρνανε διάφορα κομμάτια από δέρμα και γέμιζαν τη γούβα που είχε δημιουργηθεί στον πάτο. Τα καρφώνανε και αυτά με ξυλόπροκα και τα φέρνανε σε μια ευθεία.
Μετά ακολουθούσε η κατασκευή της σόλας. Κόβανε πάλι με χαρτί ένα στάμπο
σύμφωνα με το πέλμα του πελάτη και πάνω σε αυτό κόβανε τη σόλα από χοντρό
δέρμα. Τη βάζανε για ένα τέταρτο στο νερό να μουσκέψει και αφού τη στραγγίζανε
καλά, φτιάχνανε πρώτα με τον κατσαπρόκο (ένα κοντό σουβλί) τρύπες ολόγυρα
στο πέλμα και ύστερα τη στερεώνανε στο πέλμα του καλοποδιού με ξυλόπροκες.
Αφήνανε τα τσαρούχια κανά δυο ώρες να στεγνώσουν και ύστερα άρχιζε η
κατασκευή των τακουνιών.
Τα τακούνια φτιάχνονται και αυτά με κομμάτια δέρμα που τα καρφώνανε πάλι με
ξυλόπροκες. Από έξω βάζουνε ένα μονοκόμματο δέρμα που το καρφώνουνε με
μεταλλικά μυτάκια πλατυκέφαλα.
Στη συνέχεια φτιάχνανε το μπροστινό μέρος του τσαρουχιού όπου κόβανε ένα
σκληρό δέρμα και αφού το βρέχανε πρώτα, το μοντάρανε στη μύτη
δημιουργώντας μια κυκλική καμπύλη.
Καθώς αφήνανε τα τσαρούχια να στεγνώσουν, ετοίμαζαν τη φούντα. Η φούντα
ήταν από μάλλινα νήματα, τη ράβανε πάνω στο τσαρούχι με τσαρουχόραμμα
(χοντρό σπάγκο) και με το ψαλίδι την ψαλίδιζαν για να της δώσουν ωραίο σχήμα.
Τέλος καρφώνανε στο πέλμα τις πρόκες και στο τακούνι και στη μύτη βάζανε
μεταλλικά πέταλα. Όταν στέγνωναν τα τσαρούχια, τα γυαλίζανε με βερνίκι και
βάζανε καραμπογιά γύρω από τη σόλα. Ύστερα με τον ειδικό γάντζο τραβούσανε
το καλοπόδι, λειαίνανε εσωτερικά με το εργαλείο τις ξυλόπροκες για να μην
ενοχλούν τον πελάτη και περνούσανε εσωτερικά ένα λεπτό δέρμα.
Για περισσότερες πληροφορίες
Πατήστε στην επόμενη εικόνα
Μπαρμπέρης ή Κουρέας
Τα παλιά χρόνια ο μπαρμπέρης ήταν υπαίθριο επάγγελμα. Εντόπιζαν ένα καλό
μέρος όπου δε φυσούσε, έστηναν την πολυθρόνα και δούλευαν εκεί. Αργότερα
στεγάστηκαν στα καφενεία, μιας και τα κουρεία ήταν ταυτόχρονα και στέκια.
Μαζευόντουσαν εκεί οι άντρες, κουβέντιαζαν και διάβαζαν εφημερίδα. Καμιά φορά
έλεγαν και παραμύθια, γιατί οι περισσότεροι κουρείς ήταν και καλοί παραμυθάδες.
Ο παραδοσιακός κουρέας είχε την χειροκίνητη μηχανή, ψιλή ή χοντρή για
μαθητές, το καλοτροχισμένο ψαλίδι, το λουρί για το τρόχισμά του. Σε μια πρόκα
ήταν καρφωμένα τα χαρτάκια για να σκουπίζει τις σαπουνάδες. Δίπλα είχε το
δοχείο με το κόκκινο λάστιχο που μέσα έβαζε το χαρτάκι για να σκουπίζει το
ξυράφι. Τα χρόνια εκείνα δεν υπήρχε ο αφρός ξυρίσματος, αλλά το παραδοσιακό
σαπούνι όπου δημιουργούσε τη σαπουνάδα και είχαν την αρωματική πούδρα για
πασπάλισμα του σβέρκου. Επίσης δεν υπήρχε λακ, αλλά το μπριλ γκρημ για το
συγκράτημα των μαλλιών. Στον τοίχο ήταν κρεμασμένη η νιφτήρα και από κάτω η
λεκάνη για να κρατάει τα μοσχομυρισμένα από τις πούδρες βρωμόνερα.
Όταν άδειαζε η λεκάνη στο πεζοδρόμιο, μοσχοβολούσε ο τόπος.
Ο μπαρμπέρης εκτός από την τέχνη του κουρέματος και του ξυρίσματος, έκανε και τον πρακτικό γιατρό ή τον οδοντογιατρό, ανάλογα με το πώς τον καλούσε η
ανάγκη.
Όταν ο κουρέας έπρεπε να βγάλει ένα σάπιο δόντι, κάθιζε τον πελάτη στην
πολυθρόνα, έδενε μια μεγάλη πετσέτα ολόγυρα στο λαιμό του πελάτη, και έβαζε
τα καλφαδάκια (βοηθούς) να τον κρατάνε σφικτά. Ύστερα έπαιρνε μια τανάλια και
με ένα τράβηγμα ξερίζωνε το δόντι. Αν ο πελάτης λιποθυμούσε από τον πόνο, ο
κουρέας του έριχνε μια κανάτα νερό για τον συνεφέρει. Ύστερα έφτιαχνε
αλατόνερο και με αυτό απολύμανε την πληγή και σταματούσε την αιμορραγία.
Σε κάποια ορεινά χωριά, ο οδοντογιατρός – μπαρμπέρης χρησιμοποιούσε για την
εξαγωγή του χαλασμένου δοντιού ένα φυτό που το λένε σκάρφη. Ξέραινε τη ρίζα
της σκάρφης και έβαζε απάνω στο δόντι ένα κομματάκι. Το φυτό αυτό είχε την
ιδιότητα να λιώνει κυριολεκτικά το δόντι. Φυσικά μαζί με το χαλασμένο δόντι,
συχνά καταστρέφονταν και τα γερά. Όταν ο κουρέας ήθελε να σφραγίσει ένα
δόντι, το σκάλιζε στο σημείο που ήταν σάπιο με ένα λεπτό σύρμα. Το καθάριζε
καλά και ύστερα έλιωνε ασήμι, το έκανε μπαλάκι και το τοποθετούσε στην
κουφάλα του δοντιού.
Παράλληλα με το επάγγελμα του οδοντογιατρού, ο κουρέας έκανε και τον
πρακτικό γιατρό. Όταν κάποιος είχε ζαλάδα λόγω υπέρτασης, πήγαινε στον κουρέα
να του πάρει αίμα. Ο κουρέας ξάπλωνε τον ασθενή στην πολυθρόνα και του ξύριζε
ίσαμε μια δεκάρα την κορυφή του κεφαλιού. Στη συνέχεια του χάραζε με ένα
ξυραφάκι το σημείο του δέρματος. Μόλις άρχιζε να αναβλύζει το αίμα, έπαιρνε ένα
κέρατο από βόδι, ακουμπούσε το ένα άκρο στην πληγή και από το άλλο άκρο
ρουφούσε το αίμα και το έφτυνε σε μια λεκάνη. Με τον τρόπο αυτό τραβούσε ως
και δύο ποτήρια αίμα και ο άρρωστος ξαλάφρωνε.
Μέσα στα καθήκοντα του πρακτικού γιατρού ήταν και το κόψιμο των βεντουζών.
Όταν κάποιος κρυολογούσε φώναζε τον κουρέα να του κόψει βεντούζες. Στην
αρχή ο κουρέας κρατώντας μια μια τις βεντούζες τις ζέσταινε λίγο στο δαυλό που
κρατούσε στο ένα χέρι και με το άλλο τοποθετούσε τη βεντούζα στην πλάτη του
αρρώστου. Αφού προκαλούσε υπεραιμία, έβγαζε το τσάρκι (ένα μηχάνημα με
ξυραφάκι) και με αυτό χάραζε την πλάτη του αρρώστου στα σημεία που είχε
προηγουμένως σημειώσει με σταυρό. Μόλις άρχιζε να αναβλύζει το αίμα, ο
κουρέας έβαζε πάνω στην πληγή τη ζεστή βεντούζα για να τραβήξει το
«χαλασμένο αίμα» όπως έλεγαν. Ύστερα για να μη μολυνθούν οι πληγές, ο
πρακτικός γιατρός έβαζε πάνω στις πληγές λίγο ελαιόλαδο και τις σκέπαζε με ένα
καθαρό πανί.
Διαβάστε περισσότερα πατώντας στην παρακάτω εικόνα
Ο Φανοκόρος
Ο φανοκόρος ήταν άνθρωπος που ανέβαινε στα φανάρια του δημοτικού φωτισμού. Το 1858 αποφάσισαν να φωταγωγήσουν τις πλατείες και τους δρόμους της πόλης.Έτσι κάθε βράδυ πήγαινε ο φανοκόρος πήγαινε και άναβε τους δημοτικούς φανοστάτες των δρόμων.
Υπαίθριος μπαλωματής
Ο υπαίθριος μπαλωματής έκανε αυτό ακριβώς που λέει το όνομά του. Έστηνε το μπαλωματάδικό του στο δρόμο και επιδιόρθωνε κυρίως παπούτσια αλλά και ρούχα αν χρειαζόταν. Είχε απλωμένα τα εργαλεία του πάνω στον «πάγκο εργασίας» του και σπάνια σήκωνε κεφάλι. Ο κόσμος περίμενε για την επιδιόρθωση ή τα άφηνε και επέστρεφε λίγο αργότερα.
O παγοπώλης
Aν θέλουμε να δούμε στους δρόμους παγοπώλη μπορούμε να πάρουμε μια μηχανή του χρόνου! Θα δούμε ότι δεν έχουν ηλεκτρικά ψυγεία και αν τους ρωτήσουμε δεν θα ξέρουν τι σημαίνει ψυγείο. Αλλά πώς διατηρούσαν παγωμένα τα φαγητά τους; Όλο αυτό το φρόντιζε ο παγοπώλης. Ο παγοπώλης υπήρχε περίπου πριν ένα αιώνα.Πουλούσε τον πάγο στις νοικοκυρές που τον έβαζαν σε ένα ντουλάπι. Την επόμενη μέρα όμως o πάγος έλιωνε και έτσι αναγκάζονταν να παίρνουν άλλο. Έτσι ο παγοπώλης περνούσε κάθε μέρα. Ο παγοπώλης είχε πάντα μαζί του γάντια για να παίρνει τον πάγο, γάντζο και κόπτη για να κόβει τους πάγους και τους μετέφερε με ένα τρίκυκλο.
Σήμερα έχουμε ηλεκτρικό ρεύμα και ψυγεία. Δεν έχουμε παγοπώληδες επειδή η τεχνολογία προχωρά όλο και πιο πολύ. Παίρνουμε πάγο μόνο για εκδρομές στη θάλασσα με την παγωνιέρα.
Επίσης πάγο χρειάζονται οι ψαράδες για να διατηρούν φρέσκα τα ψάρια τους. Όλα αυτά τα εργαλεία του παγοπώλη μπορούμε να τα βρούμε σε Λαογραφικά μουσεία για να θυμόμαστε πως χρησίμευαν.
Ο Παγωτατζής
Τα τρίκυκλα των παγωτατζήδων χθες και σήμερα και παλιά ζαχαροπλαστεία. Οι πλανόδιοι παγωτατζήδες με τη λευκή μπλούζα και τα χαρακτηριστικά καπελάκια, διαλαλούσαν τη δροσερή πραμάτεια τους στις κεντρικές πλατείες, στις γωνίες των μεγάλων δρόμων, στα υπαίθρια γήπεδα και στις παραλίες όπου ο κόσμος έκανε τα μπάνια του. Σήμερα αυτό το όμορφο παραδοσιακό επάγγελμα κοντεύει δυστυχώς να εξαφανιστεί. Η παρασκευή του παγωτού: Οι παγωτατζήδες το παγωτό το φτιάχνανε μόνοι τους, βράζανε το γάλα και προσθέτανε ζάχαρη, αυγά, βανίλια ή κακάο, ανάλογα με τη γεύση που θέλανε να φτιάξουν. Όταν έβραζε το μείγμα, το κατέβαζαν από τη φωτιά και το τοποθετούσαν σε ένα μεταλλικό κάδο, ο οποίος βρισκόταν μέσα σε ένα ξύλινο βαρέλι. Στο κενό που υπήρχε ανάμεσα στο ξύλινο βαρέλι και στον κάδο, έβαζαν πάγο και συνέχιζαν να ανακατεύουν το μείγμα μέχρι να πήξει. Φορτώνανε το βαρέλι στο καρότσι και ξεκινούσαν τη δουλειά τους. Κατά διαστήματα έριχναν κομμάτια πάγου εξωτερικά για να μη λιώσει το παγωτό. Τα παγωτά σερβιριζότανε σε χωνάκι από βάφλα.
Ποιος είναι και με τι ασχολείται; κατασκευάζει φυσικό παγωτά χρησιμοποιώντας γάλα, ζάχαρη, και φρούτα ως βασικά συστατικά.
Ποια είναι τα καθήκοντα του; κατασκευάζει παγωτά από γάλα, ζάχαρη, φρούτα και άλλα συστατικά. Αυτός/αυτή τα αναμειγνύει σωστά και παστεριώνει το μείγμα. Για να μοιράσει τα σταγονίδια λίπους αυτός/αυτή κατασκευάζει τα συστατικά μέσω της ομογενοποιητικής μηχανής – αυτός/αυτή χύνει το μείγμα σε ένα μηχάνημα ψύξης και το ξεκινάει για να το κτυπήσει και να δροσίζει το μείγμα μέχρι το προϊόν να αποκτήσει την κατάλληλη σύσταση. Αυτός/αυτή διακοσμεί τα παγωτά με παγωμένα φρούτα, σοκολάτα, ή άλλα συστατικά. Αυτός/αυτή μπορεί επίσης να εμπλουτίσει την πάστα του παγωτού με διάφορα συστατικά από παραδοσιακό καλλιτεχνικό κατάστημα. Μιας και η επεξεργασία παγωτού έχει γίνει μηχανοποιημένη και προσαρμοσμένη στη μαζική παραγωγή, αυτό το επάγγελμα συναντάται πολύ σπάνια κατά τον παραδοσιακό τρόπο.
Που εργάζεται και υπό ποιες συνθήκες; Εργάζεται σε εργαστήρια παγωτού, όπου είναι απαραίτητο να κρατήσει κανείς αυστηρά υγιεινές συνθήκες και ένα συνεχές καθάρισμα ωφέλιμων ειδών για να αποφύγει πιθανή μόλυνση φαγητού. Ο χώρος εργασίας συνήθως πρέπει να κρατηθεί πολύ κρύος ή υγρός.
Τι εργαλεία/ εξοπλισμό χρησιμοποιεί; Αναμεικτήρες, σπάτουλες, εξοπλισμό μέτρησης, κουτάλια.
Ποια προσόντα απαιτούνται για να πετύχει κανείς σε αυτόν τον τομέα; Δεν υπάρχει καμιά συγκεκριμένη ειδίκευση σχετικά με το επίπεδο των σπουδών – συνήθως κάποια βασική κύρια εκπαίδευση είναι αρκετή. Η εμπειρία και οι δεξιότητες γενικά είναι επίκτητα μέσων εξάσκησης και μπορεί επίσης να υποστηριχτεί με τη βοήθεια κάποιου ειδικού επαγγελματικού μαθήματος.
Η πιο μεγάλη χαρά για ένα παγωτατζή ήταν να βλέπει την ευτυχία στα μάτια των παιδιών όταν έπαιρναν στα χέρια τους το λαχταριστό χωνάκι.
Το αμαξάκι για τον παγωτατζή ήταν ένας πιστός φίλος. Το έβαφε, το ζωγράφιζε με όμορφα σχέδια και του μιλούσε με αγάπη στις ατέλειωτες ώρες της δουλειάς.
Σήμερα, που όλοι μπορούμε να εξασφαλίζουμε ένα παγωτό από το διπλανό περίπτερο, το επάγγελμα του παγωτατζή έχει σχεδόν εξαφανιστεί.
Τα παλιά χρόνια οι άνθρωποι δεν είχαν αρκετά χρήματα για να έχουν ψυγείο στο σπίτι τους. Ούτε και οι μαγαζάτορες μπορούσαν εύκολα να αγοράσουν ένα” ψυγείο για το μαγαζί τους. Έτσι τα παιδιά μπορούσαν να πάρουν παγωτό μόνο από τον παγωτατζή.
Κάθε πρωί ο παγωτατζής αγόραζε μεγάλες κολόνες πάγου. Τις έβαζε μέσα στο καρότσι με το παγωτό που είχε φτιάξει και γύριζε τις συνοικίες καλώντας τα παιδιά να αγοράσουν παγωτό. Οι παγωτατζήδες φόρτωναν το βαρέλι στο καρότσι, και με μια ειδική μεταλλική κουτάλα και τα χωνάκια ξεκινούσαν τη δουλειά τους. Κατά διαστήματα έριχναν κομμάτια πάγου εξωτερικά για να μη λιώσει το παγωτό.
Ο παγωτατζής με το άσπρο καπελάκι και την άσπρη ποδιά του ήταν γραφικός, ευχάριστος, και ο πιο αγαπημένος πλανόδιος μικροπωλητής για τα παιδιά. Την πρώτη εμφάνισή του την έκανε την Άνοιξη, τις μέρες του Πάσχα και σταματούσε το φθινόπωρο με την εμφάνιση των καστανάδων, αν και οι περισσότεροι από αυτούς ήταν οι ίδιοι, διότι έκαναν παράλληλα και δεύτερο εποχιακό επάγγελμα. Το παλιό καροτσάκι του παγωτατζή ήταν σωστό κομψοτέχνημα , με το ωραίο σκέπαστρο, τις παραστατικές ζωγραφιές και τα διάφορα σχέδια που κοσμούσαν τις πλευρές του. Με το τρίτροχο ποδήλατο ή το μηχανοκίνητο καροτσάκι έκανε την εμφάνισή του και διαλαλούσε το παγωτό του όπου σύχναζε πολύς κόσμος.
Κασερομάστορας
Το επάγγελμα του κασερομάστορα, όπως και τα περισσότερα παραδοσιακά
επαγγέλματα, περνούσε από γενιά σε γενιά. Το κασέρι το παρασκεύαζαν οι
κασερομάστορες σε μικρά ξύλινα ή πέτρινα οικήματα γνωστά ως κασαρίες. Εκεί
ανακάτευαν το γάλα με ένα ένζυμο από το στομάχι των ζώων, την πιτιά, και το
τοποθετούσαν σε καζάνια για να το ζεστάνουν.
Όταν έπηζε το γάλα, κομμάτιαζαν το μείγμα και το ξαναζέσταιναν σε μεγαλύτερη
θερμοκρασία. Στη συνέχεια το τοποθετούσαν σε τσαντίλες για να στραγγίξει το
τυρόγαλο και να σφίξει. Το στραγγισμένο αυτό μείγμα ονομαζόταν “μπασκί’.
Ζέσταιναν ένα χώρο με σόμπες και άφηναν το μπασκί να ωριμάσει 3 με 5 μέρες και
μετά το τεμάχιζαν και το έβαζαν σε μεγάλες ξύλινες κόφες. Τις κόφες τις
βουτούσαν σε καζάνια με ζεστό νερό, ανακατεύοντας συνεχώς το μπασκί για να
γίνει μια ομοιογενής μάζα.
Φτάνοντας στο τελευταίο στάδιο παρασκευής του κασεριού, έβαζαν το μπασκί σε
τραπέζια και το αλάτιζαν με χοντρό αλάτι. Στη συνέχεια το ζύμωναν με τα χέρια
και το τοποθετούσαν για ένα εικοσιτετράωρο σε καλούπια για να πάρει το
επιθυμητό σχήμα. Ακολουθούσε η μεταφορά του κασεριού από τις κασερίες στα
υπόγεια των σπιτιών, όπου υπήρχε σταθερή θερμοκρασία και τα τοποθετούσαν σε
τεζάκια για να ωριμάσουν. Παρέμεναν στα υπόγεια για 3 μήνες και στη συνέχεια τα
πουλούσαν στους εμπόρους.
Ο Κουλουράς ήταν ο υπαίθριος μικροπωλητής ο οποίος πουλούσε κουλούρια.
Ο στραγαλοποιός αγόραζε από τον παραγωγό τα ρεβίθια Ιούλιο με Αύγουστο. Στη
συνέχεια τα ξεχώριζε ανάλογα με το μέγεθος και τα έψηνε ανακατώνοντάς τα σιγά
σιγά με το χέρι περίπου μια ώρα. Την επόμενη μέρα αφού είχαν κρυώσει, τα
ξανάψηνε και τα άπλωνε στο υπόγειο για δυο με τρεις εβδομάδες. Όσο
περισσότερες μέρες τα άφηνε, τόσο πιο αφράτα γίνονταν τα στραγάλια.
μέρες. Σε 30 οκάδες ρεβίθια έβαζε 2 οκάδες νερό. Άφηνε τα ρεβίθια να ρουφήξουν
το νερό και στη συνέχεια τα έβγαζε, τα άπλωνε πάλι για να στεγνώσουν και την
επόμενη τα έβαζε στο ψηστήρι και τα έψηνε λίγα λίγα, ανακατώνοντάς τα με ένα
ξυλάκι, το ‘γκέλμπερι’.
Στη συνέχεια ο στραγαλοποιός έτριβε τα ρεβίθια με τον ‘μαρφά’ (ένα επίπεδο ξύλο
από λεύκη με χερούλι από πάνω). Στην αρχή τα έτριβε δυνατά για να
ξεφλουδίσουν και στη συνέχεια πιο μαλακά για να φουσκώσουν. Αφού τελείωνε με
το τρίψιμο, τα κοσκίνιζε για να φύγει η φλούδα και τα στραγάλια ήταν πια έτοιμα
για κατανάλωση.
Υπάρχουν δύο είδη στραγάλια, το αφράτο και το αλμυρό. Για να γίνει το αλμυρό,
μετά τη διαδικασία που περιγράψαμε παραπάνω και αφού ο μάστορας κοσκίνιζε τα
στραγάλια, τα άφηνε δυο μέρες να κρυώσουν και ύστερα τα μούσκευε σε σκαφίδι
με αλμύρα.
Το άσπρο στραγάλι δουλευόταν ως εξής, ο μάστορας έβαζε τα ρεβίθια από το
βράδυ να μουσκέψουν μέσα στην αλμύρα, όπου είχε προσθέσει και λίγη στύψη.
Την επομένη, έτσι βρεγμένα όπως είναι τα ρεβίθια, τα έβγαζε και τα έψηνε
προσθέτοντας και λίγη άμμο. Αφού ψηνόταν, τα έβγαζε και τα κοσκίνιζε για να
φύγει η άμμος
Ο υπαίθριος φωτογράφος
Ο υπαίθριος φωτογράφος χρησιμοποιούσε ένα ξύλινο ορθογώνιο πλαίσιο που στηριζόταν
σε ένα τρίποδα, τη φωτογραφική μηχανή. Ο φακός βρισκόταν στο κέντρο του ορθογωνίου
και από κάτω υπήρχε ένα κασελάκι με συρταράκια που περιείχαν όλα τα απαραίτητα
υλικά εκτύπωσης μέσα σε μπουκαλάκια.
Πολλοί φωτογράφοι στόλιζαν γύρω γύρω το πλαίσιο με παλιές φωτογραφίες.
Καρβουνιάρης
Το επάγγελμα του καρβουνιάρη ήταν εποχιακό. Έστηνε καμίνια από την άνοιξη
μέχρι το φθινόπωρο. Για να στήσει το καμίνι διάλεγε ένα μέρος όπου
προστατευόταν από τον άνεμο.
Τα ξύλα που χρησιμοποιούσαν ήταν κυρίως από δέντρα και είχαν μήκος 2 μέτρα
περίπου. Έστηνε τα ξύλα όρθια πολύ κοντά το ένα στο άλλο, έτσι που να
σχηματίζουν ένα λοφάκι, 4 μέτρα ύψος περίπου και άφηνε στο κέντρο του σωρού
μια τρύπα με διάμετρο 50 εκατοστά. Σκέπαζε τον σωρό από ξύλα με άχυρα,
πάχους 2 – 3 δάχτυλα και πάνω από τα άχυρα έριχνε μαλακό χώμα που το είχε
κοσκινίσει πριν. Αφού τέλειωνε όλη αυτή η διαδικασία, τοποθετούσε γύρω γύρω
στη βάση του, πλαγιαστά ξύλα ύψους 1 με 1,5 μέτρο.
Ακολουθούσε το άναμμα του καμινιού, ρίχνοντας στην τρύπα του σωρού
αναμμένα κάρβουνα. Κατά τη διάρκεια του καψίματος, με ένα ξύλο άνοιγε μικρές
και άβαθες τρύπες στο χωματένιο λόφο, για να βγαίνει ο καπνός αλλά να μην
μπαίνει μέσα ο αέρας. Το καμίνι έκαιγε για 12 με 15 μέρες, και το πρόσεχε μέρα
και νύχτα. Όσο τα ξύλα γινόντουσαν κάρβουνα, ο λοφίσκος χαμήλωνε και δεν
έβγαινε ο πυκνός καπνός που έβγαινε τις πρώτες μέρες. Τότε έριχνε τις ξύλινες
σκάλες πάνω στο καμίνι και σκαρφάλωνε στην κορυφή του και με ένα φτυάρι
καθάριζε την επιφάνεια και έριχνε νερό, περίπου 20 βαρέλια.
Στη συνέχεια το σκέπαζε πάλι με χώμα και το άφηνε ακόμη μια μέρα πριν το
καθαρίσει από το χώμα. Όταν το καθάριζε, τα κάρβουνα ήταν έτοιμα. Τα
κομμάτιαζε και τα τσουβάλιαζε. Τα κάρβουνα που δεν είχαν ψηθεί καλά και είχαν
μείνει ξύλα, τα κρατούσε για να τα ψήσει όταν θα έστηνε το καινούριο καμίνι.
Ανάλογα με το χώρο που διέθετε ο καρβουνιάρης έστηνε και τα ανάλογα καμίνια.
Δεν τα άναβε όλα μαζί όμως, για να έχει χρόνο να τα καθαρίσει από το χώμα.
Καπνοδοχοκαθαριστής
Αν και οι καμινάδες και τα συνεργεία που αναλαμβάνουν τον καθαρισμό τους, δεν έχουν εκλείψει, ο σημερινός καπνοδοκαθαριστής σίγουρα δεν διατηρεί την παραδοσιακή έννοια του όρου. Το τότε συνεργείο αποτελούμενο από δύο ή και περισσότερα άτομα, επισκέπτονταν σπίτια, γραφεία, δημόσια κτίρια ταβέρνες και φούρνους, για να καθαρίσει τις καμινάδες με παραδοσιακά εργαλεία και τρόπο.
Αφού επιθεωρούσε τον χώρο, ένας ανέβαινε στην κορυφή της καμινάδας, κρεμώντας το σκοινί που έπιανε ο άλλος από την άλλη είσοδο της καμινάδας. Σε αυτό έδεναν τα φρόκαλα, τσαλιά, τις αφάνες, και ότι άλλο εργαλείο υπήρχε διαθέσιμο ικανό να ξύσει το εσωτερικό της καμινάδας. Όταν έριχναν όλη την μουτζούρα στο τζάκι, ή στο φούρνο, και πάνω σε εκείνον που τύγχανε να κρατάει το σκοινί έμελλε μόνο το σκούπισμα κι είχαν τελειώσει. Στις περιπτώσεις που η κάπνα ήταν λαδωμένη, το σαπούνι ήταν απαραίτητο βοηθητικό για να αφαιρεθεί. Έτσι συνηθέστερα , τον πρωί διατηρούσαν ένα σκούρο ηλιοκαμένο ή ακόμα και μαύρο χρώμα, το οποίο έφευγε μόνο όταν επέστρεφαν σπίτι. Αυτός ήταν ο λόγος που οι συστάσεις της επαγγελματικής σταδιοδρομίας ήταν περιττές.
Ο Ντιβανάς
Πλανόδιος και περιπλανώμενος από γειτονιά σε γειτονιά ήταν και ο ντιβανάς άλλων εποχών. Η φθαρτή φύση των κρεβατιών που ήταν φτιαγμένα από συρματένιο δίχτυ, επέβαλε εκτός από την ύπαρξη του κατασκευαστή κι εκείνη του συντηρητής ή επισκευαστής τους.
Αυτός ήταν και ο λόγος που με ένα ζεμπίλι, μια κουλούρα σύρμα, τανάλιες, πένσες, καρφιά και σφυριά, ο ντιβανάς τριγύριζε στις γειτονιές διαλαλώντας την ιδιότητά του μέχρι να εμφανιστεί κάποια νοικοκυρά που χρειαζόταν τις υπηρεσίες του.
Τότε το ντιβάνι έβγαινε στην αυλή κι ο ειδικός, μετά την εκτίμηση, όριζε το κόμιστρο της επισκευής. Βέβαια πάντα υπήρχαν επιλογές για αυξομειώσεις της τιμής, όπως το τι σύρμα, ανοξείδωτο ή γαλβανιζέ, θα επιλεγόταν χωρίς να λείπουν βέβαια και τα γνωστά παζάρια… Η συμφωνία έκλεινε κι ο μάστορας έπιανε δουλειά. Έσφιγγε με τη μέγγενη τις άκρες ώστε να τεντώσουν καλά και να μην πάρουν κάνουν γούβα. Μετά έπαιρνε τα κάθετα σύρματα, γνωστά και ως υφάδια, τα τέντωνε και αυτά και τα κάρφωνε στις σανίδες. Στη συνέχεια τοποθετούσε το στρώμα και το κρεβάτι ήταν έτοιμο να χρησιμοποιηθεί καλά.
Ο Σαλεπιτζής
Ακόμη και μέχρι το 2015 2015, στην Ομόνοια ή στους γύρω δρόμους, δεν ήταν απίθανο να συναντήσει κανείς, τους τελευταίους εκπροσώπους του εν λόγω επαγγέλματος, αν και κατά γενική ομολογία κι αυτός ο επαγγελματικός προσανατολισμός τείνει προς εξαφάνιση…
Το σαλέπι, η σκόνη δηλαδή που βγαίνει από τους αποξηραμένους κονδύλους διαφόρων ειδών της οικογένειας των ορχεΐδων, καθώς και το ζεστό αφέψημα που παρασκευάζεται από αυτό, όταν η σκόνη βράζεται με ζάχαρη ή μέλι και αρωματίζεται με πιπερόριζα ή κανέλα, αποτέλεσε για χρόνια το δυναμωτικό της χώρας τόσο για τους ξενύχτηδες όσο και για τους πρωινούς ανθρώπους του μεροκάματου.
Ο σαλεπιτζής, με τον άσπρο σκούφο και την λευκή ποδιά του, τα πολύπλοκα και καλογυαλισμένα μπρούτζινα σκεύη, που συνήθιζε να κουβαλά στον ώμο κρεμασμένα από μια ξύλινη σανίδα, αποτελεί μια γραφική και συνηθισμένη εικόνα άλλων εποχών. Περιτριγυρισμένος σχεδόν πάντα από παρέες, ψήνοντας το ρόφημα σε εύθυμο κλίμα, κρατούσε το ενδιαφέρον των πελατών ανοίγοντας πάντα κάποιο πολιτικό ή άλλο θέμα για συζήτηση , γι αυτό κι από πολλούς θεωρείται πως έβαλε τις βάσεις για τα εξελιγμένα υπαίθρια καφενεία που ακολούθησαν στην Ελλάδα, αφού οι θαμώνες πίνοντας το ποτό τους ενημερώνονταν για την καθημερινότητα και αντάλλασσαν τις απόψεις τους.
Ο Λατερνατζής
Λατέρνα Φτώχεια και Φιλότιμο, ήταν ο τίτλος της κλασσικής ελληνικής ταινίες, που σκιαγραφούσε ένα ακόμα επάγγελμα που χάνεται στο χρόνο καθώς και τα λοιπά χαρακτηριστικά της εποχής της ακμής του. Ο Λατερνατζής είναι ένα από τα πιο παλιά
επαγγέλματα στην Ελλάδα! Η ιδιότητα του είναι δίπλη και γιατί άραγε; Επειδή σε
πρώτο στάδιο είναι ο κατασκευαστής της Λατέρνας και σε δεύτερο στάδιο είναι ο
τραγουθέτης!
Η λατέρνα είναι ένα πολύ δύσκολο μουσικό όργανο, επειδή οι νότες βγαίνουν από μεταλλικά ελάσματα .Έχει έναν περιστρεφόμενο κύλινδρο που όταν γυρίζει, παράγει
μουσική. Οι λατερνατζήδες γύριζαν πότε μόνοι τους ,πότε με την συνοδεία κάποιου ντεφιού σε μαγαζιά ,σε πάρκα ή στους δρόμους και πολλές φορές μαζευόταν γύρω τους ο κόσμος και άκουγε τα τραγούδια που παίζανε.Τα τραγούδια ήταν συνήθως λαικά και αυτά που ήταν διάσημα εκείνο τον καιρό.
Όταν τελείωνε το τραγούδι , περνούσε ένα άτομο που ήταν και ο βοηθός τους, κρατώντας ανάποδα το καπέλο του ή το ντέφι και του έριχναν μέσα οι
άνθρωποι φιλοδωρήματα.Ο λατερνατζής του χθες, μετέφερε στην πλάτη το ογκώδες όργανό του και σε κάθε στάση γυρνούσε την μανιβέλα της «ρομβίας», διασκέδαζε τους κατοίκους της κάθε γειτονιάς με κλασσικές ή και νέες μελωδίες.
Η λατέρνα, το αυτόματο μουσικό όργανο που αν και ογκώδες, συνήθως χρησιμοποιείται σε ανοιχτούς χώρους, υπήρξε απαραίτητο συστατικό της διασκέδασης άλλων εποχών, συμβάλλοντας μάλιστα στη διάδοση νέων, για την εποχή, μουσικών ήχων. Βέβαια τα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι λατερνατζήδες μέσα στα χρόνια, κατάφεραν να περιθωριοποιήσουν την στολισμένη λατέρνα, με αποτέλεσμα σήμερα να διαχέει τους ξεκούρδιστους πια ήχους της, σε ελάχιστες και πολυσύχναστες, αποκλειστικά, γειτονιές.
Ο Αμαξάς
Κι αν οι σύγχρονες διαφημίσεις αυτοκινήτων, διατυμπανίζουν με καμάρι τα επιπλέον άλογα, ικανά να μας μεταφέρουν γρηγορότερα στον προορισμό μας, οι προκάτοχοι των αυτοκινήτων , που συνήθιζαν να χρησιμοποιούν ζωντανά άλογα για να κινήσουν τους τροχούς τους, ήταν αδύνατο να εκμηδενίσουν τις αποστάσεις..
ρομαντική. Τώρα συναντάμε άμαξες μόνο σε πόλεις με τουριστική κίνηση.
Γνωστοί αμαξάδες που άφησαν εποχή ήταν ο Χρήστος Ντάνος, ο Βαγγέλης
Τα αμάξια της νύχτας: Αυτοί δεν έβγαιναν την ημέρα εκτός αν ήταν να πάνε σε καμιά κηδεία! Καλός αμαξάς με καλό αμάξι σπάνια έπαιρνε αγώι κηδείας.
Σήμερα έχουν απομείνει ελάχιστοι αμαξάδες, αφού ο μόνος λόγος για να χρησιμοποιήσει κανείς το συγκεκριμένο μέσο μεταφοράς είναι για ναξεφύγει την ταχύτητα της καθημερινότητας, πηγαίνοντας μια γραφική και νοσταλγική βόλτα.
Ο μπακάλης
Πνιγμένος στα ράφια με τις κονσέρβες, τις ζάχαρες τα ζυμαρικά και όλα τα
απαραίτητα για το μαγείρεμα της νοικοκυράς. Τα περισσότερα χύμα και
αγορασμένα βερεσέ. Χωρίς ψυγείο, πουλούσε όλα τα βασικά είδη και τρόφιμα
χύμα. Συνήθως, το μπακάλικο ήταν εμπορικό και καπηλειό. Σήμερα με τους όρους
που διαμορφώθηκαν από την σύγχρονη οικονομία και την επικράτηση των σούπερ μάρκετ τα μπακάλικα χάθηκαν, εκτός από εκείνα τα λίγα που λειτουργούν ακόμα
στα χωριά.
Για περίπου 30 χρόνια, από την λήξη του Β Παγκοσμίου Πολέμου, μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του `70, την ραχοκοκαλιά του λιανικού εμπορίου, αποτελούσαν αποκλειστικά τα οικογενειακά παντοπωλεία και τα μπακάλικα της γειτονιάς. Περίπου 32.000 μικρά καταστήματα καταγράφονται διάσπαρτα στην επικράτεια της χώρας το 1977, τα οποία εμπορεύονταν τρόφιμα (εκτός από κρέατα & ψάρια), μη αλκοολούχα ποτά και είδη οικιακής χρήσεως ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις συνοδεύονταν και από κάποιο καφενείο ή μια ταβέρνα.
Καφεπαντοπώλης
Στα περισσότερα χωριά της Ελλάδας, τις περισσότερες φορές ο καφετζής συνδύαζε
τη λειτουργία του καφενείου του με την πώληση ειδών που δεν έβγαζε ο τόπος του, όπως καφέ, τσιγάρα, ζάχαρη, τσάι, ρύζι, μπακαλιάρο, σπίρτα, παστές σαρδέλες, φρίσες
(ρέγγες), πιπερικύμινο, ταραμά, χαλβά και άλλα. Ακόμη μπορούσε να έχει πανιά,
κλωστές, βελόνες, δέρματα και ίσως είδη τσαγκάρικου.
Κεραμοποιός
Η δουλειά του κεραμοποιού ήταν εποχιακή και εργαζόταν την περίοδο του
καλοκαιριού για 4 με 5 μήνες. Η δουλειά ήταν βαριά και πολύωρη. Εργαζόταν από
τις 3 τα ξημερώματα έως τις 10 το βράδυ, με ένα διάλλειμα το μεσημέρι, λόγω της
υπερβολικής ζέστης. Αγόραζε ή νοίκιαζε το χώρο που εργαζόταν 3 περίπου
στρεμμάτων με καλό και μπόλικο χώμα που να επαρκεί για 3 με 4 χρόνια. Εκεί
έστηνε το εργαστήριό του.
Άνοιγε ένα πηγάδι βάθους 3 μέτρων περίπου και κατασκεύαζε μια ξύλινη καλύβα.
Τη χρησιμοποιούσε για αποθήκη των προϊόντων του και για ύπνο. Στη συνέχεια,
πίσω από την καλύβα κατασκεύαζε το καμίνι με τούβλα και λάσπη, οι τοίχοι του
οποίου είχαν πάχος 60 – 80 εκατοστά. Το κάτω μέρος του καμινιού ήταν
ημιυπόγειο και είχε ύψος 70 εκατοστά, και εκεί άναβε τη φωτιά. Το επάνω μέρος
του καμινιού είχε διαστάσεις 3×4 μέτρων και ύψος 3 μέτρων και έμοιαζε με ένα
ευρύχωρο δωμάτιο.
Όταν τέλειωνε η κατασκευή του καμινιού, καθάριζε ο κεραμοποιός καλά το έδαφος
ολόγυρα από την καλύβα έτσι ώστε να είναι λείο. Αυτό ήταν το “αλώνι’, στο οποίο
θα τοποθετούσε αργότερα τα τούβλα και τα κεραμίδια για να στεγνώσουν.
Οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιούσε για την κατασκευή χειροποίητων τούβλων και
κεραμιδιών ήταν χώμα, νερό και λίγη ποταμίσια άμμο. Η δουλειά ξεκινούσε από το
σημείο εκσκαφής, γνωστό ως “λάκα’. Εκεί δυο εργάτες όπου ονομαζόντουσαν
λασπάδες, έσκαβαν με τσάπες το έδαφος και έβγαζαν όσο χώμα χρειάζονταν. Στη
συνέχεια, αντλώντας νερό από το πηγάδι με την τραπμάλα, το έστελναν με ένα
αυλάκι στη “λάκα’, στο σημείο όπου είχαν εναποθέσει το σκαμμένο χώμα.
Ανακατεύοντας το χώμα με το νερό, αρχικά με τσάπες και στη συνέχεια με τα
πόδια, έφτιαχναν τη λάσπη (πηλό). Με μια “καζάκα” κατασκευασμένη από
ενωμένες σανίδες, μήκους και πλάτους 60 εκατοστών περίπου, που στις δυο άκρες
είχε δυο μακριά ξύλα για χερούλια, οι λασπάδες μετέφεραν λίγη λίγη τη λάσπη
από τη “λάκα” στο “αλώνι’. Στο “αλώνι” άρχιζαν να τη ζυμώνουν με τα χέρια, μια
φορά αν ήθελαν να κατασκευάσουν τούβλα και δυο με τρεις φορές αν ήθελαν να
κατασκευάσουν κεραμίδια.
Μετά το ζύμωμα, τοποθετούσαν δίπλα στο σωρό της λάσπης το “ντισγιάφι’, δηλαδή
τον ξύλινο πάγκο που ήταν κατασκευασμένος έτσι ώστε να έχει χώρο για την ψιλή
ποταμίσια άμμο και χώρο για ένα δοχείο με νερό. Ο τεχνίτης που ονομαζόταν
“κόφτης’, είχε πάνω στον πάγκο και μπροστά του το σιδερένιο, σε ελλειπτικό
σχήμα καλούπι για την κατασκευή κεραμιδιών. Το αλάτιζε με λίγη άμμο και στη
συνέχεια έπαιρνε με τα χέρια του μια μικρή ποσότητα λάσπης, την τοποθετούσε με
δύναμη μέσα στο καλούπι και με το βρεγμένο “λιγρί” (ένα ειδικό παχύ ξύλο το
οποίο ύστερα από κάθε χρήση το τοποθετούσε πάλι στο δοχείο με το νερό) ίσιαζε
τη λάσπη ώστε να πάρει σχήμα καλουπιού.
Αμέσως μετά δυο νέοι εργάτες, τα λεγόμενα “ριχτάρια’, έπαιρναν εναλλάξ με τη
καμπυλωτή “λαγούτα” το μαλακό κεραμίδι, το αλείφανε στο επάνω μέρος με λίγο
νερό για να κλείσουν οι πόροι και να αποκτήσει γυαλάδα, και το τοποθετούσαν στο
“αλώνι’, τραβώντας τη “λαγούτα” με προσοχή ώστε να μη χαλάσει το σχήμα του
κεραμιδιού. Τα άφηναν στον ήλιο 24 ώρες για να στεγνώσουν και μετά τα
συγκέντρωναν ανά δεκάδες και τα αποθήκευαν μέσα στην καλύβα.
Ακολουθούσε η κατασκευή των τούβλων. Ο “κόφτης” χρησιμοποιούσε ένα καλούπι
με δυο φωλιές, το οποίο σε ανάγλυφη μορφή είχε γραμμένο στον πάτο το όνομα
του κεραμά. Πριν τοποθετήσει τη λάσπη στο καλούπι με τις δυο φωλιές, το αλάτιζε
καλά με λίγη άμμο. Πρόσεχε να μην αφήσει κενά μέσα στο καλούπι και με ένα
χοντρό ξύλο, τον “κόφτη’, αφαιρούσε όση λάσπη περίσσευε από το καλούπι. Τα
δυο “ριχτάρια” μετέφεραν το καλούπι στο “αλώνι” και αναποδογύριζαν το
περιεχόμενο στο έδαφος με προσοχή. Επειδή τα τούβλα είχαν μεγαλύτερο πάχος
από τα κεραμίδια, 5 με 6 εκατοστά, χρειαζόντουσαν περισσότερο χρόνο για να
στεγνώσουν. Αφού περνούσαν 3 με 4 μέρες, οι κεραμάδες μετέφεραν τα τούβλα
στην καλύβα και συνέχιζαν την εργασία τους.
Η παρασκευή των τούβλων και των κεραμιδιών δεν τελείωνε εδώ. Όταν
συγκεντρωνόταν ένας μεγάλος αριθμός κεραμιδιών και τούβλων, άρχιζε το
“καμινάρισμα” όπου διαρκούσε μια μέρα. Μετέφεραν από την καλύβα τα κεραμίδια
και τα τούβλα στο καμίνι και τα τοποθετούσαν με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Στο
κάτω μέρος τοποθετούσαν σταυρωτά και αραιά μερικές σειρές τούβλων, ώστε η
φλόγα της φωτιάς να μπορεί να περνάει εύκολα. Μετά τοποθετούσαν μερικές
σειρές κεραμίδια, τούβλα και πάλι κεραμίδια, χωρίς κενά αυτή τη φορά. Όταν
γέμιζε το καμίνι, έκλειναν με παλιά τούβλα την πόρτα του καμινιού και γέμιζαν τα
κενά με λάσπη ανακατεμένη με άχυρο. Άναβαν τα καυσόξυλα που είχαν
τοποθετήσει στη βάση του καμινιού με πετρέλαιο, και κρατούσαν τη φωτιά
αναμμένη για 24 ώρες. Η θερμοκρασία έφτανε μέχρι 900 – 950 βαθμούς κελσίου.
Όταν τέλειωνε ο απαιτούμενος χρόνος, ο κεραμάς τα άφηνε στο καμίνι 2 με 3
μέρες για να κρυώσουν. Στη συνέχεια τα στοίβαζε σε ντάνες.
Κτίστης
Ο κτίστης ήταν στις πόλεις και στα χωριά πολύ διαδεδομένο επάγγελμα, επειδή
τότε όλα τα σπίτια χτίζονταν με πέτρες απελέκητες και πελεκημένες. Οι κτίστες
ακόμη έκαναν μερεμέτια, επισκεύαζαν παλιά σπίτια κ.ά.
Σ’ αυτούς υπάγονται και οι πελεκάνοι που έβγαζαν και πελεκούσαν κατάλληλες για
πελέκημα πέτρες κι έκαναν τις καμαρόπετρες, τις μυλόπετρες και τα πελέκια για τις
πόρτες και τα παράθυρα. Οι ίδιοι έκαναν καμπαναριά που απαιτούσαν μεγάλη
αντίληψη και προχωρημένη τεχνική.
Καποτάς ή Καπάς
Οι ράφτες κάπας στα παλιά χρόνια λέγονταν καποτάδες ή καπάδες. Η κάπα είναι ένα υφαντό, μάλλινο πανωφόρι με κουκούλα. Το ξεχασμένο αυτό επάγγελμα και σε πολλούς άγνωστο ζωντανεύει ο μαθητής της Γ΄ τάξης, Ιάσονας Μ., ο οποίος περήφανος πήρε συνέντευξη από τη γιαγιά του Κρυσταλλία, κάτοικο του Τριλόφου, Ημαθίας η οποία είναι πλέον η μοναδική στον κόσμο παρασκευάστρια παραδοσιακής κάπας.
Η ίδια ράβει για ιδιωτική χρήση,για συλλόγους,αναβιωτές ιστορικών γεγονότων αλλά και για ταινίες. Δύο ιστορικές ταινίες στις οποίες η κ. Κρυσταλλία έραψε τις κάπες είναι η ¨Έξοδος 1826¨ η οποία αφορά την ιστορία 120 αντρών από τη Σαμαρίνα Γρεβενών και τα γύρω χωριά, που έσπευσαν να βοηθήσουν στην Έξοδο του Μεσολογγίου και ¨Η Πολιορκία¨.Η «Πολιορκία», βασίζεται σε αληθινά γεγονότα και δη στη μάχη της Μονής Δοβρά στη Βέροια, το Μάρτιο του 1822.
Τις ερωτήσεις τις σκέφτηκε κι έγραψε ο ίδιος ο μαθητής.
Το βίντεο από τη συνάδερφο Κατερίνα Πέτρου, που έκανε εξαιρετική δουλειά…
Ο Θυρωρός
Ο Θυρωρός ήταν , το πρόσωπο που είχε το καθήκον να βρίσκεται στην είσοδο της πολυκατοικίας ή ενός μεγάλου κτιρίου για να επιτηρεί ποιος μπαίνει σε αυτό ή και να δίνει πληροφορίες στους επισκέπτες καθώς και να έχει τη γενική επίβλεψη του κτηρίου.
Ο Θυρωρός σταμάτησε να υπάρχει στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και το μόνο που απέμεινε για να τον θυμόμαστε είναι τα άδεια θυρωρεία στις εισόδους των παλιών πολυκατοικιών και φυσικά η ταινία του Θανάση Βέγγου «Ο Παπατρέχας» όπου κάνει τα πάντα ως θυρωρός προκειμένου να εξοικονομήσει τα προς το ζην αλλά και να παντρέψει τις αδελφές του!
Ο Τελάλης
Ο τελάλης έβγαινε σχεδόν κάθε μέρα στους κεντρικούς δρόμους μιας πόλης για να ανακοινώσει κάποιον πλειστηριασμό ή κάποια απόφαση του Δήμου ή για να διαφημίσει μια καλή ψαριά του ιχθυοπωλείου ή το καλό κρασί γιοματάρι μιας ταβέρνας.
« Ο εφημεριδοπώλης »
Ο πλανόδιος εφημεριδοπώλης ήταν ο επαγγελματίας που ασκούσε το επάγγελμά του χωρίς να έχει συγκεκριμένο μαγαζί. Παραλάμβανε τις εφημερίδες από τα Πρακτορεία Διανομής Τύπου και προωθούσε την καθημερινή κυκλοφορία του ελληνικού τύπου περπατώντας στους κεντρικούς δρόμους της πόλης το. Τις πουλούσε στους περαστικούς ή τις άφηνε στην είσοδο των σπιτιών των μόνιμων πελατών του.
(Κτυπά το κουδούνι. «Καλημέρα κυρ-Φάνη. Έφερα τις εφημερίδες.» Αφήνει
ένα πακέτο εφημερίδες στην πόρτα και φεύγει.)
Ο εφημεριδοπώλης των αρχών του 20ού αιώνα διαλαλούσε τη πραμάτεια του: το «Σκριπ», το «Άστυ», την «Ακρόπολη» και πολλές φορές ενημέρωνε για τα μεγάλα γεγονότα: «Εφημερίδες! Έκτακτο παράρτημα! Πόλεμος! Η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο! Από το πρωί εισέβαλε στη χώρα μας! Πόλεμος!»
Αποτελούσε μία από τις χαρακτηριστικές φιγούρες της γειτονιάς.
Οι εφημεριδοπώλες, όπως & οι λούστροι, παλαιότερα τουλάχιστον, ήταν ως επί το
πλείστον παιδιά ή έφηβοι.
Ο Ταχυδρόμος του χθές
Το 1824 ο Ιωάννης Καποδίστριας υπέγραψε ένα ψήφισμα για την ίδρυση του Γενικού Ταχυδρομείου .Ο ταχυδρόμος στα παλιά χρόνια μετέφερε τα γράμματα με τα πόδια , με το γαϊδουράκι , ενώ τώρα τα μεταφέρει με μηχανάκι .
Σήμερα οι άνθρωποι δεν αλληλογραφούν με την ίδια συχνότητα όπως σε παλαιότερες εποχές , καθώς η γραπτή επικοινωνία των ανθρώπων γίνεται με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
Η Μαμή
Η μαμή είναι ένα από τα παλαιότερα γυναικεία επαγγέλματα και αποτελεί
μια ιατρική βοηθό γνωστή σε όλες τις κοινωνίες και τους πολιτισμούς.
Σαμαρτζής ή σαμαράς
Μπορούσε να είναι και αλμπάνης= πεταλωτής. Παλιότερα η μεταφορά ανθρώπων και προϊόντων γινόταν αποκλειστικά με ζώα, εφόσον το οδικό δίκτυο ήταν υποτυπώδες και η ορεινή μορφολογία του εδάφους δυσχέραινε τις μετακινήσεις. Το γαϊδούρι και το μουλάρι ήταν τα πιο διαδεδομένα μέσα μεταφοράς. Ο σαμαράς κατασκεύαζε τον απαραίτητο εξοπλισμό που απαιτούνταν για να προσφέρει το ζώο τις υπηρεσίες του στο αφεντικό του. Αυτό ήταν το σαμάρι που κατασκεύαζε με επεξεργασμένα σανίδια πλατάνου τα οποία σκάλιζε και έδινε σχήμα ανάλογο με το σώμα του ζώου.
Χρειαζόταν μεγάλη προετοιμασία για την κατασκευή ενός σαμαριού. Τα υλικά που θα χρησιμοποιούσε ο σαγματοποιός, έπρεπε να τα ετοιμάσει ο ίδιος, γιατί στο εμπόριο μπορούσε να προμηθευτεί μόνο το σαμαροσκούτι και το βούτημα.
Στις αγροτικές εργασίες και γενικότερα στις καθημερινές δραστηριότητες το σαμάρι των ζώων ήτα απλά με ξύλινο σκελετό και εσωτερική επένδυση από δέρμα ή αρνόμαλλο.
Αλμπάνης
(από το τουρκικού nalbant, αλμπάνης = πεταλωτής):
Ένα ακόμα επάγγελμα που έχει σχεδόν εξαφανιστεί.
Οι πεταλωτές ήταν απαραίτητοι αφού κάθε σπίτι στο χωριό είχε και ένα
ζώο για τις δουλειές του, γαϊδούρι ή μουλάρι.Λόγω του φορτίου που μετέφεραν αλλά και των σκληρών χωμάτινων δρόμων, συνήθως από χαλίκια, για να μην φθείρονται οι οπλές των ζώων τα εξόπλιζαν με πέταλα.
Μην ξεχνάμε ότι το κύριο μεταφορικό μέσο,εκείνα τα χρόνια, ήταν αυτά τα ζώα.
Τους πεταλωτές τους συναντούσες σε κάθε χάνι (πανδοχείο όπου υπήρχε χώρος και
για τα ζώα).
Τα πέταλα ήταν κάτι σαν σιδερένια παπούτσια που τοποθετούσαν στις οπλές των αλόγων, για να μη φθαρούν και για να διατηρούν τα ζώα την ευστάθειά τους κατά τις μεταφορές, ώστε να μην γλιστράνε. (Εξάλλου, μέχρι τη δεκαετία του ’60 όλες σχεδόν οι μετακινήσεις, εργασίες κλπ. γίνονταν με ζώα).
Το πετάλωμα ή καλίγωμα, από τον αυτοδίδακτο πεταλωτή, γίνονταν κάθε τρεις ή έξι μήνες. Έδενε το ζώο και με την τανάλια έβγαζε τα παλιά πέταλα, έκοβε με το μαχαίρι το νύχι που περίσσευε και το καθάριζε.
Τοποθετούσε το νέο πέταλο, καυτό όπως το έβγαζε από το καμίνι, πάνω στο νύχι
του ζώου για να μην αφήσει κενά και για να ταιριάξει καλά πάνω σε αυτό.
Μετά κάρφωνε προσεχτικά τα πέταλα πάνω στο νύχι του ζώου με καρφιά, ώστε
το καρφί να μπει στο ξερό μέρος του ποδιού για να μην πληγωθεί το ζώο. Τα καρφιά αυτά είχαν μεγάλο κεφάλι έτσι ώστε να προεξέχουν από την πατούσα του ζώου και να μη γλιστράει. Τα πέταλα ήταν σε διάφορα μεγέθη και τα κατασκεύαζαν από σίδερο. Το πετάλωμα γινόταν και στα τέσσερα πόδια του ζώου. Τα πέταλα ήταν σιδερένια και κατασκευάζονταν χειροποίητα στο αμόνι, ενώ οι τεχνίτες που τα έφτιαχναν αναλάμβαναν ταυτόχρονα και το πετάλωμα των ζώων, που απαιτούσε μεγάλη εμπειρία και δεξιοτεχνία. Οι πεταλωτές συχνά ασκούσαν παράλληλα και το επάγγελμα του σιδερά, ενώ κάποιοι από αυτούς ήταν και πρακτικοί “κτηνίατροι“ ή αναλάμβαναν και τον ευνουχισμό (μουνούχισμα) των ζώων.
Ο Βαρελάς
Ήταν τεχνίτης, ειδικός στην κατασκευή βαρελόσχημων και σκαφοειδών σκευών, που τα κατασκεύαζαν από ξύλο βελανιδιάς, καρυδιάς, καστανιάς ή δρυός. Το ξύλο περνούσε από ειδική επεξεργασία και μετά το έκοβαν σε λεπτές σανίδες, που βρέχανε για να παίρνουν εύκολα την κατάλληλη κλίση.
Κατόπιν περνούσαν τα σιδερένια στεφάνια, τα χτυπούσαν με το ματσακόνι για να σφίξουν καλά και μετά τοποθετούσαν τους δυο επίπεδους πυθμένες.Οι αποθήκες παλιά ήταν γεμάτες με βαρέλια .
Ο ΑΓΓΕΙΟΠΛΑΣΤΗΣ
Από τη σελίδα .e-thrapsano.gr αντλούμε τις πληροφορίες σχετικά με την τέχνη της αγγειοπλαστικής σήμερα. Στην Ελλάδα υπάρχουν πλέον πολύ λίγοι αγγειοπλάστες και η όμορφη τέχνη τους τείνει σιγά σιγά να εκλείψει: Ας αφήσουμε λοιπόν τους τεχνίτες να μας πουν πώς δημιουργείται ένα αγγείο:
«Την κατασκευή, το πλάσιμο δηλαδή των αγγείων μπορούμε «τεχνικά» να την χωρίσουμε σε δύο κατηγορίες: στην κατηγορία των αγγείων που γίνοναι «μονόσυρτα» και αυτά που χτίζονται με «στομωσές».Τα μονόσυρτα είναι τα μικρά αγγεία που φτιάχνονται μιά και έξω στον ποδοτροχό. Ο Αγγειοπλάστης παίρνει τον ανάλογο πηλό και αφού τον μαλάξει, δημιουγεί μιά μπάλα. Την τοποθετεί στο κέντρο του τροχού και αρχίζει το πλάσιμο. Αφού «κεντράρει» τον πηλό μετά τον «ανοιγει» στη μέση. Με το ένα χέρι ή και μόνο με τα δάκτυλα απο την μέσα μεριά και με το άλλο απ’ έξω, και ενώ ταυτόχρονα περιστρέφει τον τροχό με το πόδι του, πλάθει τον πηλό τραβώντας τον προς τα πάνω. Όταν φτάνει στο κατάλληλο ύψος άρχιζει την διαμόρφωση του σχήματος που θέλει να του δώσει και στο τέλος του φτιάχνει τα χείλη του. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται είναι ελάχιστα. Συνήθως κάποια ξύλινη γλυφίδα η «πελεκούδα», το σφουγγάρι και στο τέλος της κατασκευής με το χτένι και ίσως κάποιο ξυλάκι κάνει διακοσμητικά σχέδια.
Μετά την ολοκλήρωση της δημιουργίας, χωρίζει το αγγείο από τον τροχό κόβοντας το με το τέλι, και το μεταφέρει πάνω σε σανίδι για στέγνωμα. Αργότερα αφού στεγνώσει λίγο βάζει και τα «αυτιά» ή οποιαδήποτε άλλα διακοσμητικά πρόσθετα απο πηλό.
Τα μεγαλύτερα αγγεία είναι πρακτικά αδύνατο να γίνουν με τον παραπάνω τρόπο και γι’ αυτό χτίζονται θα λέγαμε κομμάτι-κομμάτι με «στομωσες». Οι στομωσές είναι τα ζωνάρια που χτίζοντάς τα διαδοχικά το ένα πάνω στο άλλο δημιουργούμε τελικά τα αγγεία. Τα μεσαίου μεγέθους θα λέγαμε αγγεία όπως λαϊνες, σταμνιά, μεγάλες γλάστρες κουρούπια κλπ φτιάχνονται στον ποδοτροχό ενώ τα πιθάρια, μπογιατζοπίθαρα, ρούμπες, κορωνιοί και τα άλλα μεγάλα αγγεία φτιάχνονται στο τροχί. Τα πιθάρια φτιάχνονται στα τροχιά άρα απαιτούνται τουλάχιστον δύο άτομα – ο μάστορας και αυτός που θα γυρίζει το τροχί – ο τροχάρης- για την κατασκευή τους. Αρχικά τοποθετούνται στα τροχιά οι πλάκες. Πάνω στην πλάκα στο πρώτο τροχί φτιάχνεται ο πάτος που μαζί με την με την πρώτη «στομωσά» λέγονται «φύτεμα». Ακολουθούν τα φυτέματα στα επόμενα τροχιά.
Αυτό γίνεται προκειμένου να προλάβει εντω μεταξύ να στεγνώσει κάπως το πρώτο φύτεμα και να αποκτήσει ο πηλός τέτοια σκληρότητα που να μπορέσει να σηκώσει το βάρος της επόμενης στομωσάς. Αλλωστε αυτός είναι και ο λόγος που τοποθετούνται 10 – 14 τροχιά μαζί στη σειρά. Για την δημιουργία της στομωσάς ο μάστορας αφού «κουρταλίσει» δηλαδή δώσει ένα μακρόστενο κυλινδρικό σχήμα στον πηλό εν συνεχεία τον τοποθετεί γύρω γύρω και πάνω απο την προηγούμενη στομωσά.Ακολουθεί το πλάσιμο δηλαδή το «σήκωμα» του κυλινδρικού αυτου σχήματος και μετατροπής του σε ομοιόμορφο ζωνάρι -στομωσά- που προκειμένου να το συγκρατήσει όσο είναι ακόμα νωπό το τυλίγει συνήθως 2-3 φορές με σπάγγο. Αμέσως πηγαίνει στο επόμενο στη σειρά πιθάρι για να βάλει και εκεί την επόμενη στομωσά. Συνήθως το σύνολο απο στομωσές που απαιτείται για την δημιουργία ενός πιθαριού είναι έξι μαζί με το φύτεμα. Ετσι διαδοχικά χτίζονται και τα 10-14 πιθάρια χωρίς να χάνεται πολύτιμος χρόνος περιμένοντας το στέγνωμα της κάθε στομωσάς.
Τα εργαλεία που χρησιμοποιεί συνήθως είναι ξύλινες γλυφίδες και το σφουγγάρι. Σε όλη αυτή την διαδικασία ο τροχάρης που κάθεται κάτω γυρίζει τα τροχιά χρησιμοποιώντας με τον μάστορα ένα δικό τους κώδικα επικοινωνίας.
Η μαστόρισσα τοποθετούσε τον τροχό, το γυριστήρι, ανάμεσα στα πόδια της και, αφού κτυπούσε καλά τον πηλό, τον τοποθετούσε στον τροχό πάνω σε ένα κομμάτι από φελλό πεύκου. Στη συνέχεια, με το πόδι της άρχιζε να κινεί τον τροχό και να σχηματίζει το αγγείο με τα χέρια της .
Μετά την ολοκλήρωση των πιθαριών σειρά έχει η διακόσμηση. Στα περισσότερα σημεία που ενώνονται οι στομωσές τοποθετούνται διακοσμητικές λωρίδες απο πηλό στις οποίες μετέπειτα σχηματίζουν αυλακώσεις. Αυτές είναι οι χαραχτηριστικές ζώνες που παρατηρούμε αμέσως σε ένα πιθάρι. Επιπρόσθετα σχέδια, ίσιες και κυματιστές γραμμές γίνονται με κομμάτι χτένας, καρόλι, ή μικρές ξύλινες γλυφίδες. Η τελευταία πινελιά θα λέγαμε είναι η τοποθέτηση των αυτιών του πιθαριού.Τα πιθάρια αφού στεγνώσουν (στο ανοιχτό εργαστήριο χρειάζεται όλη νύχτα) αφαιρούνται πάνω απο τα τροχιά με τις πλάκες και περιμένουν να στεγνώσουν τελείως για το καμίνιασμα.
Το καμίνιασμα απο μόνο του θα λέγαμε ότι αποτελεί μια ξεχωριστή τέχνη. Η σημασία άλλωστε που έδιναν στο καμινιασμα στις βεντέμες φαίνεται απο το γεγονός ότι κατα το μοίρασμα των αποδοχών, ο καμινάρης έπαιρνε το ίδιο μερίδιο (πάρτη) με τον μάστορα, που ήταν μεγαλύτερο απο το υπόλοιπο «τακιμι». Το σωστό καμίνιασμα ξεκινούσε απο το καλό χτίσιμο, στοίβαγμα δηλαδή, των αγγείων μέσα στο καμίνι που γινόταν με μεγάλη δεξιοτεχνία και προσοχή. Ακολουθούσε το κλείσιμο της στέγης και της πόρτας του καμινιού. Το άναμα της φωτιάς ήταν πλέον έτοιμο να αρχίσει. Το ζέσταμα του καμινιού αποτελούσε θα λέγαμε το πρώτο στάδιο του καμινιάσματος. Ο καμινάρης τροφοδοτούσε την φωτιά με ξύλα, στην αρχή σιγά-σιγά και μεγάλωνε την έντασή της σταδιακά.Η κορύφωσή της φωτιάς γινόταν σε περίπου 4-5 ώρες. Στο δεύτερο στάδιο η ένταση διατηρούνταν πλέον σταθερή μέχρι το τέλος. Η όλη διαδικασία διαρκούσε περίπου 10 ώρες.
Ακολουθεί το ξεκαμίνιασμα όπου τα αγγεία βγαίνουν απο το καμίνι.Τέλος τους βάζουν μέσα νερό για «να σβήσουν» (σβήνει το ασβεστοποιημένο μέρος του χώματος που ήταν πέτρα) και έτσι ολοκληρώνεται και ο κύκλος κατασκευής ενός πήλινου αγγείου.Τα σημερινά καμίνια είναι πλέον εντελώς διαφορετικά.Εχουν τετράγωνη μορφή και είναι φτιαγμένα με σύγχρονα υλικά, ενώ για καύσιμη ύλη χρησιμοποιούν πυρήνα.Τα καμίνια τελευταίας τεχνολογίας είναι πλέον εξ’ ολοκλήρου μεταλικής κατασκευής και χρησιμοποιούν φυσικό αέριο. Τέλος τα μικρά αγγεία ψήνονται σε ηλεκτρικά καμίνια όπου υπάρχει ακριβής έλεγχος της θερμοκρασίας ψησίματος, πράγμα που βοηθά ιδιαίτερα για την κατασκευή των αγγείων στα οποία γίνεται επισμάλτωση.»
Δείτε περισσότερα για την παραδοσιακή αγγειοπλαστική από την Εφημερίδα Καθημερινή πατώντας ακριβώς εδώ
Πηγή: https://greekcultureellinikospolitismos.wordpress.com/
Αγωγιάτης
Ο αγωγιάτης είναι ένα επάγγελμα που συναντούσαμε τα παλιά χρόνια, προπολεμικά. Είναι οι “πρόδρομοι” των αυτοκινητιστών.
Πραγματοποιούσαν επί πληρωμή ιδιωτικές μεταφορές εμπορευμάτων, κρασιών (σε ασκιά), διακινούσαν ταξιδιώτες, ιδιώτες, γιατρούς για επίσκεψη σε ασθενείς, κρατικούς λειτουργούς για την εκτέλεση υπηρεσίας.
Κυρίως μετέφεραν δημητριακά (σιτάρι, καλαμπόκι) ή όσπρια ή πατάτε ή κρέας για τον ανεφοδιασμό των κατοίκων. Επίσης, μετέφεραν και επισκέπτες στις απομακρυσμένες γειτονιές. Λόγω των μεγάλων αποστάσεων μεταξύ των οικισμών, η μετακίνηση των ανθρώπων και η διακίνηση των προϊόντων με τα ζώα ήταν ο κυρίαρχος τρόπος μεταφοράς. Κι αυτό μέχρι τη δεκαετία του ’20, που δεν υπήρχαν πολλά μεταφορικά μέσα, ενώ η έλλειψη δρόμων εμπόδιζε τις μεγάλες μετακινήσεις.
Οι αγωγιάτες, που επονομάζονταν και “κιρατζήδες”, μετέφεραν τα εμπορεύματα ή διακινούσαν τους ταξιδιώτες με άλογα και συχνότερα με μουλάρια. Λόγω των μεγάλων αποστάσεων μεταξύ των οικισμών, η μετακίνηση των ανθρώπων και η διακίνηση των προϊόντων με τα ζώα ήταν ο κυρίαρχος τρόπος μεταφοράς μέχρι τη δεκαετία του 1930 και σε μερικές περιοχές μέχρι τη δεκαετία του 1950.
Οι αγωγιάτες προέρχονταν συνήθως από το στρώμα των ακτημόνων αγροτών και ήταν οργανωμένοι σε πολυμελή σωματεία στα χωριά και στις κωμοπόλεις . Μεγάλος αριθμός αγωγιατών εργαζόταν στα εργοστάσια, στα ελαιοτριβεία, στα ταλκορυχεία και γενικότερα σε όλες τις βιομηχανικές ζώνες . Πολλοί μουσικοί, αγρότες και άλλοι επαγγελματίες κατέφυγαν στο επάγγελμα του αγωγιάτη κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την ανέχεια και την πείνα, μετά την κατάσχεση όλου του ελαιόλαδου και την παράλυση του εμπορίου και των συγκοινωνιών.
Η αμοιβή του “αγωγιάτη” ήταν σχετικά καλή για κείνα τα χρόνια, όμως η δουλειά ήταν δύσκολη και εξαντλητική.
Ο Μυλωνάς
Μυλωνάδες στους παλαιότερους χρόνους λέγονται αυτοί που εκμεταλλεύονταν τους
μύλους και άλεθαν τα σιτηρά για να παράγουν αλεύρι. Όσους από τους μύλους κινούνται με αέρα τους έλεγαν ανεμόμυλους!!! ήταν δύσκολό και κοπιαστικό σαν επάγγελμα
Η καλλιέργεια σιτηρών ήταν πολύ διαδεδομένη μέχρι το 17ο αιώνα, ενώ στησυνέχεια περιορίστηκε σημαντικά.
Οι άνθρωποι τότε φρόντιζαν δυο φορές το χρόνο, (φθινόπωρο – άνοιξη), για την
παρασκευή του σταρένιου ή καλαμποκίσιου αλευριού. Μετέφεραν τα τσουβάλια
τους το πρωί στο μύλο για άλεσμα και επέστρεφαν τοβράδυ. Αλευρόμυλοι
υπήρχαν σε όλα τα χωριά , οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν υδρόμυλοι,
δηλαδή τους κινούσε η δύναμη του νερού, οπότε τους έχτιζαν πάντα δίπλα σε
ποτάμια και ρεματιές. Σήμερα λειτουργούν ελάχιστοι.Ο μύλος ήταν συνήθως το
σπίτι του μυλωνά. Κάτω από τις μυλόπετρες υπήρχε ένας μικρός χώρος, όπου ήταν
εγκατεστημένος ο κινητός μηχανισμός, όπου έπεφτε από το βαγένι το και τον
περιέστρεφε.
– Ο αλεστικός μηχανισμός είχε δυο οριζόντιες κυλινδρικές μυλόπετρες, τη μια
πάνω στην άλλη, με την κάτω ακίνητη. Το σιτάρι διοχετεύονταν ανάμεσά τους από
μια τρύπα στο κέντρο της επάνω περιστρεφόμενης πέτρας. Με την κίνηση το
σιτάρι ή το καλαμπόκι συνθλίβεται ανάμεσα στις πέτρες και μετατρέπεται σε σκόνη.
Ως αμοιβή του ο μυλωνάς κράταγε ένα μέρος από τα αλεστικά (5-12%) και σπάνια
έπαιρνε χρήματα. Οι υδρόμυλοι έπαιρναν ως αλεστικό δικαίωμα ένα “σινίκι” (= 6
οκάδες) για την άλεση 100 οκάδων σιτηρών .
Ξυλοκόπος
Ο ξυλοκόπος είναι αυτός που κόβει ξύλα από το δάσος για βιοποριστικούς λόγους.
Έκοβε τα ξύλα και τα μετέφερε στον τόπο κατανάλωσής τους. Τα ξύλα που έκοβε
ήταν από μικρούς θάμνους μέχρι τεράστιους κορμούς δέντρων, ανάλογα με τις
ανάγκες που ήθελαν να καλύψουν. Στη συνέχεια τα φόρτωναν στα γαϊδουράκια
και στα άλογα και κατευθύνονταν στο χωριό για να τα πουλήσουν.
Υπήρχαν σταθεροί πελάτες, όπως οι φούρναροι, όπου έδιναν παραγγελία για το
πώς επιθυμούσαν τα ξύλα. Υπήρχαν πελάτες όπου ήθελαν ολόκληρα τα ξύλα ή
τεμαχισμένα. Στη δεύτερη περίπτωση πλήρωναν στην “κορδέλα” για να τους τα
κόψει. Η “κορδέλα” ήταν ένα κάθετο πριόνι μήκους 60 εκατοστών περίπου,
στερεωμένο σε ένα ξύλινο πλαίσιο και προσαρμοσμένο στην καρότσα ενός κάρου,
που κινούνταν με “μοτόρι’. Ο θόρυβος που έκανε, ήταν πολύ δυνατός και η κοπή
των ξύλων διαρκούσε σχεδόν όλη τη μέρα.
Εάν ο πελάτης ήθελε να του φέρουν κομμένα τα ξύλα, τότε ο ξυλοκόπος τα έκοβε
σε τέτοιο μέγεθος για να χωράνε στη σόμπα. Αυτή η εργασία κόστιζε παραπάνω
για τον πελάτη. Πολλές φορές όμως τα ξύλα ήταν χοντρά και δεν χωρούσαν στη
σόμπα. Τότε οι νοικοκυραίοι έπαιρναν το τσεκούρι και τα έσκιζαν σε μικρότερα
κομμάτια.
Στις μεγάλες πόλεις οι ξυλοκόποι συγκέντρωναν μεγάλες ποσότητες ξύλων σε ένα
περιφραγμένο μέρος ή σε αποθήκες, όπου μπορούσαν οι πελάτες να αγοράσουν
την ποσότητα που επιθυμούσαν.
Ντελάλης
Η λέξη είναι μάλλον τούρκικη και σημαίνει “αυτός που ανακοινώνει τα μαντάτα”, ο δημόσιος κήρυκας.
Ο (ν)τελάλης διαλαλούσε τα νέα, τις παραγγελίες που έπαιρνε από τις αρχές ή για τα εμπορεύματα που έφερναν οι πραματευτάδες.
Τα παλιά τα χρόνια που δεν είχαν ανακαλυφτεί το ραδιόφωνο, η τηλεόραση και το μεγάφωνο οι αρχές είχαν πρόβλημα να επικοινωνήσουν με τους κατοίκους και να τους πουν για κάποια πράγματα ή αποφάσεις που τους αφορούσαν. Η δυνατή φωνή και κυρίως ο τρόπος που παρουσίαζαν συνοπτικά τα νέα ή διαφήμιζαν τα προϊόντα, τους καθιστούσε γνωστούς στην τοπική κοινωνία. Έβαζε την παλάμη στο στόμα, σαν χωνί, κι έπαιρνε τις γειτονιές φωνάζοντας. Η αμοιβή του ήταν ένα ποτηράκι τσίπουρο ή λίγο κολατσιό.
Τα νεώτερα χρόνια τους πλήρωνε ηΚοινότητα ή μια ομάδα κατοίκων. Ο ντελάλης ήταν ο ενημερωτής της πόλης για το τι γινόταν και το τι θα γίνει. Τους έλεγε για τις μεγάλες εκδηλώσεις. Με λίγα λόγια ήταν μια κινητή εφημερίδα.
Σήμερα που υπάρχουν τα μεγάφωνα δε χρειάζεται ο ντελάλης. Τους συναντάμε στις λαϊκές εγορές, που βροντοφωνάζουν την πραμάτεια ή τα προϊόντα τους.
Αλλιώς τους λέγανε και “κράχτες”. Ντελάλης (= κήρυκας = διαλαλητής = μορφές προφορικής διαφήμισης και προβολής).
Ο καλαθάς
Καλαθάδες υπάρχουν ακόμα και σήμερα. Επειδή χρειάζονταν καλάθια για το μάζεμα της ελιάς, του καπνού αλλά και για τη μεταφορά των προϊόντων τους υπήρχαν οι καλαθάδες που έφτιαχναν καλάθια από καλάμια. Βέβαια πολλοί τα έφτιαχναν και μόνοι τους στα σπίτια τους και δεν αγόραζαν από τους καλαθάδες. Οι καλαθάδες έπαιρναν καλάμια που τα μάζευαν από τις όχθες των ποταμών και των βάλτων και τα έκοβαν κατά μήκος με ειδικά μαχαίρια. Τις λουρίδες αυτές από τα καλάμια τις έπλεκαν κι έφτιαχναν καλάθια και πανέρια σε διάφορα μεγέθη.
Ομπρελάς
Ο ομπρελάς που κάπου – κάπου κάνει την εμφάνισή του ακόμα και στις μέρες μας επισκεύαζε κατεστραμμένες ομπρέλες. Σήμερα βέβαια σπάνια επισκευάζουμε την ομπρέλα μας. Αν χαλάσει αγοράζουμε καινούργια.
Καρεκλάς
Πριν ακόμα εμφανιστούν οι πλαστικές καρέκλες και πολυθρόνες από ξύλο οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν τις ψάθινες καρέκλες οι οποίες χαλούσαν εύκολα από την πολύ χρήση και το εύθραυστο υλικό τους.Ο καρεκλάς ήταν αυτός που έφτιαχνε καρέκλες, Έφτιαχνε πρώτα τον ξύλινο σκελετό της καρέκλας και στη συνέχεια έπλεκε με ψάθα τη βάση της καρέκλας όπου θα κάθονταν οι άνθρωποι. Αυτό γινόταν για να είναι πιο αναπαυτικές οι καρέκλες.
ΣΥΝΕΡΓΑ: Απαραίτητα εργαλεία για την κατασκευή μιας καρέκλας είναι το: σφυρί, σύρμα-ξύστρα, τανάλια, μαχαίρι-ράσπα (χοντρή λίμα με μεγάλα και χοντρά δόντια για την μορφοποίηση του ξύλου), ψαρόκολλα, και σκαρπέλα για να σκαλίζουν τις λεπτομέρειες.
Κατασκευή ΚΑΡΕΚΛΑΣ
Η επιδιόρθωση μιας καρέκλας γινόταν με τον εξής τρόπο: πρώτα απ’ όλα αφαιρούσε το κατεστραμμένο κομμάτι της καρεκλάς και στη συνέχεια έβρεχε το χόρτο για να μαλακώσει και να σχηματίσει τη βάση της καρέκλας. Το πλέξιμο ξεκινούσε από τις άκρες της καρέκλας και κατέληγε στο κέντρο. Η διαδικασία ήταν λεπτομερής ενώ τα χρώματα που χρησιμοποιούσαν ήταν ανάλογα με την περίπτωση για παράδειγμα τα χρώματα που έβαφαν τις καρέκλες των καφενείων ήταν μερακλίδικα.
ΑΠΗΧΗΣΗ
Το επάγγελμα αυτό παλαιοτέρα είχε αρκετά κέρδη για να θρέψει ο καρεκλάς την οικογένεια του. Όμως με τον καιρό έχει μειωθεί πολύ η ζήτηση του και πλέον όπως πολλά επαγγέλματα έχει σχεδόν εξαφανιστεί
Ο Ακονιστής
Ακονιστής ήταν ο πλανόδιος τεχνίτης, ο γυρολόγος, που έχει ως επάγγελμα να ακονίζει (να κάνει πιο κοφτερά) διάφορα όργανα (ψαλίδια, μαχαίρια). Αλλιώς λεγόταν τροχιστής.
Οι άνθρωποι συνήθιζαν να του δίνουν για “φρεσκάρισμα” εκείνα τα όργανα που δεν έκοβαν πια καλά.
Η μοδίστρα
Το επάγγελμα της μοδίστρας που ερχόταν στο σπίτι για να μας «ράψει» μπορεί να χάθηκε στο χρόνο αλλά έχει αφήσει αναμνήσεις που συμπληρώνουν τα παιδικά μας χρόνια… Ερχόταν για να ράψει τα βαριά ή τα καλά μας ρούχα για τις γιορτές και απαραίτητη προϋπόθεση ήταν να …πιάνουν τα χέρια της…
Η Υφάντρα
Οι υφάντρες που δούλευαν επαγγελματικά, είχαν μόνιμα στημένο τον αργαλειό και
δούλευαν ασταμάτητα καθώς δέχονταν συνέχεια παραγγελίες. Ήταν κουραστική
και πολύπλοκη εργασία και αμείβονταν σε είδος, και σπάνια σε χρήματα. Υπήρχαν
και νοικοκυριά που έστηναν τον αργαλειό το χρονικό διάστημα που δεν υπήρχαν
γεωργικές δουλειές και υφαίνανε τα απαραίτητα για την οικογένειά τους.
Η πρώτη ύλη ήταν το μαλλί, που περνούσε από πολλές διαδικασίες μέχρι να γίνει
νήμα. Πρώτα κούρευαν τα πρόβατα, γνωστό ως “κουρά’. Επειδή πρόβατο με
πρόβατο έδινε διαφορετική ποιότητα μαλλιού, όπως και κάθε μέρος του προβάτου,
γινόταν η διαλογή του μαλλιού. Τα μακριά μαλλιά τα χρησιμοποιούσαν για τις
φλοκάτες και τα κοντά και μαλακά μαλλιά για τις κουβέρτες, τα κιλίμια, τις
πετσέτες κ.α. Όταν τέλειωνε η κουρά, τοποθετούσαν τα μαλλιά σε τσουβάλια, τα
φόρτωναν στα μουλάρια μαζί με ένα μεγάλο καζάνι και πήγαιναν στο ποτάμι.
Εκεί άναβαν φωτιά, έβαζαν το μαλλί στο καζάνι και το ζεματούσαν στο ζεστό νερό.
Στη συνέχεια το έβγαζαν από το καζάνι και το χτυπούσαν με τις κοπανίδες (ειδικό
ξύλο για το χτύπημα των ρούχων στο πλύσιμο) μέχρι να αφρίσει και να φύγει η
σαριά (βρωμιά). Τη σαριά την κρατούσαν για να τη χρησιμοποιήσουν αργότερα για
το βάψιμο των φλοκατών και των άλλων ειδών. Αφού έφευγε όλη η βρομιά και
άσπριζε το μαλλί, το ρίχνανε στα κρύα νερά του ποταμού για να πλυθεί πάλι και
στη συνέχεια το στράγγιζαν. Η καθαρή ίνα που απέμενε ήταν το 50% του
ακατέργαστου μαλλιού, καθώς το υπόλοιπο 50% ήταν διάφορες λιπαρές ουσίες,
φυτικές ίνες, υγρασία και σκόνη.
Τοποθετούσαν το καθαρό μαλλί στα τσουβάλια και επέστρεφαν στο σπίτι. Το
άπλωναν στους φράχτες για να στεγνώσει στον ήλιο και στη συνέχεια το άνοιγαν
με τα χέρια τους (ξάσιμο) και το αποχνούδωναν για να είναι εύκολο στη χρήση
του. Στη συνέχεια το μαλλί οδηγείτε στην ειδική μηχανή για την κατεργασία του
(λανάρα). Το μαλλί που ήταν για τις φλοκάτες γίνονταν αφράτες τούφες (μπάλες)
και στη συνέχεια κλωστή. Το μαλλί που ήταν για κουβέρτες, χαλιά κ.α. γινόταν
φιτίλι που το έγνεθαν έπειτα στο σπίτι με το τσικρίκι (ροδάνι), όπου είναι ένα από
τα αρχαιότερα κλωστήρια. Για να διευκολυνθεί η διαδικασία της νηματοποίησης
όπου γινόταν στη λανάρα, λάδωναν πρώτα το μαλλί. Τελευταίο κρατούσαν αυτό
που ήταν για τα σκουτιά τους, που το έγνεθαν οι ίδιες με τη ρόκα (όργανο για το
γνέσιμο μαλλιού), όπου στερέωναν την τούφα (τουλούπα) και το σφοντύλι
(στρογγυλό λεπτό ξύλο που προσαρμόζεται στην άκρη του αδραχτιού για να
επιταχύνει την περιστροφική κίνηση) με το αδράχτι, όπου τυλιγόταν το νήμα.
Μετά τη νηματοποίηση, ακολουθούσε η βαφή του νήματος όπου χρησιμοποιούσαν
υλικά που προέρχονταν από τη φύση και γι” αυτό απαιτούσε γνώσεις και προσοχή.
Ανάλογα με το χρώμα που ήθελαν να δώσουν, μάζευαν ρίζες διάφορων δέντρων,
φύλλα από κορομηλιά, βελανιδιά, φλούδες από πουρνάρι, αγριοπιπεριές και πολλά
άλλα. Εάν ήθελαν να δώσουν καφέ χρώμα χρησιμοποιούσαν φύλλα καρυδιάς και
καρυδότσουφλα, για κίτρινο χρησιμοποιούσαν φύλλα άσπρης μουριάς κ.α.
Βράζανε σε ένα καζάνι τα σχετικά φύλλα ανάλογα με το χρώμα που ήθελαν, και
στη συνέχεια προσθέτανε και το νήμα που ήθελαν να βάψουν. Για να δέσει καλά
το χρώμα και να μη ξεβάφει, πρόσθεταν και άλλα υλικά όπως ξίδι και αλάτι.
Ακολουθούσε το ξέπλυμα με κρύο νερό και το στέγνωμα στον ήλιο. Μετά
περνούσαν το νήμα τεντωμένο γύρω από τους πασσάλους που ήταν στημένοι στην
αυλή του σπιτιού τους. Αυτό τους διευκόλυνε στην ύφανση. Εδώ τελείωνε όλη η
διαδικασία της προετοιμασίας του μαλλιού και ακολουθούσε η ύφανσή του στον
αργαλειό.
Ο αργαλειός ήταν μια ξύλινη κατασκευή που στηνόταν στο σπίτι. Υπήρχαν τρεις
τύποι αργαλειών: ο όρθιος, ο πλαγιαστός και του “λάκκου’. Ο πιο συνηθισμένος
ήταν ο πλαγιαστός. Η κατασκευή του γινόταν από ειδικούς μαραγκούς ή από
πρακτικούς τεχνίτες. Τοποθετούσαν τέσσερις ξύλινους στύλους σε σχήμα
παραλληλόγραμμου. Έπειτα στήριζαν στις στενές πλευρές του δυο ξύλα σε σχήμα
κυλίνδρου. Στο ένα από αυτά τύλιγαν το στημόνι (τα νήματα κατά μήκος του
αργαλειού που ανάμεσά τους πλέκεται το υφάδι). Οι κλωστές του στημονιού
περνούσαν μια – μια από τα μιτάρια (εξάρτημα του αργαλειού με το οποίο
μετακινούνται τα νήματα) και μετά από κάθε δόντι του ξυλόχτενου. Τα νήματα
ανεβοκατέβαιναν με τη βοήθεια δύο ξύλων που βρισκόταν στα πόδια της υφάντρας
(ποδαρίστρες) και συνδέονταν με σχοινιά με τα μιτάρια. Όταν πατούσε η υφάντρα
τη μια «ποδαρίστρα», κατέβαινε το μιτάρι και μαζί κατέβαιναν και οι κλωστές του
στημονιού που ήταν περασμένες σε αυτό. Ανάμεσα στα δυο μιτάρια
δημιουργούνταν ένα κενό, μέσα από το οποίο περνούσε το υφάδι που ήταν
τυλιγμένο στη σαΐτα (υφαντικό εργαλείο). Πατούσε μετά η υφάντρα στην άλλη
«ποδαρίστρα» και κατέβαινε το δεύτερο μιτάρι που σταύρωνε το στημόνι. Και τότε
η υφάντρα χτυπούσε το υφάδι με το ξυλόχτενο, για να το επαναφέρει πίσω στη
θέση του. Έτσι υφαινόταν το πανί και συγχρόνως τυλιγόταν στο μπροστινό
κυλινδρικό ξύλο, το αντί (εξάρτημα του αργαλειού), που στεκόταν σταθερό με τη
βοήθεια του σφίχτη (τοξοειδής ξύλο με μια τρύπα από όπου περνάει το σχοινί),
που ήταν στο δεξί χέρι της υφάντρας. Ο σφίχτης ήταν απαραίτητο εξάρτημα, γιατί
κρατούσε σωστή και σφιχτή τη ύφανση. Αν το ύφασμα που ύφαιναν ήταν λεπτό
(μεταξωτό ή βαμβακερό), χρησιμοποιούσαν ένα άλλο εργαλείο, την τσίγκλα
(σίδερο που κρατάει τεντωμένη την ύφανση), ώστε να στέκεται τεντωμένο.
Σήμερα η τέχνη του αργαλειού και το επάγγελμα της υφάντρας έχουν
αντικατασταθεί από σύγχρονες μηχανές, καθώς υπάρχουν λίγες υφάντρες που
δουλεύουν ακόμη αυτή τη λαϊκή τέχνη και την παράδοση που άφησαν οι
προηγούμενες γενιές.
Ο Ράφτης
Η δουλειά του είναι όμως πολύ δύσκολη, κουραστική και επικίνδυνη. Θέλει προσοχή , όταν δουλεύει στη ραπτομηχανή. Το κυριότερο ήταν η ομορφιά. Οι ράφτες έπρεπε να δημιουργούν ρούχα που να ταιριάζουν στο πελάτη, ανάλογα με το βάρος, το ύψος ή και το στυλ. Σαν στόχο ο ράφτης είχε να προβάλλει κάτι εντυπωσιακό.
Και αυτό συμβαίνει γιατί αντικαταστάθηκαν τα εργατικά χέρια με τις μηχανές….
Δυστυχώς πολλά από τα παλιά σχέδια δε συνεχίζουν να γίνονται, λόγω της δυσκολίας στην εκτέλεση και του χρόνου που απαιτεί η κατασκευή τους, με κίνδυνο να εξαφανιστεί εξ ολοκλήρου η τεχνική του παραδοσιακού κεντήματος.
Ο Καπελάς
Συναφές με το επάγγελμα της μοδίστρας ήταν και το επάγγελμα του καπελά. Αυτός έφτιαχνε τα καπέλα με τα οποία συμπλήρωναν το ντύσιμό τους οι κυρίες της
εποχής, μια και ήταν της μόδας. Τα υλικά κατασκευής των καπέλων ήταν σε κάποιο βαθμό εισαγόμενα, αλλά αρκετάν υφάσματα προέρχονταν από εμπορικά κέντρα της
Αθήνας. Τα είδη των καπέλων που κατασκεύαζε σχετίζονταν με την εποχή του χρόνου. Τα καλοκαιρινά καπέλα ήταν συνήθως από ψάθα (ψάθινα) και τα διακοσμούσε με υφασμάτινα ή ψεύτικα λουλούδια.
Αντίθετα τα χειμωνιάτικα ήταν πιο επίσημα και κατασκευάζονταν από ακριβά υφάσματα Τα διακοσμούσαν με κορδέλες και αρκετές φορές με τούλια που τα χρησιμοποιούσαν στα καπέλα με βέλο. Στις μέρες μας υπάρχουν οι μεγάλες εταιρείες που παράγουν μαζικά
καπέλα και διάφορα άλλα αξεσουάρ.Από τα τέλη του περασμένου αιώνα και μέχρι τις αρχές του 20ου θεωρούσαν το καπέλο στοιχείο κοινωνικής ταυτότητας για άνδρες και γυναίκες. Γι΄αυτό και το επάγγελμα του καπελά ή καπελού γνώρισε λαμπρές μέρες.
Ανδρικά καπέλα ήταν η τραγιάσκα και η ρεμπούμπλικα. Η τραγιάσκα ήταν φτιαγμένη από ψάθα που εισάγονταν από την Ιταλία και φοριόταν από απλούς εργάτες ενώ η ρεμπούμπλικα ήταν φτιαγμένη από ύφασμα καστόρ με ωραία κορδέλα γύρω γύρω και φοριόταν κυρίως από τραπεζικούς υπαλλήλους, χρηματιστές κτλπ. Όταν συναντιόταν στο δρόμο δύο άνδρες γνωστοί, έβγαζαν το καπέλο και έκαναν μια μικρή υπόκλιση σε ένδειξη χαιρετισμού. Οι γυναίκες φορούσαν το καπέλο ως αξεσουάρ του όλου ντυσίματος.
Τα γυναικεία καπέλα ήταν πλατύγυρα με μικρά «μπορ» και φτιαγμένα με ιδιαίτερη τέχνη και φαντασία. Ήταν στολισμένα με πολύχρωμες κορδέλες, λουλούδια, ακόμη και φρούτα. Ακόμη και τα μικρά παιδιά φορούσαν καπέλο, αγόρια και κορίτσια, ενώ μέχρι τις αρχές του 1960 φορούσαν υποχρεωτικά και οι μαθητές το λεγόμενο πηλίκιο, που ήταν φτιαγμένο από μπλε τσόχα και μπροστά είχε ραμμένη μια κουκουβάγια (το πουλί της σοφίας)
Ο Μεταπράτης ή Πλανόδιος έμπορος
Ο λιανοπωλητής που δεν είχε πρωτογενή παραγωγή άλλοτε ονομαζόταν μεταπράτης. Αγόραζε την πραμάτεια του από παραγωγούς ή χονδρέμπορους και στη συνέχεια την μεταπωλούσε σε γειτονιές και πανηγύρια.Κάλτσες πουκάμισα κι άλλα ήδη ρουχισμού, είδη σπιτιού ακόμα και τρόφιμα αποτελούσαν το εμπόρευμά του. Οι πελάτες του, μόνιμοι ή ευκαιριακοί, ήταν κυρίως νοικοκυρές οι οποίες αγόραζαν ακόμα και είδη προικός για τα κορίτσια του σπιτιού , τα οποία αποπλήρωναν με δόσεις ή και με την γνωστή μέθοδο του τεφτεριού. Για μια καλή σταδιοδρομία στο επάγγελμα του μεταπράτη, χρειαζόταν ισχυρή διαπραγματευτική ικανότητα, αφού το παζάρι αποτελούσε χαρακτηριστικό της αγοραπωλησίας, και πολυλογία ώστε υπογραμμίζοντας ή και εφευρίσκοντας ανάγκες να προωθεί καλύτερα τα προϊόντα
Οι πλανόδιοι έμποροι ήταν επαγγελματίες που είτε δεν είχαν στέγη και το «μαγαζί» τους ήταν ο δρόμος, είτε είχαν, αλλά κάποιες ημέρες μέσα στην εβδομάδα έπαιρναν τα φορτηγάκια τους και πήγαιναν σε χωριά της επαρχίας και πωλούσαν την πραμάτεια τους.
Μιά φορά το 15νθημερο ερχόταν ο έμπορας που πωλούσε είδη προικός (σεμεδάκια, κεντήματα, κουβέρτες, τραπεζομάντηλα κ.α) και όλες οι γυναίκες της γειτονιάς μαζεύονταν για να δούνε τι ωραίο καινούργιο έφερε. Μάλιστα, η συναλλαγή δεν γινόταν με χρήματα, αλλά με λάδι.
Γενικά, το λάδι το προτιμούσαν οι περισσότεροι πλανόδιοι έμποροι. Εκτός από την προίκα, υπήρχε και έμποροι που ερχόταν από τις μεγαλύτερες πόλεις και πουλούσαν παπούτσια, ρούχα αλλά και τρόφιμα όπως φρέσκο ψάρι, φρούτα και λαχανικά, ο κοτόπουλα, αλεύρι και πάει λέγοντας.
Ο Καστανάς
Καστανάς ονομάζεται ο υπαίθριος μικροπωλητής ο οποίος πουλάει ψημένα κάστανα. Συχνάζει σε μέρη όπου περνά πολύς κόσμος, συνήθως σε κεντρικά σημεία πόλεων ή πάρκα, για να πουλήσει τα καστανά του. Μεταφέρει τα κάστανα σε καλάθι ή τσάντα, τα ψήνει λίγα-λίγα σε φουφο ή ξεχωριστή ή ενσωματωμένη στην τροχήλατη
προθήκη του, αν έχει, αφού τα σκίσει πρώτα στο πλάι τους & τα πουλά κατευθείαν από εκεί ζεστά & φρεσκοψημένα.
Επίσης, πολλοί καστανάδες εκτός από ψημένα κάστανα πουλάνε και ψημένο
καλαμπόκι, το οποίο ετοιμάζουν με τον ίδιο τρόπο.
Ο καστανάς, είναι ένας από τους λίγους πλανόδιους που δεν έχουν εκλείψει σήμερα.
Ο Βοσκός
Ο ποιμενικός βίος ήταν ο συνηθέστερος στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, όπου τα πιο κοινά επαγγέλματα ήταν ο βοσκός και ο αγρότης. Δείτε παρακάτω μια μικρή συλλογή φωτογραφιών βοσκών της Ελλάδας του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, που μας μεταφέρουν σε εκείνη την εποχή, παρουσιάζοντάς μας επίσης και την χαρακτηριστική φορεσιά τους.
Ο σιδεράς
Οι σιδεράδες έφτιαχναν με τα χέρια τους ότι υπήρχε από μέταλλο, κυρίως σίδερο. Είχαν ένα μεγάλο φούρνο όπου φυσούσαν με μια φυσούνα ώστε να κρατάνε τη φωτιά αναμμένη και σε ψηλή θερμοκρασία. Σε αυτή τη φωτιά ζέσταιναν τα σίδερα για να τα κάνουν πιο εύπλαστα και στη συνέχεια τα έπιαναν με μια μεγάλη τανάλια και τα έβαζαν πάνω στο αμόνι. Το αμόνι ήταν μια μεγάλη σιδερένια βάση πάνω στην οποία έβαζαν τα σίδερα που θα επεξεργάζονταν. Εκεί χτυπούσαν το κοκκινισμένο από τη φωτιά σίδερο με ένα μεγάλο σφυρί και του έδιναν τη μορφή που ήθελαν. Η δουλειά αυτή ήταν πάρα πολύ σκληρή. Απαιτούσε δύναμη από το σιδερά γιατί δούλευε με τα σίδερα που ήταν βαριά κι ακόμα ήταν συνέχεια δίπλα στη φωτιά και ζεσταινόταν και γέμιζε και με μουντζούρες.
Ο Χαμάλης
Χαμάλης λεγόταν ο ανειδίκευτος εργάτης που μεταφέρει φορτία, τον συναντούσαμε κυρίως στα λιμάνια , στους σταθμούς λεωφορείων ή τρένων και για να μεταφέρουν διάφορα πράγματα από την αγορά μέχρι τα σπίτια. Έβαζε τα πράγματα στην πλάτη του ή σε κάποιο καρότσι που τυχόν είχε και το έσερνε ο ίδιος. Έπαιρνε το χαρτζιλίκι του και ξαναγύριζε στο πόστο του, για να κάνει κάποιο άλλο δρομολόγιο.
Διαβάστε περισσότερα πατώντας στην παρακάτω εικόνα
Πωλητής Πουλερικών
Μας φαίνεται παράξενο σήμερα που όλα μας τα πράγματα μπορούμε να τα αγοράζουμε στο supermarket να δούμε τη μορφή του πωλητή πουλερικών ο οποίος περιδιαβαίνει τις γειτονιές των μεγάλων αστικών κέντρων και πουλάει ζωντανές κότες προορισμένες να γίνουν το γεύμα των πλουσίων των αστικών τάξεων.
Οι άνθρωποι αυτοί συνήθως έρχονταν από τα χωριά και πουλούσαν τα προϊόντα τα οποία παρήγαν στο σπίτι τους. Αγκαλιά με τις κότες του ο πωλητής πουλερικών είναι μια γραφική μορφή βιοπαλαιστή των αρχών του 20ου αιώνα που εκμεταλλεύεται την αστικοποίηση προκειμένου να βγάλει το πενιχρό του μεροκάματο.
Οι ξυλοκόποι και οι πριονιτζήδες
Οι ξυλοκόποι ή μπαλτατζήδες πήγαιναν στο δάσος με τα τσεκούρια τους (μπαλτάδες) και έκοβαν ξύλα και τα πελεκούσαν. Οι ξυλοκόποι όπως διαβάσαμε στο βιβλίο του Στρατή Μολινού ‘Επώνυμα και Συντεχνίες’ ήταν πολύ σημαντικοί σε περίοδο πολέμων αφού αυτοί πήγαιναν μπροστά και άνοιγαν δρόμους στο δάσος. Ήταν κάτι σαν το σημερινό Μηχανικό του στρατού. Τα ξύλα αυτά έπαιρναν μετά οι πριονιτζήδες και τα έκοβαν με τα πριόνια και τα έκαναν σανίδια. Αυτοί είχαν ένα πριόνι με δυο λαβές και το χειρίζονταν δυο άτομα που κάθονταν αντικριστά και έδιναν τη μορφή που ήθελαν στους κορμούς των δέντρων που έκοψαν οι ξυλοκόποι.
Υαλοποιός
Το γυαλί ήταν γνωστό στους ανθρώπους από πολύ παλιά. Τότε το γυαλί ήταν υλικό που το χρησιμοποιούσαν μόνο οι πλούσιοι. Οι Ρωμαίοι ήταν οι πρώτοι που έκαναν το γυαλί διαφανές.
Ο τεχνίτης μάζευε τον πολτό στην άκρη ενός σιδερένιου σωλήνα, το καλάμι. Τον τοποθετούσε σ’ ένα ειδικό τραπέζι, το μάρμαρο, και τον γύριζε έτσι ώστε να του δώσει σχήμα σφαίρας. Όταν το πετύχαινε αυτό, φυσούσε μέσα στο καλάμι με δύναμη. Η σφαίρα του γυαλιού φούσκωνε σαν μπάλα και έτσι μπορούσε να την πλάσει σε καράβα ή βάζο.
Ο τεχνίτης την ώρα της δουλειάς φορούσε πέτσινη ποδιά για να μην καεί από το ζεστό υλικό. Τα εργαλεία του ήταν: φόρμες, ψαλίδια και πένσες.
Τυπογράφος- Λινοτύπης
Επάγγελμα που κυριάρχησε στις εκτυπώσεις και τα Μ.Μ.Ε μέχρι το τέλος της
δεκαετίας του 1970. Σήμερα ασκείται από τεχνικούς γραφικών τεχνών, οι οποίοι
υποκατέστησαν την παραδοσιακή τυπογραφία.
Οι τυπογράφοι έπιαναν δουλειά στις 5 το απόγευμα και τέλειωναν το ξημέρωμα.
Παλιά οι επαρχιακές εφημερίδες ήταν τετρασέλιδες και η κάθε σελίδα είχε 8
στήλες. Αρχίζανε πάντα την στοιχειοθεσία από τις 2 μεσαίες σελίδες, όπου εκεί
έμπαιναν οι επιστολές, οι αγγελίες, οι διαφημίσεις και γενικότερα οι λιγότερο
σημαντικές ειδήσεις.
Έδινε το κείμενο ο δημοσιογράφος στον τυπογράφο και αυτός με τη σειρά του στεκόταν όρθιος μπροστά στην κάσα, έπαιρνε ένα ένα τα γράμματα και βάζοντάς τα στη σειρά στο
συνθετήριο σχηματιζόντουσαν οι λέξεις. Όταν τελείωνε η μια αράδα, βάζανε το
διάστιχο για να μην τους φύγουν τα γράμματα και συνέχιζαν την επόμενη αράδα.
Για να στερεωθούν τα γράμματα και να μη σκορπίσουν, όταν έφταναν στην 5 ή 6
αράδα, τις έβρεχαν λίγο με ένα σφουγγάρι και έτσι στερεωνόντουσαν. Όταν
τέλειωνε η στήλη, την τοποθετούσαν σε ένα μικρό σελιδοθέτη. Με τον ίδιο τρόπο
στοιχειοθετούσαν και τις άλλες σελίδες. Η πρώτη και η τελευταία σελίδα
τυπωνόταν τελευταία, γιατί οι δημοσιογράφοι έπρεπε πρώτα να ακούσουν το
τελευταίο δελτίο ειδήσεων στο ραδιόφωνο, μιας και σε αυτές τις σελίδες
γραφόντουσαν οι πιο σημαντικές ειδήσεις.
Αφού στοιχειοθετούσαν όλες τις στήλες, ο σελιδοποιός τις έδενε με σχοινιά για να
μη μετακινηθούν τα γράμματα και μοντάριζε τη σελίδα πάνω στον μεγάλο
σελιδοθέτη. Αυτός έφτιαχνε και τους τίτλους. Μόλις ο σελιδοποιός μοντάριζε τη
σελίδα, έβγαζε ένα δοκιμαστικό για να το ελέγξει ο δημοσιογράφος, μήπως είχε
γίνει κάποιο λάθος. Το δοκιμαστικό γινόταν ως εξής, περνούσαν οι τυπογράφοι τη
στοιχειοθετημένη σελίδα με έναν μελανωμένο κύλινδρο, βρέχανε ελάχιστα ένα
λευκό χαρτί και το ακουμπούσανε πάνω στη στοιχειοθετημένη σελίδα, πιέζοντάς το
ελαφρά.
Αφού ο δημοσιογράφος έκανε τον έλεγχο, ο υπεύθυνος στο πιεστήριο έσφιγγε με
το τελάρο τη στοιχειοθετημένη σελίδα και την πήγαινε στο πιεστήριο. Εκεί
προσεκτικά άδειαζαν τη στοιχειοθετημένη σελίδα πάνω στο πιεστήριο, τραβούσαν
πίσω το σελιδοθέτη και ανέβαιναν στο πιεστήριο. Στεκόντουσαν όρθιοι μπροστά
από τη στοίβα του τυπογραφικού χαρτιού και το έριχναν ένα ένα στο πιεστήριο
που δούλευε. Τότε τυπώνανε 500 με 1.000 φυλλάδες. Το τύπωμα κρατούσε γύρω
στις 4 ώρες. Το ξημέρωμα ερχόταν στο τυπογραφείο ο διπλωτής, όπου δίπλωνε με
το χέρι τις τυπωμένες σελίδες και ταξινομούσε τις εφημερίδες σε δέματα για να τα
βρει έτοιμα ο διανομέας που πήγαινε λίγο αργότερα.
Το πρωί πήγαιναν στο τυπογραφείο συνήθως δυο γυναίκες, ξεμοντάριζαν τα
στοιχεία, τα καθάριζαν με ένα βρεγμένο στουπί και τα τοποθετούσαν στα κουτάκια
τους στην κάσα για να τα βρουν το απόγευμα έτοιμα ξανά οι τυπογράφοι για την
εφημερίδα της επόμενης μέρας.
Ο σφουγγαράς
Καλύμνιοι σφουγγαράδες. Οι ήρωες των βυθών ! Η Κάλυμνος έχει αποκτήσει παγκόσμια φήμη ως τόπος δυτών και σφουγγαράδων. Για τους ντόπιους το κυνήγι των σφουγγαριών ήταν πηγή βιοπορισμού∙ μια «επικίνδυνη αποστολή», που μόνο οι ικανοί και τολμηροί μπορούσαν να βγάλουν εις πέρας. Η μακραίωνη παράδοση της σπογγαλιείας καθόρισε την ταυτότητα του νησιού και συνέβαλε σημαντικά στην οικονομική ευημερία των κατοίκων της. Οι δραστήριοι Καλύμνιοι έμποροι πουλούσαν την πολύτιμη σοδειά αρχίζοντας από τη Σύρο, το Ναύπλιο, την Κωνσταντινούπολη για να φτάσουν μέχρι την Οδησσό, την Πετρούπολη, τη Μόσχα, την Τεργέστη, τη Μέση Ανατολή.
Χανιτζής (Πανδοχέας)
Τα παλιά χρόνια υπήρχαν πολλά χάνια γιατί δεν υπήρχαν μεταφορικά μέσα για να
κάνουν ένα ταξίδι σε σύντομο χρονικό διάστημα. Το μεταφορικό τους μέσο ήταν
τα ζώα και τα μακρινά ταξίδια μπορεί να κρατούσαν μέρες.
Τα χάνια αυτά ήταν μικρά κτίσματα
και είχαν ένα μεγάλο υπόστεγο με πάγκους γύρω γύρω και τραπέζια. Το πάτωμα
ήταν ξύλινο έτσι ώστε αφού έτρωγε ο ταξιδιώτης, το ψητό αρνί, τη σαλάτα και το
κρασί, μπορούσε να στρώσει τα στρωσίδια του στο πάτωμα και να κοιμηθεί
στρωματσάδα.
Κάτω από το υπόστεγο ήταν ο στάβλος, όπου εκεί έβαζαν τα ζώα. Ο χανιτζής ήταν
υποχρεωμένος να δίνει στα ζώα σανό και νερό.
Η δουλειά του χανιτζή ήταν ευχάριστη. Έβλεπε κόσμο, μάθαινε νέα, δεν ήταν
ξεκομμένος. Τα βράδια περνούσαν στο χάνι ευχάριστα, τραγουδούσαν, λέγανε
ιστορίες. Άμα τύχαινε και είχαν και πλούσιους πελάτες, είχαν και μουσική. Οι
πλούσιοι κουβαλούσαν μαζί τους και κομπανίες για να διασκεδάσουν. Οι
χανιτζήδες πληρωνόντουσαν καλά.
Διαβάστε περισσότερα πατώντας στην παρακάτω εικόνα
Ο Αρκουδιάρης
Με το όνομα ακρουδιάρης ή και αρκουδόγυφτος, φερόταν συνήθως εκείνος που γυρνούσε τις περιοχές με την αρκούδα του, δίνοντας υπαίθριες παραστάσεις στην πλατεία της γειτονιάς τείνοντας στο τέλος το κασκέτο του για την καταβολή της πληρωμής
Κατάλοιπο του βάρβαρου αυτού επαγγέλματος είναι η αναπαράσταση του σε κάποιες περιοχές, όπως αυτή της Σάμου, κατά την περίοδο της αποκριάς
Δύο άντρες, ο ένας υποδυόμενος τον αρκουδιάρη κι ό άλλος την αρκούδα φορώντας περιλαίμιο με αλυσίδα χορεύουν προς αστεϊσμό τον «αρκουδιάρικο» χορό, σε μίμηση κατά μελωδία και χορό εκείνου της αρκούδας του αρκουδόγυφτου.
Ο Αβδελλάς
Έχοντας τις ρίζες του στον 19ο αιώνα, το επάγγελμα του αβδελλά, συντηρήθηκε μέχρι και τα μισά του προηγούμενου, όσο οι βδέλλες χρησιμοποιούνταν ακόμα για θεραπευτικούς σκοπούς.
Σε περιπτώσεις πίεσης ή πονοκεφάλων, οι βδέλλες ήταν το «εργαλείο» για τις τοπικές αφαιμάξεις. Οι πρώτοι που εξάσκησαν το εν λόγω επάγγελμα, ήταν οι αθίγγανοι, οι οποίοι έμπαιναν ξυπόλητοι στα νερά και συνέλεγαν τις βδέλλες με τα χέρια. Στη συνέχεια τις τοποθετούσαν, συνήθως ανά δυάδες, σε μικρά βαζάκια, τα οποία διέθεταν προς πώληση.
Ο δραγάτης και οι δραγασιές
Οι Δραγασιές
Παλαιότερα, σχεδόν σε κάθε χωριό του θεσσαλικού κάμπου, υπήρχαν
απλές αυτοσχέδιες καλύβες «Δραγασιές» που τις έφτιαχναν οι κάτοικοι
για τις ανάγκες της επιτήρησης των αγροτικών καλλιεργειών τους.
Σε κάθε πεδινό χωριό λοιπόν υπήρχαν αυτές οι απλές αλλά πρακτικές
καλύβες οι Δραγασιές, οι οποίες ήταν σε ψηλό σημείο με θέα, όπου
καθόταν ο αγροφύλακας (δραγάτης) και επιτηρούσε την περιοχή.
Ήταν εντυπωσιακά κτίσματα, τα οποία κατασκευάζονταν από ξύλα και
κλαδιά και φτιάχνονταν σε διάφορα περίοπτα σημεία, σε κεντρική θέση
μέσα στα χωράφια ή αμπέλια, ώστε να μπορεί ο δραγάτης, να παρατηρεί,
από ψηλά όλη τη γύρω περιοχή.
Τα ξύλα της εξέδρας τα «έστρωναν» με πολλά κλαδιά και έτσι, δημιουργούνταν
ένα είδος πατώματος, όπου μπορούσε να κάθεται και να κοιμάται κάποιος με
μεγάλη άνεση.
Εκεί ψηλά λοιπόν, ο δραγάτης έστηνε το παρατηρητήριό του, τη «δραγασιά του»
όπως τις έλεγαν, για να παρατηρεί και να έχει τον απόλυτο έλεγχο της περιοχής.
Εκεί ξάπλωνε όλη τη μέρα ο δραγάτης και παρατηρούσε τα αμπέλια και τα
σπαρτά, προστατεύοντάς τα από τους κλέφτες, τα πουλιά και τα ζώα.
Για να ανεβαίνει εύκολα ο δραγάτης στη δραγασιά κατασκεύαζε ξύλινα σκαλοπάτια,
τα οποία τα κάρφωνε στο σώμα της δραγασιάς.
Τέτοιες δραγασιές υπήρχαν στο Βαλτινό στη γεωργική περιοχή «Αμπέλια», στις
Χαλκιές (στο αμπέλι του Ψύχου), και στο Παπατσέτσου (στο αμπέλι του Τσιγάρα).
Ο Δραγάτης ήταν ένα είδος αγροφύλακα. Ήταν πάντα εποχιακός και σκοπός του
ήταν η φύλαξη των αμπελιών την περίοδο της ωρίμανσης των σταφυλιών, των
καρπουζιών και άλλων σπαρτών.
Η πληρωμή του γινόταν από την κοινότητα ή τους καλλιεργητές αμπελιών ή μποστανιών.
[ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :‹ δραγάτης] Δραγασιά η (ουσιαστικό) πρόχειρη καλύβα του δραγάτη, συχνά πάνω σε δέντρα. Αλλιώς δραγατσά, δραγατσούλα
Προέρχεται από τη λέξη δραγάτης < από τη σύνθετη βυζαντινή λέξη αρχιδραγάτης, από την οποία αποσπάστηκε η λέξη δραγάτης = ο αγροφύλακας και ειδικά ο φύλακας των αμπελιών. Πιθανόν επίσης, να προέρχεται από τη λέξη αμπελιδεργάτης, της Τσακωνικής διαλέκτου, από την οποία αποσπάσθηκε το δεργάτης και μετατράπηκε σε δραγάτης. Κατ΄ άλλους προέρχεται από τη Σλάβικη λέξη draga.
Πηγή: http://tovaltino.blogspot.gr/2011_03_11_archive.html,
Ρετσινοσυλλέκτες
Οι ρετσινοσυλλέκτες μάζευαν το ρετσίνι από τα πεύκα του δάσους και το πουλούσαν. Με αυτό γινόταν και γίνεται ακόμα και σήμερα η γνωστή ελληνική ρετσίνα.
Ο ΤΖΑΜΠΑΖΗΣ
Τζαμπάζης ή τζαμπάζος λεγόταν ο έμπορος ζωντανών μεγάλων ζώων κυρίως μουλαριών, αλόγων, βοδινών. Τα ζώα αυτά ή τα αγόραζαν ή τα μεταπουλούσαν ή τα αντάλλασσαν με άλλα που ήταν καλύτερα. Το μεγαλύτερο μέρος των εμπορικών πράξεων πραγματοποιούνταν στις ζωοπανηγύρεις και στα παζάρια όπου ο τζαμπαζής οδηγούσε τα αγορασμένα ή τραμπαρισμένα ζώα για τελική πώληση ή νέα τράμπα (αλλαγή).
Ασβεστοποιός (Υπάλληλος στο Καμίνι)
Το καμίνι το είχε κάποιος για να φτιάχνει ασβέστη. Αυτό ήταν σαν φούρνος ανοιχτός από πάνω όπου έβαζαν κομμάτια από πλούσια ασβεστολιθικά πετρώματα και άναβαν από κάτω δυνατή φωτιά που έκαιγε δυο τρεις μέρες συνέχεια κι έτσι έκαναν τον ασβέστη.
Πολλά απο αυτά τα επαγγέλματα χάθηκαν. Έτσι είναι κι έτσι πρέπει να γίνεται γιατί ο κόσμος εξελίσσεται και προοδεύει. Οι παππούδες και οι πατεράδες μας όμως κάθε φορά που θα θυμούνται τον τσαγκάρη, το σιδερά, το γανωτή και όλους τους άλλους, θα θυμούνται με νοσταλγία τις καλές εποχές που εκείνοι έζησαν και που ήταν καλές εποχές παρόλο που είχαν τις δυσκολίες τους γιατί απλά ήταν οι εποχές που κι εκείνοι ήταν παιδιά.
Ο Σαματατζής
Πανομοιότυπος με τον αυτοφοράκια, με τη διαφορά ότι το δεύτερο συναντάται μέχρι και σήμερα, ο σαματατζής ήταν σε ελεύθερη μετάφραση ο «πληρωμένος ταραξίας δημοσίων συγκεντρώσεων».
Ο Σαματατζής συνήθως χρηματοδοτούνταν από κάποια πολιτική ή συντεχνιακή παράταξη ή ακόμα κι από κάποιον μεμονωμένο υποψήφιο, ούτως ώστε να είναι έτοιμος να «παρέμβει» την κατάλληλη στιγμή.
Κατά την άσκηση του «επαγγέλματος» , η συνήθης πρακτική λειτουργούσε κάπως έτσι: όταν ο «εργοδότης» τα έβρισκε σκούρα σε κάποια διαφωνία, ο σαματατζής επενέβαινε άμεσα με φωνές και ακατονόμαστες φράσεις, με αποτέλεσμα να διεγείρει το θυμό των παρευρισκομένων και να «διακοπεί η συνεδρίαση».
Απαραίτητα προσόντα για την άσκηση του επαγγέλματος ήταν να στερείται ιδεολογίας, και ως πολυπράγμων να μπορεί είτε να παριστάνει τον ευκαιριακό χειροκροτητή, είτε τον τοιχοκολλητή, ενώ δεν έλειπαν κι οι φορές που έπρεπε να προσαρμοστεί στο ρόλο του αβανταδόρου και του παρατρεχάμενου.
Χαρακτηριστικό ήταν πως η πληρωμή έπρεπε να προκαταβάλλεται καλύπτοντας έτσι την πιθανότητα σπρωξίματος ή και ξυλοδαρμού. Υποκατηγορία θα μπορούσε να θεωρηθεί ο καρπαζοεισπράκτορας, αυτός που συνηθέστερα τις «μάζευε» από υποτιθέμενους παλικαράδες, με την διαφορά πως η πληρωμή ακολουθούσε πάντοτε του ξύλου.
Οι καριερίστες του επαγγέλματος άλλων εποχών, στην ερώτηση «τι επαγγέλλεσαι» απαντούσαν γενικά κι αόριστα «επιχειρήσεις». Και δεν είχαν άδικο άλλωστε, εκείνοι επιχειρούσαν κι ότι βγει…
Α ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ
παττήστε στην εικόνα
http://www.ecomuseum.gr/index.php/
Παλιά επίθετα που σημαίνουν επαγγέλματα
Το 1920 η εφημερίδα «Πειρασμός» έψαξε εν χρήσει τότε ελληνικά επίθετα που προέρχονταν κυρίως από τουρκικές ρίζες και σήμαιναν επάγγελμα.
Ας δούμε κάποια από αυτά:
Καζαντζής, Καζαντζάκης, Καζαντζόπουλος:
Από το καζάνι. Δηλαδή ο κατασκευαστής καζανιών και γενικώτερον ο χαλκουργός
Σαγιαξής: Ο κατασκευαστής επίσης ωρισμένου είδους μαλλίνου υφάσματος
Κιατίπης: Ο γραμματικός
Φεσάς, Φεσόπουλος: Ο κατασκευαστής φεσιών
Σαράφης, Σαραφίδης, Σαραφόπουλος: Από το σαράφης, αργυραμοιβός.
Ταμπάκης, Ταμπακόπουλος, Ταμπακάς: Από το ταμπάκης, ο βυρσοδέψης.
Χασάπης, Κασάπης, Χασαπίδης και Κασαπίδης:
Από το χασάπης ή κασάπης, σφαγεύς, κρεοπώλης.
Αραμπατζής: Καραγωγεύς(Ο οδηγός άμαξας ή κάρου)
Τσορμπατζής, Τσορμπατζόγλου: Ο προϊστάμενος εργασίας.
Μπαξεβάνης: Ο περιβολάρης
Καλαιτζής, Καλαντζόπουλος, Καλαντζάκης: Ο κασσιτερωτής
Καπιτσάλας, Καπιτσάλης και Καψάλης: Ο κεντητής ή κατασκευαστής ζωνών.
Κατιρτζής και Κατιρτζόγλου: Ο μουλαράς.
Τσαούσης, Τσαουσίδης, Τσαουσόπουλος: Ο λοχίας.
Βογιατζής, Βογιατζάκης, Βογιατζίδης: Ο βαφεύς
Κουγιουμτζής: Ο χρυσοχόος.
Χεκίμης, Χεκίμογλου: Ο ιατρός.
Καλεμκερής: Ο κατασκευαστής σταμπαρισμένων υφασμάτων.
Βερβέρης: Ο κουρεύς.
Γιουρούκος: Ο πλανόδιος.
Αλμπάνης και Ναλμπάντης: Ο πεταλωτής.
Σαμαρτζής και Σαμαρτζίδης: Ο σαγματοποιός
Κυρίτσης: Από το κυρετζής δηλ. ασβεστάς»
Περισσότερα στην παρακάτω διαδραστική εικόνα
Δείτε ακόμη περισσότερα στις συλλογές του Λαογραφικού Μουσείου Καλλιμασιάς
Βέβαια, κάποια επαγγέλματα επιβίωσαν μέχρι σήμερα, άλλα για τουριστικούς λόγους (π.χ
στις επόμενες γενιές. Ωστόσο, υπάρχει ακόμα ελπίδα για ορισμένα από αυτά, μιας και στις
μέρες μας η οικονομική κρίση με όλες τις συνέπειες που μπορεί να επιφέρει, έχει κάνει πολλούς κατοίκους των πόλεων να σκέφτονται την επιστροφή στην πατρίδα τους και την ενασχόλησή τους με παραδοσιακά επαγγέλματα.
Μέρος Β
Φύλλα εργασίας για τα επαγγέλματα
Αυτή η εργασία έχει άδεια χρήσης Creative Commons Αναφορά δημιουργού4.0.