Ο Άγιος Σάββας ο Ηγιασμένος (5 Δεκεμβρίου)
Συγγραφέας: kantonopou στις 5 Δεκεμβρίου, 2010
Α. Ο πειρασμός του μήλου
Κάποτε, που βρισκόταν στον κήπο του μοναστηριού, του ήλθε η επιθυμία να φάει ένα ωραίο και πολύ νόστιμο μήλο, πριν από την κανονική ώρα του φαγητού. Η επιθυμία που άναψε μέσα του τον οδήγησε να το κόψει, αλλά έπειτα σκέφθηκε καλλίτερα και κυριάρχησε στον εαυτόν του με δύναμη. Επιτιμούσε και μάλωνε τον εαυτό του με λογισμούς ευσεβείς λέγοντας· « Ήταν ωραίος στα μάτια και ευχάριστος στη γεύση και ο καρπός που έφαγε ο Αδάμ και με την παρακοή εκείνου οδηγήθηκα και εγώ στο θάνατο. Γιατί αντί του νοητού και πνευματικού κάλλους, προτίμησε εκείνο, που φαινόταν ωραίο κι ευχάριστο στα σωματικά μάτια· κι αντί για τις πνευματικές απολαύσεις, θεώρησε καλλίτερο το να γεμίζει το στομάχι του. Απ’ αυτόν μπήκε μέσα στον κόσμο ο θάνατος. Ας μην αποστρέψω, λοιπόν, το πρόσωπο μου από την ομορφιά της εγκράτειας, με το να καταβληθώ από κάποιο ψυχικό νυσταγμό. Γιατί, όπως πριν από κάθε καρποφορία προηγείται ο ανθός, έτσι και πριν από κάθε έργο και κατόρθωμα αγαθό προηγείται η εγκράτεια.
Με αυτόν τον καλό λογισμό νίκησε την επιθυμία και το μήλο το πέταξε κάτω κι άρχισε να το καταπατεί με τα πόδια του. Μαζί με το μήλο καταπάτησε και την επιθυμία του. Κι έβαλε νόμο πια στον εαυτό του να μη φάει μήλο, μέχρι το θάνατό του.
Από τότε του χαρίστηκε δύναμη θεϊκή και ασκούσε τον εαυτό του στην εγκράτεια, η οποία συγκρατεί και διώχνει τους πονηρούς λογισμούς, καθώς και το βάρος του ύπνου. Μαζί με την εγκράτεια, φρόντιζε να κουράζεται και σωματικά, ενθυμούμενος τον λόγο που λέγει προς τον Θεό σ’ ένα ψαλμό του ο Δαυίδ· «ίδε την ταπείνωσίν μου και τον κόπον μου και άφες πάσας τας αμαρτίας» ( Ψαλμ.24, 18). Γι’ αυτό και με κάθε προσπάθεια και προθυμία φρόντιζε να ταπεινώνει τη ψυχή του με τη νηστεία και να δαμάζει το σώμα του με τον κόπο και το μόχθο. Κι ενώ μέσα στο μοναστήρι των Φλαβιανών είχε εξήντα ή εβδομήντα συναγωνιστές στην πνευματική ζωή, όλους τους ξεπέρασε στην ταπεινοφροσύνη, την υπακοή και τους κόπους για την ευσέβεια.
Β. Μέσα από τη φωτιά
Στις διηγήσεις για τα παιδικά του πνευματικά αγωνίσματα αναφέρεται και το εξής περιστατικό: Κάποτε ο αρτοποιός του μοναστηριού, σε καιρό χειμώνα, άπλωσε τα βρεγμένα του ρούχα στο βάθος του ζεστού φούρνου,… για να στεγνώσουν, επειδή δεν φαινόταν καθόλου ο ήλιος. Εκεί τα ξέχασε. Μετά από μια ημέρα, που έλειψε ψωμί, μερικοί πατέρες, πήραν ευλογία και άρχισαν να εργάζονται στο φούρνο. Μαζί τους ήταν και ο θαυμαστός Σάββας. Την ώρα που καιγόταν ο φούρνος, θυμήθηκε ο αρτοποιός τα ρούχα του. Ταράχθηκε τότε και ανησύχησε γι’ αυτά, γιατί η φλόγα ήταν μεγάλη και είχε αρκετά καεί ο φούρνος και κανείς από τους μεγάλους δεν τολμούσε να μπει μέσα σ’ αυτόν, γιατί θα καιγόταν. Τότε ο νέος στην ηλικία και πρεσβύτης στην πνευματική ζωή Σάββας δυναμωμένος από την αδίστακτη πίστη και οπλισμένος με το σημείο του σταυρού, πήδησε μέσα στον αναμμένο φούρνο, πήρε τα ρούχα και βγήκε χωρίς να πάθει τίποτε.
Οι πατέρες, που είδαν αυτό το παράδοξο θαύμα, δόξασαν τον Θεό λέγοντας. Τι άραγε θα γίνει αυτός ο νέος, που από τα παιδικά του χρόνια αξιώθηκε να έχει λάβει τόση χάρη από το Θεό;
Γ. Τα πικρά κολοκύθια
Ο μάγειρας της Λαύρας μαγείρεψε κάποτε κολοκύθια, για να περιποιηθεί τους τεχνίτες που είχαν. Την ώρα του φαγητού τα δοκίμασε και διαπίστωσε ότι ήσαν πικρά. Στεναχωρήθηκε πάρα πολύ, γιατί δεν είχε τίποτε άλλο να τους δώσει να φάνε. Έτρεξε αμέσως τότε στον Γέροντα, έπεσε στα πόδια του και του ανήγγειλε το γεγονός. Ο άγιος ήλθε αμέσως, σφράγισε με το σημείο του σταυρού το χάλκωμα (καζάνι) και είπε στον μάγειρα: Πήγαινε· ευλογητός ο Κύριος· παράθεσε στα τραπέζια για να φάνε οι άνθρωποι. Και, ω του θαύματος, έγιναν γλυκά τα κολοκύθια κι έφαγαν όλοι και χόρτασαν και δόξασαν τον Θεό.
Δ. Το πληγωμένο λιοντάρι.
Περπατούσε κάποτε ο άγιος πρεσβύτης από τον Ρουβά πρός τον καλαμώνα του Ιορδάνη. Ξαφνικά συναντήθηκε μ’ ένα μεγαλόσωμο λιοντάρι που κούτσαινε. Έπεσε κάτω μπροστά στα πόδια του το θηρίο και του έδειχνε το πόδι του κάνοντάς του νόημα να το βοηθήσει. Ο πατέρας μας Σάββας κατάλαβε τον πόνο του θηρίου και κάθησε κι έπιασε το πόδι του. Έβγαλε απ’ αυτό ένα μεγάλο αγκάθι που είχε μπει βαθιά. Και το λιοντάρι, αφού ανακουφίστηκε από τον πόνο, σηκώθηκε κι έτρεχε. Από τότε το λιοντάρι ακολουθούσε τον Γέροντα κατά τις ημέρες τις αγίας Τεσσαρακοστής και έδειχνε έτσι την ευγνωμοσύνη του σαν πιστός δούλος.
Ε. Η προσευχή του ανοίγει τους ουρανούς.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.