Συγγραφέας: kantonopou στις 26 Νοεμβρίου, 2010
Κυριακή ιγ’ Λουκά
«Ὁ Κύριος γιά μία ἀκόμη φορᾶ ἁπαντά στό ἐρώτημα τοῦ ἀνθρώπου «τί πρέπει νά κάνω γιά νά κερδίσω τήν αἰώνια ζωή» λέγοντας «ἐφαρμόζοντας τό νόμο τοῦ Μωυσέως καί βοηθώντας τούς πτωχούς».
Ἐπειδή ἡ ἀπάντηση ἐλύπησε γιατί αὐτός πού ἐρώτησε ἦταν πλούσιος, συνεχίζοντας ὁ Κύριος εἶπε: «εἶναι πολύ δύσκολο νά εἰσέλθουν οἱ πλούσιοι στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Πιό εὔκολο εἶναι νά περάσει μία καμήλα ἀπό μία τρύπα πού ἀνοίγει ἡ βελόνα. Ἀλλά αὐτό πού φαίνεται δύσκολο ὁ Θεός μέ τή χάρη τοῦ τό κάνει δυνατό».
Ἀδελφοί μου, ἀκούγοντας κανείς αὐτά τά λόγια του Κυρίου μας μπορεῖ νά σκεφθεῖ ὅτι «μά γιατί εἶναι δύσκολο γιά ἕνα πλούσιο, ἀφοῦ ὁ Θεός εὐνόησε νά τά ἀποκτήσει αὐτά;»
Γιατί συνήθως ὁ πλούσιος εἶναι φιλοχρήματος, ἀγαπᾶ τά πλούτη γί’ αὐτό θέλει νά τά αὐξήσει καί νά τά ἀπολαμβάνει μόνον αὐτός. Ἔτσι ὅμως γίνεται σκληρός σάν τό χρυσό καί δέν μπορεῖ νά ἰδεῖ τούς συνανθρώπους του μέ ἀποτέλεσμα νά μή μπορεῖ νά εἰσέλθει στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, διότι ὁ δρόμος τῆς περνᾶ ἀπό τούς συνανθρώπους του.
Ἀλλά αὐτή τήν μεγάλη ἀλήθεια ἄς τήν δοῦμε στήν ἱστορία πού ἔζησε ὁ Γέροντας Δανιήλ ὁ πρεσβύτερος καί τήν ὁποία ἔλεγε στούς μοναχούς.
«Ἔξω ἀπό ἕνα χωριό τῆς Θηβαΐδος στήν Αἴγυπτο, ζοῦσε ἕνας λατόμος, ὁ Εὐλόγιος, πού ἀγαποῦσε πολύ τή δουλειά του καί νά εἶναι φιλόξενος καί ἐλεήμων. Κάθε βραδάκι, ἀφοῦ ἀγόραζε τρόφιμα, περίμενε στό δρόμο μήπως, περάσει κανείς ξένος ἤ ἀσκητής γιά νά τόν φιλοξενήσει. Ἔτσι εἶχε γίνει πολύ ἀγαπητός καί ὀνομαστός γιά τήν φιλοξενία του.
Ἕνας ἀσκητής βλέποντας τήν ἀγάπη αὐτή καί τήν φιλοξενία τοῦ Εὐλογίου μία ἡμέρα προσευχήθηκε: «Κύριε, ἄν τώρα πού εἶναι ἕνας φτωχός ἐργάτης εἶναι τόσο φιλόξενος, φαντάζομαι τί θά ἦταν ἄν ἦταν πλούσιος. Βοήθησε τόν σέ παρακαλῶ».
Ὁ Θεός ἄκουσε τή προσευχή του. Ἔτσι μία ἡμέρα ἐκεῖ πού ἔσκαβε ὁ Εὐλόγιος κτύπησε μία πέτρα καί φάνηκε μία τρύπα γεμάτη ἀπό χρυσά νομίσματα.
Σάστισε δέν ἤξερε τί νά κάνει καί ἦταν καί ὁλομόναχος. Σκέφθηκε κατόπιν «ἄν κρατήσω τό χρυσάφι καί μείνω ἐδῶ θά μέ ὑποψιασθοῦν ὅτι τό ἔκλεψα καί χωρίς ἀμφιβολία θά μέ φυλακίσουν. Ἔτσι θά χάσω καί τόν θησαυρό μου καί τήν ἐλευθερία μου. Πρέπει νά φύγω, νά πάω σέ ξένο τόπο πού εἶμαι ἄγνωστος».
Ἔφερε λοιπόν σακιά, νοίκιασε ἕνα ζῶο μέ πρόφαση νά μεταφέρει πέτρες, κατέβηκε τόν ποταμό Νεῖλο καί μέ πλοῖο πού ἐναύλωσε πῆγε στή Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἀγόρασε ἕνα ἀρχοντικό, δούλους, πλούσια φορέματα καί μέ τό χρυσάφι τοῦ ἀπέκτησε ἀξιώματα καί μάλιστα ὀνομάσθηκε Ἄρχων. Τότε αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Ἰουστίνος. Στό διάστημα αὐτό τόσο οἱ φτωχοί περαστικοί ὅσο καί οἱ ἀσκητές ἔχασαν τήν φιλοξενία τους καί ἀποροῦσαν τί νά εἶχε γίνει, μά κανείς δέν ἤξερε. Ἔτσι πέρασαν δυό χρόνια.
Ὁ ἀσκητής ὅμως πού εἶχε προσευχηθεῖ στόν Θεό γιά τόν Εὐλόγιο μέ ἀποκάλυψη ἔμαθε. Πηγαίνει λοιπόν στή Κωνσταντινούπολη γιά νά συμβουλεύσει τόν Εὐλόγιο. Ἡ ἔκπληξή του ὅμως ἦταν μεγάλη ὅταν περιμένοντας ἔξω ἀπό τό ἀρχοντικό, γιατί δέν τόν ἄφηναν οἱ ὑπηρέτες νά μπεῖ μέσα. Τόν εἶδε μία ἡμέρα καί αὐτός δέν τοῦ ἔδωσε καμία σημασία ἄν καί τοῦ εἶπε: «Ἄρχοντά μου εἶναι ἀνάγκη νά σοῦ μιλήσω». Μία ὁλόκληρη ἑβδομάδα περίμενε ἔξω ἀπό τή πόρτα μήπως τόν δεχθεῖ.
Ἀπελπισμένος, τότε εἶπε «ἄς γυρίσω πίσω στό τόπο μου. Ὁ Θεός ἄν θέλει, ἄς σώσει τόν Εὐλόγιο» καί γύρισε στήν ἔρημό της Θηβαΐδος.
Πεθαίνει ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστίνος καί μερικοί ἀξιωματοῦχοι, ἀνάμεσά τους καί ὁ Εὐλόγιος συνωμοτοῦν κατά τοῦ νέου αὐτοκράτορα. Ἔγινε ὅμως γνωστή ἡ συνομωσία καί ὅλοι οἱ ἔνοχοι ἐκτός ἀπό τόν Εὐλόγιο συνελήφθησαν καί θανατώθηκαν. Αὐτός πρόλαβε νά δραπετεύσει μεταμφιεσμένος καί γύρισε στήν Αἴγυπτο σώζοντας μέν τή ζωή τοῦ χάνοντας ὅμως τά πλούτη του.
Μία ἡμέρα λοιπόν ὁ ἀσκητής, πού εἶχε κατέβει στό χωριό, γυρίζοντας τό βραδάκι συναντᾶ πρός μεγάλη του ἔκπληξη στό συνηθισμένο σταυροδρόμι τόν Εὐλόγιο, ὁ ὁποῖος ταπεινά τόν παρακάλεσε νά δεχθεῖ τή φιλοξενία του καί ἐκεῖνος συγκινημένος τόν ἀκολούθησε.
Ὅταν ἔφαγαν τόν ἐρώτησε: «Πῶς περνᾶς Εὐλόγιε;»
«Ἀββᾶ μου κάνε μία προσευχή γιά μένα γιατί βρίσκομαι σέ μεγάλη στενοχώρια. Μοῦ λείπουν τόσο πολλά γιά νά τά βγάλω πέρα, τοῦ εἶπε, ἀναστέναξε βαθειά καί ἔπεσε σέ συλλογή.
«Μακάρι νά μήν εἶχες ἀποκτήσει ποτέ, ἐκεῖνα πού σου ἀφαίρεσαν τήν γαλήνη τῆς ψυχῆς σου» τοῦ εἶπε ὁ ἀσκητής. Γιατί μου μιλᾶς ἔτσι ἀββᾶ μου; Μήπως σέ ἔχω σκανδαλίσει;
Τότε ὁ ἀσκητής τοῦ ἀποκαλύπτει τί εἶχε κάνει καί ὁ Εὐλόγιος συγκλονισμένος ἀπό τήν ἀποκάλυψη, κλαίγοντας ἐξομολογήθηκε καί εἶπε: «Προσευχήσου ἀββᾶ μου, νά μοῦ δίνει ὁ Θεός τόσα μόνο ὅσο μου ἀρκοῦν νά ζήσω καί νά δίνω ἀπό τό ὑστέρημά μου ἐλεημοσύνη στούς φτωχούς». Ἀπό τότε καί ἔπειτα ἔγινε πάλι ὁ γνωστός φιλόξενος καί ἐλεήμων Εὐλόγιος.
Ἀδελφοί μου, ἡ ἱστορία αὐτή τοῦ Ὁσίου Δανιήλ τοῦ πρεσβυτέρου ἐπιβεβαιώνει πέρα γιά πέρα τόν Κύριό μας, γί’ αὐτό ἄς ἐπιζητοῦμε τούς θησαυρούς τοῦ οὐρανοῦ καί ὄχι τῆς γῆς. Μάλιστα ἄν διαπιστώσουμε ὅτι ὑπάρχει κάποιο πάθος μας, κάποια ἀδυναμία μας, ἄς προσπαθήσουμε νά τή κόψουμε γιά νά μπορέσουμε ἐνῶ θά βαδίζομε αὐτή τή ζωή νά κοιτάζουμε μέ τά μάτια μας ψηλά στόν οὐρανό.
Καλή πορεία νά ἔχομε καί ὡραῖα ὁράματα.
Π.Β.Μ.
Υποβλήθηκε στις 26 Νοεμβρίου, 2010 στις 11:56 μμ και βρίσκεται κάτω από ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ.
.
Μπορείς να παρακολουθείς τα σχόλια για το άρθρο χρησιμοποιώντας RSS 2.0 τροφοδότης (feed).
Μπορείς να πας στο τέλος και να αφήσεις σχόλιο. Το Pinging προσωρινά δεν επιτρέπεται.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.