Ο ανατρεπτικός χαρακτήρας του αποστολικού λόγου
Συγγραφέας: kantonopou στις 14 Νοεμβρίου, 2010
α) Όταν μελετά κάποιος βιβλικά κείμενα, βρίσκεται μπροστά σε μεγάλες εκπλήξεις. Διότι συχνά τα κείμενα αυτά είναι αντισυμβατικά, τολμηρά και σχεδόν ανατρεπτικά απέναντι σε μορφές ζωής, συνήθειες και συμπεριφορές που θεωρούνται ως παραδοσιακές και γενικά αποδεκτές. Οι ιεροί συγγραφείς δεν ενδιαφέρονται τόσο για την εξωτερική εικόνα και τη μάχη των εντυπώσεων, αφού θεωρούνται συχνά ως “περικαθάρματα” του κόσμου. Ως αυθεντικοί εκφραστές της αλήθειας που βίωσαν και ως αψευδείς μάρτυρες της παρουσίας του Χριστού, καλούν κάθε χριστιανική κοινότητα να τους μιμηθεί και να συστρατευθεί στη μάχη του πνεύματος. Δεν αποκρύπτουν τις δυσχέρειες που προκύπτουν στο έργο του ευαγγελισμού του κόσμου. Αυτές δεν αποτελούν εμπόδιο, αλλά αντίθετα αναδεικνύουν την αυθεντικότητα του χριστιανικού κηρύγματος.
β) Η σύγκρουση με την κατεστημένη κάθε φορά κοσμική αντίληψη και το κοσμικό φρόνημα -που δεν αφήνει σε κάθε εποχή απείραχτους και τους εκκλησιαστικούς άνδρες- και η σχετικοποίηση κάθε εγκόσμιας τιμής και δόξας, αποτελούν γι’ αυτούς αυτονόητες πραγματικότητες. Ο περιφρόνηση και η χλεύη θεωρούνται ευλογία. Οι εργάτες του ευαγγελίου ύστερα από κοπιαστικές περιοδείες και ολοήμερη διδαχή δεν πήγαιναν να ξεκουραστούν ασφαλείς. Η ανάπαυση και ο ύπνος συνοδεύονταν από τον φόβο του διωγμού και την ιερή αγωνία για τον ευαγγελισμό της επόμενης ημέρας.
γ) Οι απόστολοι δεν κατείχαν κάποια θέση εξουσίας στον κόσμο και δεν επικαλούνταν την κοσμική σοφία, για να γίνουν πιστευτοί. Ήταν φορείς πνευματικής δύναμης και θυσιαστικής αγάπης, αφού συνέχιζαν την κενωτική πορεία του Χριστού. Γράφει ο Απόστολος Παύλος στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα (Α’ Κορ. 4, 9-16): “Μου φαίνεται πως ο Θεός σ’ εμάς τους αποστόλους έδωσε την ελεεινότερη θέση, σαν να είμαστε καταδικασμένοι να πεθάνουμε στο στάδιο. Διότι γίναμε θέατρο για τον κόσμο, για αγγέλους και ανθρώπους”.
δ) Οι Κορίνθιοι ήθελαν να φαίνονται σοφοί και αυτάρκεις, παρόλο που είχαν διαιρέσεις και σχίσματα μεταξύ τους. Ορισμένοι μάλιστα δημιουργούσαν την εντύπωση ότι έφθασαν στα αγαθά της αιώνιας ζωής και είχαν πνευματική πληρότητα. Γι’ αυτό και ο Απόστολος με κάποια ειρωνική διάθεση τους παιδαγωγεί γράφοντας: “Εμείς παρουσιαζόμαστε μωροί για χάρη του Χριστού, ενώ εσείς είστε σοφοί χάρη στον Χριστό· εμείς είμαστε αδύναμοι, ενώ εσείς δυνατοί· εμείς είμαστε περιφρονημένοι, ενώ εσείς είστε τιμημένοι. Πεινάμε, διψάμε, γυρνάμε… ξυλοδαρμένοι, από τόπο σε τόπο χωρίς σπίτι, και μοχθούμε να ζήσουμε δουλεύοντας με τα ίδια μας τα χέρια”. Η κοινωνική αναγνώριση των εργατών του ευαγγελίου δεν είναι απαραίτητη και ίσως δεν χρειάζεται, διότι έτσι γίνεται ευδιάκριτη η δύναμη του ευαγγελικού λόγου.
ε) Αλλά ο Απόστολος Παύλος δεν αναφέρεται μόνο στην προσωπική ζωή και τη μαρτυρική πορεία των αποστόλων μέσα στον κόσμο. Περιγράφει και τη στάση απέναντι στους διώκτες και συκοφάντες τους: “Λοιδωρούμενοι ευλογούμεν, διωκόμενοι ανεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλούμεν”. Οι εκφράσεις αυτές συμπληρώνουν την εικόνα για το ήθος της “διά Χριστόν μωρίας”, που ανέδειξε αγίους και οι οποίοι χαρακτηρίσθηκαν “διά Χριστόν σαλοί”. Γι’ αυτούς δεν τολμάμε καν να μιλήσουμε, έστω κι αν αναπαύθηκε πάνω τους η χάρη του Θεού. Ίσως φοβόμαστε, μήπως σκανδαλίσουμε ή ταράξουμε τους εφησυχασμένους χριστιανούς μας, αφού ο βίος και η πολιτεία των “διά Χριστόν σαλών” έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη συμβατική χριστιανική ηθική!
στ) Ακόμη ο Απόστολος Παύλος στο σημερινό ανάγνωσμα παρουσιάζεται ως γνήσιος πνευματικός πατέρας. Δεν γεννά πνευματικά τέκνα επιβάλλοντας αναγκαστικά τη θέλησή του ή εξαρτώντας τα συναισθηματικά από αυτόν. Γεννά πνευματικά τέκνα διά του Ευαγγελίου. Δεν είναι παιδαγωγός που διαπλάθει χαρακτήρες. Πάσχει, οδυνάται, υποφέρει και αγωνίζεται όχι να συγκεντρώσει οπαδούς, αλλά να κηρύξει το χαρμόσυνο μήνυμα της βασιλείας του Θεού και να μεταμορφώσει με αυτό τις καρδιές των ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που αναφέρει αλλού: “Τεκνία μου… πάλιν ωδίνω, άχρις ου μορφωθεί Χριστός εν υμίν” (Γαλ. 4, 12).
ζ) Στους νεότερους χρόνους παρατηρείται συχνά κάποια τάση νεογεροντισμού, που απέχει πολύ από την πνευματική πατρότητα των αποστόλων και των αγίων Πατέρων. Για το φαινόμενο αυτό ευθύνονται τόσο οι άπειροι και φιλόδοξοι πνευματικοί όσο και τα ανώριμα πνευματικά τέκνα, οι χριστιανοί, οι οποίοι θεωρούν αυθεντία μόνο τον δικό τους πνευματικό, τον οποίο τοποθετούν πάνω από επισκόπους, συνόδους, ακόμη και πάνω από τους αγίους Πατέρες και την Εκκλησία. Και το λυπηρό είναι ότι, όταν χάσουν την εμπιστοσύνη σε αυτόν, σκανδαλίζονται και χάνουν ταυτόχρονα και την πίστη τους στον Σωτήρα Κύριο. Κι αυτό συμβαίνει διότι δεν έχει “μορφωθεί” ο Χριστός στις καρδιές τους, αλλά κάποιο ψεύτικο είδωλό του…
Γράφει ο π. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.