kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΑΣΩΤΟΥ ΥΙΟΥ. (ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΝΙΚΗΤΙΑΝΟΣ)

Συγγραφέας: kantonopou στις 19 Οκτωβρίου, 2010

Ηλθεν, ίθυσας αυτώ τον μόσχον τον σιτευτόν.

Ό δε ειπεν αυτώ

τέκνον, σύ πάντοτε μετ’ εμού ει,

και πάντα τα εμά σά εστίν

ευφρανθήναι δε και χαρήναι έδει,

ότι ο αδελφός σου ούτος

νεκρός ην και ανέζησεν

και απολωλώς ην και ευρέθη.

Ή ανταρσία του νεωτέρου υιού και ή διαγωγή του πατέρα

Τον νεώτερο υιό της παραβολής τον σώζει ή αίσθηση πού έχει ότι είναι υιός τού Πατέρα. Αισθάνεται και εκφράζεται μ’ αυτή την ορολογία. Ζή σ’ αυτόν τον οικογενειακό χώρο. Γι’ αυτόν λέει: «Πάτερ, δός μοι….».

Ή αμαρτία, ή αδυναμία του, είναι ότι όντας ανώριμος δεν έχει φτάσει στο να ξέρη ότι ή ουσία του Πατρός είναι ή ίδια με την ουσία του Υιού. Δεν ξέρει τούτη την στιγμή αυτόν πού λέει παρακάτω ό πατέρας στον πρεσβύτερο υιού, «τα εμά πάντα σα εστί», γι’ αυτόν ζητά από τον πατέρα του να τού δώση τον επιβάλλον μέρος της ουσίας, τον κομμάτι πού τού ανήκει.

Αυτός ό χωρισμός πού γίνεται μέσα του είναι ή αμαρτία του. Αυτός ό χωρισμός, ό τεμαχισμός είναι ή αμαρτία, τον κακό. Όρος σύντομος του κακόν ότι ουσία κατά φύσιν άλλα κατά μερικήν έλλειψιν του αγαθού εστί» (Αγ. Μάξιμος, Ρ.G. 4, 30ΙΑ).

Ό πατέρας είναι άρχοντας αγάπης. Δεν ενδιαφέρεται για τον εαυτό του.

Ενδιαφέρεται να σώσει τον άλλο, τον παιδί του. Αυτόν βρίσκεται στο σκοπό τής ζωής του, είναι καταξίωση του είναι του. Δεν τον ενδιαφέρει τί θα πή ό κόσμος, ανταρσία θα χάση τον κύρος του, ανταρσία παρουσιαστή ως πατέρας αποτυχημένος, με παιδί πού αφήνει τον σπίτι και φεύγει μακριά. Ή αγάπης του Πατέρα πάει πιο μακριά από’ ότι μπορεί να πάη ή κρίσι του κόσμου ή ή ανταρσία του γιου του. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν θέλει να του κάμη διδασκαλία με λόγια. Ξέρει ότι δεν πρόκειται να βγή τίποτε. Δεν πρόκειται να νιώσει κάτι ό νεώτερος υιός του.

Τώρα πρέπει να τον αφήσει να περιπλανηθεί, να πάθη, να μάθη, να δη προσωπικά Αυτό ξέρει ό Πατέρας ότι είναι κάτι θανάσιμα επικίνδυνο, αλλά δεν βλέπει άλλη λύση.

Θα τον συντροφεύει πάντοτε με την αγάπης Του, πού μένει στο σπίτι, αλλά απλώνεται παντού. Γι’ αυτόν δεν αμύνεται στενόκαρδα, δεν πιέζει. Δίδει αγωγή στο παιδί του υποφέροντας μυστικά ολόκληρος, βγαίνοντας στο σταυρό τής αναμονής.

Τον θέμα δεν είναι ό πατέρας να κρατήσει διά τής βίας τον υιός κοντά του, αλλά να τού δώσει την δυνατότητα, να τού δημιουργήσει τις προϋποθέσεις, ώστε ό ίδιος, μόνος του, να έλθει προς Αυτόν, την πηγή τής Ζωής. Αύτη ή κίνηση προς τον Πατέρα ορίζει τον υιό;

Ή προσωπική κίνηση προς τον Πατέρα ορίζει τον πρόσωπο τού Υιού. Ή φράση «και ό Λόγος ην προς τον Θεόν» (και όχι ενδιαφέρεται τω Θεώ») δεν θέλει άραγε να μας πή κάτι για τον μυστήριο τής υιότητος και τής πατρότητος;

Να δώσεις την δυνατότητα στον άλλο να γυρίσει στο σπίτι ενδιαφέρεται ελευθερία. Να τον βρει. Να τον νιώσει, να γίνει δικό του. Να μη μπορεί να φύγει, γιατί οπουδήποτε και να βρίσκεται, τότε — με την σωστή τοποθέτηση και σχέση υιού προς πατέρα — θα είναι ενδιαφέρεται παντι καιρώ και τόπω» στον πατρικό οίκο.

Και χωρίς να πει λόγο, διείλεν αυτοίς τον βίον». Τού μιλά και του συμπεριφέρεται με τον τρόπο πού ό υιός καταλαβαίνει, όχι με εκείνο πού ό πατέρας ξέρει.

Του έδωσε τον κομμάτι πού ζητούσε. Αλλά τον κομμάτι αυτόν αποκομμένο από τον σύνολο τής αληθείας τής αμπέλου τής ζωής δεν μπορεί να ζήση, να καρποφορήσει. Τον κομμάτι αυτόν, όταν τον παίρνουμε δυναστικά, αντάρτικα — όπως και όταν θέλουμε — δεν μάς οδηγεί, δεν μάς φέρνει στη ζωή, στον παράδεισο, αλλά στην απόγνωση και καταστροφή. Αυτόν πού συνάγομε με τον επαναστατημένο θέλημά μας — συναγωγών άπαντα» — τον σκορπίζομε ασώτως — διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού ζών ασώτως» (ά-σωτηρία, ά-σώον, μισερά, αμαρτωλά, εκτός θεού, σε παρά φύσιν κατάστασι).

Μαραίνεται και ξηραίνεται σύντομα. Σκορπίζεται. Τελειώνει σε μια κατάσταση στείρα, όπου χωρίζεται ή ζωή από την πνευματική ζωή. Σε μια κατάσταση πού δεν έχει φως, καρποφορία, συνέχεια για τον άνθρωπο. Όπου τα πάντα μυρίζουν φθορά και είναι θάνατος.

Τον κομμάτι πού μάς δίδει ό Θεός είναι από ένα σώμα θεανθρώπινο πού μερίζεται και δεν διαιρείται, πού εσθίετε και ουδέποτε δαπανάται. Είναι μικρό προζύμι με όλο τον δυναμισμό τής βασιλείας, πού σώζει τα σύμπαντα και ζυμοί τα τρία σάτα τής δημιουργίας ολόκληρης.

Τον ψεύτικο χάνεται, μάς εγκαταλείπει

Μέσα στο πυρ τής πραγματικότητος φανερώθηκε τον ψεύτικο, τον απατηλό, πού χάνεται και φεύγει. Μάς αφήνει μόνους, έρημους και νηστικούς σε χώρα αλλοδαπή, όπου τα πάντα ξοδεύονται χωρίς να ανανεώνονται — «δαπανήσαντος αυτού πάντα».

Δεν δαπανήθηκαν μόνο τα δικά του πάντα, αλλά ‘έγινε επί πλέον λιμός (οχυρός κατά την χώραν εκείνην. Στη μακρινή χώρα κανείς δεν ζει καλά για πάντα. Στο τέλος (οχυρός λιμός βασανίζει όλους. Κανείς δεν μπορεί να βοηθήσει κανένα. Υπάρχει μια έκπτωση, εξαθλίωση, τελική απώλεια τού άνθρωπου. Και όταν ζητάς βοήθεια, όταν πάς να προσκολληθείς «ενί των πολιτών της χώρας εκείνης», αυτός σε σπρώχνει πιο χαμηλά, σε στέλνει να βόσκεις χοίρους, να ποιμαίνεις πάθη. Σε κάνει χοιροβοσκό. Σε κάνει χοίρο. Αρνείται την φύσι, την ευγένεια σου. Σε θεωρεί ζώο. Σου αρνείται την τροφή των χοίρων. Αλλά και όταν σου την δίδη, είναι σαν να μη σου δίδη τίποτε. Μένεις νηστικός, γιατί δεν τρώγεται ή τροφή των χοίρων. Εσύ έχεις ανάγκη από άλλη τροφή.

Τον αληθινό μένει, μάς σώζει

Ή δοκιμασία τού νεωτέρου γιου στη μακρινή χώρα φανέρωσε και τον τί έκρυβε μέσα του, τί αντοχή είχε, τί έμεινε ανέπαφο, ποιός μπορούσε να τον βοηθήσει , σε ποιόν να κολληθεί. — «εκολλήθη ή ψυχή μου οπίσω σου, εμού δε αντελάβετο ή δεξιά σου» — σε ποιόν να καταφυγή, ποιός είναι «οικτίρμων και έλεήμων», που υπάρχει τροφή, ζωή και ανάσταση για όλους.

Μπορεί να τα έχασα όλα. Μπορεί να χάθηκα και εγώ ό ίδιος — «απολωλώς ην» — κυριολεκτικά να πέθανα — «νεκρός ην» —, αλλά κάτι υπάρχει πού δεν χάνεται, δεν πεθαίνει είναι ό Πατέρας μου και ή αγάπης Του. Αυτός είναι «δυνατός ενδιαφέρεται ελέει και αγαθός εν ισχύι». Τον ξέρω, τον ζω.

Δεν σκέφτομαι τα παιδιά του — είμαι ανάξιος για κάτι τέτοιο — σκέφτομαι τούς μισθωτούς του, πώς τους φέρεται, πώς τους χορταίνει. Είμαι μισθωτός χωρίς μισθό δούλος χωρίς ψωμί.

Θα σηκωθώ και θα γυρίσω πίσω και θα πω στον πατέρα μου: Αμάρτησα στον ουρανό και σε σένα. Σε σένα πού είσαι πατέρας επουράνιος. Σε σένα πού έχεις τέτοια αγάπης, πού γεμίζει ουρανό και γη. Σε σένα πού ακόμη εδώ, στη μακρινή χώρα τής στερήσεως, τής ασωτίας, τής κολάσεως, με παρακολουθείς, με συνοδεύεις.

Δεν είμαι άξιος να λέγομαι γιός σου. Ξέπεσα, έχασα την υιοθεσία. Αύτη είναι ή αμαρτία, τον έγκλημα μου τον ένα. Δεν είναι ή περιουσία σου πού έφαγα. Δεν είναι κάτι μικρό, υλικό, πού μπορώ να επανορθώσω με τις δυνάμεις μου δεν είναι κάτι πού μπορώ να κερδίσω με την δουλειά μου, για να σού τον επιστρέψω. Καθύβρισα την μια σχέση τού υιού προς τον πατέρα. Δεν μπορώ τίποτε να κάμω, εφ’ όσον με σεβάστηκες περισσότερο από’ ότι άξιζα. Με καταδικάζει ή συμπεριφορά σου.

Αν δεν ήσουν τόσο άρχοντας τής αγάπης, ανταρσία δεν μού είχες φερθεί όπως μου φέρθηκες, ανταρσία δεν ήσουν τέλειος σε όλα, ανταρσία λίγο κάπου μού έφταιγες ίσως να εύρισκα σαν δικαιολογία κάτι να πω. Τώρα δεν είναι έτσι. Τώρα με αφήνει αναπολόγητο, άναυδο και μουγκό, ή άνείκαστή σου στοργή και ανοχή, πού μόλις συνειδητοποιώ.

Έπρεπε να πάω τόσο μακριά, για να τον νιώσω; Έπρεπε να φτάσω στην απώλεια και στο θάνατο, για να καταλάβω τί θα πει σωτηρία και ζωή; Δεν ξέρω τί-να πω. Όλα όμως αποδεικνύουν ένα πράγμα: την δική μου αφιλοτιμία, αφροσύνη. Και την δική σου βασιλεία, αγάπης, πού με διαλύει.

Έρχομαι προς εσένα, τραβηγμένος από σένα από την αγάπης σου, πού με έλκει έσωθεν και μού κάνει συντροφιά.

Κάνε με δούλο σου. Ή ένοχή είναι δική μου. Ή ανοχή, ή ζωή, είσαι εσύ.

«Πάτερ, ήμαρτον εις τον ούρανόν και ένώπιόν σου και ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου• ποίησόν με ως ίνα των μισθίων σου».

Συνάντηση νεωτέρου υιού με τον πατέρα

Πριν φθάση στο σπίτι, ό πατέρας τον βλέπει και τρέχει. Χωρίς να του πει τίποτε, πέφτει ολόκληρος στον τράχηλο του, τον αγκαλιάζει και τον καταφιλεί.

Ήδη ό γιός κατάλαβε, πήρε την απάντηση: Ό πατέρας άκουσε την εξομολόγηση, την ξέρει πριν τού την πει. Βλέπει τον γιό του πριν να γυρίσει. Ήταν μαζί του χωρίς να τον βλέπει ό γιός. «Αυτός πού αγαπάμε την τέλεια αγάπης απών ως παρών συναναστρέφεται μη ορώμενος υπό τίνος».

Ό γιός όμως αρχίζει την εξομολόγησν λέγεται μόνη της, βγαίνει από την καρδιά του, πρέπει να έξωτερικευθή. Είναι μια ανάσα πού πρέπει να βγει από τα σπλάγχνα του, για να ελευθερωθεί. Την λέει όπως ακριβώς γεννήθηκε μέσα του, αλλά δεν την τελειώνει. Αναφέρει τον αμάρτημα, το έγκλημά του, και σταματά. Δεν τολμά να συμπληρώσει την φράση• να ζητήσει να γίνει δούλος τού πατέρα. Τα χάνει με τον χείμαρρο της αγάπης πού τον παρασύρει, τον διαλύει• και δεν μπορεί να κάνει σ’ Αυτήν υποδείξεις. “Ομολογεί τον έγκλημα του και σιωπά.

Τον λόγο παίρνει ό Πατέρας, πού με τον ίδιο τρόπο μιλά ξεκάθαρα ενδιαφέρεται σιωπή: Δεν λέει τίποτε στο παιδί του για τον εαυτό του• ούτε ανταρσία πόνεσε, ούτε πόσο πόνεσε, όταν έφυγε• ούτε πόσο χαίρεται ή ανταρσία χαίρεται, τώρα πού γύρισε. Αυτά δεν λέγονται- διαγράφονται όλα ως περιττά. Δεν μπορεί να μιλήσει σ’ αυτόν τον γιό πού είναι άξιος της σιγής, της άφατης πατρικής του αγάπης. Πώς να αρθρώσει τα άρρητα ή πώς να μείωση την ενάργεια όσων λέγονται ενδιαφέρεται σιγή;

Στο γιό -δεν λέει τίποτε. Ή μυσταγωγία τής σχέσεώς τους ιερουργείτε σε

χώρο βαθειάς σιωπής. Πυράκτωμα αγάπης πού παραλύει τη γλώσσα.

Μιλά, δίδει εντολές στους δούλους: εξενέγκατε την στολήν… ενδύσατε… θύσατε τον μόσχον τον σιτευτόν, ας ευφρανθούμε, γιατί ό υιός μου ούτος ήταν νεκρός και ανέζησε και απολωλώς και ευρέθη.

Μόνο στους άλλους μπορεί να μιλήσει για τον θέμα τού γιού του.

Τον νεκρός ην και ανέζησε και απολωλώς και ευρέθη», πού ό πατέρας λέει στους δούλους, δείχνει τον μεγάλο δράμα και τη χαρά πού έζησαν και πού ζουν οι δύο τους, πατέρας και γιός.

Δεν μίλησε ό Πατέρας στην αρχή ούτε τώρα, όχι γιατί ήταν αδιάφορος ή δεν γνώριζε τον μέγεθος τού δράματος ή δεν είχε συνείδηση τού κινδύνου πού επρόκειτο να περάσει τον παιδί του. Δεν έχει κανένα στοιχείο απαθείας πού φανερώνει αδιαφορία ή έλλειψη αισθήσεως. “Όλα τα ζή. “Όλα τα ξεπερνά με την άπειρη αγάπη του. Τον παρακολουθεί, τον συνοδεύει μέχρι την απώλεια, τον θάνατο. Συνθάπτεται μαζί του. Ξέρει, χωρίς να τού πει ό γιός λεπτομέρειες, όλη την οδύσσεια πού πέρασε, ότι γεύτηκε όντως την κόλαση, τον χαμό, τον θάνατο.

Και βρέθηκε, σώθηκε, ανέζησε από άλλη δύναμη, πού υπήρχε μέσα του και τον παρακολουθούσε γύρω του διακριτικά. Υπάρχει ή δύναμη τής υιότητος και της πατρότητος. Ήταν αυτός γιός και είχε πει στην αρχή «Πάτερ»(και όταν έφευγε και όταν γύρισε). Και αυτός ήταν πατέρας, δεν ήθελε να στραπατσάρει τον παιδί του, έστω και ανάσα υπήρχε ό κίνδυνος .τού χαμού, τού θανάτου τού ίδιου τού παιδιού. Τού έδωσε την επικίνδυνη και σωτήρια αγωγή τής ελευθερίας καλύπτοντάς τον με την άπειρη αγάπης του πάντοτε.

Και νίκησε ή πατρική αγάπης τον θάνατο. Και άναψε τούτη ή χαρά, τον πανηγύρι, πού θύεται ό μόσχος ό σιτευτός. Αυτός ό μόσχος λένε οι Πατέρες ότι είναι ό Υιός τού Θεού και τον πανηγύρι ή θεία Λειτουργία, ή σύναξη και ή ζωή τής Εκκλησίας.

Επιστροφή πού σε ελευθερώνει

Ό νεώτερος υιός σκεφτόταν να ζητήσει να μείνει στο σπίτι «ως εις των μισθίων». Αυτός ανάσα τού διδόταν, θα ήταν ήδη παράδεισος μέγας γι’ αυτόν. Θα βρισκόταν σε δρόσο Αερμών. Όμως ό Θεός Πατέρας τον κάνει τον κεντρικό πρόσωπο και την αφορμή τού μεγάλου πανηγυριού. Και αυτόν τον καταπλήττει και τον κατακαίει. Ό Θεός καταδικάζει με τον πλήθος τής αγάπης Του. Και νιώθεις ανάξιος γι’ αυτήν. Αποτραβιέσαι στην θέση τού δούλου, πού σού ταιριάζει, σού ύπεραρκεί, σε αναπαύει. Δεν αναπαύει Όμως τον Θεό, πού τόσο αγαπά, πού τόσο συγχωρεί, πού σε συνθλίβει, σε λιώνει με την αγάπης Του την άμετρη. Και κλαις από χαρά για τον θαύμα τούτο. Και τον κλάμα φανερώνει την πλησμονή τής αγαλλιάσεως.

Γι’ αυτόν οι Άγιοι, τα παιδιά τού Θεού, ονομάζουν τον εαυτό τους δούλο Χριστού. Και νιώθουν ότι αυτόν ξεπερνά την άξια τους και τούς πλημμυρίζει από τιμή. Τον άλλο, τον να γίνεται παιδί κατά χάρη και τον κεντρικό πρόσωπο τού πανηγυριού, όπου θύεται ό μόσχος ό σιτευτός, αυτόν ξεπερνά τις ανθρώπινες προσδοκίες• υπαγορεύεται και πραγματοποιείται μόνο από την άπερινόητη και άφατη αγάπης τού Θεού Πατρός.

Εξουθενώνει τον εαυτό του και δοξάζεται. Δεν βλέπει ανθρώπινα τη δόξα πού θα ακολουθήσει. Μένει μόνο στην εξουθένωση. Τού αρκεί να είναι στο σπίτι τού Πατρός. Έξελεξάμην παραρριπτείσθαι εντολές τω οίκω του Θεού μου μάλλον ή οικείν με εντολές σκηνώμασιν αμαρτωλών». Δεν ζητά χαρίσματα — αυτόν γίνεται εκ βαθέων —, γι’ αυτόν τού δίδονται όλα.

Όταν ζητάς κάτι μικρό, ένα ερίφιο, δεν παίρνεις τίποτε. Όταν δεν ζητάς τίποτε — ούτε να γίνεις δούλος —, τα παίρνεις όλα.

Επειδή είναι αληθινή ή μετάνοιά του, ήδη τον έβαλε στον παράδεισο διαιτάται σε χαρά πού ακατάπαυστα αυξάνει. Αυτός τον ξέρει ό Πατέρας. Γι’ αυτόν θύει τον μόσχο τον σιτευτό. Ενδύει τη χαρά με τη χαρά. Τον υιό τον άξιο τού Πατέρα με τη στολή την πρώτη. Αυτός γίνεται αυθόρμητα. Όπως από τον τάφο τής σκοτεινής γης, ό σπόρος πού πεθαίνει, προχωρεί φυσιολογικά και φτάνει στην ανθοφορία — «Ή γη αυτόματη καρποφορεί» — έτσι από την συντετριμμένη καρδιά τού ταλαιπωρημένου, τού χαμένου γιου ανατέλλουν τα πάμφωτα χαρίσματα και τον ντύνουν. Τον περιβάλλει τον φώς ως ιμάτιο στολή πρώτη και ανέγγιχτη.

Αλλιώς — ανάσα δεν είχε αύτη τη διαλυτική των πάντων συντριβή — δεν θα μπορούσε να άνθέξη και τα ελάχιστα χαρίσματα, θα τού κάνανε κακό. Θα τα πέταγε πέρα. Και ό ίδιος θα πεταγόταν έξω από τη μοναδική χαρά, την πανηγύρι τής αγάπης• όπως έκαμε ό πρεσβύτερος υιός.

«Και την χαραν υμών ούδεις αίρει αφορμή’ υμών». Κανείς δεν μπορεί να τού πάρει τούτη τη χαρά, να τού την αφαιρέσει, να την απομακρύνει. Γιατί πηγάζει από μέσα του, από τον εαυτό του, είναι ό Χριστός πού ζει μέσα του. Δεν ζει πια αυτός.

Επιστροφή πού σε πνίγει

Μια διαφορετική επιστροφή, όχι θεϊκή εντολές ταπεινώσει και εξουθενώσει — πού είναι γεννητική τής άφθαρτου δόξης — αλλά σύμφωνα με τη λογική και τη στάση τού πρεσβυτέρου υιού, πού δεν είναι επιστροφή αλλά περιπλοκή χειρότερη των πραγμάτων, θα ήταν κάπως έτσι:

Λοιπόν, πατέρα, γυρίζω να τα συζητήσαμε, να δούμε τα πράγματα ψύχραιμα. Να δούμε σε τί φταις και σε τί φταίω. Να βρούμε ίνα τρόπο συμβιώσεως. Όχι ότι δεν μπορώ να ζήσω μακριά από σένα. Μπορώ κάλλιστα, αλλά είπα, μια και είσαι πατέρας μου, να γυρίσω. Τώρα όμως πρέπει να προσέξουμε, για να μην επαναληφτούν τα ίδια. Γιατί ανάσα δεν έδινες αφορμή με τη συμπεριφορά σου, δεν είμαι ανόητος να σηκωνόμουνα να έφευγα στάση καλά καθούμενα.

Λοιπόν, τί λες τώρα; Υπάρχει τρόπος συμβιώσεως, ναι ή όχι;

Και μην κρατήσεις κακία. Αλλά να τα ξεχάσεις όλα. Και να μού βάλεις την πρώτη στολή, για να μην νιώθω μειωμένος απέναντι των άλλων.

Για πανηγύρι χαράς δεν τού κάνει λόγο, γιατί δεν έχει αυτήν ή λογική σχέση με καμιά χαρά. Αυτήν είναι ή αρρώστια, τα ράκη της πεπτωκυίας φύσεως, όχι ή στολή της πρώτης καινής κτίσεως. Αυτήν είναι ή κόλαση της» δικαιοσύνης».

Υπάρχει παραμονή στο σπίτι πού είναι περιπλάνηση σε χώρα μακρινή. Υπάρχει επιστροφή πού είναι μεγαλύτερη απομάκρυνση από τον σπίτι.

http://apantaortodoxias.blogspot.com/2010/10/1_19.html
http://apantaortodoxias.blogspot.com/2010/10/2.html

Αφήστε μια απάντηση