kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Η Θεία Ευχαριστία

Συγγραφέας: kantonopou στις 5 Σεπτεμβρίου, 2010

Ἐνῶ τὸ βάπτισμα δημιουργεῖ τὴ νέα πνευματικὴ γέννηση, τὴν ὁποίαν τὸ χρίσμα σφραγίζει μὲ τὶς δωρεὲς τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἡ δὲ μετάνοια θεραπεύει τὶς πνευματικές της ἀσθένειες, ἡ θεία Εὐχαριστία τὴν τρέφει μὲ τὸ ἄχραντο σῶμα καὶ τὸ τίμιον αἷμα τοῦ Χριστοῦ.

Τὸ μυστήριο αὐτὸ εἶναι πραγματικὰ πολὺ μεγάλο. Καλεῖται «Κυριακὸν» (ὅπως καὶ τὸ βάπτισμα), διότι ἔχει ἀπ εὐθείας τὴ σύστασή του ἀπὸ τὸν Κύριο. Τόσο δὲ πολύ, ὥστε καὶ οἱ Διαμαρτυρόμενοι, οἱ ὁποῖοι ἀπορρίπτουν γενικῶς τὰ ἐκκλησιαστικὰ μυστήρια, δὲν ἀπετόλμησαν νὰ τὸ ἀρνηθοῦν, δεχόμενοι βέβαια αὐτὸ κατὰ τὸ δικό τους τρόπο καὶ φυσικὰ διαφορετικὰ ἀπὸ ὅ,τι τὸ δεχόμαστε ἐμεῖς. Τὴ διαφορὰ θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια.

Εἰσαγωγικὰ στὴ φύση καὶ τὴ δύναμη τοῦ μυστηρίου εἶναι ὅσα μᾶς παρέδωσε ὁ Κύριος στὸ διάλογο ποὺ εἶχε μὲ τοὺς Ἰουδαίους, μετὰ τὸ χορτασμὸ στὴν ἔρημο τῶν πεντακισχιλίων. Στηλιτεύων τὸν ὄχλον ὁ Σωτὴρ ὅτι τὸν ἀκολουθοῦσαν ὄχι διότι τὸν πίστευαν, ἀλλὰ διότι ζητοῦσαν ἐπανάληψη τοῦ θαύματος τῆς ὑλικῆς διατροφῆς τους, ἔλαβε ἀφορμὴ νὰ ὁμιλήσει περὶ τῆς πραγματικῆς τροφῆς ποὺ παρέχει «ζωὴν αἰώνιον», περὶ τοῦ ἄρτου ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό, γιὰ τὴ δική του σάρκα, ἡ βρώση τῆς ὁποίας χορηγεῖ στὸν ἄνθρωπο τὴν ἀληθινὴ ζωή• «… ἐγὼ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς• ἐὰν τις φάγη ἐκ τοῦ ἄρτου τούτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ὁ ἄρτος δὲ ὅν ἐγὼ δώσω, ἡ σάρξ μου ἐστιν, ἥν ἐγὼ δώσω ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς• … ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς. ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. ἡ γὰρ σάρξ μου ἀληθῶς ἐστι βρῶσις, καὶ τὸ αἷμα μου ἀληθῶς ἐστι πόσις. ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει, κἀγὼ ἐν αὐτῷ. καθὼς ἀπέστειλέ με ὁ ζῶν πατὴρ κἀγὼ ζῶ διὰ τὸν πατέρα, καὶ ὁ τρώγων με κἀκεῖνος ζήσεται δι’ ἐμὲ» (1). Συνέστησε δὲ τὸ μυστήριο ὁ Κύριος τὸ ἑσπέρας τῆς Πέμπτης, παραμονῆς τῆς μεγάλης ἑορτῆς τοῦ ἑβραϊκοῦ Πάσχα. Ἐνῶ ἔτρωγε τὸ Πασχάλιο Δεῖπνο μὲ τοὺς μαθητὲς «λαβὼν ὁ Ἰησοῦς τὸν ἄρτον καὶ εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς καὶ εἶπε• λάβετε φάγετε• τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου καὶ λαβὼν τὸ ποτήριον καὶ εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων• πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες• τοῦτο γὰρ ἐστι τὸ αἷμά μου τὸ τῆς καινῆς διαθήκης τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» (2).

Ἡ θεία Εὐχαριστία ἔχει δύο ὄψεις• εἶναι μυστήριο καὶ συγχρόνως θυσία. Ὡς μυστήριον ἡ θεία Εὐχαριστία ἔχει τὴν ἔννοιαν ὅτι κάτω ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου τὰ ὁποῖα ἁγιάστηκαν μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ παναγίου Πνεύματος, ὑπάρχουν πραγματικὰ τὸ ἄχραντο σῶμα καὶ τὸ τίμιον αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι σ’ αὐτὰ παρὸν τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἑνιαίως σὲ ὅλες τὶς φάσεις τῆς ὑπάρξεώς του. Εἶναι τὸ σῶμα ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὴ Μαρία, ἀπέθανε στὸ σταυρό, ἀναστήθηκε ἀπὸ τὸν τάφο καί, θεωμένο, ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανούς, ὅπου κάθεται «ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός».

Τὸ ὁρατὸ σημεῖο τοῦ μυστηρίου εἶναι τὰ στοιχεῖα τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου καὶ ἡ εὐχὴ ἐπικλήσεως τοῦ παναγίου Πνεύματος. Κατὰ τὸν καθαγιασμὸ τῶν τιμίων δώρων μὲ τρόπο ποὺ ὑπερβαίνει πλήρως τὴ νοητική μας κατάληψη, ἡ οὐσία τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου μεταβάλλεται, μεταποιεῖται, μεταστοιχειοῦται στὴν οὐσία τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου (3). Ἐκεῖνο ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένει μετὰ τὸν καθαγιασμὸ εἶναι τὰ ἐξωτερικὰ συμβεβηκότα, δηλαδὴ οἱ ποιότητες τῶν φυσικῶν στοιχείων, ὅπως τὸ βάρος, τὸ σχῆμα, τὸ χρῶμα, ἡ ὀσμὴ καὶ ἡ γεύση. Αὐτὰ ἐξακολουθοῦν νὰ παραμένουν κατὰ θείαν οἰκονομία, γιὰ νὰ διευκολύνουν ἴσως τὴ βρώση καὶ τὴν πόση τῆς Εὐχαριστίας, ποὺ θὰ ἦταν ἐξαιρετικὰ δύσκολη σὲ περίπτωση ποὺ ὁ πιστὸς δεχόταν γυμνὰ καὶ ἀπροκάλυπτα τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Τὰ τίμια δῶρα κοινωνούμενα ἑνώνονται μυστικὰ μὲ τὴν ὅλη ψυχοσωματικὴ ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία θεοποιεῖται μὲ τὴν ἄχραντη θεία ἐπαφή. Φυσικὰ ἡ θεία Κοινωνία δὲν ἀκολουθεῖ τὴ φυσικὴ διεργασία τῆς πέψεως καὶ τῆς ἀποβολῆς, ποὺ γίνεται στὴ λήψη κάθε ἄλλης φυσικῆς τροφῆς.

Τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι παρόντα σ’ ὁλόκληρη τὴν ποσότητα τῆς θείας Κοινωνίας καὶ σὲ κάθε μόριο αὐτῆς• εἶναι δὲ παρόντα συγχρόνως καὶ σ’ ὅλα τὰ ἱερὰ ποτήρια τῆς θείας Λειτουργίας καὶ φυσικὰ στὸν οὐρανό, στὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ συμβαίνει μονάχα μὲ θαῦμα τῆς θείας παντοδυναμίας, δεδομένου ὅτι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι κατὰ τὴ φύση του πανταχοῦ παρόν. Ἡ θεωρία τῆς πανταχοῦ παρουσίας, τὴν ὁποίαν διετύπωσεν ὁ Λούθηρος δὲν εἶναι ὀρθή. Ὁ ἀρχηγέτης τῆς Διαμαρτυρήσεως στὴν προσπάθειά του νὰ ἐξηγήσει τὸν τρόπο τῆς πραγματικῆς παρουσίας τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, εἶπεν ὅτι τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, ὡς πανταχοῦ παρόν, εἶναι παρὸν καὶ στὴ θεία Εὐχαριστία (4). Ἡ θεωρία αὐτὴ εἶναι πολὺ ἀφελὴς καὶ εὔκολα ἀνατρέπεται. Διότι, ἂν εἶναι πανταχοῦ παρὸν τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, φυσικὰ δὲν θὰ εἶναι μονάχα στὴ θεία Εὐχαριστία, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε ἄλλην ὑλικὴ τροφὴ καὶ δὲν βλέπουμε τί τὸ περισσὸ ἔχει ἡ βρώση τοῦ κυριακοῦ σώματος. Στὶς ἰδέες του αὐτὲς ὁ Λούθηρος κατέληξε, κάνοντας κακὴ ἐφαρμογὴ τῆς ἀντιδόσεως τῶν ἰδιωμάτων τῶν δύο φύσεων στὴ μία ὑπόσταση τοῦ Ἰησοῦ. (5) Ἔτσι ἀπέδωσε τὴν πανταχοῦ παρουσία ποὺ ἀνήκει αὐστηρῶς στὸ θεανδρικὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, στὴν ἀνθρώπινη φύση ἀπ’ εὐθείας, ἡ ὁποία σὲ καμία περίπτωση δὲν μπορεῖ νὰ προσλάβει τὸ ἰδίωμα αὐτό, ποὺ ἀνήκει ἀποκλειστικὰ στὴ θεότητα.

Οἱ ὑπόλοιποι προτεστάντες ἀπορρίπτουν ὁμόφωνα τὸ δόγμα τῆς μετουσιώσεως (6) τῶν φυσικῶν στοιχείων. Κατ’ αὐτοὺς ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος εἶναι σύμβολα ψιλὰ (= ἁπλά) τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, διὰ τῶν ὁποίων παρέχεται διὰ τῆς πίστεως ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ στὸν μεταλαμβάνοντα πιστό. Πρόκειται γιὰ ἕνα συμβολισμό, ὁ ὁποῖος δὲν περιέχει τὴν ἰδέα τοῦ πράγματος, ἀλλ’ εἶναι σημεῖον ἁπλὸ τῶν ἐπαγγελιῶν τοῦ Θεοῦ. Περιττὸ νὰ σημειώσουμε, ὅτι τὰ διδάγματα αὐτὰ εἶναι αὐθαίρετα, χωρὶς κανένα σοβαρὸ ἔρεισμα στὴ Γραφή, τῆς ὁποίας ὁ ρεαλισμὸς ὡς πρὸς τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὴν Εὐχαριστία εἶναι πέρα ἀπὸ κάθε ἀμφισβήτηση. Αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ φρόνημα τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τὴ μαρτυρία ὅμως τῶν ὁποίων, οἱ Διαμαρτυρόμενοι, συνεπεῖς στὶς ἐκκλησιολογικὲς τοὺς ἀρχές, ἀπορρίπτουν (7).

Ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι μυστήριο κατ’ ἐξοχὴν θεοποιητικό. Εἶναι τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Ἐνῶ στὰ ἄλλα μυστήρια παρέχεται ἡ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος γιὰ τὸν ἁγιασμὸ τῶν πιστῶν, στὴν Εὐχαριστία παρέχεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ ὄχι μονάχα τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα του, ἀλλὰ καὶ ἡ ψυχὴ του (δηλαδὴ ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη φύση του), συνειμμένα δὲ καὶ ἡ θεότητά του ποὺ εἶναι ἀχωρίστως ἑνωμένη μὲ τὴν ἀνθρωπότητα, καὶ κατ’ ἐπέκταση ὁ ὅλος τριαδικὸς Θεός, στὸν ὁποῖον ὑπάρχει ἀναπόσπαστα ἡ ὑπόσταση τοῦ σαρκωθέντος Λόγου! Στὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας ὁ Χριστὸς σπείρεται στὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, ἀνακιρνᾶται μὲ αὐτήν, τὴ φλέγει καὶ τὴ διαπερνᾶ σὲ μία ἕνωση βαθύτατα ἐσωτερική. Στὴ θεία Εὐχαριστία πολλαπλασιάζεται ὁ Χριστὸς στὰ μέλη τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας του, τὰ ὁποία μὲ τὴ θεία Μετάληψη ἑνώνονται καὶ μεταξύ τους σὲ μία κοινωνία βαθιὰ ἀνθρωπολογικὴ καὶ χριστολογική. Ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι τὸ κατ’ ἐξοχὴν μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Σ’ αὐτὴν ὑπάρχουν τόσοι «χριστοὶ» ὅσα καὶ τὰ μέλη της ποὺ ἑνώνονται ἐσωτερικά, σὲ βάση ὅμως πραγματική, μὲ τὸν Σωτήρα Κύριο. Στὴν Εὐχαριστία τέλος ἁγιάζεται καὶ ἡ κτίση, ποὺ μὲ τὰ φυσικὰ στοιχεῖα της (τοὺς καρποὺς τῶν σπλάχνων της) λειτουργεῖ καὶ αὐτὴ στὸν ἀπερινόητο λόγο τοῦ θείου μυστηρίου, τὴ μεταποίησή της στὴ σάρκα τοῦ Πλάστη της.

Ἀνάλογη μὲ τὴν ἱερότητα τοῦ μυστηρίου πρέπει νὰ εἶναι καὶ ἡ προπαρασκευὴ τοῦ ἀνθρώπου νὰ δεχτεῖ μέσα του τὸν Κύριο τῆς δόξης. Ὁ πιστὸς πρέπει νὰ ἔχει σαφῆ αἴσθηση τῆς ἱερότητος τῆς θείας Μεταλήψεως. Πρέπει νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ διακρίνει τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου, ὅτι πρόκειται περὶ τροφῆς μυστηριακῆς, ὅτι κάτω ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ συμβεβηκότα τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου (ὄσφρηση, γεύση, χρῶμα κ.λπ.) λαμβάνει μέσα του ὁλόκληρο τὸν Χριστό, ὁλόκληρη τὴ θεότητα μὲ τὴν ὁποίαν ζυμώνεται γιὰ νὰ γίνει καὶ αὐτὴ ἄρτος οὐράνιος. Ὅτι, μετέχοντας τῆς θείας Εὐχαριστίας, γίνεται χριστοφόρος καὶ θεοφόρος, ἡ φύση του ἀνακιρνᾶται στὴν ποιότητα τοῦ Δημιουργοῦ καὶ Σωτήρα της, πυρπολεῖται ἀπὸ τὴ φωτιὰ τῆς θεότητος.

Καὶ ὅτι δὲν πρέπει νὰ προσέρχεται στὴ θεία Μετάληψη ἐπιπόλαια καὶ μηχανικά, ἀπὸ ἁπλὴ συνήθεια, ἀλλὰ νὰ εἶναι ὅσο γίνεται καθαρὸς γιὰ νὰ δεχτεῖ μέσα του τὸν Καθαρό. Καὶ ὅτι, γιὰ νὰ γίνει «θεός», πρέπει πρῶτα νὰ γίνει ἄνθρωπος ἄξιος νὰ δεχτεῖ στὸ εἶναι του τὴ φωτιὰ τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν θὰ τὸν κάψει ἀλλὰ θὰ τὸν φλογίσει καὶ θὰ τὸν μεταμορφώσει. Διότι, ἂν προσέλθει ἀνάξια στὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, θὰ λάβει μὲν μέσα του τὸ ἄχραντο σῶμα καὶ τὸ τίμιον αἷμα τοῦ Σωτῆρος, ὄχι ὅμως «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον» (8), ἀλλὰ «εἰς κρίμα καὶ εἰς κατακρίμα». Στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία πολλοὶ ποὺ κοινωνοῦσαν ἀνάξια, πέθαιναν (9).

Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γιὰ τὴν τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας χρησιμοποιεῖται ἄρτος ἔνζυμος καὶ οἶνος «ὕδατι κεκραμένος», εἰς ἀνάμνηση τῆς τρώσεως τῆς πλευρᾶς τοῦ Κυρίου στὸ σταυρό, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐξῆλθε «αἷμα καὶ ὕδωρ» (10). Σὲ ἀντίθεση πρὸς τὸ ὀρθόδοξο ἔθος, οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ χρησιμοποιοῦν ἀντὶ ἄρτου, ἄζυμα. Αὐτὸ ὅμως ἀποτελεῖ ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν ἀρχαία παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴ μαρτυρία τῆς Γραφῆς, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Κύριος τὸ ἑσπέρας τῆς Πέμπτης ποὺ τέλεσε τὸ μυστικὸ Δεῖπνο, ἔφαγεν ἄρτον ἔνζυμο (ψωμὶ ζυμωμένο), διότι ἡ βρώση τῶν ἀζύμων, ποὺ ἐπέβαλλε ὁ νόμος, ἄρχιζε τὴν ἑπόμενη, τὴν Παρασκευή, τὴ μεγάλη ἡμέρα τοῦ ἑβραϊκοῦ Πάσχα.

Στὴ δική μας Ἐκκλησία τῶν ἀχράντων μυστηρίων κοινωνοῦν ἀνεξαίρετα ὅλοι οἱ πιστοί, συμπεριλαμβανομένων καὶ τῶν μικρῶν παιδιῶν. Ἀντίθετα οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ δὲν ἐπιτρέπουν στὰ νήπια τὴ θεία Κοινωνία, γιὰ τοὺς ἴδιους λόγους ποὺ μεταθέτουν τὴν τέλεση τοῦ χρίσματος στὸ 12ο ἔτος τῆς ἡλικίας τῶν βαπτισθέντων παιδιῶν. Μὲ τὴν τέλεση τοῦ χρίσματος αὐτὰ δέχονται καὶ τὴν πρώτη τους θεία Κοινωνία. Καὶ ἡ πρακτικὴ αὐτὴ ἀποτελεῖ καινοτομία τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας. Φυσικὰ οἱ λόγοι τῆς ἀποκλίσεως αὐτῆς ἀπὸ τὸ ἀρχαιοπαράδοτο ἔθος τῆς Ἐκκλησίας δὲν εὐσταθοῦν, ὅπως δὲν εὐσταθοῦν καὶ οἱ λόγοι ἀναβολῆς τελέσεως τοῦ χρίσματος. Τὴ ζύμη τῆς θεότητος ἔχουν ἀνάγκην ὅλοι ἀνεξαίρετα οἱ ἄνθρωποι. Στὰ νήπια δὲ ποὺ ἔχουν καθαρὴ τὴν ψυχή τους ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἡ θεία Εὐχαριστία ἐνεργεῖ κατ’ ἐξοχὴν τὰ εὐεργετικά της ἀποτελέσματα. Ἄλλωστε ἔμμεση μαρτυρία ὑπάρχει καὶ στὴν ἁγία Γραφή, ὅπου γίνεται μνεία βαπτισμοῦ ὁλοκλήρων οἴκων, στοὺς ὁποίους φυσικὰ περιλαμβάνονταν καὶ μικρὰ παιδιά. Εἶναι φυσικὸ νὰ ὑποθέσουμε ὅτι καὶ αὐτὰ θὰ κοινωνοῦσαν μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς τους κατὰ τὴν πρώτη οἰκογενειακὴ Μετάληψη.

Ὅμοια, ἐνῶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κοινωνοῦν ὑπ’ ἀμφότερα τὰ εἴδη τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου ὅλοι ἀνεξαίρετα οἱ πιστοί, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, στὴ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία ἀπαγορεύεται ἡ κοινωνία αἵματος Χριστοῦ στοὺς λαϊκοὺς καὶ σὲ ὅσους κληρικοὺς δὲν λαμβάνουν μέρος στὴν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας.(11) Οἱ μόνοι ποὺ κοινωνοῦν καὶ αἵματος Χριστοῦ εἶναι οἱ λειτουργοῦντες κληρικοί. Ἡ θεωρία τῆς συνακολουθίας, τὴν ὁποία διετύπωσε ὁ Θωμᾶς ὁ Ἀκινάτης διὰ νὰ δώσει θεολογικὸ ὑπόβαθρο στὴν πρακτική τῆς Ἐκκλησίας του, δὲν εἶναι σοβαρή. Κατὰ τὴ θεωρία αὐτὴ δὲν ὑπάρχει σῶμα χωρὶς τὸ αἷμα ποὺ φυσιολογικὰ ἐμπερικλείεται σ’ αὐτό. Ἑπομένως, κοινωνώντας κανεὶς σώματος Χριστοῦ, κοινωνεῖ αὐτομάτως καὶ τοῦ συνυπάρχοντος αἵματος, χωρὶς νὰ παρίσταται ἀνάγκη ξεχωριστῆς κοινωνίας τοῦ τελευταίου. Ἄραγε νὰ μὴν ἐγνώριζε τὴ θεωρία τοῦ Θωμᾶ ὁ Ἰησοῦς, ὅταν ἐθέσπιζε τὴν ξεχωριστὴ κοινωνία τοῦ αἵματός του, λέγων• «πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…»; Ὅτι ἡ στέρηση τοῦ ποτηρίου ἀπὸ τοὺς λαϊκοὺς στοχεύει στὴν ἐξύψωση τοῦ κλήρου ὑπὲρ τὸν λαόν, σύμφωνα μὲ τὸ ἱεροκρατικὸ πνεῦμα τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας, εἶναι περιττὸ καὶ νὰ σημειώσουμε (12).

Τέλος, ἐνῶ στὴν Ἐκκλησία μας ὁ καθαγιασμὸς τῶν τιμίων δώρων, ἡ μεταβολὴ δηλαδὴ τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου σὲ σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, γίνεται κατὰ τὴν εὐχὴ τῆς ἐπικλήσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος• «…καὶ ποίησον τὸν μὲν ἄρτον τοῦτον τίμιον σῶμα τοῦ Χριστοῦ σου• τὸ δὲ ἐν τῷ ποτηρίῳ τούτῳ τίμιον αἷμα τοῦ Χριστοῦ σου, μεταβαλὼν τῷ Πνεύματί σου τῷ ἁγίω», οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ πιστεύουν ὅτι ὁ καθαγιασμὸς γίνεται κατὰ τὴν ἐκφώνηση τῶν συστατικῶν λόγων τοῦ μυστηρίου• «Λάβετε, φάγετε…» καὶ «πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…». Στὴν περίπτωση ὅμως αὐτή, ποιὸ νόημα θὰ εἶχεν ἡ εὐχὴ τῆς ἐπικλήσεως, ἡ ὁποία ὑπάρχει σὲ ὅλα τὰ τυπικὰ τῶν ἀρχαίων λειτουργιῶν;

Τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας εἶναι μυστήριο ἐπαναλαμβανόμενο. Δὲν ὑπάρχουν περιορισμοὶ στὴν προσέλευση τοῦ πιστοῦ στὴ θεία Κοινωνία, ἐκτὸς τῶν περιπτώσεων ἐκείνων ποὺ ἡ ἀπαγόρευση μετοχῆς ἐπιβάλλεται προσωρινὰ ὡς ἐπιτίμιο στοὺς ἐξομολογουμένους ἀπὸ τὸν ἱερέα. Κάθε πιστὸς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ προσέρχεται στὴ θεία μετάληψη, ὅταν δέχεται τὴν Πρόσκληση ἀπὸ τὸν λειτουργοῦντα ἱερέα• «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε» διαφορετικὰ ἡ Πρόσκληση αὐτὴ δὲν θὰ εἶχε κανένα νόημα. Ἀρκεῖ βέβαια νὰ ὑπάρχει –ὅπως προηγουμένως τονίστηκε– ἡ δέουσα προπαρασκευὴ ἐκ μέρους τῶν πιστῶν. Γιατί, ὅταν κανεὶς προσέρχεται ἀπαράσκευος στὴ θεία Κοινωνία, διαπράττει μεγάλο ἁμάρτημα ποὺ δουλεύει ἀρνητικὰ γιὰ τὴν πνευματική του ζωὴ καὶ ἑτοιμάζει τὴν αἰώνια καταδίκη του. Ἐπίσης, ὅποιος ἀπὸ ἀδιαφορία ἢ ἀπιστία δὲν προσέρχεται στὴν κοινωνία τῶν ἀχράντων μυστηρίων εἶναι πνευματικὰ νεκρός (13), πράγμα ποὺ θέτει σὲ κίνδυνο τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του.

Ἡ θεία Εὐχαριστία ὅμως εἶναι παράλληλα καὶ θυσία. Ἔχει ὅλα τὰ συστατικὰ στοιχεῖα μιᾶς ἀληθινῆς θυσίας• θύτη, θύμα καὶ τὴν καταστροφὴ τοῦ θύματος. Στὴ μεγάλη ἐνιαύσια θυσία τοῦ Ἐξιλασμοῦ στὴν Π. Διαθήκη θύτης ἦταν ὁ ἀρχιερέας, θύμα τὸ προσφερόμενο ἀπὸ τὴν κοινότητα ζῶο καὶ πράξη καταστροφῆς ἡ σφαγὴ τοῦ ζώου, μὲ τὸ αἷμα τοῦ ὁποίου ἐραντίζετο (ἀπὸ τὸν ἀρχιερέα) τὸ καταπέτασμα τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου. Στὴ θυσία τῆς θείας Εὐχαριστίας θύτης καὶ θύμα εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς (ὅπως καὶ στὴ θυσία τοῦ σταυροῦ), πράξη δὲ καταστροφῆς ὁ χωρισμὸς τοῦ σώματος ἀπὸ τὸ αἷμα καὶ ἡ κλάση τοῦ ἄρτου ἀπὸ τὸν ἱερέα, ποὺ εἶναι τὸ ὄργανο διὰ τοῦ ὁποίου ὁ Χριστὸς θύει ἑαυτὸν ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς. Στὴν ἁγία Γραφὴ ὑπάρχουν πολλὲς μαρτυρίες γιὰ τὸ θυτήριο χαρακτήρα τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἤδη στὴν Π. Διαθήκη τὸ χαρακτήρα αὐτὸ (τῆς σταυρικῆς θυσίας) προτύπωνε ἡ θυσία τοῦ Πασχαλίου ἀμνοῦ, ὁ ὁποῖος προεικόνιζε τὸν Ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ «τὸν αἴροντα τὰς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου» (14). Στὴ σταυρικὴ δὲ θυσία τοῦ Χριστοῦ εἶχεν ἀναφορὰ καὶ ἡ θυσία ἡ ἀγγελλομένη στὴν προφητεία τοῦ Μαλαχία• «οὐκέτι μου θέλημα ἐν ὑμῖν… καὶ θυσίαν οὐ προσδέξομαι ἐκ τῶν χειρῶν ὑμῶν. διότι ἀπ’ ἀνατολῶν ἡλίου ἕως δυσμῶν τὸ ὄνομά μου δεδόξασται ἐν τοῖς ἔθνεσι, καὶ ἐν παντὶ τόπῳ προσάγεται τῷ ὀνόματί μου θυσία καθαρά…» (1, 10.11). Στὴν Κ. Διαθήκη ἡ θεία Εὐχαριστία τονίζεται στοὺς ἱδρυτικοὺς λόγους τοῦ μυστηρίου, ὅπου οἱ μετοχὲς «κλώμενον» (τὸ σῶμα) καὶ «ἐκχυνόμενον» (τὸ αἷμα), μόνο μὲ τὴν ἔννοια τῆς θυσίας μποροῦν νὰ γίνουν κατανοητὲς (καταστροφὴ τοῦ σώματος καὶ χύση τοῦ αἵματος). Παράλληλα εἶναι ἐνδεικτικὰ καὶ ὅσα ὁ Ἀπόστολος λέγει, ἀντιπαραβάλλων τὸ ποτήριο καὶ τὴν τράπεζα τῶν δαιμονίων (τὴ βρώση τῶν εἰδωλοθύτων) πρὸς τὸ ποτήριο καὶ τὴν τράπεζα τοῦ Κυρίου (ἕνωση μὲ τὰ δαιμόνια καὶ ἕνωση μὲ τὸν Κύριον ἀντίστοιχα). Ἔτσι, ὅπως ἡ τράπεζα τῶν δαιμονίων εἶναι θυσιαστήριο (στὸ ὁποῖο μετέχουν οἱ λατρεύοντες τὰ δαιμόνια), κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ἡ τράπεζα τοῦ Κυρίου εἶναι «θυσιαστήριον, ἐξ οὗ φαγεῖν οὐκ ἔχουσιν ἐξουσίαν οἱ τὴ σκηνὴ λατρεύοντες» (15) (οἱ Ἰουδαῖοι). Ἀλλὰ καὶ οἱ ἐκφράσεις τῶν Πατέρων• θυσιαστήριον, τράπεζα, θυσία, προσφορά, λατρεία, ἱερεῖον, ἱερουργία, προσφέρειν, θυσιάζειν, θύειν, ἱερεύειν (16), καμίαν ἀμφιβολίαν δὲν ἀφήνουν περὶ τοῦ χαρακτῆρος τῆς θείας Εὐχαριστίας ὡς πραγματικῆς θυσίας.

Οἱ Προτεστάντες, ἂν καὶ δέχονται τὴ μυστηριακὴ ὄψη τῆς Εὐχαριστίας (προσαρμοσμένη βέβαια στὶς ἰδιαίτερες θεολογικὲς προκαταλήψεις τους), ἀρνοῦνται τὴ φύση αὐτῆς ὡς θυσίας. Εἶναι γνωστὸν ἄλλωστε ὅτι ἀπορρίπτουν τὸ μυστήριο τῆς ἱερωσύνης καὶ δὲν ἔχουν στὴν κυριολεξία ἱερεῖς, ποὺ εἶναι οἱ μόνοι ἁρμόδιοι νὰ προσφέρουν θυσίες, ἀλλ’ ἁπλοὺς πάστορες (ποιμένες) ποὺ εἶναι ἐπιφορτισμένοι κυρίως μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.

Ἡ θυσία τῆς Εὐχαριστίας προσφέρεται στὴν Ἐκκλησία «εἰς ἀνάμνησιν» (17) τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ. Δὲν εἶναι ὅμως μία συμβολικὴ ἀναπαράσταση τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου. Εἶναι ἀναπαράσταση ἀληθινή τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Σωτῆρος. Ἡ θυσία τῆς Εὐχαριστίας ποὺ τελέστηκε στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο τῆς Πέμπτης, παραμονῆς τοῦ ἑβραϊκοῦ Πάσχα, στὰ Ἱεροσόλυμα, ἦταν πρόληψη τῆς μεγάλης θυσίας ποὺ θὰ γινόταν σὲ λίγες ὧρες στὸ Γολγοθᾶ. Κατ’ αὐτὴν ὁ Σωτὴρ εὐλόγησε ξεχωριστὰ τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο (χωρισμὸς σώματος καὶ αἵματος ποὺ γίνεται σὲ κάθε θυσία) καὶ ἐτεμάχισε τὸν ἄρτο, τὸν ὁποῖο διένειμε στοὺς μαθητὲς πρὸς μετάληψη.

Ἡ διαφορὰ τῆς θυσίας τῆς θείας Εὐχαριστίας ἀπὸ τὴ θυσία τοῦ σταυροῦ εἶναι στὰ ἀκόλουθα σημεῖα•

α) Στὸ σκοπὸ ποὺ ἔχει κάθε μία ἀπ’ αὐτές. Ἡ θυσία τοῦ σταυροῦ ἔγινε διὰ τὴν κατάργηση τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου, ποὺ ἦσαν ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας τῶν ἀνθρώπων, καὶ τὴν ἐξιλέωση τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου ἐνώπιον τοῦ παναγίου Θεοῦ. Ἡ θυσία τῆς Εὐχαριστίας διαιωνίζει στὴν Ἐκκλησία τὴ μεγάλη σταυρικὴ θυσία, ἐφαρμόζουσα τὰ ἀγαθὰ ἐκείνης σὲ ὅσους πιστεύουν στὸν Κύριο καὶ δέχονται μὲ ἀφοσίωση καὶ ἀγάπη τὸ Πρόσωπο καὶ τὸ λυτρωτικὸ ἔργο του.

β) Ἡ θυσία τοῦ σταυροῦ ἔγινεν «ἅπαξ διὰ παντὸς» (μία γιὰ πάντα) ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς. Ἀντίθετα, ἡ θυσία τῆς Εὐχαριστίας ἐπαναλαμβάνεται διαρκῶς σὲ ὅλα τὰ πλάτη καὶ τὰ μήκη τῆς γῆς ὅπου ὑπάρχει Ἐκκλησία, σὲ κάθε θεία Λειτουργία της. Μὲ τὴν ἐπανάληψη αὐτὴ διαιωνίζεται στὸν κόσμο ἡ ἰλαστήρια θυσία τοῦ Χριστοῦ, ὥστε οἱ πιστοὶ νὰ καρπώνονται τὰ ἀγαθὰ ἐκείνης.

γ) Ἐνῶ ἡ σταυρικὴ θυσία ἦταν «ἐν αἵματι», ἡ θυσία τῆς Εὐχαριστίας εἶναι ἀναίμακτη. Γίνεται δηλαδὴ χωρὶς νὰ χυθεῖ τὸ πανάγιον αἷμα τοῦ Κυρίου.

Ἡ σημασία τῆς Εὐχαριστίας ὡς θυσίας εἶναι πολὺ μεγάλη διὰ τὴ ζωὴ γενικά της Ἐκκλησίας. Οἱ πιστοί, παράλληλα μὲ τὴν ἕνωσή τους μὲ τὸν Χριστὸ διὰ τῆς κοινωνίας τῶν ἀχράντων μυστηρίων, στὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἐπαναλαμβάνεται ἀναίμακτα στὴν Ἐκκλησία, ζοῦν τὰ λυτρωτικὰ ἀγαθὰ τοῦ σταυροῦ, δεχόμενοι τὴν εὐλογία ποὺ ἀενάως ἀπορρέει ἀπὸ τὴν ἄπειρη ἀξιομισθία τοῦ λυτρωτικοῦ πάθους τοῦ Σωτῆρος.
Εἶναι πραγματικὰ πολὺ μεγάλη ἡ τιμὴ διὰ τὸν ἄνθρωπο νὰ παρίσταται –ὅπως ὁ Ἰωάννης καὶ οἱ εὐσεβεῖς γυναίκες– μάρτυρας τοῦ σωτηρίου πάθους τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐπαναλαμβάνεται σὲ κάθε θεία Λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ κατανοεῖ κανεὶς καὶ τὴ μεγάλη σημασία τοῦ ἐκκλησιασμοῦ. Ὅταν ἐκκλησιάζεται ὁ πιστὸς δὲν παρακολουθεῖ ἁπλὰ μίαν ἐκκλησιαστικὴ τελετή, ἀλλὰ ζεῖ ἀληθινὰ στὸ ρυθμὸ τοῦ σωτηρίου πάθους τοῦ Χριστοῦ. Γίνεται δέκτης τῆς εὐδοκίας τοῦ Θεοῦ ποὺ καρφώθηκε πάνω στὸ σταυρό, γιὰ νὰ βγάλει ἀπὸ τὴ φύση μας τὸ πικρὸ φαρμάκι τῆς φθορᾶς. Ζεῖ στὴν ὅλη του ὑπόσταση τὴ χρηστότητα τοῦ πλαστουργοῦ του, ποὺ πέθανε γιὰ νὰ λυτρώσει τὸ πλάσμα του ἀπὸ τὴ νέκρωση τῆς ἁμαρτίας. Ὑπάρχει ἄραγε μεγαλύτερος τίτλος τιμῆς διὰ τὸν εὐτελῆ ἄνθρωπο; Καὶ ὅμως αὐτός, ἕνα κινούμενο ὀξύμωρο, ἐξακολουθεῖ νὰ ζεῖ μακριὰ ἀπὸ τὸ ναό, ἀποξενωμένος ἀπὸ τὴ μεγάλη χρηστότητα καὶ εὐλογία! Νεκρωμένος στὰ πονηρὰ ἔργα του καὶ ἐγκλωβισμένος στὴ ραστώνη καὶ τὴν ἀδιαφορία του, προσπερνᾶ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, ἀνυποψίαστος ὅτι μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ χάνει ὅ,τι πολυτιμότερο μπορεῖ νὰ ἔχει, τὸ νόημα τῆς ὑπάρξεώς του. Διότι ὁ χριστιανὸς ποὺ ἀπὸ ἀδιαφορία δὲν ἐκκλησιάζεται, ἔχει χάσει τὴ σημασία τῆς χριστιανικῆς του κλήσεως, παραπαίων στὰ σκοτάδια τῆς πνευματικῆς ἀγνωσίας καὶ ἀποτυφλώσεως. Φυσικά, κάνοντες λόγο περὶ ἐκκλησιασμοῦ, ἐννοοῦμε τὸν πραγματικὸν ἐκκλησιασμό, ποὺ γίνεται μὲ φωτισμένη συνείδηση, καὶ ὄχι τὶς ἄλλες σκοπιμότητες ποὺ ὑπαγορεύουν τὴ συμβατικὴ παρουσία του στὸ ναό.

1. Ἰω. 6,51–57.
2. Ματθ. 26,26–28. Λουκ. 22,19–20.
3. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς παρατηρεῖ• «Αὐτὸς ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος μεταποιεῖται εἰς σῶμα καὶ αἷμα Θεοῦ. Εἰ δὲ τὸν τρόπον ἐπιζητεῖς, πῶς γίνεται, ἀρκεῖ σοι ἀκοῦσαι, ὅτι διὰ Πνεύματος ἁγίου, ὥσπερ καὶ ἐκ τῆς ἁγίας Θεοτόκου διὰ Πνεύματος ἁγίου ἑαυτῷ, καὶ ἐν ἐαυτῷ ὁ Κύριος σάρκα ὑπεστήσατο• καὶ πλέον οὐδὲν γινώσκομεν, ἀλλ’ ὅτι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀληθής ἐστι, καὶ ἐνεργῆς, καὶ παντοδύναμος, ὁ δὲ τρόπος ἀνεξερεύνητος» (ΡG 94,1144). Στὸ χωρίο αὐτὸ εἶναι ἐνδεικτικὸς ὁ εὐσεβὴς ἀγνωστικισμὸς τοῦ ἱεροῦ Πατρὸς σχετικὰ μὲ τὸν τρόπο μεταβολῆς τῶν στοιχείων τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου σὲ σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς Παπικούς, οἱ ὁποῖοι μὲ τὸν ὄρο μετουσίωσις, βασισμένο στὴ διάκριση μεταξὺ οὐσίας καὶ συμβεβηκότων τῆς Ἀριστοτελικῆς φιλοσοφίας, φυσιολογοῦν κατὰ κάποιο τρόπο τὸ ἱερό της πίστεως μυστήριο. Τοῦ ὄρου αὐτοῦ, ἂν καὶ ἐννοιολογικὰ ὀρθοῦ (σημαίνει ὅ,τι καὶ ὁ ὅρος μεταβολὴ) ἡ σχολαστικὴ θεώρηση δημιουργεῖ κάποια ἐπιφύλαξη στοὺς Ὀρθοδόξους, ἐνῶ ἀπὸ τοὺς Διαμαρτυρομένους εὐθέως ἀπορρίπτεται.
4. Βλ. Α. Θεοδώρου. Ἐν Ἀθήναις, 1967.
5. Οἱ Λουθηρανοί, κaτ’ ἐξαίρεση ἀπὸ τοὺς ἄλλους Διαμαρτυρομένους, δέχονται τὴν πραγματικὴ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Δὲν τὴ δέχονται ὅμως μὲ τὴν ἔννοια τῆς μεταβολῆς, ἀλλὰ ὡς ἕνα εἶδος ἐναρτισμού. Δηλαδὴ ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος δὲν μεταβάλλονται εἰς σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, ἀλλὰ «σὺν τῷ ἄρτω, ὑπὸ τὸν ἄρτον καὶ ἐν τῷ ἄρτῳ» εἶναι παρὸν στὴν εὐχαριστία τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Μὲ ἄλλα λόγια δὲν γίνεται μετουσίωση, ἀλλ’ ἕνωση, συνύπαρξη τῶν φυσικῶν στοιχείων μὲ τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καὶ στὸ χριστολογικὸ μυστήριο ὑπάρχει ἕνωση τῆς θεότητος μὲ τὴν ἀνθρωπότητα.
6. Γιὰ τὸ δόγμα αὐτό, βλ. Ν. Τζιράκη, Ἡ περὶ Μετουσιώσεως εὐχαριστιακὴ ἔρις. Ἀθῆναι 1977.
7. Οἱ Ἀγγλικανοὶ δέχονται ὀρθῶς τὸ δόγμα τῆς πραγματικῆς προυσίας τοῦ Χριστοῦ στὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Τὴν παρουσίαν ὅμως αὐτὴν δέχονται μόνον κατὰ τὴ χρήση, ἐνόσω δηλαδὴ κοινωνοῦν οἱ πιστοί. Μετὰ τὴν κοινωνία ἡ παρουσία αὐτὴ καταστρέφεται, τῶν στοιχείων τοῦ ἄρτου καὶ οἴνου ἐπανερχομένων στὴν πρὸ τοῦ ἁγιασμοῦ φυσική τους κατάσταση. Κατὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστη ἡ ἀντίληψη αὐτὴ εἶναι ἐσφαλμένη. Τὰ τίμια δῶρα, καὶ μετὰ τὴν κοινωνία ὑπὸ τῶν πιστῶν, ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ καὶ ὡς τοιαῦτα φυλάσσονται στοὺς ἱεροὺς ναοὺς (Λειτουργία Προηγιασμένων Δώρων).
8. Ματθ. 16,28.
9. «Διὰ τοῦτο ἐν ὑμῖν πολλοὶ ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι καὶ κοιμοῦνται ἱκανοὶ» (1 Κορ. 11,30).
10.Ἰω. 19,34.
11. Βλ. Α. Θεοδώρου, καὶ ἡ ἀποχὴ τῶν λαϊκῶν ἐκ τοῦ ἁγίου Ποτηρίου. Ἐν Ἀθήναις 1967.
12. Μόνο κατὰ τὰ τελευταῖα χρόνια καὶ μετὰ ἀπὸ ἀπόφαση τῆς Β’ Συνόδου τοῦ Βατικανοῦ στὴ Ρώμη, ἄρχισε νὰ χαλαρώνεται κάπως ἡ ἀπαγόρευση, ἐπιτρεπομένης τῆς κοινωνίας αἵματος Χριστοῦ σὲ ὁρισμένα μέλη τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
13. Ἰω. 6,53.
14. Ἰω. 1,29.
15. Ἑβρ. 13,10.
16. Βλ. Χρ. Ἀνδρούτσου, Δογματικὴ (1907), σ. 369.
17. «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν» (Λουκ. 22,19).

http://www.agiazoni.gr/article.php?id=24277973073768919982&PHPSESSID=7df5577a366a7ad9490f2b909ecf0fdc

Αφήστε μια απάντηση