kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Η ΚΑΥΣΗ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ

Συγγραφέας: kantonopou στις 12 Οκτωβρίου, 2008

***************************************

1.Απάντηση ευθεία και άμεση στο ερώτημα, εάν επιβάλλεται ή απαγορεύεται (ή επιτρέπεται) η καύση των νεκρών, δυστυχώς δεν έχουμε από την αύθεντική παράδοση της Εκκλησίας μας, ούτε από τη Θεόπνευστη Αγία Γραφή, ούτε από τις θείες και αλάθητες αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων (δογματικούς όρους και ιερούς κανόνες).

2. Αν δεν έχουμε κανονικές αποφάσεις και αγιογραφικές εντολές, τούτο δεν σημαίνει ότι δεν έχουμε δοσμένους από το Θεό φυσικούς νόμους (φυσικόν δίκαιον) ή και βάσει αυτών πανάρχαια ανθρώπινα έθιμα (εθιμικόν δίκαιον). Ήδη στην Γένεση μετά τη δημιουργία και κατά την πτώση του άνθρώπου έχουμε τον προφητικό καθοριστικό λόγο τού Δημιουργού που λεει: “Γη ει και εις γην απελεύση” (Γεν. 3,19). Η φυσική οδός-νόμος και κατάληξη του νεκρού σώματος εiναι η απόθεση στη γη και η αποσύνθεσή του από αυτήν.

3. Εν συνεχεία, όπως εφαρμόσθηκε και άρα όπως ερμηνεύθηκε αυτός ο φυσικός νόμος από την άνθρώπινη πράξη καί εμπειρία, πάλι προς την ταφή των νεκρών μας οδηγεί. Ήδη στο Ισραήλ, όπως μάς πληροφορεί το Δευτερονόμιο και η Σοφία Σειράχ, υποδεικνύεται και έχει επικρατήσει ή ταφή των νεκρών. Συγκεκριμένως στο Δευτερονόμιο τονίζεται: “Εάν (τις) δε γένηται έν τινι αμαρτία… και κρεμάσητε αυτόν επί ξύλου, ουκ επικοιμηθήσεται το σώμα αυτού επί τού ξύλου, άλλά ταφή θάψετε αυτόν εν τη ημέρα εκείνη” (Δευτ. 21, 22-23). Αξιοπαρατήρητος είναι ο τονισμός “ταφή θάψετε”.

Επίσης στη Σοφ. Σειράχ υποδεικνύεται: “Τέκνον, επί νεκρώ κατάγαγε δάκρυα… κατά δε την κρίσιν αυτού περίστειλον το σώμα αυτού και μη υπερίδης (= μη παραμελήσεις) την ταφήν αυτού” (Σοφ. Σειρ. 38,16). Αντιθέτως έχουμε μαρτυρίες από την Παλαιά Διαθήκη, ότι η καύση των σωμάτων ήταν τιμωρία και ατίμωση. Έτσι έχουμε το Λευϊτ. 20,14, όπου ορίζεται: “Ός εάν λάβη γυναίκα και την μητέρα αυτής, ανόμημα εστιν. Εν πυρί κατακαύσουσιν αυτόν και αυτάς και ουκ έσται ανομία εν υμίν”. (Πρβλ, και Γεν. 38,24 καί Λευϊτ. 21,9.) 4.

Αυτά λοιπόν εφάρμοζαν οι Ισραηλίτες κατά την απόφαση του Θεού και κατά τους νόμους του Μωϋσέα καί τις υποδείξεις των σοφών τους. Είχε καταστεί γι’ αυτούς η ταφή των νεκρών ένα έθιμο, ένα έθος. Κάτι τέτοιο μάς πληροφορεί και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, όταν γράφει: “Έλαβον ουν το σώμα του Ιησού και έδησαν αυτό οθονίοις μετά των αρωμάτων, καθώς έθος εστί τοις Ιουδαίοις ενταφιάζειν” (Ιω. 19,40). Ούτε και ο Ιησούς δεν “κατέλυσε” το έθιμο αυτό.

5. Αλλά και οι Έλληνες τον ίδιο φυσικό νόμο ακολούθησαν και την ερμηνεία έδωσαν. Όπως είναι γνωστό και από την Ιστορία και από την Αρχαιολογία (πρβλ. και, θολωτούς τάφους), επειδή οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν, ότι ο άνθρωπος συνεχίζει την επίγεια ζωή του μετά το θάνατο, ενταφίαζαν τους νεκρούς τους. Βεβαίως κατά τον Τρωικό πόλεμο “είσήχθη και η καύσις” των νεκρών (Ιλιάδα Α’, 52), “άλλ’ εις τούτο συνετέλεσεν η εμπόλεμος κατάστασις, ως αποδεικνύει η μετέπειτα μη επικράτησις αυτής” (Γρηγ. Παπαμιχαήλ, Καύσις ή ένταφιασμός;. στο περιοδ. “Εκκλησιαστικός Φάρος”, τόμ. 10 (1912), σελ. 336). Δεν πρέπει δε να παραθεωρείται και το γεγονός, ότι με την καύση των πολεμιστών, π.χ. στην Τροία, καθίστατο δυνατή, ή έστω διευκολυνόταν, “η επιστροφή των οστών και της τέφρας εις την πατρίδα” (Αν. Τίγκα, Η ταφή των νεκρών, Αθήναι 1993, σελ. 35. Πρβλ. και σελ. 42).

6. Ωσαύτως και στους Ρωμαίους η ταφή των νεκρών ήταν η επικρατούσα συνήθεια. (Πρβλ. Κικέρων, De Legibus 11, 22, 26, Πλίνιος 1, VII, 44 ). Πρέπει δε να σημειωθεί , ότι “η εποχή καθ’ ην εκράτησε παρά τοις Ρωμαίοις η καύσις των νεκρών ήν εποχή πολέμων συχνών και μακρών, ότε εισήχθη ως μέτρον ανάγκης προς αποφυγήν της υπό των εχθρών ατιμώσεως των νεκρών και των από της αποσυνθέσεως των σωμάτων νόσων και επιδημιών” (Γρηγ. Παπαμιχαήλ, όπ. παρ., σελ. 337).

7. Παρομοίως και οι Αιγύπτιοι καθώς και άλλοι ανατολικοί λαοί είχαν συνήθεια να ενταφιάζουν τούς νεκρούς τους. Ιδιαιτέρως τούτο έπρατταν οι Αιγύπτιοι, οι οποίοι “επίστευον εις την άθανασίαν της ψυχής. Εταρίχευον τους νεκρούς και εν συνεχεία ενεταφίαζον αυτούς εις ωρισμένους χώρους, τας νεκροπόλεις. Οι τάφοι των βασιλέων εξεχώριζον, ανεγείροντο μεγαλοπρεπείς εις σχήμα πυραμίδων (Ευαγγ. Μαντζουνέα, Η καύσις των νεκρών, Β’ Έκδοσις, Αθήναι 1992, σελ.11).

8. Μετά ταύτα φυσικό και επόμενο ήταν και η Χριστιανική Εκκλησία, η Εκκλησία του Χριστού και των δώδεκα Αποστόλων, Αποστολική Εκκλησία, και ιδίως η Ορθόδοξη Εκκλησία ως παραδοσιακή να υιοθετήσει και να διατηρήσει αυτόν τον τρόπο της “αναλύσεως” (πρβλ. Β’ Τιμ. 4,6) του νεκρού σώματος. Και έπραξε τούτο πολύ περισσότερο, αφού και ο ίδιος ο Κύριος έδειξε εμμέσως την προτίμησή του στον ενταφιασμό του σώματός του, λέγοντας προς τον υποκριτή Ιούδα: “Άφες αυτήν εις την ημέραν του ενταφιασμού μου τετήρηκεν αυτό” (‘Ιω. 12,7).

Ο Άγ. Συμεών ο Θεσσαλονίκης σχετικώς με την πράξη αυτή της Ορθόδοξης Εκκλησίας γράφει: “Και κατατίθεμεν τω τάφω το λείψανον και τη γη παραδιδόαμεν δια των ευχών, πληρούντες το θείον πρόσταγμα, το “Γή ει και εις γην απελεύση” και την ανάστασιν δε κηρύττομεν, σφραγίζοντες το λείψανον δια του σταυρού… Και ότι ούτος ο θαπτόμενος αναστήσεται ως και ο Σωτήρ ημών εξανέστη. Διό και μετά το τεθήναι τω τάφω, έλαιον επάνω τούτου σταυροειδώς εκχέεται, ως παραδεδώκασιν οι απόστολοι” (PG 155, 686D).

9. Αλλ’ έκτός των ανωτέρω λόγων η Εκκλησία υιοθέτησε την ταφή των νεκρών σωμάτων, γιατί, όπως σημειώνεται και στο κείμενο του Αγ. Συμεών του νέου Θεολόγου, η ταφή καταγγέλλει ή μάλλον προϊδεάζει και προλέγει την ανάσταση των νεκρών. Η ταφή είναι σύμβολο – απόδειξη και ομολογία της πίστεως και της ελπίδας στην αθανασία της ψυχής, στην ανάσταση των νεκρών και στην αιώνια ζωή. Πρβλ. και τους λόγους του Απ. Παύλου: “Ούτω και η ανάστασις των νεκρών. Σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία… σπείρεται εν ασθένεια, εγείρεται εν δυνάμει σπείρεται σώμα ψυχικόν, εγείρεται σώμα πνευματικόν”(Α’ Κορ. 15, 42-44). Γι’ αυτό και ο θάνατος ονομάζεται “ανάπαυσις” ή “κοίμησις” και τα νεκροταφεία “κοιμητήρια”. Πρβλ. Α’ Θεσσ. 4, 13.

10. Μερικοί ισχυρίζονται, ότι υπάρχουν και άλλοι λόγοι, για τους όποίους έχει γίνει δεκτή και έχει επικρατήσει η ταφή. Ένας από αυτούς είναι και η υγιεινή πλευρά του θέματος, η υγεία των ζώντων ανθρώπων. Στην καύση υπάρχει κίνδυνος να δημιουργηθεί ρύπανση του περιβάλλοντος και από τις εγκαταστάσεις και από την όλη διαδικασία της καύσεως, αν δεν γίνει σωστή υποδομή από την κρατική ή τοπική – δημοτική άρχή.

11. Επίσης άλλος ένας λόγος υπέρ της ταφής είναι η πιο φιλική, η πιο συναισθηματική και φιλοσοφημένη αντιμετώπιση του νεκρού και γενικότερα του θανάτου. Το ενταφιασμένο σώμα “γίνεται αντικείμενο φροντίδας, τρισαγίων και προσευχών, προσφοράς λουλουδιών”, και αφορμή συνειδητοποιήσεως της ματαιότητας των εγκοσμίων απολαύσεων (Πρβλ. Ευ. Λέκκου, Ταφή ή καύση των νεκρών, Αθήνα 1994, σελ. 21), καθώς και σημείο ενότητας μεταξύ των ανθρώπων, φίλων και συγγενών. Άλλωστε οι τάφοι πολλές φορές είναι εκείνοι που χαρακτηρίζουν και το πάτριο έδαφος και αποτελούν “έν εκ των ισχυροτέρων ελατηρίων του πατριωτισμού των λαών” (Γρηγ. Παπαμιχαήλ, όπ. παρ., σελ. 346-347). Η καρδιά έχει νόμους διαφορετικούς από τους νόμους της κεφαλής και δεν μπορούν να αγνοηθούν. Ο καθηγ. Λαογραφίας Δημ. Σ. Λουκάτος λεει: «Δεν έχουν ίσως τα “λείψανα” των νεκρών την ανάγκη μας, εμείς όμως την έχουμε πολύ. Το κάψιμό τους θα ήταν ένας πλήρης αφανισμός μιας “ζωντανής” συνέχειας και μιας επικοινωνίας που τη θέλουμε» (Στο βιβλίο του Χατζηφώτη, Ορθοδοξία και λαϊκές δοξασίες, Β΄ Έκδ., Αθήναι 1997, σελ. 143).

12. Εξ άλλου ο ενταφιασμός παρέχει πλεονέκτημα με τη δυνατότητα που προσφέρει για την εξαχνίαση εγκλημάτων από την ιατροδικαστική υπηρεσία. Πολλές φορές δηλαδή μόνο με τη νεκροψία είναι δυνατόν να γίνει γνωστό, αν ένας θάνατος ήταν φυσικός ή βίαιος. Επομένως η καύση θά παρεμπόδιζε πολύ το έργο της δικαιοσύνης. Πολλά κακουργήματα θά παρέμεναν ανεξιχνίαστα, οι εγκληματίες δεν θα διώκονταν και τα εγκλήματα επόμενο είναι να πολλαπλασιάζονταν σε βάρος της δημοσίας τάξεως και κοινωνικής ασφάλειας. (Πρβλ. Γρηγ. Παπαμιχαήλ, όπ. παρ., σελ. 344-345 και Ευ. Μαντζουνέα, όπ. παρ., σελ. 17).

13. Για τους ίδιους με τους παραπάνω ή παρομοίους λόγους υπό αμφισβήτηση τίθεται και η περίπτωση εκείνη που η καύση είναι θέληση ή απαίτηση του θνήσκοντος. Οφείλει δηλαδή η Πολιτεία, η Εκκλησία και οι συγγενείς να εκπληρώσουν αυτήν την εντολή του νεκρού, εάν είναι μάλιστα επιβλαβής στην υγεία των ζώντων ή καταργεί και παρεμποδίζει την πραγματοποίηση των ανωτέρω διαδικασιών στην απονομή τής κοινωνικής δικαιοσύνης; Περαιτέρω πώς μπορεί να είναι σεβαστή η εντολή του νεκρού, όταν από χριστιανικής πλευράς διακηρύσσεται στην Αγ. Γραφή το εξής: “Ουκ οίδατε ότι τα σώματα υμών μέλη Χριστού εστίν; …ή ουκ οίδατε ότι το σώμα υμών ναός του εν υμίν Αγίου Πνεύματός εστίν ου έχετε από Θεού, και ουκ εστέ εαυτών; ηγοράσθητε γαρ τιμής. δοξάσατε δη τον Θεόν εν τω σώματι υμών εν τω πνεύματι υμών, άτινα εστί του Θεού”(Α’ Κορ. 6, 15-20).

14. Η σπουδαιότητα και η σοβαρότητα των προηγουμένων λόγων του Απ. Παύλου φαίνεται εναργέστερα στην περίπτωση που ο Θεός θέλει και χαριτώνει ένα λείψανο και το καθιστά αίτιο – πρόξενο θαυμάτων και εν συνεχεία πίστεως των ανθρώπων στην ύπαρξη και την πρόνοια του Θεού. Οπότε η καύση του νεκρού μπορεί να αντιστρατεύεται στη βούληση του Θεού και πάντως παρεμβαίνει στις βουλές του. (Πρβλ. Γρηγ. Παπαμιχαήλ, όπ. παρ., σελ. 350). Εκτός τούτου οι πιστοί και απλοί Χριστιανοί θα στερούνταν -θα τους στερούσαμε (με ποιο δικαίωμα;)- τα ευεργετικά αποτελέσματα των θείων δια των λειψάνων δωρεών. Πράγματι, οι Χριστιανοί συχνά, αv όχι πάντοτε, προσδοκούν να ωφεληθούν από τη χάρη που διαχέεται από τα αδιάφθορα λείψανα των αγίων που πολλές φορές αναβλύζουν μύρα και επιτελούν ποικίλα θαύματα. Γι’ αυτό και η Εκκλησία τιμά τα λείψανα των “εν ενεργεία” άγίων, αλλά και τα σώματα όλων των Χριστιανών, των εν δυνάμει άγίων, και δεν τα καιει, ούτε τα αφανίζει. Τα τιμά επισήμως στους δημόσιους τάφους ή μνήματα και όχι σε ιδιωτικούς και κρυφούς χώρους με την προσδοκία και μελλοντικών θαυμαστών και ευμενών εκ μέρους του Θεού σημείων.

15. Για όλους αυτούς τους λόγους επεβλήθη η ταφή των νεκρών, έγινε παράδοση της Εκκλησίας, κατέστη κανονική τάξη και λειτουργική πράξη. Επικράτησε μακροχρονίως ως έθιμο, και όπως γνωρίζουμε το έθιμο έχει δύναμη νόμου. Σχετικώς ο πζ’ καν. του Μεγ. Βασιλείου λεει: “Πρώτον μεν ουν, ο μέγιστον επί των τοιούτων εστί, το ημίν έθνος, ό έχομεν προβάλλειν, νόμου δύναμιν έχον, δια το υφ’ αγίων ανδρών τους θεσμούς ημίν παραδοθήναι”.

Ο δε κα’ καν. της Γάγγρας, ο οποίος επικυρώθηκε, όπως και ο προηγούμενος του Μεγ. Βασιλείου, από την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο και απέκτησε καθολικό κύρος, λεει: “Πάντα τα παραδοθέντα, υπό των θείων Γραφών και των Αποστολικών Παραδόσεων εν τη Εκκλησία γίνεσθαι ευχόμεθα”.

16. Έτσι θα λέγαμε, ότι η ταφή των νεκρών για τους Χριστιανούς, αν δεν επιβάλλεται, αφού δεν είναι εντολή ή κανόνας ή νόμος της Εκκλησίας, όμως υποδεικνύεται μετ’ εμφάσεως και επιτάσεως και από την Αγ. Γραφή και από τη φυσική τάξη και από την κανονική τάξη και από την αποστολική και από τη λειτουργική πράξη. Υποδεικνύεται και υπαγορεύεται, αφού είναι φυσικός νόμος και χριστιανικό έθιμο – παράδοση. Για να αλλάξουν τα πράγματα, πρέπει να διαφωτισθεί ο Χριστιανικός λαός ή μάλλον να πεισθεί ότι η καύση των νεκρών είναι και πιο υγιεινή από την ταφή και πιο συμφέρουσα και οικονομικώς και κοινωνικώς και συναισθηματικώς και θεραπευτικώς (αγιολογικώς) και Χριστιανικώς (εσχατολογικώς) και εκκλησιαστικώς.

17. Ούτως εχόντων των πραγμάτων μπορεί η Εκκλησία να αντισταθεί στην επιβολή της καύσεως και δη της υποχρεωτικής για τα πιστά μέλη της, ή να αρνηθεί την εκκλησιαστική κήδευση σ’ εκείνον που προτιμά την καύση, επειδή δεν πιστεύει στην ανάσταση των νεκρών, αλλά πιστεύει στον αφανισμό και στην ανυπαρξία και στο μηδενισμό. Και τούτο πολύ περισσότερο στον τελευταίο, γιατί γίνεται όχι μόνο άπιστος, αλλά καθίσταται και ασυνεπής ή και ανακόλουθος Χριστιανός, αφού τουλάχιστον όταν βαπτίσθηκε, διακήρυξε αμέσως ή εμμέσως το “προσδοκώ ανάσταση νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος”. (Πρβλ. και “Νομοκάνων”, αριθμ. 1, Ιαν. 1994, σελ. 3).

18. Στο σημείο αυτό ίσως πρέπει να αναφέρουμε, ότι και ή Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία με το 1176 άρθρο του Κώδικα του Κανονικού Δικαίου (1983) παίρνει την εξής θέση: Ναι μεν απαγορεύει την καύση γενικώς των νεκρών, αν και συνιστά έκθύμως τη διατήρηση της “ευσεβούς συνηθείας” της ταφής των νεκρών, αλλά απαγορεύει την καύση ειδικώς, όταν αυτή προτιμήθηκε για λόγους, οι οποίοι είναι αντίθετοι με τη δογματική διδασκαλία του Χριστιανισμού – Εκκλησίας.

19. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, δεν πρέπει φυσικά να νομισθεί ότι, όποιος θα καεί, δεν θα αναστηθεί από τούς νεκρούς και θα αποφύγει την κρίση κατά τη Δευτέρα Παρουσία τού Κυρίου. Επίσης μη νομισθεί, ότι χάθηκαν – έξαφανίσθηκαν, όσοι εκάηκαν στα κρεματόρια των Γερμανικών στρατοπέδων συγκεντρώσεως και δεν υπάρχει ελπίδα ούτε στην άλλη ζωή να τους συναντήσουν τα προσφιλή τους πρόσωπα. Πολύ περισσότερο να μη νομισθεί, ότι οι άγιοι μάρτυρες οι καλώς αθλήσαντες, καέντες και στεφανωθέντες, δεν θά κληρονομήσουν και δεν θά συμμετέχουν στην αιώνιο βασιλεία τού Θεού.

20. Εάν με την καύση των σωμάτων εξαφανιζόταν ο άνθρωπος (και κατά την ψυχή και κατά το σώμα), τότε ούτε ο Μωυσής θά επέβαλλε την καύση των αμαρτωλών άνθρώπων (Πρβλ. Γεν. 38, 24, Λευϊτ. 20,14 καί Λευϊτ, 21,9), ούτε ο Θεός θα επέτρεπε να καούν οι αγωνισθέντες δίκαιοι μάρτυρες, ούτε ο Απ. Παύλος θα έγραφε τα κατωτέρω: “Ιδού μυστήριον υμίν λέγω. πάντες μεν ου κοιμηθησόμεθα, πάντες δε άλλαγησόμεθα … εν τη εσχάτη σάλπιγγι” (Α’ Κορ. 15, 51-52). Μας διαβεβαιώνει η θεόπνευστη Γραφή “πάντες”, όλοι, χωρίς εξαίρεση θά συνεχίσουμε τη μετά θάνατο αιώνια ζωή.

21. Τέλος, ούτε ο Επίσκοπος Αντιοχείας, θα εκφραζόταν αναλόγως. Αξίζει τον κόπο να μεταφέρουμε εδώ τους συγκινητικούς λόγους αυτού του θεοφόρου αποστολικού πατρός: “Άφετέ με θηρίων είναι βοράν, δι’ ων ένεστιν Θεού επιτυχείν. Σίτος ειμί Θεού και δι’ οδόντων θηρίων αλήθομαι, ίνα καθαρός άρτος ευρεθώ του Χριστού. Μάλλον κολακεύσατε τα θηρία, ίνα μοι τάφος γένωνται και μηδέν καταλίπωσι των του σώματός μου” (Προς Ρωμαίους, IV, 1-2). Το κείμενο αυτό ένας σύγχρονος θεολόγος – λογοτέχνης μετέφρασε ως εξής: “Αφήστε με να γίνω βορά των θηρίων, γιατί έτσι θα απολαύσω τον Θεό. Σιτάρι είμαι του Θεού και αλέθομαι στα δόντια των θηρίων, για να φανερωθώ καθαρό ψωμί του Χριστού. “Ίσα-ίσα, να καλοπιάσετε τα θηρία, για να μου γίνουν τάφος και να μην αφήσουν τίποτε από το σώμα μου” (Βασ. Μουστάκη, Οι Αποστολικοί Πατέρες, εκδ. “Αστήρ”, Αθήναι 1953, σελ. 195). “Άξιο ιδιαίτερης σημειώσεως είναι, ότι και στους ανωτέρω λόγους του μεγάλου Αποστολικού Πατρός και η παράδοση περί ταφής αναφέρεται και μεταφέρεται, καθώς και η πίστη στη μέλλουσα ανάσταση των νεκρών διακηρύσσεται.   

ΠΑΝ. Ι . ΜΠΟΥΜΗ 

ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ

   Πηγή :http://www.orthodoxie.net/gr/Texte/Texte_Varia/Boumis_Verbrenung_Gr.html 

Αφήστε μια απάντηση