kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Κυριακή ΙΑ’ Ματθαίου – Αποστολικό Ανάγνωσμα (Α΄Κορ. θ΄2 – 12)

Συγγραφέας: kantonopou στις 7 Αυγούστου, 2010

Απόστολος: Α΄Κορ. θ΄2 – 12

«Αδελφοί, η σφραγίδα που βεβαιώνει πως εγώ είμαι απόστολος είσαστε σεις με τη χάρη του Κυρίου. Αυτή είναι η δική μου απολογία σε κείνους που με κατηγορούν πως τάχα δεν είμαι απόστολος. Μη και δεν έχομε δικαίωμα να φάμε και να πιούμε; Μη και δεν έχομε το δικαίωμα να παίρνωμε μαζί μας στις περιοδείες μας μια χριστιανή γυναίκα για να μας βοηθάει, καθώς κάνουν κι οι άλλοι απόστολοι και μάλιστα οι αδελφοί του Κυρίου και ο Κηφάς; Η τάχα μόνο εγώ κι ο Βαρνάβας δεν έχομε το δικαίωμα να μην εργαζώμαστε; Ποιός πηγαίνει στρατιώτης με δικά του έξοδα; Ποιός φυτεύει αμπέλι και δεν τρώγει από τον καρπό του; Η ποιός βόσκει κοπάδι και δεν πίνει από το γάλα των προβάτων; Μήπως σκέφτομαι και ομιλώ ανθρώπινα; Η μήπως κι ο νόμος δεν τα λέγει αυτά; Γνωστό ότι στο νόμο του Μωϋσή είναι γραμμένο· «Δεν θα δέσεις το στόμα του βοδιού που αλωνίζει». Μήπως για τα βόδια γνοιάζεται ο Θεός; Η σίγουρα το λέγει για μας· Για μας βέβαια είναι γραμμένο, γιατί όποιος οργώνει πρέπει να οργώνει με την ελπίδα να πάρει τον κόπο του, κι όποιος αλωνίζει πρέπει να αλωνίζει με την ελπίδα να πάρει την αμοιβή του. Αν εμείς εσπείραμε σε σας τα πνευματικά, είναι τάχα μεγάλο πράγμα, αν θερίσουμε από σας τα υλικά; Αν άλλοι έχουν δικαίωμα να μετέχουν στα αγαθά σας, εμείς περισσότερο από κείνους δεν έχομε τέτοιο δικαίωμα; Κι όμως δεν κάναμε χρήση του δικαιώματός μας αυτού, αλλά τα υπομένομε όλα, για να μην φέρομε κανένα εμπόδιο στο Ευαγγέλιο του Χριστού».

Κ Η Ρ Υ Γ Μ Α

Ο απόστολος Παύλος, αγαπητοί μου αδελφοί, πληροφορήθηκε ότι στην Κόρινθο υπήρχαν μεταξύ των χριστιανών φιλονικίες, οι οποίες δημιουργούσαν διαιρέσεις και σχίσματα στο σώμα της τοπικής Εκκλησίας. Γι’ αυτό  στην επιστολή του τους γράφει το αυτονόητο. Τους επισημαίνει ότι ως μέλη της Εκκλησίας πρέπει να έχουν ενότητα στην ομολογία της πίστεως και ότι δεν πρέπει να υπάρχουν μεταξύ τους σχίσματα. Οι διαιρέσεις απομακρύνουν πάντοτε από την αλήθεια, ψυχραίνουν την αγάπη και αποκόβουν τους πιστούς από το Χριστό. Δεν μπορούμε να λέμε ότι πιστεύουμε «εις Μίαν, Αγίαν… Εκκλησίαν», αν μέσα της επικρατούν διχογνωμίες και διαιρέσεις, που διασπούν την ενότητά της. Ένας είναι ο Χριστός, η κεφαλή της Εκκλησίας, ένα είναι το σώμα Του. Αυτό το ένα εκκλησιαστικό σώμα δένει σε ενότητα όλα τα διαφορετικά μεταξύ τους μέλη, με τα ποικίλα χαρίσματα και τις διαφορετικές προελεύσεις. Λίγο παραπάνω στην επιστολή του προτρέπει τους Κορίνθιους να είναι «κατηρτισμένοι εν τω αυτώ νοΐ». Είναι μια προτροπή για συστηματική εσωτερική εργασία, ώστε να φωτισθεί ο νους με το φως της αληθινής γνώσεως. Αν η εκκλησιαστική μας ζωή δεν αποβλέπει στην απόκτηση αυτού του φωτισμού, τότε έχουμε λανθασμένη άποψη για την αποστολή της Εκκλησίας μέσα στον κόσμο.

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος επισημαίνει ότι είναι δυνατό να είμαστε «κατηρτισμένοι εν τω αυτώ νοΐ», αλλά όχι «και εν τη αυτή γνώμη», όπως συνέβαινε στην Κόρινθο, όπου ο λαός είχε διαιρεθεί ανάλογα με το ποιόν διδάσκαλο προτιμούσε. Τα σχίσματα δηλαδή που εμφανίστηκαν εκεί δεν οφείλονταν σε διαιρέσεις κατά την πίστη, αλλά σε διαιρέσεις κατά τη γνώμη. Είναι πράγματι φοβερό να σκεφθεί κανείς ότι μπορεί να βρεθεί έξω από την Εκκλησία, επειδή είναι φιλόνικος στη γνώμη, ενώ είναι ορθοδοξότατος στην πίστη. Η υπεροψία και ο αχαλίνωτος θυμός καταρτίζουν τη φιλόνεικη γνώμη. Γι αυτό χρειάζεται να χαλινώνουμε το θυμό μας με την αγάπη και να ημερεύουμε τη λογική μας με την ταπείνωση, ώστε να μένουμε ενωμένοι με το ένα σώμα της Εκκλησίας.

Τον ίδιο αγώνα που είχε τότε ο Απόστολος στην Κόρινθο, έχουν συχνά και σήμερα οι αληθινοί ποιμένες. Πολλοί ανάμεσα στους αδελφούς ξεκίνησαν και αμφισβητούν στους ποιμένες και στους επισκόπους της Εκκλησίας και τη θέση τους και την αξία τους και τον κόπο τους. Βέβαια η αμφισβήτηση δεν είναι πάντα και κατ’ ανάγκη κακή, αλλά όταν γίνεται συστηματικά και κατ’ επάγγελμα κρύβει  ιδιοτέλεια και εμπάθεια. Έτσι βλέπουμε ανθρώπους να φορτώνουν σ’ όλους τους άλλους καθήκοντα και να κρατάνε για τον εαυτό τους μόνο διακαιώματα· να ισχυρίζονται πως θέλουν να οικοδομήσουν, χωρίς να καταλαβαίνουν πως γκρεμίζουν· να διατείνονται πως τους πειράζει ο δεσποτισμός, κι αυτοί να καταδυναστεύουν τις συνειδήσεις των ανθρώπων και να είναι πιο ανελεύθεροι και πιο δεσποτικοί απ όλους· να επιβάλλουν στους ποιμένες το καθήκον να μη λαμβάνουν και να κρατάνε στον εαυτό τους το δικαίωμα να παίρνουν· να υποδεικνύουν στους ποιμένες τα πνευματικά, για να μείνουν οι ίδιοι ελεύθεροι στα υλικά. Βλέπουμε ανθρώπους που προσπαθούν να κάμουν τον κόσμο να πιστέψει πως οι ποιμένες είναι ένοχοι και αμαρτωλοί, και πως αυτοί μόνο είναι τίμιοι κι ανώτεροι από κάθε υποψία. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος ν’ αμυνθείς, όταν οι κακόβουλοι κι οι κακόπιστοι σου αρνιούνται την καλή πρόθεση, την ειλικρινή διάθεση, την φιλοτιμία, τον κόπο, τη γνώση στο έργο σου, την αγάπη στην αποστολή σου, την αγωνία για την ευθύνη σου και το φόβο για τη σωτηρία σου. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος από το να ξέρεις ν’ αφήνεις το δικαίωμά σου και να μπορείς να χάνεις το δίκιο σου. «Ουκ εχρησάμεθα τη εξουσία ταύτη». Πολλοί το θεωρούν αδυναμία και δειλία, μα στην πραγματικότητα είναι θάρρος και γενναιότης. Αυτό λέει κι Απόστολος, πως άλλος πνευματικός τρόπος αμύνης δεν υπάρχει παρά «αγαθοποιούντας φιμούν την των αφρόνων ανθρώπων αγνωσίαν», να κλείνουμε δηλαδή το στόμα των ανοήτων και κακών ανθρώπων κάνοντας το καλό. Κι άλλο καλό στην Εκκλησία δεν υπάρχει από την αγάπη, που είναι θυσία, που είναι να δίνεις κι όχι να παίρνεις· «μακάριόν εστι διδόναι μάλλον η λαμβάνειν», είπε ο Χριστός, χαρά σ’ εκείνον δηλαδή που μπορεί να δίνει παρά να παίρνει.

Οι άνθρωποι στον καιρό μας, αγαπητοί αδελφοί, μόνο λόγια σαν κι αυτά που ακούσαμε από τον Απόστολο σήμερα δεν θέλουν ν ακούσουν και να καταλάβουν. Ο Απόστολος μιλάει για ένα πνεύμα στερήσεως και θυσίας που διέπει τη διαγωγή του, ενώ στην εποχή μας όλος ο κόσμος ενδιαφέρεται για την άνεση και την καλοπέραση. Με αποτέλεσμα η στέρηση, όταν, όπως στις μέρες μας,  έρχεται σαν φυσικό επακόλουθο του άκρατου ευδαιμονισμού, να προκαλεί φόβο και αγωνία. Η στέρηση, όταν δεν υπάρχει το πνευματικό υπόβαθρο, είναι πόνος, ενώ όταν  έχει την ελεύθερη ψυχική συγκατάβαση, είναι αρετή κατά Χριστόν, μαρτυρία αγάπης· γιατί στην Εκκλησία ο καθένας δεν ζητάει το δικό του, αλλά το «του ετέρου». ΑΜΗΝ.

Εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Σερβίων και ΚοζάνηςΚ. Μ.

Αφήστε μια απάντηση