kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Πανηγυρικός Εσπερινός στον Ιερό Βράχο του Αρείου Πάγου – Ομιλία του Πανοσ. Αρχιμανδρίτη π. Χρυσοστόμου Παπαθανασίου (29.06.2010)

Συγγραφέας: kantonopou στις 6 Ιουλίου, 2010

payl.jpg«Σταθεὶς δὲ Παῦλος ἐν μέσῳ τοῦ Ἀρείου Πάγου ἔφη· ἄνδρες Ἀθηναῖοι, κατὰ πάντα ὡς δεισιδαιμονεστέρους ὑμᾶς θεωρῶ. Διερχόμενος γὰρ καὶ ἀναθεωρῶν τὰ σεβάσματα ὑμῶν εὗρον καὶ βωμὸν ἐν ἐπεγέγραπτο, ἀγνώστῳ Θεῷ, ὃν οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε, τοῦτον ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν».[1]

Προσφωνήσεις…

Ἀλήθεια,

Ποῖος ἔφα; ποῖος ὡμίλησε ἐν μέσῳ τοῦ Ἀρείου Πάγου, ὅπου ὁ βράχος αὐτός;

Παῦλος!

Ὁ Μέγας Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν,

Τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς τοῦ Θεοῦ,

Ὁ πρώην Σαῦλος καὶ μετὰ Δαμασκὸν Παῦλος,

Ὁ Ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ,

Ὁ Διδάσκαλος τῶν Ἀθηναίων καὶ τῆς Οἰκουμένης,

Ὁ «πρῶτος μετὰ τὸν Ἕνα»,

Ὁ ἅγιος, ὁ θεῖος Παῦλος.

Ἐδῶ, τὸ ἑσπέρας τοῦτο, ἐπὶ τὴν ἡλίου δύσιν, ἄς ἀφήσουμε τὸν νοῦν μας, νὰ ἀνατρέξει στὸ 51 μ.Χ. Ἡ πόλη τῶν Ἀθηνῶν δὲν εἶχε χάσει οὔτε τὴν αἴγλη οὔτε τὴ φήμη της. Ἦταν ἡ πόλη τοῦ πνεύματος, ἀπόγειον τοῦ πολιτισμοῦ ποὺ ὕμνησαν οἱ ποιητές, ἡ πόλη ποὺ μεγάλοι καλλιτέχνες λάμπρυναν μὲ μεγαλοπρεπῆ μνημεῖα καὶ ἡ πόλη τῶν φιλοσόφων, τῶν ἀνυπερβλήτων ποιητῶν, τραγωδῶν, κωμῳδῶν, ρητόρων καὶ τῆς τέχνης. Ἦταν, ὅπως ἔγραφε ὁ Φίλων «ὅπερ ἐν ὀφθαλμῷ κόρη ἤ ἐν ψυχῇ λογισμὸς τοῦτ’ ἐν Ἑλλάδι Ἀθῆναι» καὶ ὅπως συνόψισε διθυραμβικὰ ὁ Πίνδαρος:

«Ὦ ται λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι Ἑλλάδος ἔρεισμα, κλειναὶ Ἀθᾶναι, δαιμόνιον πτολίεθρον».[2]

Μεγίστη ἡ συμβολὴ τῶν Ἀθηνῶν-κράτους στὸν Παγκόσμιο Πολιτισμὸ μὲ τὴν Ἀκαδημία τοῦ Πλάτωνος καὶ τὸ Λύκειον τοῦ Ἀριστοτέλους, τὸν περίφημο Περικλῆ καὶ τὰ δημιουργήματά του, τὸν μέγιστο τῶν φιλοσόφων, τὸν Ἀθηναῖο Σωκράτη. Ἡ Ἀθήνα δὲν γέννησε τοὺς νόμους καὶ τοὺς δικανικοὺς λόγους; δὲν ἦταν ἐκείνη ποὺ πρωτοστάτησε καὶ ἡγήθηκε στὴ διάσωση  τοῦ παγκόσμιου πολιτισμοῦ μὲ τὸν Μαραθῶνα καὶ τὴν Σαλαμῖνα; αὐτοῦ τοῦ πολιτισμοῦ ποὺ σήμερα ἔχει ἡ Εὐρώπη καὶ τοῦ ὁποίου δὲν εἶναι ἄμοιρος καὶ ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότης; Καὶ ἰδού, στὸ κέντρο σχεδὸν τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν καὶ ἀνατολικὰ ὑψώνεται ἡ Ἀκρόπολη, τὸ ὡραιότερον καὶ περιφημότερον δημιούργημα τῶν αἰώνων, μὲ τὰ μνημεῖα τῆς εἰδωλολατρικῆς θρησκείας, τὰ «ἱερὰ σεβάσματα» τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Ἀτενίζουμε τὰ Προπύλαια, τὰ προσφάτως ἀναστηλωμένα, τὸν Ναὸν τῆς Ἀπτέρου Ἀθηνᾶς-Νίκης, ἀπὸ πεντελικὸ μάρμαρο, τὸν Παρθενῶνα, τὸ τελειότερον ἀρχιτεκτόνημα τῆς ἀνθρωπότητος, ἀπαστράπτον κάποτε μὲ τὸ ἀπαράμιλλο κάλλος τῶν περίφημων γλυπτῶν (μέρος τῶν ὁποίων εὑρίσκεται στὸ Βρεττανικὸν Μουσεῖον καὶ ἀλλοῦ καὶ ποὺ τὸ ἴδιο τὸ μνημεῖο ἀποζητᾶ τὴν ἐπιστροφήν τους). Τὸ Ἐρεχθεῖον μὲ τὴν πρόστασιν τῶν Καρυάτιδων, ὅπου ἐλατρεύετο ἡ Ἀθηνᾶ Πολιάς καὶ ὁ Ποσειδών.

Κατερχόμενοι ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολη ἐδῶ ποὺ εἴμεθα, στὸ κέντρο, εἶναι ὁ βράχος τοῦ Ἀρείου Πάγου, ὅπου κυρίως ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 7ου π.Χ. αἰώνα μὲ τὴ νομοθεσία τοῦ Δράκοντος ἦταν τὸ σεβασμιώτερον στὴν Ἀθήνα κριτήριον, ἕδρα ἀπονομῆς τῆς δικαιοσύνης καὶ ἡ ὀνομασία τοῦ ὁποίου κατὰ τὴν κρατοῦσα ἄποψη προέρχεται ἀπὸ τὸ μυθικὸ θεὸ τοῦ πολέμου τὸν Ἄρη, ὅπου ἔπηξε τὸ δόρυ του ὅτε ἐκρίνετο διὰ τὸν φόνον τοῦ Ἀλλιρροθίου.

Μὲ βαθύτατο λοιπὸν σεβασμὸ καὶ αἰσθήματα ἱερᾶς κατανύξεως ἵσταμαι εἰς αὐτὸ τὸ βῆμα, ἐδῶ εἰς τὸν ἱστορικὸν αὐτὸν βράχον, ὅπου πρὸ 20 αἰώνων ὑψώθη τὸ πνευματικὸν ἀνάστημα τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου Παύλου διὰ νὰ κηρύξει πρὸς τοὺς Ἀθηναίους Ἰησοῦν Χριστὸν σταυρωθέντα καὶ ἀναστάντα. Καὶ ὅπως ὁ Ὀλλανδὸς καθηγητὴς τῆς ἀρχαίας ἱστορίας καὶ τῆς νεοελληνικῆς φιλολογίας στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Νυμέγγεν F.J. de Waele τὸ 1950 κατὰ τὴν πρώτην ἐκ τριῶν ὁμιλιῶν του στὴν Ἀθήνα μὲ θέμα τὸν ἐρχομὸ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὴν Ἑλλάδα εἶπε ἐν προοιμίῳ:

«Ὁ μέγας κῆρυξ τοῦ Κυρίου εἶχε ὡς ἱερὰν ἀποστολὴν νὰ σφραγίσῃ τὸν ἀρχαῖον ἑλληνο-ῥωμαϊκὸν κόσμον μὲ τὴν ἱερὰν σφραγῖδα τοῦ Λυτρωτοῦ, δηλαδὴ τὸ ΧΡ, τὸν Ἰχθύν, τὸν Σταυρόν, διὰ νὰ διαδοθῆ ὕστερον ἀπὸ τὸ λίκνον τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ τὸ φῶς τοῦ Χριστιανισμοῦ εἰς τὰς ἄλλας ἠπείρους τοῦ κόσμου»,[3] οὕτω καὶ ἐγένετο. Τὸ ἐξαίρετον μεγαλεῖον τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἐθεμελίωσε τὸ μεγαλεῖον τοῦ ἑλληνικοῦ καὶ χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ, μέγεθος, τὸ ὁποῖον ἀποτελεῖ σταθμὸν στὴν ἱστορίαν τῆς ἀνθρωπότητος.[4]

Ἄνδρες Ἀθηναῖοι, θὰ σᾶς ὁμιλήσω διὰ τὸν «ἄγνωστον Θεόν», διεκήρυξε ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος.

Εἶναι χαρακτηριστικὸν δὲ ὅτι ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου ἄρχεται μὲ τὴν προσαγόρευση «Ἄνδρες Ἀθηναῖοι», δηλαδὴ μὲ τὴν ἴδια φράση καὶ τὸν ἴδιο τόνο ποὺ εἶχε καὶ ὁ Σωκράτης ἀρχίζοντας τὴν περίφημη «Ἀπολογία» του τὸ 399 π.Χ. ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου τῆς Ἡλιαίας, ὅπως μᾶς τὴν παραθέτει ὁ Πλάτων.[5][6]

Συνεχίζει μὲ ἱεραποστολικὴ διάκριση καὶ λεπτότητα ποὺ ἐκεῖνος ἤξερε καὶ μὲ ἐκπληκτικὴ κατὰ Χριστὸν μεθολογία, ἕνα ὑπέροχο ἄνοιγμα, εὐγενὴς ὁ ἴδιος καὶ καλλιεργημένος, ποὺ ἀπονέμει δίκαιον ἔπαινον στὴν ἔκδηλη θρησκευτικότητα τῶν Ἀθηναίων καὶ γενικότερα τῶν Ἑλλήνων, μὲ ἀποδεικτικὸ τεκμήριο τὴν ὕπαρξη πολλῶν ναῶν «σεβασμάτων» καὶ βωμῶν. Πράγματι, ὡς ἔλεγε ὁ Πετρώνιος, σατυρικῶς, ὅτι ἦταν εὐκολώτερο νὰ βρεῖ κάποιος στὴν Ἀθήνα θεὸν παρὰ ἄνθρωπον. Καὶ ὁ Παῦλος χαρακτηρίζει τοὺς Ἀθηναίους «κατὰ πάντα ὡς δεισιδαιμονεστέρους», δηλαδὴ τοὺς θεωρεῖ ὡς τοὺς περισσότερον θρησκεύοντας ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ λαοὺς ποὺ εἶχε ἐπισκεφθεῖ.

Χρησιμοποιεῖ μία γλῶσσα οἰκεία γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς. Τὴ γλῶσσα τῶν φιλοσόφων ἀφοῦ καὶ ὁ ἴδιος δὲν εἶναι ἄμοιρος φιλοσοφίας καὶ τῆς πλατειᾶς καὶ βαθειᾶς παιδείας. Πρώτη καὶ τελευταία φορὰ μάλιστα ἔχουμε ἀποστολικὸ κήρυγμα μὲ ἀναφορὲς ἐθνικῶν φιλοσόφων καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ ἐνθυμεῖται κανεὶς τὸ λόγο τοῦ ἰδίου τοῦ Ἀποστόλου «τοῖς πᾶσι γέγονα τὰ πάντα, ἵνα πάντως τινὰς … κερδήσω εἰς Χριστόν».[7] Ὁ λόγος τοῦ Ἀπ. Παύλου πρὸς τοὺς Ἀθηναίους ἔχει ἐξαιρετικὴ ἰδιαιτερότητα καὶ ἱερότητα. Εἶναι λόγος οὐσίας καὶ ὄχι τυπικότητος, λόγος συγκεκριμένος καὶ ὄχι ἀόριστος, εἶναι λόγος στὴ δομή του χριστοκεντρικός. Ἀλήθεια, δὲν θὰ ὄφειλε παράλληλα μὲ τὸν Ἐπιτάφιο τοῦ Περικλέους νὰ διδάσκεται στὰ σχολεῖα μας καὶ αὐτὸς ὁ λόγος τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου; Κατέχει καὶ αὐτὸς διὰ τοὺς εἰδήμονες ἐξαιρετικὴν θέσιν στὴν παγκόσμια βιβλιοθήκη τοῦ πνεύματος, ὅπως θεόπνευστα τὸν διασώζει ὁ συγγραφέας τῶν Πράξεων Λουκᾶς ὁ ἰατρὸς καὶ πιστὸς ἀκόλουθος τοῦ Παύλου.

«Διερχόμενος γὰρ καὶ ἀναθεωρῶν τὰ σεβάσματα ὑμῶν εὗρον καὶ βωμὸν ἐν ᾧ ἐπεγέγραπτο, ἀγνώστῳ θεῷ, ὃν οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε, τοῦτον ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν». [8]

Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν βρῆκε ὁ Ἀπόστολος παρόμοιο βωμό! Μήτε στὴν Ἔφεσο, μήτε στὴ Μίλητο. Μοναχὰ στὸ κλεινὸν ἄστυ, τὰς Ἀθήνας. Ὁ βωμὸς αὐτὸς εἶναι γιὰ τὸν Παῦλο τὸ πνευματικόν του – ἱεραποστολικὸ ἄγκιστρο. Ἀλήθεια, ὡς νὰ περίμενε ὁ βωμὸς αὐτὸς νὰ καταστεῖ βωμὸς τῆς θείας Προνοίας, προπομπὸς τοῦ χριστοκεντρικοῦ Εὐαγγελίου γιὰ νὰ προϊδεάσει τοὺς ἐθνικούς, ὡς προπαιδεία καὶ στὴν ἄλλη τὴ χριστιανικὴ παιδεία καὶ γνώση.

Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες καὶ οἱ Ἀθηναῖοι, θεὸν ἔχουν. Ἀλλὰ ἔχουν ἄγνοια τοῦ ζῶντος καὶ ἀληθινοῦ Θεοῦ τὸν ὁποῖον ἤδη ἀπὸ τὸν Σωκράτη μὲ τὸ «δαιμόνιόν» του καὶ τοὺς τραγικοὺς τὸν ἀναζητοῦν. Τὸ δωδεκάθεο δὲν τοὺς ἱκανοποιεῖ καὶ προφανῶς ἐκφράζοντας ἕνα πνεῦμα ἀναζητήσεως, διατυπώνουν τὴν ἀναζήτησή τους αὐτὴ καὶ τὴν ἐκφράζουν μὲ τὸ βωμὸ αὐτόν, «Ἀγνώστῳ θεῷ».

«Ὃν οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε, τοῦτον ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν». Θὰ τοὺς ἀποκαλύψει, λοιπόν, ποῖος εἶναι ὁ ἄγνωστος Θεός. Ὡς νὰ τοὺς λέγει, ὅτι δὲν θέλω, σεῖς, οἱ ὁποῖοι φημίζεσθε γιὰ τὴ σοφία σας νὰ ζεῖτε στὴν ἄγνοια καὶ στὴν τυφλὴ λατρεία ἑνὸς ἀγνώστου Θεοῦ. Λατρεύετε κάποιον θεὸν τὸν ὁποῖον δὲν γνωρίζετε; Αὐτὸν λοιπὸν τὸν Θεὸν ποὺ δὲν γνωρίζετε ἔρχομαι νὰ σᾶς ἀποκαλύψω. Τὸ ἐγχείρημα τοῦ Παύλου ὑψηλότατον. Ἡ ἀποστολή του λεπτοτάτη. Ὁ λόγος του διακριτικός. Ἡ καρδία του παλλομένη ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Ἕνα καὶ Μοναδικὸ Θεὸ καὶ γιὰ τὴ διακονία τοῦ συνανθρώπου ποὺ δὲν θέλει νὰ τὸν ἀφήσει στὴν ἄγνοιά του. Καθίσταται ἐδῶ στὸν Ἄρειο Πάγο, ὁ θεόπνευστος ὁραματιστής, τὸ «στόμα Χριστοῦ».

Θέτει ἔτσι ὁ μεγάλος Ἀπόστολος, τὸ πανάρχαιο καὶ συνάμα πάντοτε ἐπίκαιρο θέμα: τὸ περὶ Θεοῦ ἐρώτημα δηλαδὴ ὁ Θεὸς καὶ τὰ τόσα ἄλλα ἐρωτήματα ποὺ ἀναφύονται ἀπὸ τὸ θέμα αὐτὸ σχετικὰ μὲ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, τὴ γνώση, τὰ θεῖα ἰδιώματά Του, καὶ γιὰ τὴ σχέση Θεοῦ καὶ κόσμου καὶ μάλιστα τὴ σχέση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου. Ἔρχεται στὸ προσκήνιο ἡ ἐκτόπιση τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ ζωή, ἡ ἄρνηση τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ αὐτονόμησή μας ἀπὸ τὸ Θεό, καὶ τελικὰ καὶ αὐτὴ ἡ θεωρία περὶ τοῦ «θανάτου τοῦ Θεοῦ».

Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος βέβαια ἔρχεται ἐνώπιόν μας τὸ θέμα ἡ ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ, ἄλλοτε ἤρεμα καὶ ἄλλοτε ἐναγώνια, ἡ αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ἡ πίστη στὸ Θεό, ἡ ὑπακοὴ στὸ θεῖο θέλημα, ἡ κατὰ Θεὸν ζωή.

Πράγματι, τὸ περὶ Θεοῦ ἐρώτημα εἶναι τὸ μεῖζον ἐρώτημα τὸ ὁποῖον ἀπασχολεῖ πάντα ἄνθρωπον καὶ πάντοτε. Ἀπασχολεῖ καὶ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἰσχυρίζονται ὅτι ἀρνοῦνται τὴν ὕπαρξή Του. Ἡ προσπάθεια αὐτὴ ἐκφράζεται καὶ μὲ τὴν πληθώρα συγγραμμάτων περὶ Θεοῦ ποὺ θέλουν νὰ πείσουν τοὺς συνανθρώπους τους ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός. Μήπως ἄραγε μὲ αὐτὰ τὰ συγγράμματά τους θέλουν νὰ πείσουν τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτόν τους γιὰ τὴν ἀνυπαρξία τοῦ Θεοῦ γράφοντας γιὰ τὸ Θεό; Ὡστόσο, ἡ ἀπάρνηση τοῦ Θεοῦ ὁδηγεῖ ὄχι μόνο στὴ θυσία σὲ ἀλλοτρίους μυθικούς θεούς, κατασκευάσματα ἀνθρώπινα, σὲ θεοποίηση τῆς ὕλης, σὲ ἀπολυτοποίηση τῆς λογικῆς, τῆς ratio, ἀλλὰ τελικὰ καὶ σ’αὐτὴ τὴ θεοποίηση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ σημαίνει ἐγωκεντρικὴ θεώρηση τῆς ζωῆς καὶ μόνο, ὑπερύψωση τοῦ πεπερασμένου ἀνθρώπου, ἀδιαφορία καὶ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸ Θεὸ ποὺ ταὐτόχρονα σημαίνει ἀδιαφορία καὶ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων.

Ἡ ἄρνηση τοῦ Θεοῦ ἔχει πικροὺς καρποὺς ὄχι γιὰ τὸ Θεὸ ἀλλὰ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, τὴν ἀνθρώπινη κοινωνία, τὸν κόσμο καὶ αὐτὸν ἀκόμη τὸν ὑλικὸ καὶ φυσικὸ κόσμο ποὺ μᾶς περιβάλλει.

Χωρὶς Θεὸ ὁ ἄνθρωπος ζεῖ ἕνα ἐσωτερικὸ δρᾶμα. Χωρὶς Θεὸ ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἀντέχεται. Τὸ κενὸ τῆς ψυχῆς φέρει τὴν ὀρθολογικὴ ἀνία, τὴ δουλικότητα στὴν ὕλη, τὴν ψυχρότητα τῆς τεχνολογίας, τὸν ἀτομοκεντρισμό, τὴν κυριαρχία τοῦ φόβου, τὴν ἐπικράτηση τοῦ μίσους, τὴν ἀπανθρωπία, τὴ διάσπαση τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας. Ὁ ἄνθρωπος φθάνει νὰ γίνεται ὑπεράνθρωπος, ὑπάνθρωπος καὶ ἀκόμη μέχρι καὶ κτηνάνθρωπος.

Οἱ δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι τοῦ 20οῦ αἰώνα τὸ ἀποδεικνύουν μὲ τὰ ἐκατομμύρια τῶν νεκρῶν συνανθρώπων μας καὶ τὶς φοβερὲς καταστροφὲς καὶ ὅλην τὴν ἀπανθρωπίαν τους.

Στὸ σημεῖο αὐτό, ὅλως παραδόξως γίνεται ἡ συνάντηση δύο τελείως ἀντιθέτων ἀνθρώπων. Μία σύμπτωση ἑνὸς πιστοῦ καὶ ἑνὸς ἀπίστου σχετικὰ μὲ τὴν ἀνυπαρξία τοῦ Θεοῦ. Ὁ γνωστὸς ὑπέρμαχος τῆς ἀθεΐας Dawkins (Ντόκινς) μὲ τὸ σύνθημα: «πιθανῶς δὲν ὑπάρχει Θεός. τώρα σταματεῖστε νὰ στεναχωριέστε καὶ ἀπολαῦστε τὴ ζωή σας» καὶ ὁ ὀρθόδοξος χριστιανὸς πιστὸς μεγάλος συγγραφέας Fiodor Dostoyevski (Φιοντὸρ Ντοστογιέφσκυ) «δίχως Θεὸ ὅλα ἐπιτρέπονται». Ὁ νοῶν νοείτω. Ἄς θυμηθοῦμε καὶ τὴ διατύπωση τοῦ Γάλλου κοινωνιολόγου Frederic Leonard (Φρεντερίκ Λεονάρ) «ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀπελευθερωμένος ἀπὸ τὴν πίστη στὸ Θεὸ ἔφερε τὸ Ἄουσβιτς, τὰ Γκουλάγκ καὶ τὴ Χιροσίμα».

Ἀλλ’ ἄς ἐπανέλθουμε στὴ συνέχεια τοῦ Παύλειου λόγου: «Ὁ Θεὸς ὁ ποιήσας τὸν κόσμον καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῷ, οὗτος οὐρανοῦ καὶ γῆς ὑπάρχων Κύριος»[9], διδασκαλία ποὺ ἀντιτίθεται βέβαια στὴν ἑλληνικὴ ἀντίληψη, κατὰ τὴν ὁποία δὲν νοεῖται δημιουργία ἐκ τοῦ μηδενός. Προχωρεῖ, ὅμως, ὁ Παῦλος, χτίζοντας ἀμέσως γέφυρα μὲ τὶς ἀντιλήψεις τους προσθέτοντας ὅτι ὁ Θεὸς «οὐκ ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ» – μία φράση ποὺ οἱ φιλόσοφοι ἀπὸ τοὺς ἀκροατές του συμμερίζονταν σὲ μεγάλο βαθμό. Οἱ φιλόσοφοι ἔχουν ἤδη ἀσκήσει σκληρὴ κριτικὴ τῶν ναῶν καὶ ἀγαλμάτων ἀλλὰ καὶ τῶν πρακτικῶν λατρείας τῶν θεῶν, ποὺ τὴ διετύπωσε καὶ ὁ Δίων ἀπὸ τὴν Προῦσα, ὁ πρῶτος Ἕλλην ρήτωρ ὁ ὁποῖος ὀνομάστηκε Χρυσόστομος ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του.

Ὁ θεῖος Παῦλος προσθέτει: «οὐδὲ ὑπὸ χειρῶν ἀνθρώπων θεραπεύεται προσδεόμενός τινος, αὐτὸς διδοὺς πᾶσιν ζωὴν καὶ πνοὴν καὶ τὰ πάντα». Οὔτε δηλαδὴ ὁ Πάνσοφος, Παντοδύναμος καὶ Παντοκράτωρ Θεός, ὁ Δημιουργὸς τοῦ κόσμου καὶ Πλάστης τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τίποτε δὲν ἔχει ἀνάγκη, ἀφοῦ Αὐτὸς δίδει σὲ ὅλα τὰ δημιουργήματά Του ζωὴ καὶ ἀναπνοὴ καὶ πάντα ποὺ εἶναι ἀναγκαῖα γιὰ τὴ συνέχιση τῆς ζωῆς καὶ τοῦ κόσμου. Ὁ Ἱ. Χρυσόστομος ἐδῶ παρατηρεῖ ὅτι ὁ Παῦλος «δύο τεκμήρια θεότητος δείκνυσι, τὸ αὐτόν τε μηδενὸς δεῖσθαι καὶ πᾶσι πάντα παρέχειν».

Καὶ ὁ Παῦλος συνεχίζει: «καὶ ἐποίησέν τε ἐξ ἑνὸς αἴματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων». Ἐδῶ συνάπτεται τὸ κήρυγμα περὶ ἑνὸς ἀληθινοῦ Θεοῦ μὲ τὴ διακήρυξη τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ποὺ φέρει εὔγλωττα ἐνώπιόν μας τὸ τῆς Γενέσεως «καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον».[10] Δηλαδὴ πάντα τὰ ἔθνη καὶ βεβαίως ἀμφότερα τὰ φῦλα.

Ὁ θεόπνευστος ρήτωρ τῆς θεογνωσίας ἔρχεται κατόπιν καὶ ἐπικεντρώνεται στὸ μεγάλο θέμα τῆς ἀναζητήσεως καὶ εὑρέσεως τοῦ Θεοῦ. «Zητεῖν τὸν Κύριον, εἰ ἄρα γε ψηλαφήσειαν αὐτὸν καὶ εὕροιεν καί γε οὐ μακρὰν ἀπὸ ἑνὸς ἑκάστου ἡμῶν ὑπάρχοντα. Ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν, ὡς καί τινες τῶν καθ’ ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασι. Τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν».[11]

Σταθμὸς ὑψίστης σημασίας στὸν ἀνθρώπινο βίο εἶναι ἡ εὕρεση καὶ ἡ συνάντηση μὲ τὸ Θεό. Αὐτὸ εἶναι τὸ μέγιστο πνευματικὸ κατόρθωμα ὅσο ζεῖ στὴν παροῦσα ζωὴ ὁ ἄνθρωπος. Ὁ Πλάστης καὶ Δημιουργὸς ἐμφύτευσε τὸν πόθο στὴν ἐσώτατη ὕπαρξη, στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀναζητεῖ τὸ Θεό. Ὁ ψαλμωδὸς θὰ τὸ πεῖ ποιητικῷ τῷ τρόπῳ. «Ὅν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου πρὸς σέ, ὁ Θεός»[12] καὶ «ἐδίψησέ σε ἡ ψυχή μου ποσαπλῶς σοι ἡ σάρξ μου ἐν γῇ ἐρήμῳ καὶ ἀβάτῳ καὶ ἀνύδρῳ».[13]

Πράγματι ὑπάρχει δίψα ψυχῆς, ὅπως ὑπάρχει καὶ δίψα σώματος γιὰ τὸ ὕδωρ. Τὴ δίψα τοῦ σώματος ποιὸς μπορεῖ νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι μπορεῖ νὰ τὴν ἀντέξει; Καὶ βεβαίως, τὶ νὰ πεῖ κανεὶς γιὰ τὴ δίψα τῆς ψυχῆς γιὰ τὸ Θεό! Πολὺ χαρακτηριστικὰ τὰ ρήματα ποὺ χρησιμοποιεῖ ἐδῶ ὁ Παῦλος: «ζητεῖν», «ψηλαφήσειαν» καὶ «εὕροιεν». Ὅπως ἔχει ἐπισημανθεῖ τὸ πρῶτο ποὺ βλέπει ὁ ἄνθρωπος μετὰ τὴν πλάση του δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ὁ Θεός. Ἡ πρώτη πανανθρώπινη ἐμπειρία ἡ ὁποία ποτὲ δὲν σβήνει ἀπὸ τὸ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου. Μπορεῖ νὰ ἐπικαλύπτεται ἀλλὰ δὲν σβήνει. Ὁ ἄνθρωπος, λοιπόν, δὲν αὐτοπροσδιορίζεται. Ἔχει ἔξωθεν τὴν αἰτία. Δὲν ἀνακαλύψαμε ἐμεῖς τὸ Θεό. Ἐκεῖνος ἀποκαλύφθηκε στοὺς ἀνθρώπους. Ἡ αὐτοαποκάλυψη αὐτὴ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο δὲν ἀναφέρεται ἀσφαλῶς εἰς αὐτὴν ταύτην τὴν θείαν οὐσίαν. Ὁ ἄνθρωπος καταξιώνεται ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ γνωρίσει τὴν ὕπαρξή Του, τὶς θεῖες ἰδιότητες καὶ ἐνέργειες καὶ πολὺ περισσότερο καθιστᾶ γνωστὸ ὁ Θεὸς τὸ θέλημά Του, τὸ Νόμο Του ποὺ πρέπει νὰ διέπει τὸν ἀνθρώπινο βίο.

Ὁ τανυπτέρυξ  αὐτὸς τῆς θεολογίας ὁ Παῦλος ὑπογραμμίζει ὅτι αὐτὸς ὁ Θεὸς εἶναι κοντά μας, δίπλα μας. Ἐμεῖς εἴμαστε μακρυά Του μὲ τὴ θέλησή μας, μὲ τὴ συμπεριφορά μας. Ὁ ἄνθρωπος φεύγει. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ στοὺς ἀθέους καὶ ἀπίστους εἶναι κοντὰ γιατὶ «τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν». Μὰ γιατί; Ἐπειδὴ μᾶς ἔπλασε «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ καὶ καθ’ ὁμοίωσιν». Τὰ ὅριά μας εἶναι ὁ Θεός. Ὁρίζοντάς μας εἶναι ὁ Θεός. Προοπτική μας «τὸ ὁρᾶν τὸν Θεόν» ἀπαύστως.

Ὁ Παῦλος χρησιμοποιεῖ στὸ λόγο του διδασκαλία ποὺ δὲν εἶναι ἄγνωστη στοὺς Ἀθηναίους, τόσον τὴν φράση τοῦ Ἐπιμενίδου ὅσον καὶ τοῦ Ἀράτου, τοῦ δημοφιλοῦς ποιητοῦ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. «Ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν» καὶ «τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν». Ἐπισημαίνει κατ’ ἄριστον παιδαγωγικὸν τρόπον τὰ ὅρια τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀλλὰ συγχρόνως διδάσκει καὶ τὴ δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νὰ φθάσει καὶ μάλιστα νὰ βιώσει τὸ Θεό.

Ὁ Θεός, λοιπὸν οὔτε ἀπρόσιτος εἶναι καὶ οὔτε παντελῶς ἀμέθεκτος γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Γνωρίζουμε τὸν ἀληθινὸ Θεὸ διὰ τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν Του, διὰ τῆς καταυγάσεως τῆς θείας χάριτος ποὺ εἶναι ἄκτιστος, ὅπως θὰ τονίσει καὶ ἡ παλαμικὴ θεολογία, συνεχίζοντας τὴν ὅλη πρὸ αὐτοῦ πατερικὴ θεολογία καὶ ὀρθοδοξία. Γινόμεθα «θείας κοινωνοὶ φύσεως ἄνθρωποι», ὅπως γράφει ὁ ἕτερος πρωτοκορυφαῖος, ὁ Πέτρος, (Β΄ Πέτρ. 1:4) καὶ τοῦτο δὲν εἶναι ἀνθρώπινο ἐπίτευγμα ἀλλὰ δωρεὰ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Μόνο μὲ τὴν ἄκτιστο θεία ἐνέργεια, τὴ θεία χάρι κατορθώνει ὁ ἄνθρωπος νὰ ὑψωθεῖ «ἐπὶ τὴν ἀκρότητα τῶν θείων ἀναβάσεων» κατὰ τὸν Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη.

Ὁ λόγος τοῦ Παύλου, ἄς τὸ ἐπαναλάβουμε, εἶναι χριστοκεντρικός.

Κατακλείει μὲ μία σπουδαιοτάτη φράση! «Τοὺς μὲν οὖν χρόνους τῆς ἀγνοίας ὑπεριδὼν ὁ Θεός».[14] Τὴν ἄγνοια αὐτὴ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, τὴν ἐπὶ μακρόν, μὲ τὴν ἄφατη μακροθυμία Του ὁ Θεὸς ἦλθε καὶ διέγραψε. Χαρίζεται πράγματι ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο. Ὅμως «τανῦν παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν» (Πράξ. 17:30).  Καλεῖ τὸν ἄνθρωπο πάντοτε καὶ πανταχοῦ σὲ μετάνοια. Μόνον ἔτσι, μ’αὐτὴ τὴν ἐλεύθερη προϋπόθεση τῆς βαθειᾶς μετανοίας ἱερουργεῖται τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μας καὶ προχωρεῖ πλέον ὁ ἄνθρωπος στὴ «θέα τῶν μειζόνων». «Διότι ἔστησεν ἡμέραν ἐν ᾗ μέλλει κρίνειν τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ ἐν ἀνδρὶ ᾧ ὥρισε, πίστιν παρασχῶν πᾶσιν ἀναστήσας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν» (Πράξ. 17:31). Ἦλθε πλέον διὰ τὴν ζωὴν τῶν ἀνθρώπων ἡ ὥρα τοῦ Θεανθρώπου, ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὥρα τῆς Κρίσεως. Καὶ ἡ ὥρα αὐτὴ θὰ ἔλθει ὁπωσδήποτε· ἔρχεται.

Καὶ ἰδού: Ὁ Παῦλος μὲ τὸ λόγο του ἐδῶ στὸν Ἄρειο Πάγο ἔχει ἤδη ἀνάψει τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, τὴν πίστιν εἰς τὸν Χριστόν. Καὶ τὸ φῶς αὐτὸ δὲν ἔσβησε ποτὲ στοὺς μετέπειτα 20 αἰῶνες. Αὐτὸ λοιπὸν καὶ ἑορτάζουμε. Τὴ γέννηση τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἀθηνῶν. Καὶ ἐμεῖς, «μάρτυρες ἐσμέν». Εἴμαστε ἡ συνέχεια, ἐξαιρετικὸ προνόμιο ἀλλὰ καὶ εὐθύνη γιὰ ὅλους μας.

Γι’ αὐτὸ ἕνας διάλογος μεταξὺ Ὀρθοδοξίας καὶ ἀθεϊσμοῦ θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει κυριολεκτικῶς σπουδαιοτάτη σημασία. Νὰ γνωρίζουμε δὲ ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία, ὡς Ἐκκλησία καὶ πατερικὴ θεολογία, ὡς ποιμαίνουσα διακονία ἀείποτε διαλέγεται μὲ τὸν κάθε ἄνθρωπο, δὲν τὸν ἀποφεύγει, δὲν τὸν πολεμᾶ ὅσο ἀρνητὴς ἤ καὶ πολέμιος καὶ ἄν παρουσιάζεται. Τὸ γεγονὸς ὅτι κάθε ἄνθρωπος εἶναι «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ δημιούργημά Του καὶ τείνει, πρέπει νὰ κατατείνει, στὴν πραγμάτωση τοῦ σκοποῦ του, δηλαδὴ τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν», καὶ ἀκόμη πολὺ περισσότερο τὸ ὅτι γιὰ κάθε ψυχὴ ὁ Μονογενὴς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ντύθηκε τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ ἔπαθε καὶ ἐσταυρώθη καὶ ἀνεστήθη, αὐτὸ ὄντως τὸ γεγονὸς ἔρχεται καὶ καλλιεργεῖ καὶ τὸ ἄλλο ἦθος, τῆς ἀγάπης. Τῆς ἀγάπης ἐκείνης ποὺ τόσο ἐξύμνησε ἡ παύλειος θεολογία στὸ περίφημο 13ο κεφάλαιο τῆς πρώτης ἐπιστολῆς του πρὸς τοὺς γειτονικοὺς Κορινθίους.

Ἡ διδασκαλία τοῦ «οὐρανοβάμωνος» Ἀποστόλου μπορεῖ ἔτσι νὰ ἀποτελέσει τὴν κλεῖδα τῆς ἐπαφῆς τοῦ ἔργου τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸ σύγχρονο πονεμένο κόσμο, καὶ νὰ ἐπιτρέψει τὴν κατ’ ἀρχὴν θετικὴ ἀξιόλογηση τῶν ἐπιστημονικῶν ἐπιτευγμάτων τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν κατὰ βάσιν κατάφαση τοῦ πολιτισμοῦ, φθάνει νὰ εἶναι ὄντως πολιτισμὸς ποὺ σέβεται τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ καὶ ὕπαρξη.        Περαίνοντας καὶ κάμνοντας μία πνευματικὴ ἀνατομία στὴ μεταμοντέρνα ἐποχή μας, διαπιστώνουμε ὅτι πράγματι ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος προσπαθεῖ νὰ ἀποκόψει τὴν κοινωνία ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο ἐναγωνίως ἀναζητᾶ τὴ σώζουσα ἀλήθεια.

Φαινόμενα, ὅπως ὁ συγκρητισμός, ἡ παγκοσμιοποίηση, ἡ λεγομένη «σύγκρουση τῶν πολιτισμῶν», οἱ ἀποβαπτίσεις, ἡ πληθωρικότητα ἔντονου λόγου περὶ θρησκείας καὶ ἀ-θρησκείας, περὶ ὕπαρξης καὶ μὴ ὕπαρξης Θεοῦ, ὁ νεοδαρβινισμός στὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες τῆς Ἀμερικῆς καὶ αὐτὴ ἀκόμη, ὅσον κι ἄν ἀκούγεται παράδοξα, ἡ οἰκονομικὴ κρίση, στὸ βάθος τους κρύβουν τὸ θεμελιῶδες αὐτὸ ζήτημα ποὺ ἐπιχειροῦμε νὰ προσεγγίσουμε ἀπόψε ἔστω ἀκροθιγῶς. Τὸ θέμα ὁ Θεὸς στὴ ζωή μας ἤ ἡ ζωὴ χωρὶς τὸ Θεό.

Ἀλλὰ τὸ ἐρώτημα, ὅσο ὑπάρχει ἀνθρωπότης, θὰ τίθεται διηνεκῶς. Θὰ ζοῦμε ἐρήμην τοῦ Θεοῦ ἤ μαζὶ μὲ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ;

Ὁ πρῶτος μετὰ τὸν Ἕνα, ὁ ἔνδοξος Παῦλος, ὁ τῶν Ἀθηναίων διδάσκαλος καὶ τῆς Οἰκουμένης ἀγλάισμα, ὁ θεσπέσιος Παῦλος, ὁ Ἀπόστολος, μπορεῖ νὰ μᾶς καθοδηγήσει.

Μακαριώτατε,

Δύο βράχοι ἀπέναντι ὁ ἕνας στὸν ἄλλο.

Καὶ οἱ δύο σπουδαιότατοι.

Ἐμπνέουν θάμβος.

Ἀλλὰ μὴν ἐκπληττόμεθα.

Ἡ Ἀκρόπολη. Ὁ ἱερὸς βράχος τοῦ ἀρχαίου κόσμου, καὶ ὁ ἀνθρώπινος λόγος τῆς κατ’ἄνθρωπον σοφίας ἀφ΄ ἑνὸς καὶ ἀφ’ ἑτέρου ὁ ἱερὸς βράχος τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου, τὸ βῆμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου!

ὁ ἀπέριττος λόγος τῆς κατὰ Θεὸν σοφίας,

ὁ λόγος τοῦ Σταυροῦ ἀλλὰ καὶ τῆς Ἀναστάσεως,

Ὁ ἕνας, κρύβει τὴ σοφία,

τὸ κάλλος

τὴν τέχνη σὲ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις της καὶ μᾶς συνδέει μὲ τὸν παλαιὸ κόσμο.

Ὁ ἄλλος, ἀποπνέει ἁγιότητα

καλεῖ σὲ μετάνοια

ἀνοίγει τὴν θύρα τῆς ἀγάπης

φέρει τὴ νίκη κατὰ τοῦ θανάτου καὶ τὴν Ἀνάσταση,

μᾶς συνδέει μὲ τὸ καινούργιο, τὸ πάντοτε νέο, τὴν μοναδικὴ τομὴ τῆς παγκόσμιας ἱστορίας σὲ πρὸ Χριστοῦ καὶ μετὰ Χριστόν. Καθίσταται ἡ κολυμβήθρα τοῦ ἀρχαίου πνεύματος στὸν κατὰ Χριστὸν ἐξαγιασμόν του.

Τώρα, λοιπόν, ποὺ θὰ ἔλθει εἰς πέρας ὁ Πανηγυρικὸς Ἑσπερινός, ἄς στρέψουμε τὴν προσοχή μας καὶ ἄς σταθοῦμε μὲ ἱερὸ δέος καὶ σιωπή, μὲ βαθύτατη συνοχὴ καρδίας καὶ παρὰ τοὺς ποικίλους θορύβους τῆς ἐκκοσμικευμένης ἐποχῆς μας, ἀλλὰ καὶ τῆς κρυμμένης ἐλπίδας καὶ προσδοκίας, ἄς ἀφουγκρασθοῦμε ἅπαξ ἔτι, τὸν περίφημο λόγο τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν: «Ἄνδρες Ἀθηναῖοι» καὶ κατ’ἀναλογίαν καὶ κατ’ἐπέκτασιν Ἕλληνες, Εὐρωπαῖοι, ἄνθρωποι τῆς Οἰκουμένης, ἄνθρωποι τῆς ὑλοφροσύνης, τῆς ἀμφιβολίας, τοῦ νεο-ορθολογισμοῦ καὶ τῆς ἀπιστίας, ὄχι ἄγνωστον Θεὸν σᾶς κηρύττω, ἀλλὰ γνωστόν, τὸν Ζῶντα εἰς τοὺς αἰώνας, τὸν Ἀληθινὸν Θεόν.

Εἶναι ὁ «ΩΝ, ὁ ΗΝ καὶ ὁ ΕΡΧΟΜΕΝΟΣ», (Ἀποκ. 1:8) καὶ μαζὶ μὲ τὸν Παῦλο ἄς ψελλίσουμε, Ναί, Ἔρχου Κύριε Ἰησοῦ._ 


[1]. Πράξ. 17:22-23.

[2] . Διθ. Fragm. 76,3 (524).

[3]. Περ. Ἀκτῖνες 1950, σελ. 255.

[4]. αὐτόθι.

[5]. Παν. Γιαννακοπούλου, Πλάτωνος Ἀπολογία Σωκράτους, Ἀθήνα 1979.

[6]. μνημ. ἔ.

[7]. Α΄ Κορ. 9:22.

[8]. Πράξ. 17:23.

[9]. Πράξ. 17:24.

[10]. Γεν. 1:27.

[11]. Πράξ. 17:27.

[12]. Ψαλμ. 41:1.

[13]. Ψαλμ. 62:1.

[14]. Πράξ. 17:30.

Αφήστε μια απάντηση