kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

«Tο πολύ το κυρ’ ελέησον το βαριέται κι’ ο Θεός»;

Συγγραφέας: kantonopou στις 7 Μαΐου, 2010

libani.jpg«Tο πολύ το κυρ’ ελέησον το βαριέται κι’ ο Θεός»; (του Ιωάννη Δήμου)

από την ιστοσελίδα του:  www.sostikalogia.com

Αυτό  είναι μία λαϊκή  φράση που κατά τόπους λέγεται και διαφορετικά,  πάντα  όμως  με το ίδιο  νόημα. Εδώ βέβαια  δε  θα  εξετάσουμε  αυτή  τη  φράση  λαογραφικά  αλλά,  αν  και    κατά   πόσο αυτή στέκει θεολογικά.  Επειδή όμως συνοδεύεται από ερωτηματικό και μάλιστα διπλό,  θα  ήταν εύκολο να απαντήσει   κανείς   με  ένα  όχι,  και  μάλιστα  να   είναι   και  αυτό  διπλό όπως είναι και το ερωτηματικό.  Όμως  ας   μη   μείνουμε  τόσο   στο   ερωτηματικό   και ας    εξετάσουμε   θεολογικά   τα  δύο μέρη  αυτής  της  φράσης, γιατί  έχουν μεγάλο ενδιαφέρον.  Έτσι  και η  απάντηση  στο ερώτημα  θα γίνει  περισσότερο  κατανοητή.  

Το  δεύτερο  μέρος, δηλαδή το «το βαριέται κι’ ο Θεός», είναι ανθρωπομορφισμός και  μάλιστα άστοχος  για το Θεό, γιατί δεν επιτρέπεται  ούτε  μπορεί  ένας  άνθρωπος  να  ερευνά  με  τα  δικά  του  μέτρα  το  πώς αισθάνεται  ο  Θεός.  Αυτό  γίνεται μόνο από το Άγιο Πνεύμα το  Οποίο  «πάντα ερευνά, και τα βάθη του Θεού.»  (Α’ Κορ. β’, 10 ).  Έτσι εδώ  θα  αναφερθούμε πρωτίστως  στο  πρώτο μέρος, δηλαδή στο  «το πολύ το  Κύριε  ελέησον». Όσο  δε για  το δεύτερο μέρος, δηλαδή  για  το  «το βαριέται  κι’ ο Θεός», και αυτό το μέρος, ως συνέχεια του πρώτου, δε θα μείνει ασχολίαστο, άμεσα ή  έμμεσα.

Ας  παραθέσουμε  λοιπόν  τα  παρακάτω σχετικά  με το θέμα αριθμημένα.  

α)  Το  Κύριε  ελέησον,  άσχετα   αν   αυτό   είναι  πολύ  ή  λίγο, είναι μία σύντομη   αίτηση προς το Θεό για να χορηγήσει το έλεός Του.  Ανήκει δηλαδή  η  φράση αυτή,  ως προσευχή, στο είδος της προσευχής που ονομάζεται αίτηση και όχι στα είδη της προσευχής  που ονομάζονται ευχαριστία και δοξολογία.

β) Όταν λοιπόν κανείς λέει συνέχεια Κύριε ελέησον, πότε θα δοξάσει  το  Θεό,  και  πότε  θα  τον  ευχαριστήσει  για  το  ότι    τον έχει ελεήσει; Μήπως αγνοεί ότι  είναι  «οικτίρμων  και  ελεήμων  ο  Κύριος,  μακρόθυμος  και  πολυέλεος·»  (Ψ.102,8); Μήπως λέει μηχανικά το Κύριε, ελέησον, και  δεν  πιστεύει  ότι  ο  Θεός  «πλούσιος  ων  εν  ελέει,» (Εφ. β’, 4 ), όχι  μόνο  τον  έχει  ελεήσει  αλλά  τον  ελεεί  συνέχεια; Δεν  πρέπει  λοιπόν και αυτός  να  κάνει  ότι  έκανε  και  ο  ένας  από  τους  δέκα λεπρούς που θεράπευσε ο  Κύριος; Τι έκανε αυτός ο λεπρός που πριν από λίγο φώναζε μαζί με τους άλλους εννέα «Ιησού  επιστάτα,  ελέησον  ημάς» (Λουκ. ιζ’, 13 );  Απλούστατα   έκανε  το  αυτονόητο,  δηλαδή  μετέτρεψε  την  αίτηση  σε  δοξολογία    και  ευχαριστία,  αφού  «ιδών ότι ιάθη, υπέστρεψε μετά  φωνής μεγάλης  δοξάζων  τον  Θεόν, και έπεσεν επί  πρόσωπον παρά τους  πόδας  αυτού  ευχαριστών   αυτώ· » (Λουκ. Ιζ’, 15-16 ).  Η    προσευχή  του  αυτή  ήταν  ευάρεστη  ενώπιον   του   Κυρίου όπως  φαίνεται  από  τα λόγια Του, «αποκριθείς  δε  ο Ιησούς είπεν· ουχί οι δέκα  εκαθαρίσθησαν; οι  δε  εννέα  πού;  ουχ  ευρέθησαν   υποστρέψαντες  δούναι δόξαν τω Θεώ ει μη ο αλλογενής  ούτος;» (Λουκ. Ιζ’,  17-18 ). Με  τα λόγια   αυτά ο Κύριος  προφανώς δηλώνει ότι  ήθελε   να   δώσουν   δόξα  στο   Θεό  οι λεπροί για το  ότι τους ελέησε,  και  όχι  να  συνεχίσουν  να  του λένε  « Ιησού  επιστάτα,  ελέησον ημάς» (Λουκ. ιζ’, 13 ).  

γ) Αλλά εκτός από την αίτηση, τη δοξολογία, και την ευχαριστία προς το Θεό,  υπάρχει και η ευλογία. Έτσι,  όταν ένας λέει συνέχεια   Κύριε  ελέησον, πότε θα ευλογήσει  και θα αινέσει το Θεό σύμφωνα  με την υπόσχεσή του, «Ευλογήσω  τον Κύριον εν παντί καιρώ, διά παντός η αίνεσις αυτού εν τώ στόματί μου.» (Ψ.33,2 );  Δεν φαίνεται σαν να απορρίπτει τα παραπάνω λόγια, όταν, «εν παντί καιρώ», αυτός αντί να ευλογεί τον Κύριο, λέει  «το πολύ το Κύρ’ ελέησον»; Όταν ένας λέει συνέχεια Κύριε ελέησον, πότε θα πει στην ψυχή του, «ευλόγει, η ψυχή μου, τον Κύριον και, πάντα τα εντός μου, το όνομα το άγιον αυτού·  ευλόγει, η ψυχή μου, τον Κύριον και μη επιλανθάνου πάσας τας ανταποδόσεις αυτού·  τον ευιλατεύοντα πάσας τας ανομίας σου, τον ιώμενον πάσας τας νόσους σου·» (Ψ.102, 1-3 ); Αλλά και αν πει  στην ψυχή του να ευλογεί τον Κύριο, αυτός θα συνεχίσει να λέει, το  Κύριε, ελέησον;  Κύριε, ελέησον, γίνονται  αυτά τα πράγματα; Τέλος, πότε θα λάβει σοβαρά υπ’ όψη του τα λόγια του λειτουργού «Ο ευλογών τους ευλογούντας σε, Κύριε,…. »; Δεν είναι ωραίο πράγμα να ανήκει  και  αυτός  στους  παραπάνω «ευλογούντας » τον Κύριο ; Δεν πρέπει να ευλογεί και αυτός το Θεό  λέγοντας  π.χ. ευλογημένος ο Θεός και Πατέρας του Κυρίου  Ιησού  Χριστού  ή  ευλογημένος ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώτνος; 

δ) Αλλά εκτός από τα λόγια υπάρχει και η σιωπή.  Έτσι,  όταν ένας λέει συνέχεια  Κύριε ελέησον, πότε  και  πώς θα ακούσει τη φωνή του Θεού μέσα του, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου Παύλου, «Διό, καθώς λέγει το Πνεύμα το άγιον· σήμερον εάν της φωνής αυτού ακούσητε,  μη σκληρύνητε τας καρδίας υμών …..» (Εβρ. γ’,7- 8 );  Τώρα ζητάει να τον ακούσει ο Θεός και καλά κάνει, πότε  όμως  και  πώς θα ακούσει και  αυτός  το Θεό και θα του πει «λάλει,  Κύριε, ότι  ακούει ο δούλος σου»  ( Βασ  Α’ β’, 9  );  Πότε και  πώς  θα  ακούσει  μέσα  του  τη  φωνή  του Αγίου Πνεύματος  « αββά ο πατήρ », σύμφωνα  πάλι  με τα λόγια του Αποστόλου Παύλου, «Ότι  δε εστε υιοί,  εξαπέστειλεν  ο  Θεός  το   Πνεύμα του υιού αυτού εις ταις καρδίας ημών, κράζον· αββά ο πατήρ.» (Γαλ.δ’, 6 ); 

ε)  Αλλά, επειδή  υπάρχει και η άγνοια, ας αναφερθούμε με λίγα λόγια και  σ’ αυτή. Το ότι οι άνθρωποι δε γνωρίζουν  ακριβώς  πώς  πρέπει  να προσεύχονται   το αναγνωρίζουν και το ομολογούν όλοι,  εκτός  βέβαια από εκείνον που νομίζει ότι αυτός  το γνωρίζει. Πάντως  οι  Απόστολοι  δεν  το  γνώριζαν   όπως   φαίνεται   από το  εξής  περιστατικό, «Και  εγένετο    εν  τώ είναι αυτόν εν τόπω τινί προσευχόμενον, ως επαύσατο, είπέ τις των μαθητών αυτού προς αυτόν· Κύριε, δίδαξον ημάς προσεύχεσθαι, καθώς και Ιωάννης εδίδαξε τους μαθητάς αυτού. είπε δε αυτοίς· Όταν προσεύχησθε, λέγετε, Πάτερ ημών ο εν τοίς ουρανοίς·…..»  ( Λουκ. ια’,1-2 ). Έτσι δίδαξε ο Κύριος την προσευχή των προσευχών, δηλαδή το   «Πάτερ ημών». Αλλά το  ότι οι άνθρωποι δε γνωρίζουν  ακριβώς  πώς  πρέπει  να προσεύχονται, το ομολογεί και ο Απόστολος  Παύλος,  συμπεριλαμβάνοντας   μάλιστα  και τον εαυτό του, όπως φαίνεται από τα εξής λόγια του,  «Ωσαύτως δε και  το  Πνεύμα  συναντιλαμβάνεται  ταίς  ασθενείαις   ημών· το γάρ   τι   προσευξώμεθα  καθ’ ό δεί ουκ οίδαμεν, αλλ’ αυτό το Πνεύμα  υπερεντυγχάνει  υπέρ ημών στεναγμοίς  αλαλήτοις·» (Ρωμ. η’, 26  ).

στ) ‘Αντε  τώρα  να  διαψεύσει  κανείς  τον  Απόστολο  Παύλο και να  πει  ότι  αυτός  γνωρίζει πώς  πρέπει  να προσεύχεται, δηλαδή να  λέει  συνέχει,  Κύριε,  ελέησον. Αλλά ας μείνουμε και σ’ αυτή την περίπτωση, για να επανέλθουμε στο αρχικό ερώτημα, δηλαδή, αν «το πολύ το Κύρ’ελέησον το βαριέται  κι’ ο Θεός». Όπως αναφέρθηκε  στην  αρχή,  η  φράση  «το βαριέται  κι’ ο Θεός» είναι  άστοχη,  γιατί  το  να  βαριέται  κανείς κάτι σημαίνει ότι δέχεται ένα βάρος, δηλαδή  ένα  πειρασμό  πράγμα  που δε συμβαίνει  στο  Θεό, «ο γάρ Θεός απείραστός εστι κακών, πειράζει  δε  αυτός ουδένα.»  (Ιακ. α’, 13 ). Άρα αυτός που λέει «Το πολύ το Κύρ’ελέησον το βαριέται  κι’ ο Θεός», άλλο θέλει να πει. Ίσως να εννοεί ότι δεν το χρειάζεται ο Θεός αφού  ο Ίδιος ο Κύριος είπε,     «οίδε γαρ  ο πατήρ υμών ων χρείαν έχετε προ του υμάς αιτήσαι αυτόν.» ( Ματ. στ’, 8) ή ίσως  να εννοεί  ότι ο προσευχόμενος προκειμένου  να  προσευχηθεί   πρέπει  να  εξετάζει  «τι  το  θέλημα  του  Θεού το αγαθόν και ευάρεστον  και  τέλειον.»  ( Ρωμ. ιβ’,  2 ).

ζ) Ύστερα από τα παραπάνω  μπορεί να ρωτήσει κανείς, αν  ο Θεός  ακούει και δέχεται  «το πολύ το Κύρ’ ελέησον ». Και βέβαια το ακούει  και το δέχεται.  Εδώ άκουγε έναν που έλεγε     «μη μ’ ελέεις» και δε θα ακούσει το Κύριε, ελέησον; Αφού ο Ίδιος  ο  Κύριος είπε, «καγώ υμίν λέγω, αιτείτε, και δοθήσεται υμίν· ζητείτε, και ευρήσετε· κρούετε, και ανοιγήσεται υμίν· πας γαρ ο αιτών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει και τω κρούοντι ανοιχθήσεται.» (Λουκ ια’, 9-10  ), δε θα ελεήσει αυτόν που ζητάει συνέχεια το έλεός Του; Το ζήτημα είναι πότε θα καταλάβει ο ίδιος, δηλαδή αυτός που λέει  «το πολύ το Κύρ’ ελέησον», ότι ο Θεός τον ελέησε, και  πότε  και  αν  θα  κάνει  ότι  έκανε  και  ο ένας από τους δέκα λεπρούς ο οποίος «ιδών ότι ιάθη, υπέστρεψε μετά  φωνής μεγάλης  δοξάζων  τον  Θεόν, και έπεσεν επί  πρόσωπον παρά τους  πόδας  αυτού  ευχαριστών   αυτώ·» (Λουκ. Ιζ’, 15-16 ). Βέβαια ποτέ  δεν είναι αργά, αλλά ας μη χάνει πολύτιμο χρόνο, γιατί η ευχαριστία, η δόξα, η τιμή, η προσκύνηση και η ευλογία  προς το Θεό είναι μεν πάνω από το προσωπικό του συμφέρον, αλλά είναι ταυτόχρονα  και για το δικό του προσωπικό  συμφέρον  για το οποίο τόσο πολύ φροντίζει λέγοντας συνέχεια «το πολύ το Κύρ’ ελέησον». Ας κλείσουμε όμως το θέμα με την απάντηση στο διπλό  ερωτηματικό του τίτλου. Όχι, όχι, δεν το βαριέται  ο Θεός.

Πηγή:http://www.zoiforos.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=3436&Itemid=1

Αφήστε μια απάντηση