kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Ε΄ Κυριακή Νηστειών- «Μετανοείτε»

Συγγραφέας: kantonopou στις 20 Μαρτίου, 2010

0oll.jpg«ΜΕΤΑΝΟΕΙΤΕ»

Η Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί μου, ἡ ἁγία ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, δὲν εἶνε δημιούργημα ἀνθρώπου. Ἂν ἦταν ἔτσι, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀγρία πολεμικὴ ποὺ δέχθηκε καὶ δέχεται ἀπὸ παλαιοτέρους καὶ νεωτέρους ἐχθρούς, θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε γκρεμιστῇ· δὲν θὰ ὑπῆρχε. Ἡ πολεμικὴ ὅμως αὐτὴ ἀποδεικνύει ἀ­κριβῶς, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ζῇ καὶ δρᾷ. Διότι δὲν πολεμάει κανεὶς νεκρούς· πολεμάει ζων­τανούς. Ἡ Ἐκκλησία λοιπὸν μένει, ζῇ καὶ βασιλεύει καὶ θριαμβεύει στὸν κόσμο.

Γιατί; Εἴπαμε· διότι δὲν εἶνε ἀνθρώπινο κατασκεύασμα, δὲν τὴν ἔφτειαξαν ἄνθρωποι. Εἶνε θεῖο καθίδρυμα. Εἶνε ―γιὰ νὰ μιλήσουμε πιὸ ἁπλᾶ― ἕνα δεντρί, ποὺ δὲν τὸ φύτευσε χέρι ἀνθρώπου· τὸ φύτευσε ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ἡ ἁγία Τριάς. Γι᾽ αὐτὸ ὅλοι οἱ δαίμονες τῆς κολάσεως, ὅλων τῶν χρωμάτων καὶ ἀποχρώσεων, δὲν μποροῦν νὰ τὴν ξερριζώσουν.

Ἡ Ἐκκλησία εἶνε ἀναγκαία. Πόσο ἀναγκαία εἶνε; Ὅπως τὸ ψωμὶ ποὺ τρῶμε κάθε μέρα, ὅ­πως οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου ποὺ μᾶς φωτίζουν καὶ μᾶς θερμαίνουν, ὅπως ὁ ἀέρας ποὺ ἀναπνέουμε κάθε στιγμή. Μπορεῖς χωρὶς ἀέρα νὰ ζήσῃς; μπορεῖς χωρὶς ἥλιο νὰ ζήσῃς; μπορεῖς χωρὶς ψωμὶ νὰ ζήσῃς; Ἄλλο τόσο μπορεῖς νὰ ζήσῃς χωρὶς Ἐκκλησία, χωρὶς Θεό.

Καὶ ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει προορισμὸ μεγάλο. Ποιός ὁ προορισμός της; Ἡ Ἐκκλησία εἶνε ἰατρεῖο. Ὅπως ὅταν ἀρρωστήσῃ ὁ ἄνθρωπος πηγαίνει στὸ ἰατρεῖο καὶ ζητεῖ φάρμακα γιὰ νὰ θεραπευθῇ, ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία μας, ―λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος― εἶνε ἕνα πνευματικὸ ἰατρεῖο γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς τῆς γῆς. Οἱ ἀσθενεῖς τρέχουν γιὰ τὴ θεραπεία τοῦ σώματος, καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ τρέχουν στὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὴ θεραπεία ψυχῆς καὶ σώματος. Μόνο ἐὰν κανεὶς δὲν εἶνε ἁμαρτωλός, αὐτὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη τὴν Ἐκκλησία. Ἀλλ᾽ ὑπάρχει ἄν­θρωπος στὸν κόσμο ποὺ νὰ μὴν εἶνε ἁμαρτω­λός; Ὄχι. Ὅλοι εἴμεθα ἁμαρτωλοί. Ἕνας μόνο στάθηκε ἀναμάρτητος, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ὅλοι οἱ ἄλλοι λοιπόν, ὡς ἁμαρτωλοί, ἔχουμε ἀνάγκη τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Χριστός, ὅταν ἦταν ἐπάνω στὴ γῆ, καλοῦ­­σε τοὺς ἁμαρτωλοὺς νὰ μετανοήσουν, νὰ ἐπιστρέψουν σ᾽ αὐτόν, καὶ τοὺς ἔδινε τὴ συγχώρησι. Ἀλλὰ καὶ μέχρι σήμερα καὶ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων ὁ Χριστὸς καλεῖ καὶ θὰ καλῇ ὅλους στὴ μετάνοια.

Σήμερα ἀκριβῶς ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ Χριστὸ προβάλλοντας ὡς ὑπέροχο παράδειγμα μετανοίας μιὰ γυναῖ­κα. Εἶνε ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία, ποὺ ἑορτάζει δυὸ φορὲς τὸ χρόνο· σήμε­ρα, ποὺ εἶνε ἡ κινη­τὴ ἑορτὴ τῆς πέμπτης (Ε΄) Κυριακῆς τῶν νηστειῶν, καὶ τὴν 1η Ἀπριλίου.

***

Ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία ἔζησε τὸν ἕκτον αἰῶνα, στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ (527-565), στὴ μεγάλη πόλι ποὺ ἔχτισε ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος καὶ ὀνομάζεται Ἀλεξάνδρεια. Ὑπάρχει μέχρι σήμερα καὶ εἶνε ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα λιμάνια τῆς Μεσογείου. Ἐκεῖ γεννήθηκε. Ἀλλ᾽ ἀπὸ μικρὴ παραστράτησε. Ἔμπλεξε μὲ κακὲς παρέες καὶ διεφθάρη. Ἔγινε μία κοινὴ γυναίκα. Λόγῳ τῆς ὡραιό­τητός της εἶχε ἀποκτήσει πολλοὺς ἐραστὰς καὶ διέθετε χρῆμα. Φοροῦσε μεταξωτά, ἦταν πάντα στολισμένη μὲ ἀκριβὰ κοσμήματα. Εἶχε γίνει βασίλισσα τῆς ἡδονῆς, τὸ θέλγητρο, ὁ μαγνήτης τῆς Ἀλεξανδρείας.

Ἐνῷ λοιπὸν συνέχιζε τὴν ἁμαρτωλὴ ζωή, μιὰ μέρα, ὅπως ἱστορεῖ ὁ βίος της, κατέβηκε στὸ λιμάνι. Εἶδε ἐκεῖ ἕνα καράβι. Ρώτησε τὸν καπε­τάνιο γιὰ ποῦ πηγαίνει κι αὐτὸς ἀπήντησε· Στοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἡ Μαρία ἀποφάσι­σε νὰ ταξιδέψῃ μὲ τὸ πλοῖο αὐτό. Ἔτσι κ᾽ ἔγινε. Ἔφτασε στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ πῆγε στὸ ναὸ τὴν ἡμέρα τῆς Ὑψώσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ νὰ προσκυνήσῃ. Ἀλλὰ τὴ στι­γμὴ ποὺ προσπαθοῦσε νὰ μπῇ, μιὰ ἀόρατη δύναμι τὴν ἐμπόδισε. Τότε συναισθάνθηκε τὴν κατάστασί της, συνειδητοποίησε ὅτι εἶνε ἁμαρτωλή, ὅτι δὲν εἶνε ἄξια νὰ μπαίνῃ στὴν ἐκκλησία.

Μήπως, ἀγαπητοί μου, κ᾽ ἐμεῖς τώρα ἀξίως μπαίνουμε στὸ ναό; Ἂν στὴν πόρτα στεκόταν ἕνας ἄγγελος κ᾽ ἔκανε κοντρὸλ στὸν καθένα, ποιός θὰ βρισκόταν ἄξιος νὰ μπῇ; Μπαίνουμε χάρις στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἁμαρτωλοὶ ἐμεῖς, σκουλήκια βρωμερὰ καὶ ἀκάθαρτα, μᾶς δέχεται στὴν ἐκκλησία του ὁ Χριστός.

Συναισθάνθηκε λοιπὸν ἡ Μαρία τὴν ἁ­μαρτωλότητά της. Παρακάλεσε τότε τὴν Παναγία νὰ τὴν ἀφήσῃ νὰ μπῇ, καὶ ἡ Παναγία ἄκουσε τὴν παράκλησί της· ἡ Μαρία μπῆκε στὴν ἐκκλησία. Γονάτισε, ἔκλαψε, προσκύνησε τὸ σταυρό, κ᾽ ἔδωσε ὑπόσχε­σι στὸ Θεὸ ὅτι θ᾽ ἀλλάξῃ πλέον διαγωγή. Μετανόησε. Μαύρη μπῆκε – ἄσπρη βγῆκε. Φεύγοντας ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, κατευθύνθηκε πρὸς τὸν Ἰορδάνη, κι ἀφοῦ πέρασε τὸν ποταμὸ βρέθηκε στὴν ἔρημο· τὴν ἀπέραντη ἔρημο, ὅπου μόνο θηρία ἄγρια ζοῦσαν κι ἀκούγονταν οἱ φωνές τους. Ἐκεῖ ἡ γυναίκα αὐτή, ποὺ ἦταν συνηθισμένη στὴν πολυτέλεια καὶ χλιδὴ τῆς Ἀλεξανδρείας, ἄλλαξε στὸ ἑξῆς τελείως τρόπο ζωῆς. Ἔζησε σαράντα ὁλόκληρα χρόνια μὲ σκληραγωγία παρακαλώντας τὸ Θεὸ νὰ τὴ συχωρέσῃ.

Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ζοῦσε ἕνας ἀσκητὴς ποὺ τὸν ἔλεγαν Ζωσιμᾶ. Ἦταν σπουδαῖος, ἀλλὰ ὁ διάβολος τοῦ ἔρριξε μιὰ ἰδέα. Ζωσιμᾶ, τοῦ εἶ­πε, χρόνια τώρα ἀσκητεύεις, προσεύχεσαι, μελετᾷς, κοινωνεῖς τῶν ἀχράντων μυστηρίων· σὰν ἐσένα δὲν ὑπάρχει ἄλλος… Ὑπερήφανος λογισμός. Καὶ ἡ ὑπερηφάνεια εἶνε ἡ πιὸ μεγά­λη ἁμαρτία. Ἡ φωνὴ ὅμως τοῦ Θεοῦ ἀπήντησε· Ζωσιμᾶ, κάνεις λάθος· ὑπάρχει μιὰ ἄλλη ψυ­χὴ ἀνώτερη ἀπὸ σένα… Βγῆκε τότε ὁ ἀσκη­τὴς στὴν ἔρημο, καὶ καθὼς βάδιζε βλέπει ξα­φνικὰ κάτι σὰν φάντασμα. Δὲν ἦταν φάντασμα· ἦταν ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία, ποὺ εἶχε καταν­τήσει πετσὶ καὶ κόκκαλο.

Ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Ζωσιμᾶ, εἶπε τὸ ὄνομα καὶ τὴ ζωή της. Ἀφοῦ ἐξωμολογήθηκε τ᾽ ἁμαρτήματά της, παρακάλεσε τὸν ἅγιο Ζωσιμᾶ νὰ τῆς φέρῃ τὴν θεία κοινωνία. Πράγματι ὁ Ζωσιμᾶς τῆς ἔφερε τὰ ἄχραντα μυστήρια, κι ὅταν τὴν κοινώνησε τὰ δάκρυά της ἔπεφταν στὸ ἅγιο ποτήριο.

Ἔτσι κοινωνοῦσαν κάποτε οἱ Χριστιανοί, μὲ συγκίνησι καὶ δέος. Εἶνε μέγα μυστήριο ἡ θεία κοινωνία. Ἐμεῖς τώρα, ἀλλοίμονο, κοινωνοῦ­με ἀναίσθητοι καὶ ἀδιάφοροι, χωρὶς πόθο καὶ λαχτάρα γιὰ τὸ Θεό, χωρὶς θεῖον ἔρωτα.

Ἐκείνη κοινώνησε ἐξωμολογημένη καὶ μὲ συναίσθησι. Μετὰ παρακάλεσε τὸν Ζωσιμᾶ νὰ ξαναπάῃ. Καὶ πῆγε ὁ γέροντας μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο ἐκεῖ καὶ τὴν ζήτησε. Τὴ βρῆκε πεθαμένη πλέον, ξαπλωμένη στὴν ἄμμο. Ἦταν σὰν ἄγγελος. Δίπλα εἶχε χαράξει τὶς λέξεις· «Θάψε, Ζωσιμᾶ, τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτωλῆς Μαρίας». Ὁ ἅγιος Ζωσιμᾶς ἔψαλε τὴν κηδεία καὶ ἦρθε ἡ ὥρα νὰ τὴν θάψῃ. Ἀξίνα δὲν εἶχε. Πῶς ἔσκαψε;  Μέσα ἀπὸ τὴν ἔρημο τότε ―ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς πιστεύουμε―ἦρθε ἕνα λιοντάρι, ἔσκαψε μὲ τὰ νύχια του, ἔκανε λάκκο, κ᾽ ἔγινε αὐτὸ ὁ νεκροθάφτης. Ἐκεῖ ἐτάφη ἡ ὁσία.

***

Αὐτὸς μὲ λίγα λόγια εἶνε ὁ βίος τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, ποὺ ἑορτάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας. Τί μᾶς διδάσκει; Ὅτι ὁ Χριστὸς δέχεται ὅλους, καὶ τοὺς πιὸ μεγάλους ἁμαρτωλούς. Ὅσα ἁμαρτήματα κι ἂν ἔχῃ κάνει ὁ ἄνθρωπος, ὁ Χριστὸς τὸν συγχωρεῖ, ἀρκεῖ νὰ ἔχῃ μετάνοια. Μετανοεῖτε λοιπόν, μᾶς φωνάζει σήμερα ἡ ὁσία Μαρία. Ἀλλὰ καὶ κάθε μέρα καὶ κάθε ὥρα μᾶς φωνάζει ὁ Χριστός· «Μετανοεῖτε» (Ματθ. 3,2). Μᾶς καλεῖ ν᾽ ἀλλάξουμε κ᾽ ἐμεῖς διαγωγή, ὅπως ἄλλαξε ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι.

«Μετανοεῖτε», μᾶς φωνάζουν ὅλα τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως, οἱ ἀστραπὲς καὶ οἱ βροντές, κι ἀλλοίμονο ἂν δὲν ἀκοῦμε. «Μετανοεῖτε», μᾶς φωνάζουν οἱ θεομηνίες, οἱ πλημμύρες ποὺ κάνουν τὰ ποτάμια νὰ φουσκώνουν καὶ ν᾽ ἀπειλοῦν νὰ πνίξουν κόσμο, οἱ σεισμοὶ ποὺ γκρεμίζουν σπίτια, οἱ πυρκαγιὲς ποὺ ἀποτεφρώνουν δάση, οἱ ἀρρώστιες ποὺ θερίζουν. «Μετανοεῖτε», μᾶς φωνάζουν οἱ τάφοι καὶ ὁ θάνα­τος, ποὺ ἔρχεται κάθε μέρα.

Οἱ ἄνθρωποι ὅμως μένουν ἀναίσθητοι, δὲν μετανοοῦν. Περνοῦν τὰ χρόνια, ἀσπρίζουν τὰ μαλλιά, πέφτουν τὰ δόντια, τὸ σῶμα μαραίνεται, φθάνει τὸ τέλος, κι οὔτε τότε ὁ ἄνθρωπος λέει Μετανοῶ. Τὸ εἶπα καὶ ἄλλοτε· δὲ θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς γιατὶ ἁμαρτήσαμε, θὰ μᾶς δικάσῃ γιατὶ δὲν μετανοήσαμε.

Τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες μᾶς καλεῖ ἰδιαιτέρως. Ὅπως τρέχουμε στὸ ἰατρεῖο ὅταν ἀρρωστήσουμε, ἔτσι μικροὶ καὶ μεγάλοι νὰ τρέξουμε στὸ πνευματικὸ ἰατρεῖο τῆς μετανοίας, τὴν ἱερὰ ἐξομολόγησι. Καὶ τότε πραγματικῶς θὰ ἔχουμε μαζί μας τὸ Χριστό. Ὅποιος ἐξομολογηθῇ καὶ κοινωνήσῃ, ―δὲν εἶνε ψέμα― βάζει μέσα του τὸ Θεό. Κι ὅποιος ἔχει τὸ Θεό, δὲ φοβᾶται τίποτα. Αὐτὸς θὰ ἔχῃ τὴν εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, τῆς ὁποίας τὴν ἱερὰ μνήμη ἑορτάζουμε σήμερα.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναὸ Ἁγ. Βασιλείου Φιλώτα – Ἀμυνταίου 23-3-1980 πρωί)

Πηγή:http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=10610

Αφήστε μια απάντηση