Ένοχο για τη διαβητική νεφροπάθεια το κάπνισμα. Αποτελέσματα έρευνας για την επιδημιολογία της νόσου στην Κύπρο
Συγγραφέας: kantonopou στις 17 Μαρτίου, 2010
Η διαβητική νεφροπάθεια αποτελεί μια από τις επιπλοκές του σακχαρώδη διαβήτη -εκτιμάται ότι επηρεάζει περίπου το 30% των ασθενών- η οποία έχει ως τελική κατάληξη τη νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι οι μισοί από τους ασθενείς που καταλήγουν σε νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου και υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση, πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη. Με τη βελτιωμένη, ωστόσο, πρόληψη και θεραπευτική παρέμβαση, θα μπορούσαν να σωθούν ζωές και να μειωθεί το κόστος που είναι τεράστια, σύμφωνα με τον διευθυντή του Τμήματος Αιμοκάθαρσης του νοσοκομείου Αμμοχώστου, νεφρολόγο Θεοφάνη Θεοφάνους, ο οποίος παρουσίασε σε χθεσινή συνέντευξη Τύπου τα αποτελέσματα επιδημιολογικής έρευνας για τη διαβητική νεφροπάθεια ως επιπλοκή του σακχαρώδους διαβήτη. Το τελικό συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η έρευνα είναι ότι, το 45%-50% των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη, θα εκδηλώσει τελικά διαβητική νεφροπάθεια, αν ο σακχαρώδης διαβήτης και τα συνυπήρχοντα νοσήματα διαγνωστούν έγκαιρα και γίνει έγκαιρη θεραπευτική παρέμβαση. Το ποσοστό αυτό, ωστόσο, θα μπορούσε να μειωθεί κατά 14% με τη ρύθμιση της υπέρτασης, κατά 7% με την έγκαιρη διακοπή του καπνίσματος και κατά 14% με την έγκαιρη ρύθμιση του σακχάρου και τελικά να νοσήσει ποσοστό, το οποίο να προσεγγίζει μόνο το 15%. Όπως επεσήμανε ο δρ Θεοφάνους, τα ποσοστά αυτά ενδεχομένως να είναι ελαφρώς υπερτιμημένα, καθώς το δείγμα της έρευνας δεν επαρκούσε για την πλήρη απομόνωση και ανεξαρτητοποίηση του κάθε παράγοντα, όπως για παράδειγμα του καπνίσματος στις γυναίκες αλλά και της επίδρασής του καπνίσματος στην υπέρταση. Τόνισε, επίσης, ότι σημαντικότερος παράγοντας είναι ίσως το κάπνισμα, καθώς οι άλλοι δύο (υπέρταση και έγκαιρη ρύθμιση του σακχάρου) δεν είναι πάντα εύκολο να ρυθμιστούν ικανοποιητικά, αλλά και επειδή το κάπνισμα επηρεάζει έμμεσα την υπέρταση και τη γενικότερη κατάσταση του οργανισμού. Είναι βέβαιο, είπε ο δρ Θεοφάνους, ότι οι διαβητικοί που κάπνιζαν ή καπνίζουν, έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν διαβητική νεφροπάθεια από εκείνους, οι οποίοι δεν κάπνισαν ποτέ ή δεν έχουν διακόψει το κάπνισμα έγκαιρα. Αξιοσημείωτο συμπέρασμα της έρευνας, είναι ότι η καλή χοληστερόλη (ΗDL), καθώς και ο τύπος σακχαρώδους διαβήτη τύπος Ι και τύπος ΙΙ, επηρεάζουν την εκδήλωση και την εξέλιξη της νόσου, με τον τύπο Ι να προδιαθέτει σε μεγαλύτερο βαθμό την εκδήλωση της νόσου. Όπως επεσήμανε ο δρ Θεοφάνους, τα συμπεράσματα αυτά είναι ενδεικτικά και θα πρέπει να τύχουν περαιτέρω επεξεργασίας.
Σε ό,τι αφορά το κάπνισμα, από την έρευνα προέκυψε ότι οι διαβητικοί άνδρες που καπνίζουν έχουν 62% πιθανότητα να εκδηλώσουν διαβητική νεφροπάθεια, ενώ όσοι δεν καπνίζουν μόνο 45%. Τις ίδιες πιθανότητες έχουν και οι γυναίκες που καπνίζουν, ενώ για όσες δεν καπνίζουν οι πιθανότητες είναι 39%. Λόγω του μικρού δείγματος, όπως τόνισε ο δρ Θεοφάνους, είναι δύσκολο να δοθεί ακριβής βαρύτητα στον κάθε προδιαθεσικό παράγοντα εκδήλωσης της διαβητικής νεφροπάθειας. Οι παράγοντες που δεν φαίνεται να επηρεάζουν την εκδήλωση της νόσου, είναι το φύλο, (8%), ο τύπος σακχαρώδους διαβήτη (7%) και η καλή χοληστερόλη (12%). Χρήσιμα εργαλεία για την πρόληψη της διαβητικής νεφροπάθειας, αποτελούν, επίσης, η έγκαιρη διάγνωση του σακχαρώδους διαβήτη, των επιπλοκών του, η έγκαιρη θεραπευτική παρέμβαση και η νεφροπροστατευτική φαρμακευτική αγωγή.
10,3% ΤΩΝ ΚΥΠΡΙΩΝ ΜΕ ΔΙΑΒΗΤΗ
Υπολογίζεται ότι περίπου 200 εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως έχουν διαβήτη, ενώ η τάση είναι σαφώς αυξητική. Γενικά εκτιμάται ότι σε προηγμένες χώρες το 7% του πληθυσμού έχει διαβήτη. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη, το ποσοστό των ατόμων με διαβήτη στην Κύπρο είναι περίπου 10,3% του πληθυσμού (60.000 με 70.000). Το 33% των ατόμων με διαβήτη δεν γνωρίζει ότι έχει διαβήτη και η διάγνωση γίνεται συνήθως 4-7 χρόνια μετά την εμφάνιση του. Εξ αυτών, το 5% ανήκει στην κατηγορία των ινσουλινοεξαρτώμενων. Η Διαβητική Νεφροπάθεια (ΔΝ), είναι επιπλοκή που παρατηρείται περίπου στο 30% των ασθενών.
>>προφιλ ερευνας
Η έρευνα έγινε σε δείγμα 485 ασθενών (280 άνδρες και 205 γυναίκες) από το Κυπριακό Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας και χρηματοδοτήθηκε από το Ίδρυμα Προώθησης της Έρευνας για την περίοδο 2005 – 2010. Ο Ανάδοχος Φορέας ήταν το Κυπριακό Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων και εταίροι το Υπουργείο Υγείας, το Παρασκευαΐδειο Χειρουργικό και Μεταμοσχευτικό Ίδρυμα, ο Παγκύπριος Διαβητικός Σύνδεσμος, το Χημείο Π. Χατζηκουμή και το Ιατρικό και Διαγνωστικό Κέντρο «Άγιος Θέρισσος».
Ο ρόλος των γονιδίων
Η δεύτερη έρευνα αφορούσε τη σχέση της διαβητικής νεφροπάθειας σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και είχε σαν αντικείμενο τη διερεύνηση γονιδίων που εμπλέκονται στην ανάπτυξή της. Για τις ανάγκες της έρευνας, η οποία διενεργήθηκε από το Τμήμα Επιστημών Ζωής και Υγείας του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, λήφθηκαν δείγματα από την Τράπεζα Γενετικού Υλικού και βγήκαν στην επιφάνεια σημαντικά ευρήματα, τα οποία παρουσίασε ο αναπληρωτής καθηγητής βιολογίας, Μιχάλης Κοπτίδης. Είναι σημαντικό να σημειωθεί, ότι αποτελέσματα επιδημιολογικών ερευνών, υποστηρίζουν ότι υπάρχει ετερογένεια μεταξύ ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 μεταξύ διαφορετικών πληθυσμών, η οποία μπορεί να εξηγηθεί μερικώς από γενετική προδιάθεση για την ανάπτυξη νεφρικών και καρδιολογικών επιπλοκών από τον σακχαρώδη διαβήτη. Όμως, οι επιμέρους βιολογικοί μηχανισμοί δεν είναι πλήρως κατανοητοί. Γενετικοί παράγοντες, σύμφωνα με τον δρα Κοπτίδη, που ενδεχομένως να εμπλέκονται στην ανάπτυξη της διαβητικής νεφροπάθειας, περιλαμβάνουν τα γονίδια του συστήματος Ρενίνης – Αγγειοστασίνης – Αλδοστερόνης (RΑSS) και το γονίδιο της ενδοθηλιακής συνθετάσης του μονοξειδίου του αζώτου (eΝΟS). Το δεύτερο είναι υπεύθυνο για διάφορες διαδικασίες και η δυσλειτουργία του μπορεί να οδηγήσει σε διάφορες αγγειακές επιπλοκές, συμπεριλαμβανομένης και της διαβητικής νεφροπάθειας. Η συγκεκριμένη έρευνα, έδειξε ότι οι γονότυποι ΤCκαι CCσυνδέονται με μεγαλύτερο κίνδυνο διαβητικής νεφροπάθειας σε σχέση με ασθενείς με διαβήτη χωρίς νεφροπάθεια. Όπως εξήγησε ο δρ Κοπτίδης, κάθε άτομο φέρει δύο αντίτυπα του ιδίου γονιδίου, ένα από τον πατέρα και ένα από τη μητέρα. Εάν ένα γονίδιο έχει δύο διαφορετικές εκδοχές, τότε σε ένα άτομο θα υπάρχει ένας από τους τρεις πιθανούς συνδυασμούς αυτών των αντιτύπων του γονιδίου (ΤΤ ή ΤCή CC). Κάθε άτομο έχει τον δικό του γονότυπο.
Καταλήγοντας ο δρ Κοπτίδης, αναφέρθηκε στους τρόπους με τους οποίους μπορεί να επιβραδυνθεί η έλευση του τελικού σταδίου χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας. Πρώτον, είναι η έγκαιρη διάγνωση του διαβήτη και ο τακτικός έλεγχος του σακχάρου σε άτομα με οικογενειακό ιστορικό, η διακοπή του καπνίσματος και η λήψη της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής.
«ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ»-Τρίτη, 16 Μαρτίου 2010
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.