kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Ο χρόνος και ο άνθρωπος

Συγγραφέας: kantonopou στις 2 Ιανουαρίου, 2010

beritis.jpg

Υπάρχει ένας χρόνος, που μετρούμε τις ώρες μας, τις νύχτες και τις μέρες, τα χρόνια και τους αιώνες – ο φυσικός ή κοσμολογικός χρόνος· κ’ ένας άλλος χρόνος, που γεμίζουμε με τα ψυχικά μας γεγονότα και την πνευματική μας καλή ή κακή, δραστηριότητα – ο ψυχολογικός ή υποκειμενικός χρόνος. Ο πρώτος είναι ένας δρόμος, που τον υποδιαιρούμε ανάλογα και τον περπατούμε. Ο δεύτερος είναι ένα απέραντο ποτάμι, που το διαπλέουμε με το φτωχό σκαρί μας, πότε με ήλιο, πότε με βροχή, πότε με κάλμα ή με τρικυμία, πότε αργά και πότε γρήγορα, σύμφωνα με το ρεύμα· όμως, αφήνοντας σε κάθε στάλα του κάτι από τον εαυτό μας.

Για μερικούς ανθρώπους το ε γ ώ, αντί να λάμνει και να σκίζει με τη δράση του «του ποταμού τα ορμήματα», γίνεται δέντρο, όχι «παρά τας διεξόδους των υδάτων», αλλά στη μέση του πόταμου με τα κλαδιά του απλωμένα. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ο «πανδαμάτωρ» παρασέρνει το δέντρο συνηθέστατα.

Μου είναι δύσκολο να πω σε κάποιον που ρωτάει, πότε άρχισε ο χρόνος, όπως κι όταν θα με ρωτήσουν, πότε άρχισε να υπάρχει ο Θεός· ωστόσο, δε θέλω τώρα να ξεφύγουμε σε φιλοσοφικές ορολογίες, με το «χωρόχρονο» και τα λοιπά. Όμως αν επιμένει να ρωτάει, θα του πω πως και ο χρόνος κι ο Θεός είναι «αιώνιοι. Αλλά με μια διάκριση· η αιωνιότητα του χρόνου είναι μικρότερη απ’ την αιωνιότητα του Θεού, γιατί ο χρόνος ξεκινάει απ’ τα χέρια Του. Με το «εν αρχή ην ο λόγος» του Χριστιανισμού, το υπέρχρονο του προσωπικού Θεού μικραίνει κάπως την αιωνιότητα του χρόνου – σε ποιότητα τουλάχιστον, αν όχι σε ποσότητα, σε διάρκεια υλιστικά και συνηθισμένα χρονική.

Παιδεύομαι να βρω από καιρό, έναν ορισμό του χρόνου. Ο Πυθαγόρας τον λέγει «σφαίρα του περιέχοντος»· ο Ξενοκράτης «μέτρον των γεννητων»· ο Πλωτίνος στις περίφημες Εννεάδες του «ζωήν της ψυχής»· ο Πλούταρχος «τον βίον πάντα» κι άλλοι αλλιώς. Αφού, όμως, ζούμε μέσα στο χρόνο κι αυτός ζει μέσα μας, κι αφού περιεχόμενο είναι ό,τι το εγώ μας έζησε και ζει υπεύθυνα, νομίζω πως ο χρόνος είναι ένας πνευματικός χώρος που εναποθηκεύουμε το λόγο και την πράξη μας· ένα μεγάλο πλαίσιο υποκειμενικότητας, όπου εναποθέτουμε την εκάστοτε αντικειμενικότητα· ένας παρθενικός καμβάς, όπου κεντούμε νεράιδες ή φαντάσματα, ανθούς ή σερπετά, αγγέλους ή δαιμόνια -ανάλογα με ό,τι έχει ή μπορεί κανένας να κεντήσει μόνος του, προσωπικά.

Είναι πολύ γνωστό, πως στον υποκειμενικό ή ψυχολογικό χρόνο, ο άνθρωπος δεν ζει πάντα με την ίδια ένταση, γι’ αυτό δε λογαριάζει με τα ίδια μέτρα την ποιότητα και την ταχύτητα με την οποία τρέχει. Ο νέος μας νιώθει ότι ανεβαίνει πολύ αργά στην κορυφή του χρόνου κ’ έχει, όπως λογαριάζει, όλη την άνεση για οποιαδήποτε απόλαυση κ’ επιτυχία – εδώ φυτρώνουνε τα περισσότερα ρόδα και όνειρα της αισιοδοξίας των νέων μας. Αντίθετα, ο ηλικιωμένος αισθάνεται πως έγειρε πια και πως πήρε τον κατήφορο, όπου με καταπληκτική ταχύτητα τρέχει τα βήματα των τελευταίων χρόνων του· από δω ξεκινούνε οι περισσότερες συμβουλές των ηλικιωμένων προς τους νέους: να ζήσουν εκείνα, που εκείνοι πια μονάχα συμβουλεύοντας μπορούν να τ’ αναφέρουν. Αυτός, όμως, δεν είναι νόμος ή κανόνας απαράβατος. Υπάρχουν γέροι που νεάζουνε στα όλα τους, όπως και νέοι που, δυστυχώς, χρειάζονται γεροντικό μπαστούνι απ’ τα δεκαοχτώ τους χρόνια, όπως σημειώσαμε αλλού.

Ανάλογα με τις διαστάσεις του χώρου, φτάσαμε να δώσουμε και στο χρόνο «διαστάσεις»: παρελθόν- παρόν – μέλλον. Το παρελθόν μας έχουμε δικαίωμα, μονάχα με τη μνήμη να το συλλογιόμαστε ή να το «νοσταλγούμε». Το μέλλον που δεν ήρθε, δεν μπορούμε με κανένα τρόπο να το εξουσιάσουμε – μονάχα να το φανταζόμαστε και να το περιμένουμε. Εκείνο, που μας μένει να το ζήσουμε και να το γεμίσουμε με το είναι μας, είναι το παρόν: η στιγμή αυτή μονάχα. Τίποτ’ άλλο! (Εδώ θα έπρεπε ν’ ανοίξω μια παρένθεση, για κείνους που νοσταλγούν το χαμένο παράδεισο, απ’ όπου έφυγαν κάποτε. Νοσταλγούν το Θεό, απ’ όπου ξεκίνησαν και όπου η συγγενική τους φύση τους «βιάζει» σχεδόν να κατευθύνονται. Όμως αυτοί αραίωσαν πολύ στην εποχή μας. Είναι ο μικρός, ο ελάχιστος αριθμός των εκλεκτών).

Δεν είναι σπάνιοι οι άνθρωποι, που, συγκρίνοντας την παρούσα ζωή με τον «μέλλοντα χρόνο» και την αιωνιότητα, την βρίσκουν πολύ μικρή, ασήμαντη, μάταιη. Και τη διασπαθίζουν, όταν δεν τη «βιάζουν» να σταματήσει. Όμως αυτό το «ο καιρός συνεσταλμένος εστί» (Α’ Κορ, ζ’ 29), δεν εξισώνει το σύντομο με το ασήμαντο. Αυτό αποτελεί, ίσα – ίσα, ένα λόγο να είναι πιό σημαντικός, ακριβώς γι’ αυτή του τη βραχύτητα. Αν μάλιστα σκεφτούμε, πως από τον «συνεσταλμένο» καιρό που ζούμε, εξαρτάται απόλυτα να χάσουμε ή να κερδίσουμε την αιωνιότητα, καταλαβαίνει κανένας, πως όχι μονάχα δεν είναι μάταιη και ασήμαντη η παρούσα ζωή, μα πως είναι το μεγαλύτερο κεφάλαιο, που αναμένει από μας την πρέπουσα, την αρμόδια αξιοποίηση.

Ιστορικά το παρελθόν είναι παιδί του παρόντος κ’ εγγόνι του μέλλοντος. Πνευματικά, όμως, το μέλλον γεννιέται και γίνεται καλή ή κακή αιωνιότητα, κόλαση ή παράδεισος μόνο απ’ το παρελθόν, δηλαδή απ’ το τωρινό παρόν. Γι’ αυτό οι τόσες συμβουλές, ότι δεν πρέπει να χάνουμε τον καιρό, που χάνει εκείνους που τον χάνουνε, ότι ο χρόνος είναι χρήμα, ότι απ’ το χρόνο εξαρτάται η ίδια η ύπαρξή μας κ.λπ. Γι’ αυτό κ’ η Άγ. Γραφή λέγει «εν φόβω τον της παροικίας υμών χρόνον αναστράφητε». Και αλλού, ακόμη καθαρότερα: «τα μεν όπισθεν επιλανθανόμενος, τοις δε έμπροσθεν επεκτεινόμενος, κατά σκοπόν διώκω επί το βραβείον της άνω κλήσεως του Θεού εν Χριστώ Ιησού». Κι’ ο Δαβίδ, στην Π. Διαθήκη, θρηνεί τον άνθρωπο και το χρόνο που περνούν από τη γήινη σφαίρα πολύ γρήγορα, σαν το χόρτο, σαν το λουλούδι: «άνθρωπος ωσεί χόρτος αι ήμερα: αυτού, ωσεί άνθος του αγρού, ούτως εξανθήσει». Αν, όμως, αυτός ο ανθός δεν καταστραφεί, ο σπόρος του είναι ικανός να μας δώσει την αιώνια ζωή. Τη ζωή που δεν φθείρεται και δεν παλιώνει μέσα στην αγέραστη κι αγαπημένη μας αιωνιότητα.

Σκέφτομαι, πως η τριβή μου με τα χρονικά γεγονότα με φθείρει. Αλλά η απραξία μου κ’ η αδράνεια, μου αφήνει τα πάντα κενά, χωρίς κανένα νόημα. Έτσι, μπορούμε να πούμε, πως υπάρχουν άνθρωποι που αδειάζουν το χρόνο τους και τον εαυτό τους στην άβυσσο του Τίποτε, όπως αντίθετα υπάρχουν κι άνθρωποι που γεμίζουν το χρόνο τους και τον εαυτό τους μέ το πιο υψηλό, το πιο βαρύ και το πιο σημαντικό περιεχόμενο. Γιατί, απλούστατα, δε χάνονται μέσα στον «συνεσταλμένο καιρό», αλλά προσανατολίζονται πως θα περάσουν στην αντίπερα όχθη. Έτσι ο αγώνας τους και η αγωνία τους σε τούτον τον τόπο και τον χρόνο, είναι πως θα κερδίσουν τα υπέρτοπα και τα υπέρχρονα, που «σης και βρώσις» δεν μπορεί ποτέ να τα βρει και να τα βλάψει.

Η μέριμνα κ’ η ανησυχία του ανθρώπου έχει πολλή και έντονη συνείδηση του χρόνου μέσα της’ άλλο, βέβαια, αν εμείς δεν έχουμε χρόνο να το συλλογιστούμε. Κ’ η πίστη κ’ η ελπίδα, που δίχως τους η όποια ζωή του ανθρώπου καταντάει κόλαση απ’ τις φριχτότερες, έχει μέσα πολύ χρόνο. Όμως, η πίστη κ’ η ελπίδα δεν μπορούν να δεσμεύσουν τον άνθρωπο και να τον εμποδίσουν να αξιοποιήσει τον παρόντα χρόνο. Η εντολή της Άγ. Γραφής είναι πολύ σαφής: «μη αφυστερήσης από αγαθής ημέρας», Κ’ η «αγαθή ημέρα» είναι αυτή, που είναι σήμερα στη δικαιοδοσία σου να τη σβήσεις ή να τη γράψεις στο βιβλίο της ζωής· -σαν τον πλούσιο Λάζαρο της παραβολής των Ευαγγελίων- μοναδικό παράδειγμα για τα καλά ή κακά αποτελέσματα αξιοποιήσεως του χρόνου, και τις παρακόλουθες επιπτώσεις στη μεταφυσική ζωή μας, όπου και μόνο κρίνεται η αξία του χρόνου.

Κάποτε, μερικοί αισθαντικοί νέοι και νεανίδες της ειδωλολατρίας, όταν έμαθαν, πως ο ανθρώπινος ανθός, σαν μαραθεί σε τούτη τη ζωή, φυτρώνει σε μιαν άλλη -άπειρες φορές καλύτερη- αυτοκτονούσαν, για να μείνουν στην αιωνιότητα με το νεανικό κορμί τους σφρίγος κι ωραιότητα γεμάτο. Η πλάνη είναι φανερή και δεν χρειάζεται καμιά προσπάθεια γι’ ανασκευή. Αλλά μου χρειάζεται η εικόνα αυτή, για μερικούς που «σκοτώνουν» με πολλούς άσκοπους και ανόητους πέρα για πέρα τρόπους το χρόνο τους -χωρίς ελπίδα καν αναστάσεως του- δίχως να υποψιαστούν, πως τούτο είναι ένα απ’ τ’ άγραφα θανάσιμα αμαρτήματα: είναι μια αυτοκτονία σωστή. Και ότι ο θεός Κρόνος (-χρόνος) έτρωγε, στην αρχαιότητα, ο ίδιος τα παιδιά που γεννούσε, σήμερα δεν το θυμάται παρά μόνον η Μυθολογία. Αν ήθελε, όμως, κανείς να εμβαθύνει και σ’αυτό το μύθο, θα ‘βρισκε πως και σήμερα ο Χρόνος κατασπαράσσει πολλά τέκνα της γης, που μες την πολλή την «ύβριν» τους τον έχουν αγνοήσει.

Η νεώτερη υπαρξιακή φιλοσοφία, περνώντας πολύ φρόνιμα από τα παλαιά μονοπάτια πότε του ιερού Αυγουστίνου και πότε του Λεόντιου του Βυζάντιου, συνέλαβε μερικές απ’ τις βαθύτερες χριστιανικές έννοιες, Έτσι μας παρουσίασε και την έννοια του «υπαρξιακού» ή «ιστορικού χρόνου». Σ’ αυτόν ζουν, ενωμένα με τη στιγμή του παρόντος, το παρελθόν ολάκερο και το μέλλον. Είναι κάτι σχετικό με τον τρισδιάστατο κινηματογράφο. Βλέπεις, στην ίδια οθόνη που διαδραματίζεται η σημερινή πράξη σου, αντάμα να προβάλλονται η χτεσινή και η αυριανή. Παρουσιάζεται μπροστά σου η ευθύνη αναπόφυγη και για τις τρεις διαστάσεις του χρόνου, που δεν πρέπει να τις καταστρέφεις, ούτε να τις «εξευτελίζεις»· αλλά να λες με την «τιμή και την πεποίθησή» σου, «το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι», ζώντας υπεύθυνα, και επομένως ηθικά, την ελεύθερη πράξη σου μες στον τριπλό αυτό χρόνο. Ελληνικά παραδείγματα έχουμε, δόξα στο Θεό, πολλά. Από τον Λεωνίδα με τους Τριακόσιους, μέχρι το Εικοσιένα και το Σαράντα είναι χυμένος μέσα και πάνω σ’ όλα τα έργα -στα μεγάλα δηλαδή- ο τριπλός χρόνος. Γι’ αυτό και η πυκνότητα της Ελληνικής στιγμής, απ’ αυτή τη σκοπιά, είναι τάση, που είναι δύσκολο να τη συλλάβει κανένας στις μέρες μας, όπου υφίστανται τα πάντα μιαν αχαρακτήριστη καπηλεία, από απίθανα πρόσωπα και συλλόγους.

Συλλογίζομαι κάποτε την ευθύνη που έχω για το μέγα αγαθό του χρόνου, όταν οι «ενδημήσαντες» θα έδιναν το πάν, που είχανε στη γη, για μια στιγμή μονάχα, ή, όταν φαντάζομαι και τους καθήμενους ακόμη και στα δεξιά του Δικαιοκρίτη, πως θα ‘θελαν πολύ λίγες στιγμές γήινου χρόνου, για να ωριμάσουν καλύτερα και να’ναι καλύτερα στα υπέρχρονα δώματα! Λίγες στιγμές μονάχα, μα τόσο πολύτιμες.

Όμως, οι πιό πολλοί ζούμε τον μονόχρονο του Επικούρου, όπου ο χρόνος είναι το παρόν και το παρόν είναι η ηδονή, η οποία, όπως είναι γνωστό, έχει μοναχά παρόν, κι αυτό στιγμιαίο: «ο χρόνος τούτων (των ηδονών, δηλ.) ου πολύς, άλλ’ ώσπερ οι διάττοντες έξαψιν άμα και σβέσιν εν τη σαρκί λαμβάνουσιν», κατά τη χαρακτηριστική φράση του Επικούρου, που περίμενε κανείς να τις υποστηρίξει γενναία.

Απ’ τη στιγμή του Επικούρου, ως τη «ριπή οφθαλμού» του Απ. Παύλου, υπάρχει ένα άπειρο διάστημα Χρόνου που βιώνεται μονάχα μέσα στο Χριστιανισμό – αλλά στον πραγματικό, βέβαια, Χριστιανισμό. Γιατί, δυστυχώς, στις μέρες μας έχει καταντήσει κι ο Χριστιανισμός αγνώριστος, όπως και πολλά άλλα πράγματα. Αν έρχονταν να ιδεί την εποχή μας σήμερα ο υλιστής και ηδονιστής Επίκουρος, θα’ βρίσκε πιό πολλούς οπαδούς -κι όχι μονάχα έξω απ’ το Χριστιανισμό. Αυτό έχει πολλές αιτίες, αλλά δεν είναι της ώρας να εξεταστούν. Ούτε καν πρόχειρα ν’ αναφερθούν εδώ.

(Π.Β.Πάσχου, Από την Αγωνία στην Κατάνυξη-δοκίμια οθόδοξου στοχασμού-εκδ. «ΑΣΤΗΡ»)

Πηγή:http://vatopaidi.wordpress.com/

Αφήστε μια απάντηση