kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Η ανάγκη συμμετοχής των πιστών στη λειτουργία-(2ο μέρος)

Συγγραφέας: kantonopou στις 29 Οκτωβρίου, 2009

po98.jpgΠαραθέτουμε κείμενα που σταχυολογήσαμε, για την ανάγκη επιστροφής στην αρχαιότερη και ορθότερη παράδοση της Εκκλησίας, που ήταν η συμμετοχή των πιστών στη θεία λειτουργία με την κοινή συμψαλμωδία:

Όσα γίνονται σήμερα στο χώρο της ορθοδόξου λατρείας μόνο με την Παράδοσι δεν ταυτίζονται. Ας παύσουν ωρισμένοι (ευλαβείς οπωσδήποτε) κληρικοί να επιμένουν στη στατικότητα, στο ότι, δηλαδή, δεν πρέπει τίποτε ν’ αλλάξη από τον τρόπο, που σήμερα τελείται η λατρεία στους Ναούς μας.

Αγνοούν τρεις πραγματικότητες:

• Ο σημερινός τρόπος λατρείας αποτελεί αλλοίωσι του αγιοπνευματικού τρόπου, τον οποίον οι Απόστολοι, οι άγιοι Πατέρες και οι ιεροί Κανόνες επιβάλλουν.

Η Εκκλησία ουδέποτε ήταν πεισματικά αμετακίνητη σε εξωτερικές μορφές λατρείας ή στα εξωτερικά της στοιχεία. Η οικοδομή του εκκλησιαστικού σώματος οδηγεί την Εκκλησία στην προσαρμογή εκείνη, ώστε να λειτουργή η «εν πνεύματι» λατρεία (Ιωάν.4,22. Φιλιπ.3,3).

• Όλοι οι «ειδήμονες» περί τα λειτουργικά, πέρα από τις ιστορικές διαπιστώσεις εξελίξεως στα της λατρείας, με φόβο Θεού και ποιμαντική αγωνία μιλάνε για ανανέωσι λειτουργική και αναζωπύρωσι της λατρευτικής εμπειρίας.

 • […] Ο λειτουργός μπορεί να προσγειώση τον ψάλτη στον προσευχητικό σκοπό της όλης ακολουθίας. Πολύ περισσότερο, ο επίσκοπος έχει την «εξουσία», να επιβάλη σ’ όλους τους ναούς το «συμπροσεύχεσθαι», το «συμψάλλειν», το «συμμετέχειν», το «ομοθυμαδόν». (ΠΡΟΣΧΩΜΕΝ-3, π.ΔΑΝΙΗΛ ΑΕΡΑΚΗ σελ.15,17).• Το Πνεύμα το Άγιον, που «όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας», στο ναό, κατά την κοινή λατρεία δεν θέλει απλώς ψάλλοντες. Θέλει συμψάλλοντες.

Αν η επί γης Εκκλησία είναι εικόνα της εν ουρανοίς αγγελικής ιεραρχίας, τότε πώς είναι δυνατόν να μην υμνούμε όλοι μαζί το Θεό; Φαντάζεσθε στον ουρανό αγγέλους βουβούς, να κάθωνται, δηλαδή, και ν’ ακούνε απλώς δύο ή τρεις αγγέλους, που αυτοί μόνο ψάλλουν; Οι άγγελοι όλοι μαζί ψάλλουν το «Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ…». Συμψάλλουν (ο.π.π. σελ.18-19). Αν δεν είναι κατανοητά και ελκυστικά, τότε περιορίζουμε τα θαυμάσια λόγια των ιερών ύμνων και τις ευχές της θείας Λειτουργίας κτήμα μόνο των ολίγων. Έχουμε ολιγαρχία εκεί, όπου βιώνεται κατ’ εξοχήν η κοινωνία όλων των προσώπων, Ή, για να είμαστε περισσότερο ακριβείς, ούτε αυτοί οι ολίγοι, ψάλτες και ιερείς, νοούν και ζουν τα λεγόμενα κατά τις ιερές ακολουθίες. Ψάλλουμε όλοι μαζί. Ψάλλουμε νοητικά. Εκείνο, που ισχυρίζονται μερικοί, ότι, δηλαδή, βιώνουν οι πιστοί τη μυσταγωγία της Εκκλησίας και επομένως δεν χρειάζεται η κατανόησις των λεγομένων, είναι πέρα για πέρα αντορθόδοξη άποψις και αντιαγιοπνευματική. Δεν θα μπορούσε, σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, το Πνεύμα το Άγιο να έλθη μόνο βιωματικά κατά την Πεντηκοστή; Εν τούτοις ήλθε δια «λόγου γνώσεως» (Α΄ Κορ.12,8).

Καθένας άκουγε στη γλώσσα του τα όσα το Πνεύμα το Άγιον «εδίδου τοις μαθηταίς αποφθέγγεσθαι» (Πράξ.2,4) (ο.π.π. σελ.20-21). 29 Στη σύναξι [Σημ. ερευνητή: στην Αποστολική Εκκλησία] όμως δεν ήσαν μόνο οι κληρικοί. Ήσαν και οι λαϊκοί. Αναγκαία η συμμετοχή και των λαϊκών. Είνε αδελφοί εν Χριστώ. Μετέχουν ενεργώς. Ψάλλουν όλοι μαζί. Ο αποκλειστικός ψάλτης είνε ανύπαρκτος.

Όλοι μαζί ψάλλουν. Και ψάλλουν απλά και κατανυκτικά. Και απαντούν με το ψάλσιμό τους στις εκφωνήσεις του πρεσβυτέρου. Το «αμήν», το «αλληλούια», το «Κύριε Ελέησον», το «Και τω πνεύματί σου», το «Γεύσασθε και ίδετε…» και οι στίχοι των διαφόρων ψαλμών λεγόντουσαν από όλο το λαό.

Και λεγόντουσαν συγκλονιστικά, όχι τυπικά. Γι’ αυτό θέλει ο Παύλος να λέγωνται έτσι τα λόγια στη λατρευτική σύναξι, ώστε να μπορεί ο λαός να λέη το «αμήν» (ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, Εισήγηση π.Δανιήλ Αεράκη σε Ιερατικό Συνέδριο Μητρόπολης Φλωρίνης, ΕΚΔΟΣΕΩΝ Ο ΣΤΑΥΡΟΣ, σελ.81).

Σήμερα ο χριστιανός που πάει στην εκκλησία ακούει τρεις ή τέσσερις φωνές. Η πρώτη είνε του διακόνου, η δεύτερη είνε του πρεσβυτέρου, η τρίτη είνε του αρχιερέως, και η τετάρτη είνε του ψάλτη, δεξιού και αριστερού. Άλλη φωνή δεν ακούγεται. Αλλ’ αυτό που συμβαίνει σήμερα στην εκκλησία δεν συνέβαινε στην αρχαία Εκκλησία, στην Εκκλησία των πρώτων αιώνων, στην Εκκλησία των κατακομβών. Στην Εκκλησία εκείνη ακουγόταν και η φωνή του λαού. Μια φωνή που έβγαινε απ’ όλα τα στήθη. Μια φωνή που σε ωρισμένες στιγμές ακουγόταν σαν βροντή.

Ήταν η φωνή του λαού που εκκλησιαζόταν. Άντρες, γυναίκες και μικρά παιδιά έπαιρναν κι αυτοί μέρος στην ψαλμωδία και συνώδευαν τους ψάλτες στο ψάλσιμο των κυριώτερων ύμνων.

[…] Στις εκκλησίες των πόλεων και των χωριών ακούγεται μόνο η φωνή των ψαλτών. Η φωνή του λαού δεν ακούγεται. Και το αποτέλεσμα το βλέπουμε. Ψάλλουν οι ψάλτες, αλλά ποιος απ’ αυτούς που εκκλησιάζονται παρακολουθεί αυτά που ψάλλονται; Οι εκκλησιαζόμενοι δεν προσέχουν. Τα βλέμματά τους περιπλανώνται εδώ κι εκεί. Φαίνονται ψυχροί και αδιάφοροι.

Πολλοί μάλιστα ανοίγουν και συζητήσεις με τους διπλανούς. Και οι μόνοι που ακούνε τη θ.Λειτουργία είνε οι ψαλτάδες και οι παπάδες. Αλλά κι αυτοί τα ακούνε ( όχι όλοι ) μόνο με τα σωματικά τους αυτιά.

Μένουν κι αυτοί ψυχροί και αδιάφοροι μπροστά στο φοβερό μυστήριο που ξετυλίγεται μπροστά τους με τόσες δραματικές σκηνές. Και μοιάζουν, όπως και άλλοτε είπαμε, με πλάκες γραμμοφώνου. Το μυστήριο της θείας ευχαριστίας βέβαια γίνεται, αλλά όπως γίνεται τώρα η θ.Λειτουργία οι ψυχές δεν συγκινούνται και φεύγουν οι άνθρωποι από την εκκλησία ψυχικώς ανικανοποίητοι. Αλλά η κατάστασις αυτή δεν πρέπει να συνεχισθή. Πρέπει να γίνη μια αγία επανάστασις μέσα στο λειτουργικό χώρο. Κι αυτή η αγία επανάστασις δεν είνε να προσθέσουμε ή να αφαιρέσουμε από τη θ.Λειτουργία, όπως λένε μερικοί μοντέρνοι, αλλά να ξαναγυρίσουμε στον αρχαίο εκείνο τρόπο της πρώτης Εκκλησίας.

Ο ευσεβής λαός πρέπει να μη παρουσιάζεται σαν ένα βουβό και άλαλο πρόσωπο στην Εκκλησία, αλλά να λαμβάνη κατά κάποιο τρόπο κι αυτός μέρος στη θ.Λειτουργία και να ψάλλη ωρισμένους ψαλμούς και ύμνους προς δόξαν της Αγίας Τριάδος, καθώς και το «Αμήν», το «Κύριε Ελέησον», το «Σοι Κύριε», το Χερουβικό, να απαγγέλλη δε το «Πιστεύω», το «Πάτερ Ημών» κτλ. […]Είθε όλοι που πονούμε για τη σημερινή εμφάνισι της θείας λατρείας να κοπιάσουμε, για να επανέλθη η παλαιά εκείνη τάξις… (Από ΕΙΣ ΤΗΝ ΘΕΙΑΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΝ-τόμος Α΄, επισκόπου Φλωρίνης ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ, σελ.170-173, ΕΚΔ.Ο ΣΤΑΥΡΟΣ). 30 Στην ψαλμωδία πρέπει να συμμετέχει και ο λαός με τη διεύθυνση βέβαια του ψάλτη.

Στην αρχαία Εκκλησία το εκκλησίασμα συνέψαλλε άλλοτε μεν ολόκληρο το άσμα, άλλοτε δε έψαλλε μόνο το ακροστίχιο, το τέλος δηλαδή του ψαλμού. Και στον Μυστικό Δείπνο, διαβάζουμε στο Ευαγγέλιο ότι οι μαθητές συνέψαλλαν με τον Κύριο και έπειτα πορεύθηκαν προς το όρος των Ελαιών (βλ.Ματθ.26,30).

Ο λαός δεν πρέπει να μένει απαθής θεατής ή ακροατής στην λατρεία, αλλά να συμμετέχει και αυτός στα πραττόμενα και ψαλλόμενα, έτσι θα γεύεται το κάλλος και τον γλυκασμό της ορθόδοξης λατρείας.

Για την συμμετοχή του λαού στην ψαλμωδία πρέπει να βοηθήσουν οι ιεροψάλτες ψάλλοντες απλά και σύντομα, γιατί μια πολυσύνθετη ψαλμωδία καθιστά αδύνατη την συμμετοχή του λαού. (από Μητροπολίτη Ιερεμία Φούντα, περιοδικό ΘΥΜΙΑΜΑ, Σεπτέμβριος 1991, σελ.488- 489).

Εισερχόμενοι στο θέμα μας, παρατηρούμε ότι η θέση και η διακονία των λαϊκών στην Ορθόδοξη Εκκλησία προσδιορίζεται από τις αιώνιες και ακατάλυτες αρχές και επιταγές της Καινής Διαθήκης και της Αποστολικής Παραδόσεως. Συνεπώς η θέση και η διακονία τους είναι καθορισμένη από θείο δίκαιο και άρα, δεν επιτρέπεται καμμιά παρέκκλιση από αυτά που θεσπίστηκαν από τους Αποστόλους. Δυστυχώς, όμως, κατά τη διάρκεια αιώνων, έγιναν μερικές παρεκκλίσεις, που χρειάζονται επανόρθωση έτσι ώστε να επαναπροσαρμοστεί και να εναρμονιστεί το καθεστώς της υποτιμήσεως των λαϊκών που διαμορφώθηκε στο Βυζάντιο και ισχύει ακόμα, με σκοπό να επανακτήσουν, οι τελευταίοι, τα απολεσθέντα δικαιώματά τους στον εκκλησιαστικό οργανισμό, που άσκησαν μέχρι τα μέσα του γ΄ αιώνος, όταν άρχισε η παραθεώρησή τους. Όπως είναι γνωστό, από τον δ΄ αιώνα, με την αναγνώριση της Χριστιανικής Εκκλησίας και με την ανακήρυξη του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του Κράτους, έγινε η αρχή του κληρικαλισμού, που αναπτύχθηκε τους επόμενους αιώνες στο Βυζάντιο και αργότερα πολύ περισσότερο στη Ρωμαϊκή εκκλησία και της νοθεύσεως του εκκλησιαστικού πολιτεύματος των πρώτων χριστιανικών αιώνων με τον παραγκωνισμό του λαϊκού στοιχείου στο περιθώριο μόνο της ζωής της Εκκλησίας.

Έτσι, ενώ κατά την αποστολική και τη μεταποστολική εποχή και οι κληρικοί και οι λαϊκοί κατείχαν εξίσου υπεύθυνη και ενεργό θέση στην Εκκλησία και τίποτα το σοβαρό δεν γινόταν ούτε εκ μέρους του κλήρου χωρίς το λαό, ούτε εκ μέρους του λαού χωρίς τον κλήρο, αντίθετα από τον δ΄ αιώνα και πέρα υπερτονίσθηκε η θέση και η αποστολή στην Εκκλησία μόνον των κληρικών εις βάρος των λαϊκών, που παραθεωρήθηκαν, υποτιμήθηκαν και αποστερήθηκαν των δικαιωμάτων τους και της υπεύθυνης διακονίας τους μέσα στην Εκκλησία. Θεωρήθηκαν σαν να αποτελούν μια αμελητέα και ποιμενόμενη μόνον ποσότητα της Εκκλησίας ή σαν να είναι ο κοινός και ταπεινός λαός και όχλος ή σαν χριστιανοί δεύτερης κατηγορίας κ.τ.λ. Με την πάροδο δε του χρόνου, άλλα μεν δικαιώματα των λαϊκών στην Εκκλησία σφετερίσθηκαν καταχρηστικά οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες, αντιπροσωπεύοντας δήθεν τους λαϊκούς, άλλα δε οι κληρικοί, και μάλιστα οι επίσκοποι. Αυτό συνέβηκε ιδιαίτερα σε μας, μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως στα χρόνια της εκκλησιαστικής παρακμής και της καταπτώσεως του υποδούλου λαού. Δυστυχώς, η κατάσταση αυτή συνεχίζεται και στη σύγχρονη εποχή, μέχρι του σημείου όταν μιλάμε σήμερα για την εκκλησία να εννοούμε συνήθως τη λεγόμενη «διοικούσα» Εκκλησία, δηλαδή μερικές δεκάδες επισκόπων, που ασκούν όλες τις 31 εκκλησιαστικές εξουσίες, με τη βοήθεια των κακώς ονομαζομένων κατωτέρων κληρικών, που κι αυτοί, υποτιμήθηκαν από τους επισκόπους. Έτσι, έγινε μεγάλη η διάκριση και η απόσταση μεταξύ της ιεραρχίας από τη μια μεριά και των λαϊκών από την άλλη, που έχουν καταδικασθεί σε αδράνεια και αχρηστία χωρίς να μπορούν να ασκούν τα δικαιώματά τους ούτε να εκτελούν κι αυτά ακόμα τα καθήκοντά τους στην Εκκλησία και εξαιτίας αυτού να αδιαφορούν γι’ αυτήν, να απομακρύνονται από την Εκκλησία ή και να γίνονται εχθροί της και άπιστοι.

 […]Συμμετέχοντας στη διδαχή, στην ιεραποστολή, στη λατρεία, στη διοίκηση, στο κοινωνικό και σε όλο το γενικώτερα το εκκλησιαστικό έργο, οι λαϊκοί θα συμβάλλουν έτσι στην επιτυχία του και στον πληρέστερο και βαθύτερο ευαγγελισμό και εκχριστιανισμό του κόσμου με υψηλό αίσθημα χριστιανικής ευθύνης. […], Οι λαϊκοί, μετέχοντας του αρχιερατικού αξιώματος του Χριστού, πρέπει κατ’ επέκταση να συμμετέχουν πληρέστερα και περισσότερο συνειδητά και στην λατρευτική διακονία και ζωή της Εκκλησίας προσφέροντας και αυτοί, δια του αρχιερέως Χριστού, προσωπικές θυσίες, πνευματικές και όχι υλικές, αινέσεως και ευχαριστίας στο Θεό, με την προσευχή, την ομολογία, την ευποιία και προπαντός με την προσφορά του εαυτού τους στο Θεό. […] Ιδίως στην προς Εβραίους επιστολή 8,1-2. 10,19-22.4,14-16 και 13,15-16 διδάσκεται σαφώς, ότι οι πιστεύοντες λαϊκοί, μετέχοντας στην ιερωσύνη του Χριστού, μπορούν να προσφέρουν, δι’ αυτού, θυσίες στο Θεό, προσερχόμενοι, “μετά παρρησίας τω θρόνω της χάριτος” αυτού. Μ’ αυτόν τον τρόπο αυτοί διακονούν πάντοτε σε πνευματικό ναό ως “ιεράτευμα άγιον”, προσκυνώντας το Θεό “εν πνεύματι και αληθεία”, προσφέροντας σ’ αυτόν πνευματικές θυσίες, δηλαδή προσευχή, δοξολογία, ευχαριστία, μετάνοια, αγαθωσύνη, δικαιοσύνη, ομολογία, “θυσίαν αινέσεως” (Εβρ.13,15), “θυσίαν της πίστεως” (Φιλ.2,17) […] Ακόμα δε μεσιτεύουν προς τον Θεό για τους συνανθρώπους και γενικώς για τον κόσμο, κάνοντας “δεήσεις, προσευχάς, εντεύξεις, ευχαριστίες υπέρ πάντων ανθρώπων” (Α’ Τιμ.2,1), “εν μέσω γενεάς σκολιάς και διεστραμμένης” (Φιλ.2,15). Ειδικώτερα, δυνάμει της γενικής βαπτισματικής ιερωσύνης τους οι λαϊκοί, συμμετέχουν ενεργά στην τέλεση των αγίων μυστηρίων, της θ.λειτουργίας και γενικώτερα της λατρείας, με το να συμπροσεύχονται, να συμψάλλουν και να διαβάζουν τα αγιογραφικά και λειτουργικά αναγνώσματα, το σύμβολο της πίστεως, την Κυριακή προσευχή κ.λπ., με το να φέρουν “θυσίαν αινέσεως δια παντός τω Θεώ, τ.έ. Καρπόν χειλέων ομολογούντων τω ονόματι αυτού” (Εβρ.13,15), με το να δέχονται και να κοινωνούν τα μυστήρια, ιδίως δε με το να συμπράττουν στην τέλεση της αναίμακτης θυσίας με την προσευχή, την επίκληση, την προσφορά και την κοινωνία. […] Η μεταβολή των τιμίων δώρων γίνεται από το Άγιο Πνεύμα με την επίκλησή του από τον ιερέα και με την πίστη και συμπροσευχή των εκκλησιαζόμενων λαϊκών, που συνοδεύουν τα λόγια του ιερέα με κατάφαση και συμφωνία, με το “αμήν” και με άλλες εκφράσεις και εκδηλώσεις, όπως “άξιον και δίκαιον εστίν”, “παράσχου Κύριε” κ.λπ, σε διαλογική μορφή. […] Έτσι, συμμετέχοντας μ’ αυτόν τον τρόπο οι λαϊκοί στην τέλεση, από τον ιερέα, της ευχαριστιακής θυσίας, γίνονται, μ’ αυτήν την έννοια, συλλειτουργοί του αρχιερέα ή του ιερέα που προεξάρχει. […] Οι λαϊκοί, αποκρούουν κάθε μορφή κληρικαλισμού, και ιδιαίτερα τη δεσποτοκρατία, δηλαδή την αντίθετη με την οργάνωση της Εκκλησίας στην αποστολική και μεταποστολική εποχή και με τις σύγχρονες δημοκρατικές αντιλήψεις, ολιγαρχία και απολυταρχία των επισκόπων. […] Και στη μεν κληρικοκρατία οδηγεί ο 32 αποκλεισμός των λαϊκών από την άσκηση της τριπλής διακονίας που τους ανήκει μέσα στην Εκκλησία, κάτι που συνέβη ιδίως στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, κυρίως μετά το μεσαίωνα. […]

 Αντίθετα στην Ορθόδοξη Εκκλησία […] επεκράτησε από παληότερα μια σύνθεση και μια αποφυγή των δύο άκρων, της κληρικοκρατίας και της λαϊκοκρατίας, της ολιγαρχίας και της οχλοκρατίας, με την ενότητα και αρμονική συνεργασία των κληρικών και των λαϊκών, αλλά δυστυχώς με ανεπίτρεπτο περιορισμό των δικαιωμάτων των λαϊκών σε διάφορους χρόνους και τόπους. […] Επιβάλλουν (Σημ.Ερευνητή: οι συνθήκες) στην Πανορθόδοξη Σύνοδο που πρόκειται να συγκροτηθεί, […] να επαναχορηγήσει σ’ αυτούς (Σημ.Ερευνητή: στους λαϊκούς) όλα τα δικαιώματα που τους έχουν αφαιρεθεί μέσα στην Εκκλησία, με βάση τη διδασκαλία της Καινής Διαθήκης και της Αποστολικής Παραδόσεως και των νέων εκκλησιαστικών συνθηκών και αναγκών που θα δημιουργηθούν.

Έτσι οφείλει να καθορίσει το βαθμό της συμμετοχής τους, π.χ. Στο κήρυγμα, στην κατήχηση και γενικά στη διδαχή, στη θεία λειτουργία και στην τέλεση των μυστηρίων, στις εκλογές και χειροτονίες των κληρικών, στη διοίκηση και στην κοινωνική εργασία των ενοριών και των επισκόπων και στη γενικότερη ζωή της Εκκλησίας, σε αρμονική πάντοτε συνεργασία με τους κληρικούς.

Γενικότερα οφείλει να καθορίσει τη θέση που τους πρέπει μέσα στον εκκλησιαστικό οργανισμό, όπως θέλησε και έταξε ο θείος Δομήτορας της Εκκλησίας, επαναφέροντας έτσι σε ισχύ το δημοκρατικό πολίτευμα της αρχέγονης Εκκλησίας. Γιατί απόλυτα υποχρεωτικό και κανονιστικό για την αποστολική μας Εκκλησία σήμερα δεν είναι ό,τι κληροδότησαν σ’ αυτήν οι αιώνες της παρακμής, αλλά ό,τι παρέδωσαν σ’ αυτήν ο αποστολικός αιώνας, ο θείος Ιδρυτής της Εκκλησίας, οι Απόστολοι και οι πρώτοι διάδοχοί τους […](Η ΘΕΣΗ ΚΑΙ Η ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΤΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ- Ι.ΚΑΡΜΙΡΗ, εκδόσεων ΤΗΝΟΣ σελ.8-10, 25-29, 40-42).

( http://www.diakrisis.gr/download.php?lng=gr&pg=&id=2

Ευχαριστούμε θερμά τον κ. Μανώλη Καλομοίρη,εκδότη του Ερευνητή της Αλήθειας ,για την ευγενική παραχώρηση του της αναδημοσίευσης των άρθρων αυτών. Το Ορθόδοξο απολογητικό περιοδικό Ο ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ αποστέλλεται δωρεάν σε όσους κάνουν , ετησίως, μια αγορά από το χριστιανικό βιβλιοπωλείο του κ. Καλομοίρη, η ΑΛΗΘΕΙΑ. Πληροφορίες μπορείτε να δείτε εδώ :

http://www.christianbook.gr/orders.htm )

Ελπίζουμε και προσευχόμαστε, σε κάθε ορθόδοξο ναό, οι ιερείς και οι ψάλτες να κατανοήσουνν την αναγκαιότητα συμψαλμωδίας των πιστών, και ειδικά των νέων, ως τη μόνη λύση για την ενεργή συμμετοχή τους στη Θεία Λατρεία. Οι νέοι θέλουν ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ στην ενοριακή ζωή, δεν έχουν μάθει να είναι παθητικοί δέκτες ( πλην της περίπτωσης της τηλεόρασης ).

Μπορούν οι ιερείς και οι ψάλτες να διδάσκουν,κατά ομάδες, άνδρες, γυναίκες και νέους, τη βυζαντινή μουσική και τους ύμνους, με γρήγορο ρυθμό.

Επιπλέον, επαναφέρουμε τη πρόταση για εκλογή των Μητροπολιτών και Επισκόπων,με τη συμμετοχή και των ιερέων και λαϊκών της περιοχής. Από τη ψήφο να προκύπτει ΤΡΙΠΡΟΣΩΠΟ και στη συνέχεια , με κλήρο, σύμφωνα με τις Πράξεις των Αποστόλων, θεία βουλήσει, να επιλέγεται ο Επίσκοπος.

Πηγή:http://ierapostoli.wordpress.com/2009/10/28/anagki_leitoyrgia/ 

ΔΕΙΤΕ ΚΑΙ

Η ανάγκη συμμετοχής των πιστών στη λειτουργία-(1ο μέρος)

Αφήστε μια απάντηση