Παναγία Θεοτόκος
Συγγραφέας: kantonopou στις 11 Σεπτεμβρίου, 2009
Επιμέλεια: Στρατή Δουμούζη – Καθηγητή Θεολόγου 2ου Γυμνασίου Μυτιλήνης
από τη Λεσβιακή εφημερίδα «ΠΟΛΙΤΙΚΑ», 23/08/2009
Είναι σίγουρο ότι οι πιστοί Χριστιανοί, αλλά και οι μη πιστοί γνωρίζουν καλά τον τεράστιο και μοναδικό ρόλο που παίζει στη Χριστιανική πίστη και στην εκκλησιαστική ζωή, ο σεβασμός προς την Παναγία, τη μητέρα του Χριστού. Η Χριστιανική παράδοση, από τα πρώτα ακόμη χρόνια της, την έχει αποκαλέσει Θεοτόκο, Θεογεννήτρια, Πάναγνη, Παναγία…. Σε έναν από τους πιο γνωστούς και διαδεδομένους ύμνους, εξυμνείται ως « Τιμιωτέρα των Χερουβείμ και ενδοξότερα ασνγκρίτως των Σεραφείμ».
Δεν υπάρχει καμιά ακολουθία και σχεδόν καμιά ευχή που να μην αναφέρεται το όνομα της. Η παρουσία της και μόνο στην τέχνη απαιτεί την προσοχή μας, επειδή καμιά άλλη εικόνα δεν διατρέχει τόσο την Χριστιανική τέχνη Ανατολής και Δύσεως όσο η εικόνα της βρεφοκρατούσας Παναγίας. Μόλις μπούμε σ’ έναν ορθόδοξο ναό, βλέπουμε αμέσως αυτή την εικόνα στην πιο τιμητική θέση του τέμπλου, δίπλα από την Ωραία Πύλη, και μπροστά της ένα μανουάλι με μια θάλασσα αναμμένων κεριών. Κοιτάζοντας προς τα πάνω, προς την αψίδα του ιερού, πίσω από την Αγία Τράπεζα, βλέπουμε συχνά στο κέντρο της την εικόνα της Παναγίας, σαν να είναι το κέντρο του κόσμου, με την επιγραφή «Επί σοι χαίρει πάσα η κτίσις , Κεχαριτωμένη».
Γιατί τιμούμε τη Θεοτόκο;
Η Καινή Διαθήκη λέγει πολύ λίγα για την Παναγία , τη Μητέρα του Χριστού. Μόνον δύο από τους τέσσερις Ευαγγελιστές, ο Ματθαίος και Λουκάς, μιλούν για την γέννηση του Χριστού στη Βηθλεέμ, αναφέρουν τη μητέρα Του και περιγράφουν τις περιστάσεις. Ο Μάρκος δεν αναφέρει καθόλου την Παναγία. Στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη η Παναγία εμφανίζεται μόνον δύο φορές: στην πολύ αρχή, στην ιστορία του γάμου στην Κανά της Γαλιλαίας, όπου παρεμβαίνει στον Υιό της εκ μέρους του αρχιοινοχόου όταν τελείωσε το κρασί (Ιων. 2,ι-ιι) καθώς και στο τέλος του Ευαγγελίου όπου εμφανίζεται ξανά να στέκεται δίπλα στον Σταυρό, κάτω από τον σταυρωμένο Υιό της. Οι Πράξεις των Αποστόλων αναφέρουν την Παναγία μόνο μια φορά, στο πρώτο κεφάλαιο, λέγοντας ότι οι μαθητές του Χριστού συνάζονταν σε προσευχή «συν γυναιξί και Μαριάμ τη μητρί του Ιησού» (Πραξ. 1,14). Σε κανένα από τα υπόλοιπα βιβλία της Καινής Διαθήκης, σε καμία από τις επιστολές του απ. Παύλου ή των άλλων αποστόλων δεν αναφέρεται κάτι γι’ αυτήν.
Αυτοί που βλέπουν με σκεπτικισμό τον τεράστιο και θεμελιώδη ρόλο που παίζει η ευλάβεια προς την Θεοτόκο στην ζωή της Εκκλησίας, προβάλλουν ως κύριο επιχείρημα αυτή τη σχετική σιγή της Καινής Διαθήκης.Βλέπουν αυτή την ευλάβεια ως κάτι το «εισαχθέν» και ξένο προς το αρχικό πνεύμα και τη διδασκαλία του Χριστιανισμού. Αυτό ήταν και το επιχείρημα των Προτεσταντών του δέκατου έκτου αιώνα, που συνεπέραναν ότι η προσκύνηση και η ευλάβεια που εκδηλώνεται προς την Θεοτόκο είναι καθαρή ειδωλολατρία, δίχως κανένα θεμέλιο στην Αγία Γραφή.
Αυτή είναι μια πολύ σοβαρή πρόκληση, κι έτσι αρχίζουμε εδώ την προσπάθεια μας να εξηγήσουμε το περιεχόμενο και το νόημα της ευλάβειας προς την Θεοτόκο.Πρώτα όμως πρέπει να πούμε κάποια λόγια σχετικά με τη γενική προσέγγιση του συνόλου των θρησκευτικών φαινομένων, επειδή πάντοτε υπήρχαν δύο προσεγγίσεις. Η μία θα μπορούσε να ονομαστεί εξωτερική προσέγγιση και η άλλη εκ των έσω.
Ο απλούστερος ορισμός της εξωτερικής προσεγγίσεως είναι ότι εξαρτάται εντελώς από τις αποδείξεις. « Αποδείξτε ότι υπάρχει ο Θεός, αποδείξτε ότι ο Χριστός είναι Θεός, αποδείξτε ότι το ψωμί γίνεται Σώμα Χριστού, αποδείξτε ότι υπάρχει άλλος κόσμος….Αποδείξτε το, και θα σε πιστέψω. Αλλά δεν θα πιστέψω, αν δεν το αποδείξεις». Αρκεί και μόνο να παρατηρήσουμε όλες αυτές τις «αποδείξεις», για να πειστούμε ότι όχι μόνο αυτή η προσέγγιση αδυνατεί να μας οδηγήσει στην ουσία της θρησκείας, αλλά και, με εξαίρεση το σχετικά στενό πεδίο των φυσικών επιστημών, καθόλου δεν ταιριάζει στη ζωή γενικά. Μπορείς να αποδείξεις πως το νερό βράζει στους ιοο βαθμούς Κελσίου, αλλά δεν μπορείς να αποδείξεις ότι ο Πούσκιν υπήρξε μια μεγαλοφυία. Είναι δε εξίσου αδύνατο να αποδειχθεί ο,τιδήποτε αφορά τον εσωτερικό κόσμο και τη ζωή του ανθρώπου, τις χαρές και τις λύπες του, τον θαυμασμό και την πίστη του.
Ση μειώστε μάλιστα πως ο ίδιος ο Χριστός δεν έκανε καμιά προσπάθεια ν’ αποδείξει ο,τιδήποτε. Κάλεσε μόνο τους ανθρώπους να δουν, ν’ ακούσουν, να δεχθούν κάτι που δεν μπορούσαν ούτε να δουν, ούτε ν’ ακούσουν, ούτε να δεχθούν, και που, ακόμη και τώρα, η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων δεν βλέπει, δεν ακούει, και δεν δέχεται. Με άλλα λόγια, όσο πιο βαθιά είναι η αλήθεια, το καλό, η ομορφιά, τόσο λιγότερο μπορεί να αποδειχθεί, έτσι ώστε η προσέγγιση που περιορίζεται μόνο σε αποδείξεις, να γίνεται όλο και λιγότερο αποτελεσματική. Αυτό μας οδηγεί στη μέθοδο που αποκαλέσαμε προηγουμένως «προσέγγιση εκ των έσω».
Αυτή είναι η μέθοδος που όλοι χρησιμοποιούμε στην καθημερινή μας ζωή, χωρίς ούτε καν να το γνωρίζουμε. Έτσι, παραδείγματος χάριν, όταν αγαπούμε ένα πρόσωπο, βλέπουμε σ’ αυτό κάτι που ένας άλλος, που δεν το αγαπά, δεν μπορεί να δει. Αποκαλύπτεται σε μας κάτι από το βαθύτερο είναι του, κάτι κρυμμένο από τα εξωτερικά μάτια, αλλά που το ξεσκεπάζει για χάρη μας η αγάπη, η οικειότητα, η προσωπική γνώση.
Με το ίδιο τρόπο, στην προσπάθεια μας να κατανοήσουμε την ευλάβεια της Εκκλησίας προς την Παναγία, αντί να μετρούμε το πόσες φορές η Παναγία αναφέρεται σ’ αυτό ή σ’ εκείνο το κείμενο, μπορούμε να θέσουμε το ερώτημα μ’ έναν τελείως διαφορετικό τρόπο, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο «εκ των έσω». Ας το θέσουμε λοιπόν ως εξής: αν η πίστη μας στον Χριστό δεν γνώριζε τίποτε για τη Μητέρα Του, εκτός ότι αυτή υπήρξε και ονομαζόταν Μαρία, τότε, κι αυτή η στοιχειώδης γνώση θ’ αρκούσε για να τη γνωρίσουμε αληθινά, να κοιτάζουμε την εικόνα της, να βρίσκουμε στη Χριστιανική πίστη, και στις καρδιές μας, όλα όσα έχει δει, ακούσει και γνωρίσει η Εκκλησία, στα δύο χιλιάδες χρόνια της ζωή της.
Μας λένε ότι η Βίβλος δεν λέει τίποτε για τη γέννηση ή τον θάνατο της Παναγίας. Αν όμως η Παναγία υπήρξε, θα έπρεπε να έχει γεννηθεί, και θα έπρεπε έχει πεθάνει. Μπορεί η αγάπη μας για τον Χριστό και η πίστη μας σ’ Αυτόν να είναι τόσο χλιαρή, ώστε να μην αισθανόμαστε τι έλαβε χώρα όταν γέννησε η Παναγία, να μην αισθανόμαστε Αυτήν, που σκοπός της ζωής της ήταν να γίνει Μητέρα Του ;Αν πιστεύουμε στην απόλυτη, στη θεϊκή μοναδικότητα του Χριστού και του έργου Του, πως δεν μπορούμε στην περίπτωση αυτή να συγκεντρώσουμε το εσωτερικό, πνευματικό βλέμμα μας στη γυναίκα που Του έδωσε την ανθρώπινη ζωή;
Με άλλα λόγια όλη η ευλάβεια προς την Θεοτόκο, όλη μας η αγάπη, όλη μας η γνώση γι’ αυτήν, είναι ένα δώρο που προέρχεται μόνο από την προσωπική εμπειρία, ως καρπός αγάπης. Κι αν θέλουμε να κατανοήσουμε γνήσια την ευλάβεια που δείχνει η Εκκλησία στην Παναγία, τότε διαθέτουμε μόνο μια επιλογή: να προσέλθουμε, να γευτούμε και ν’ αποφασίσουμε μόνοι μας αν όλα αυτά είναι εφεύρεση και μύθος, ή η αλήθεια, η ζωή και η ομορφιά που μας αποκαλύπτουν τη ζωτικότητα, το βάθος και τη χάρη τους.
Η εικόνα της Γυναίκας
Αυτό που καταρχάς μας προσφέρει η εικόνα της Θεοτόκου είναι η εικόνα μιας γυναίκας. Το πρώτο δώρο του Χριστού σε μας, η πρώτη και βαθύτερη αποκάλυψη της διδασκαλίας του και της κλήσεως Του μας δίνεται με την εικόνα μιας γυναίκας.
Γιατί όμως αυτό να είναι τόσο σπουδαίο, παρήγορο και λυτρωτικό;
Ακριβώς επειδή ο κόσμος μας έχει γίνει τόσο ολοκληρωτικά και απελπιστικά αρσενικός, επειδή κυριαρχείται από την αλαζονεία και την επιθετικότητα, όπου τα πάντα έχουν αναχθεί σε δύναμη και σε όπλα αυτής της δυνάμεως, σε παραγωγή και σε όπλα παραγωγής, σε βία, σε άρνηση να υποχωρήσουμε εκούσια ή να συνάψουμε ειρήνη με ο,τιδήποτε ή να κρατήσουμε το στόμα μας κλειστό και να βυθιστούμε στα σιωπηλά βάθη της ζωής. Η εικόνα της Παναγίας της Παρθένου, βρίσκεται σ’ όλα αυτά και τα κρίνει με μόνη την παρουσία της: εικόνα της άπειρης ταπεινώσεως και καθαρότητας, που είναι όμως γεμάτη από ομορφιά και δύναμη. Εικόνα της αγάπης και της νίκης της αγάπης.
Η Παναγία δεν απαιτεί τίποτε ενώ δέχεται τα πάντα. Δεν επιδιώκει τίποτε και κατέχει τα πάντα. Στην εικόνα της Παναγίας βρίσκουμε αυτό που έχει χαθεί σχεδόν τελείως από τον υπερήφανο, επιθετικό και αρσενικό κόσμο μας: τη συμπάθεια, την τρυφεράδα, τη φροντίδα, την εμπιστοσύνη, την ταπείνωνωση. Την αποκαλούμε Κυρία και Βασίλισσα των ουρανών και της γης, και μολοταύτα η ίδια ονομάζει τον εαυτό της «δούλη Κυρίου». Δεν ήρθε για να διδάξει ούτε ν’ αποδείξει τίποτε. Η παρουσία της όμως και μόνο, με το φως και τη χαρά της, απομακρύνει το άγχος των φανταστικών μας προβλημάτων. Είναι σαν να είχαμε μια μακρά, εξοντωτική και αποτυχημένη μέρα της δουλειάς και γυρίζοντας τελικά στο σπίτι, όλα ξεκαθαρίζουν πάλι και γεμίζουν μ’ εκείνη την ευτυχία, την πέρα από τις λέξεις, τη μόνη αληθινή ευτυχία. Ο Χριστός είπε, «μη μεριμνάτε……ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του Θεού» (Ματθ. 6 ,33). Παρατηρώντας αυτή τη γυναίκα- την Παρθένο, τη Μεσίτρια- αρχίζουμε να αισθανόμαστε , να γνωρίζουμε όχι με το νου αλλά με την καρδιά μας, τι σημαίνει να αναζητούμε τη βασιλεία του Θεού, να τη βρίσκουμε και να ζούμε μέσα της.
Δεκαπενταύγουστος(Το Πάσχα τον καλοκαιριού)
Για μας τους σημερινούς ανθρώπους, που ταρασσόμαστε από τα αυξανόμενα πάθη μας και κλυδωνιζόμαστε στην ταραγμένη θάλασσα του βίου μας, που βρισκόμαστε σε απορία και απόγνωση, εξ αιτίας της συγχύσεως και της παραφροσύνης, της αντιφάσεως και της διαψεύσεως, της αδιαφορίας και της σκληρότητας του πολιτισμού μας, η Θεοτόκος παραμένει το αιώνιο θαύμα, η μόνη καταφυγή και ελπίδα μας. «Προς τίνα καταφύγω άλλην, Αγνή; που προσδράμω λοιπόν και σωθήσωμαι; που πορευθώ; Ποίαν δε εξεύρω καταφυγήν; ποίαν θερμήν αντίληψιν; ποίαν εν ταις θλίψεσι βοηθόν; εις σε μόνην ελπίζω, εις σε μόνην καυχώμαι και επί σε θαρρών κατέφυγον»( Μέγας Παρακλητικός Κανών).
Το Δεκαπενταύγουστο, με την εορτή της Κοιμήσεως και τις Ιερές Παοακλήσεις της Υπεραγίας Θεοτόκου, είναι καιρός χάριτος και ευδοκίας, καιρός ευλογίας και σωτηρίας. Πάντοτε αλλά και σήμερα ιδιαίτερα, εποχή αποκορυφώσεως των τόσων αλλοιώσεων μας, μέσα από τη βαθειά θλίψη ή απόγνωση μας, μπορούμε να προσδοκούμε με βεβαιότητα τη σταθερή παράκληση και την ακαταίσχυντη ελπίδα μας. Και μέσα σ’ ένα κλίμα ανθρώπινης ευαισθησίας και βέβαια θείας ευσπλαχνίας, μπορούμε να απευθύνουμε σε Κάποιον «την δέησιν την πενιχράν» , τους λιγοστούς λόγους που μας έχουν απομείνει, και να περιμένουμε το θαύμα.
Δεν χρειάζεται παρά η ομολογία για την αμαρτία ή την ασθένεια, την αδυναμία ή την ανικανότητα μας για σιωπή και για προσευχή. Η Εκκλησία είναι για κείνους, που είναι ανήμποροι ή που δεν έχουν που να καταφύγουν, διωγμένοι ή εξορισμένοι από τον ίδιο τον κόσμο, που οι ίδιοι με την αμαρτία τους υπηρετούν. Και στην Εκκλησία μας υποδέχεται η Παναγία ‘ εκείνη που στην καρδιά της φέρει το μυστήριο της σωτηρίας των ανθρώπων, ως μυστήριο σταυροαναστάσιμης σιωπής και αδιάλειπτης δεήσεως. Γιατί αν και «μετέστη από την ζωή, δεν κατέλιπε τον κόσμο».
Αν εμείς δε θέλουμε ή δεν μπορούμε να προσευχόμαστε, να παίρνουμε μια σταθερή στάση δεήσεως για μας και τον κόσμο, για όλους και για όλα, η Παναγία είναι η αιώνια Δεομένη-η Παναγία της Δεήσεως-στον Κύριο της, για όλους αδιακρίτως τους ανθρώπους, για όλες τις πραγματικές ανάγκες τους και για όλες τις αποκαλυπτικές εποχές. Υπάρχει μια ρώσικη εικόνα του δέκατου όγδοου αιώνα, που παριστάνει την Εκκλησία να προσεύχεται στη Θεοτόκο: «Πολλά γαρ ισχύει μητρός προς ευμένειαν Δεσπότου».
Μόνο έτσι κατανοούμε τη σημασία των Ιερών Παρακλήσεων του Δεκαπενταύγουστου, ή μιμούμαστε την Υπεραγία Θεοτόκο, για την οποία,, η ρομφαία που διήλθε την καρδιά της δεν ήταν πόνος για τον Υιό του Θεού, αλλά για όλους τους υιούς των ανθρώπων, γιατί είναι η αληθινή Μητέρα του Θεού και η Μητέρα όλων των ανθρώπων.
«Διηγήσατο ο Αββάς Ιωσήφ ότι είπεν ο Αββάς Ισαάκ, ότι εκαθήμην προς τον Αββάν Ποιμένα’ και είδον αυτόν εν έκστασει γενόμενον’ και επειδή είχον προς αυτόν πολλήν παρρησίαν, έβαλον αυτώ μετάνοιαν και παρεκάλεσα αυτόν λέγων’ ειπέ μοι, που ής; ο δε αναγκασθείς είπεν ο εμός λογισμός, όπου η Αγία Μαρία η Θεοτόκος έστηκε και έκλαιεν επί του Σταυρού του Σωτήρος’ και εγώ ήθελον πάντοτε ούτω κλαίειν» (Γεροντικόν).
Μόνο ο Σταυρός του Σωτήρος καταργεί το σταυρό των ανθρώπων. Και μόνο κλαίοντες επί του Σταυρού του Χριστού μπορούμε να σηκώνουμε με ευθύνη το σταυρό του κόσμου, των πόνων και των ελπίδων του. Όντες υιοί του Θεού πάσης παρακλήσεως και της Παναγίας Μητρός της Παρακλήσεως, καλούμαστε να γίνουμε, λόγω και έργω, μάρτυρες αυτής της παρακλήσεως: της κατανοήσεως και της διακονίας των μεγάλων αναζητήσεων ή πραγματικών αναγκών της παρούσας ζωής, ή της αληθινής ζωής στον παρόντα τόπο και χρόνο.
Επιθυμούμε να είναι αυτό το πνεύμα κάθε Αγίου Δεκαπενταύγουστου αυτού του άλλου Πάσχα ή ιδιαίτερου καιρού στην Ελλάδα. Αλήθεια, πόσο μπορούμε να μιλούμε ακόμη για Άγιο Δεκαπενταύγουστο στη σημερινή Ελλάδα; Ας είναι και τούτο ρομφαία στην καρδιά της Παναγίας μας.
« Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΕΙΝΑΙ κάτι τρομερό και φοβερό! Είναι τρομερή γιατί είναι ακαθόριστη και δεν μπορείς να την καθορίσεις γιατί ο Θεός μονάχα αινίγματα μας έθεσε . Εδώ σμίγουν τα πιο απόμακρα ακρογιάλια, εδώ ζουν όλες μαζί οι αντιφάσεις. Εγώ, αδελφέ μου, είμαι πολύ αμόρφωτος μα τούτο το σκέφτηκα πολύ . Τα μυστήρια είναι πάρα πολλά.
Πάρα πολλά αινίγματα βασανίζουν τον άνθρωπο σε τούτη τη γη. Βρες τη λύση όπως μπορείς και κοίτα να ξελασπώσεις όπως — όπως. Η ομορφιά ! Δεν μπορώ να το υποφέρω πως υπάρχουν μερικοί, πολλές φορές μάλιστα μεγαλόκαρδοι και μυαλωμένοι, πούχουν στην αρχή για ιδανικό τους τη Μαντόνα και καταλήγουν νάχουν για ιδανικό τους τα Σόδομα.
Πιο φοβεροί ακόμα είναι εκείνοι που, έχοντας πια για ιδανικό τους τα Σόδομα, δεν απαρνιούνται και το ιδανικό της Μαντόνας κι η καρδιά τους φλογίζεται για χάρη της και , στ’ αλήθεια, στ’ αλήθεια, φλογίζεται όπως και στα εφηβικά, αγνά τους χρόνια. Ναι, πραγματικά, ο άνθρωπος χωράει πολλές αντιφάσεις μέσα του ‘ αν ήταν στο χέρι μου θα τον περιόριζα κάπως.
Ένας διάολος ξέρει τι συμβαίνει. Αυτό είναι! Αυτό που ο νους το θεωρεί ντροπή, στην καρδιά φαντάζει σαν καθαρή ομορφιά. Στα Σόδομα να βρίσκεται άραγε η ομορφιά;
Νάσαι βέβαιος πως για τη μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων, στα Σόδομα ακριβώς είναι θρονιασμένη. Τόξερες αυτό το μυστικό ή όχι; Το τρομερό είναι που η ομορφιά είναι όχι μονάχα φοβερή μα και μυστηριώδης. Είναι ο διάολος που παλεύει με το Θεό και το πεδίο της μάχης είναι οι καρδιές των ανθρώπων…». (Φ. Ντοστογιέφσκι, Αδελφοί Καραμαζόβ, Α’, σελ. 128-129, μετ. Άρης Αλεξάνδρου, εκδ. Γκοβόστη, 1954)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
π. Μιχαήλ Καρδαμάκη, Στην Παναγία του Δεκαπενταύγουστου, Ακρίτας,1995. Κοίμηση, Τόμος Ορθόδοξης Μαρτυρίας, αρ. 15, Ακρίτας 1983.
π. Αλέξανδρος Σμέμαν, Η Παναγία, Ακρίτας, 2000. π. Αλέξανδρος Σμέμαν, Εορτολόγιο, Ακρίτας, 1997. Ελένη Κονδύλη, Μικρή Φιλοκαλία της καρδιάς, Ακρίτας,2006.
π. Τhomas Ηορκο, Χειμωνιάτικη Πασχαλιά, Ακρίτας, 1994.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.