kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΤΟΥ ΑΒΒΑ ΠΑΥΛΟΥ

Συγγραφέας: kantonopou στις 9 Ιουνίου, 2009

kyel1.jpgΖούσε κάποτε στη Θηβαϊδα κάποιος που τον έλεγαν Παύλο και ήταν ευλαβής και φιλακόλουθος. Μέρα και νύκτα παρακολουθούσε την εκκλησία και έκανε με προθυμία και τις υπόλοιπες διατεταγμένες ακολουθίες.Βλέποντάς τον έτσι οι γνωστοί του ευλαβείς και φιλακόλουθοι του λένε:”Κυρ – Παύλε, αφού ούτε γονείς έχεις, ούτε γυναίκα θέλεις να πάρης, γιατί δεν γίνεσαι μοναχός;“.

Και αυτός τους απάντησε:Καλά λέτε.Θα πάω να γίνω μοναχός”.Έφυγε λοιπόν και ησύχασε σε κελλί μόνος του και δόθηκε στην άσκηση και τους λοιπούς κόπους και ήταν στο φρόνημα ακμαιότερος.

Βλέποντάς τον ο πονηρός δαίμονας έτσι αγωνιστή, άρχισε να του παρουσιάζεται κατά φαντασίαν ως άγγελος, να του προλέγει κάποια πράγματα και να τον εμπαίζει.Και όταν ο δαίμονας κατάλαβε ότι τον είχε υποχείριο, του λέει:” Ο Χριστός αγάπησε υπερβολικά την αγία βιοτή σου και αύριο θα σε επισκεφθη για να σου δώση ένα χάρισμα ασκητικής διαγωγής.Εσύ λοιπόν βγες από το κελλί σου και προσκύνησέ τον και, αφού λάβης το χάρισμα, μπαίνεις πάλι στο κελλί σου “.

Την επομένη λοιπόν βγαίνει από το κελλί του και βλέπει μία παράταξι, τάχα, από αγγέλους λαμπαδηφόρους και ένα πύρινο τροχό και στο μέσον του τροχού να φαίνεται το σχήμα κάποιου, τον υπέθεσε ότι είναι ο Χριστός.Και μόλις επρόκειτο να κλίνη τον αυχένα για να τον προσκυνήση, τότε ένα χέρι, που φάνηκε μέχρι τον καρπό, του έδωσε ένα ράπισμα και τον έσπρωξε προς τα πίσω, για να μη προσκυνήση.Και πέφτοντας στη γη κοιτάζει προσεκτικά και δεν βλέπει ούτε τους λαμπαδηφόρους αγγέλους ούτε τον πύρινο τροχό.Κατάλαβε τότε τον εμπαιγμό του δαίμονος και έμεινε σ’εκείνη τη θέση κλαίγοντας επί δύο μερόνυχτα και λέγοντας ενώπιον του Θεού:“Αλλοίμονο σε μένα τον αμαρτωλό, αμάρτησα και έχασα όλους τους κόπους της ζωής μου και τι να κάμω δεν ξέρω”.

Είχε ακούσει λοιπόν ότι στην ανώτερη (νοτιώτερη) Θηβαϊδα ζούσε από πολλά χρόνια μόνος σ’ένα αγρό ένας γέροντας αναχωρητής.Σκέφθηκε λοιπόν να πάη σ’αυτόν και να του εμπιστευθή αυτά που του συνέβησαν.Όταν λοιπόν έφτασε κοντά στον τόπο του αγίου έπεσε με το πρόσωπο στη γη και έκλαιγε λέγοντας:Αμάρτησα , συγχώρεσέ με και προσευχήσου για μένα.

Ο γέροντας όμως του φώναζε:Δεν μπορείς να έλθεις εδώ, χλεύη των δαιμόνων. Μη πλησιάσης προς τα’δω “. Και τον επέπληττε.Αυτός όμως παρέμενε στο έδαφος κλαίγοντας. Τον συμπάθησε λοιπόν ο άγιος και του λέει:Αν είχες ξεκινήσει να μάθης μια οποιαδήποτε τέχνη, δεν θα έπρεπε πρώτα να βρης έναν τεχνίτη και να μάθης από αυτόν τα μυστικά της; Εσύ όμως έφυγες και κατοίκησες μόνος σου χωρίς να εμπιστευθής τους λογισμούς σου σε κανέναν. Και αν δεν σε βοηθούσε ο Θεός και η δεξία του αγίου αγγέλου, θα προσκυνούσες τον δαίμονα και θάχανες τα λογικά σου και θα τριγύριζες στις πόλεις σαν τους δαιμονισμένους. Αλλά από’δω και στο εξής ευχαρίστησε τον Θεό που σε βοήθησε και έλα μπης μέσα στο κοινόβιο”.

 (Από το  “ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ ΠΕΡΙ ΟΝΕΙΡΩΝ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑΤΩΝ”)

Αφήστε μια απάντηση