kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

π. Δοσίθεος Κανέλλος, Ηγούμενος Ι.Μ.Τατάρνας:ο Μητροπολίτης Χριστοφόρος όπως τον γνώρισα

Συγγραφέας: kantonopou στις 11 Φεβρουαρίου, 2009

  Σεβασμιώτατοι Πατέρες, εντιμολογιώτατον αρχοντολόγιον της περιφερείας,

αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί.

 

Πως συνέβη ώστε ένας 29χρονος νεανίας, άχρι των ιούλων εν ταις παρειαίς αναθαλλόντων, να βρεθή ως δόκιμος μοναχός εις τους απορρώγας βράχους της Μονής του Προυσσού, Μονής της οποίας ουδέ την ύπαρξιν δεν εγνώριζε, απομακρυνόμενος από του κλεινού άστεως, όπου είχε γεννηθή και ανατραφή. Ήτο ο νεανίας αυτός ένα ρίνισμα αμελητέον. Και υπήρξεν ένας ισχυρός μαγνήτης. Τον μαγνήτισε, λοιπόν, τον σήκωσε και τον εξαπέστειλεν εις τα βουνά της Ευρυτανίας. Αυτός ο μαγνήτης είχε όνομα. Ήταν ο Μητροπολίτης Ναυπακτίας και Ευρυτανίας Χριστοφόρος. Άγνωστος πρώην εις εμέ.

 

Αλλ? όταν ήρθε, ήτο Συνοδικός τότε, να χοροστατήση στον Ιερό Ναό της Αγίας Τριάδος Βύρωνος, σε ακολουθία των Χαιρετισμών, χωρίς να γνωρίζω καν ποιός τον είχε καλέσει, ο νεανίας εκείνος ησθάνθη ότι θα πάψη να κόβη αντίδωρο στο Ιερό και θα ακολουθήση αυτόν τον Επίσκοπο, όπου γης. Δεν ευτύχησα να μείνω για πολύ μαζί του. Μόνο δυό καλοκαίρια στην Μονή Προυσσού. Γρήγορα αντήλλαξε αντί των προσκαίρων τα αιώνια. Όμως αυτά τα δύο καλοκαίρια, αδελφοί μου, αυτές οι λίγες μέρες αναστροφής, έμαθα τόσα όσα δεν έμαθα για 50 ολόκληρα χρόνια αργότερα.

 

Έμαθα ότι Επίσκοπος μπορεί να κάθεται όχι σε πολυθρόνες, αλλά σε σαμάρια μουλαριών και να συζητή με έναν νεανίσκο, που ροφούσε κυριολεκτικώς τα όσα ψυχωφελή άκουγε. Γυαλίζοντας ο νέος αυτός με το ζόρι τα παπούτσια του Επισκόπου, έβλεπα ότι θα έπρεπε να έχουν πάει στον τσαγκάρη τουλάχιστον τρεις φορές. Έμαθα ότι Επίσκοπος χωρίς διάσημα, μπαστούνες και εγκόλπια, μπορεί να ξαπλώνη για ένα μεσημεριανό υπνάκο, κάπου στο άγνωστο πάνω σε φρεσκοκομμένες βάτσες κλάδων με μόνο επικάλυμμα ένα τσόλι. Έμαθα ότι Επίσκοπος μπορεί να είναι φιλακόλουθος εραστής της τάξεως και μουσικολογιώτατος.

 

Κατερχόμενος τρεις μετά τα μεσάνυχτα για να σημάνω το σήμαντρο, τον έβρισκα να περιμένη στον εξωνάρθηκα, έτοιμο να διαβάση Μεσονυκτικό, Εξάψαλμο, Ψαλτήρι. Ακόμα ηχούν έναυλα στας ακοάς μου τα ψαλσίματά του, ιδίως στο Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα και τους Χαιρετισμούς στο τέλος στον Εσπερινό. Ποτέ δε θα ξεχάσω πως έψαλλε στο Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα: «Εν ταις ζάλαις εφεύρον σε λιμένα..» Προσπαθώ πάντοτε να τον μιμηθώ και δεν το καταφέρνω ποτέ. Και πάντοτε, όταν το ψάλλω τον Κανόνα αυτό, παρουσιάζεται η μορφή του ενώπιόν μου. Έμαθα τι εστί ευγένεια χαρακτήρος. Πολλές φορές βγήκε κρατώντας μια λάμπα πετρελαίου για να πάη απέναντι στο μέρος και περνούσε αναγκαστικά δίπλα μου περπατώντας ακροποδητί, στα νύχια, να μην ξυπνήση ποιόν; ένα νεαρό παιδί. Τον έβλεπα, αυτός νόμιζε ότι κοιμόμουν, αλλά εγώ παρίστανα ότι κοιμόμουνα. Έμαθα ότι Επίσκοπος μπορούσε να ζη με βραστά κολοκυθάκια, καθ? ην στιγμήν άλλοι κατήσθιον αμνοερίφια από φυλακής πρωΐας μέχρι νυκτός.

 

Ήτο δε ο μακαριστός της πίστεως (defensor), υπερασπιστής. Αυτά που θα σας πως μου τα είχε πη ο ίδιος, δεν τα άκουσα από άλλους. Μου εδιηγείτο καθήμενος, είπα, σε σαμάρι μουλαριού, απέναντι από τους Αγίους Πάντας, περί της αποπείρας των Μασόνων, να τον κάνουν μασόνο, όταν ήταν Πρωτοσύγκελος. Τον επισκέφθηκαν ένα βράδυ από τη Στοά στην οδό Σέκερη και 3ης Σεπτεμβρίου. (Και να ξέρετε ότι η Ελλάς δεν διοικείται από το Μαξίμου, αλλά από τη Σέκερη και 3ης Σεπτεμβρίου). Και του είπαν όλη νύχτα να τον πείσουν να μπη στη Στοά για να δη φως. Για να φωτισθή. Και μου είπε ο ίδιος. «Και όταν τελείωσαν το πρωΐ, αφού είπαν είπαν όλη νύχτα και ξημέρωσε Λέω: Έχετε τίποτε άλλο να πήτε; Λένε όχι. Θα ρθήτε να γίνετε μασόνος; Θα αποκτήσετε αυτό, εκείνο, το άλλο, να μου τάζουν λαγούς με κουδούνια». Και απήντησε ο Χριστοφόρος. «Ευχαριστώ για τα φώτα με τα οποία λέτε ότι θα φωτισθώ. Εμένα μου αρκεί ένα φως, το φως του Χριστού! Χαίρετε, κύριοι».

 

Ήταν άνθρωπος προσευχής. Μου έλεγε ότι δια της προσευχής γίνονται θαύματα. Όταν ήταν Πρωτοσύγκελος, (όσοι περνάτε την οδό Αγίας Φιλοθέης βλέπετε ένα μάρμαρο, δίπλα από το Ναό του Αγ. Ανδρέου, που γράφει «αρχαία κρύπτη». Εκεί ως μέλος της Εθνικής Αντιστάσεως είχε κρύψει οπλισμό. Αλλά ο οπλισμός επροδόθη. Και πήγαν οι Γερμανοί και του είπαν: «Άνοιξε αυτή την τρύπα κάτω, την κρύπτη». «Την άνοιξα, λέει, και έκανα εκτενή προσευχή: «Θεέ μου, εάν ανακαλύψουν τον οπλισμό, τότε πάει χαμένη όλη η αντίσταση». Και πράγματι εισηκούσθη η προσευχή του. Ψάξανε ψάξανε, ψάξανε, αν θέλετε το πιστεύετε, και τον οπλισμό δεν τον βρήκαν. Και αυτό οφείλετο στην προσευχή του Επισκόπου.

 

Ήταν ανήρ ο οποίος αγαπούσε την πατρίδα και πρόθυμος να θυσιαστή γι? αυτήν. Γι? αυτό τιμώντας την Ιερωσύνη, μας έλεγε τακτικά ότι: «Ευχαριστώ το Θεό, διότι στη Μικρά Ασία όπου πολέμησα δεν σκότωσα άνθρωπο». Διότι, αν σκότωνα, δεν θα μπορούσα να γίνω κληρικός, ως ανήρ αιμάτων. Και κάποτε τον ρώτησα το εξής: «Πως γίναν τα συσσίτια της ΕΟΧΑ στα χρόνια της Κατοχής που σώθηκε τόσος κόσμος από την πείνα και τον θάνατο;». Ήταν ο Δαμασκηνός Αρχιεπίσκοπος και αυτός Πρωτοσύγκελος. Και μου είπε κάτι το συνταρακτικό. «Είχαμε κάνει λέει ,Στέλιο, (Στέλιο με λέγανε τότε) μια απάτη. Λέω τι απάτη. Είχαμε συνεννοηθή με πατριώτες στο Νομισματοκοπείο και βγάζανε διπλούς αριθμούς χαρτονομισμάτων. Αυτό σήμαινε εκτέλεση. Κι έτσι με τα διπλά χρήματα, από τη μια μεριά έβγαιναν προς τα έξω και από την άλλη και κατορθώναμε να κάνουμε τα συσσίτια, ώστε να διατηρηθή στη ζωή ο λαός των Αθηνών, ο οποίος τότε λιμοκτονούσε.

 Ήταν δε και τύπος κλειστός. Αγαπούσε καθ? υπερβολήν, ποιόν λέτε; Τον Αυγουστίνο τον Καντιώτη. Και αν έγινε κληρικός δεν έγινε από την πειθώ του Δαμασκηνού. Έγινε από την πειθώ του Αυγουστίνου, ο οποίος πήγε και τον βρήκε στο Αγρίνιο και του λέει:

-Γιώργο, σου βρήκα νύφη.

 

-Τι νύφη; ποιός σου είπε ότι θέλω να παντρευτώ.

 -Νύφη με προίκα, ωραιοτάτη…-Αυγουστίνε γιατί μου κάνεις έτσι; Εγώ δε ζήτησα νύφη.

-Ε, αυτή τη νύφη θα την πάρης.

 -Ποιά είναι αυτή η νύφη;

-Η Εκκλησία, Γεώργιε.

 Και αυτός τον έπεισε να πάη να γίνη κληρικός. Όχι διότι δεν εκτιμούσε τον κλήρο, αλλά τιμούσε πάρα πολύ την Ιερωσύνη και φοβόταν. Αυτό όμως του το ξεπλήρωσε. Διότι ως Πρωτοσύγκελος εστάλη από τον Δαμασκηνό στην Κομαντατούρα. Μπαίνοντας για να δη τον στρατιωτικό Διοικητή για μια υπόθεση της Αρχιεπισκοπής άκουγε μια λέξη. «Καντιώτης», «Καντιώτης» στα γερμανικά. Τότε ο Καντιώτης ο Αυγουστίνος ήταν ιεροκήρυκας στην Κοζάνη. Ρωτάει, λοιπόν, έναν από τους μεταφραστάς: «-Τι λέτε για αυτόν τον Καντιώτη; Εγώ τον ξέρω». Λέει, τον έχουν για εκτέλεση. Λέει Γιατί;. Διότι τον θεωρούν εκεί στην Κοζάνη ότι είναι εναντίον του στρατού Κατοχής. Και τότε αυτός εγγυήθηκε στο Στρατηγό ότι ο Αυγουστίνος είναι άνθρωπος, ο οποίος ασχολείται μόνο με θρησκευτικές υποθέσεις, με το λόγο του Θεού και δεν αντιστρατεύεται το στρατό Κατοχής. Κι έτσι γλίτωσε ο Αυγουστίνος και είναι μέχρι σήμερα. (Η ευχή του μαζί μας! )

Έζησε σε μια εποχή δύσκολη, ακροτήτων, μέσα στη φωτιά. Η Μητρόπολίς του είχε περιοριστή στη Ναύπακτο και το Καρπενήσι. Ακόμα και η εικόνα της Παναγίας Προυσσιωτίσσης που τόσο ευλαβείτο, ευρίσκετο στην προσφυγιά, στην Ποταμούλα.

 

Ήτο ανήρ μετριοπαθής. Αλλ εις εποχήν εντόνου διχασμού ο μετριοπαθής εθεωρείτο η αριστερός η συνοδοιπόρος. Και δεν απέφυγε την κατηγορία αυτή. Πως ήταν δυνατόν να καταλάβουν οι τότε κρατούντες εκκλησιαστικώς και θρησκευτικώς το πνεύμα αυτό του ακάκου Επισκόπου; Καθ? ην εποχήν αι εκτελέσεις ήταν η είδησις στα ψιλά των εφημερίδων, πως ήταν δυνατόν να ακουστούν αι απόψεις του Επισκόπου αυτού περί καταργήσεως της θανατικής ποινής; Κι όμως έβαλε κάτι που πολύ αργότερα έγινε νόμος του Κράτους. Τότε όμως;

 

Ο λόγος του δε ήτο άλατι ηρτυμένος. Δεν ήταν ξερός, όχι. Μια φορά στη Μονή του Προυσσού ήταν καθισμένος στην καρέκλα στο Ιερό μέσα και μπαίνει ο αείμνηστος π. Αρσένιος Κομπούγιας. Άρχισε να τον κουβεντιάζη και να θεολογή ο π. Αρσένιος (Η ευχή του μαζί μας, ο Θεός να τον αναπαύση) και λέει: «Σεβασμιώτατε, εμείς οι μοναχοί αναπληρούμε το εκπεσόν τάγμα του Εωσφόρου». Και λέει ο Χριστοφόρος χαριεντιζόμενος: «Το οποίον, Αρσένιε, δια των αμαρτιών μας προσπαθούμε να το κάνουμε Σύνταγμα!»

 

Αυτά τα ολίγα αρκούνε. Εξ όνυχος τον λέοντα. Πολύ αργότερα, αδελφοί μου, πριν από 2-3 χρόνια, εκεί στη Σινασό της Καππαδοκίας κάποιος Αρχιερεύς έλεγε σε κάποιον άλλον Αρχιερέα, εγώ έγινα αυτήκοος χωρίς να το θέλω, το εξής: «Ο Δοσίθεος ήρθε από άλλον πλανήτη». Δοξάζω τον Θεό, αδελφοί μου, γιατί είμαι από άλλον πλανήτη. Αλλ? ο πλανήτης αυτός δεν είναι ανώνυμος, είναι επώνυμος. Και το όνομα του πλανήτου: «Ναυπακτίας και Ευρυτανίας κυρός Χριστοφόρος».

 

Καλή αντάμωση, Χριστόφορε!

 «Εκκλησιαστική παρέμβαση « Ιανουάριος 2009

Αφήστε μια απάντηση