Ευγνωμοσύνη
Συγγραφέας: kantonopou στις 11 Ιανουαρίου, 2009
ΕΝΑΣ αξιωματικός του Βυζαντινού Στράτου πήγαινε μαζί με τον υπασπιστή του σε κάποια εμπιστευτική αποστολή. Καθώς περνούσαν τρέχοντας πάνω στα γρήγορα άλογα τους, σε ένα δρόμο ερημικό, σκόνταψαν πάνω σε ένα ολόγυμνο πτώμα που κείτονταν καταμεσής του δρόμου.
-Ο δυστυχισμένος σίγουρα θα έχει πέσει θύμα ληστών που λυμαίνονται τούτα τα μέρη. Είπε ο αξιωματικός.
Αψηφώντας κάθε κίνδυνο που και ο ίδιος διέτρεχε, όσο αργοπορούσε στα άγρια εκείνα μέρη, κατέβηκε από το άλογο, έβγαλε τη χλαίνα και τύλιξε το γυμνό αιμόφυρτο σώμα. Ύστερα άνοιξε ένα πρόχειρο τάφο με τη βοήθεια του συντρόφου του και έθαψε τον άγνωστο. Όταν τελείωσε όλη εκείνη η διαδικασία, ανέβηκε πάλι στο άλογο του ο ευγενής νέος να συνεχίσει το ταξίδι του. Είχε όμως αρκετά καθυστερήσει και κινδύνευε να νυχτωθεί στην έρημο. Σπιρούνισε λοιπόν το ζώο και κάλπαζε ασυλλόγιστα. Ξαφνικά εκείνο αφήνιασε και τον πέταξε κάτω. Αναίσθητο σχεδόν από το φοβερό χτύπημα τον μετέφερε ο υπασπιστής του στο πιο κοντινό χάνι και φώναξε αμέσως ένα γιατρό.
Ο αξιωματικός είχα σπάσει το δεξί του πόδι και υπέφερε φοβερά. Την άλλη μέρα η κατάσταση του χειροτέρεψε. Το πόδι μελάνιασε ολόκληρο και οι πόνοι έγιναν αφόρητοι. Όσοι ειδικοί τον είδαν, είπαν πως έπρεπε χωρίς αναβολή να κοπεί. Δεν έπαιρνε θεραπεία γιατί είχε ήδη αρχίσει να σαπίζει. Την επόμενη θα του το έκοβαν οριστικά.
-Τι έχεις και βογκάς; Τον ρώτησε με πολλή συμπάθεια.
-Τι θέλετε να κάνω, κύριε; Είπε με πολύ κόπο ο άρρωστος, νομίζοντας πως ήταν κανένας από τους νυχτερινούς πελάτες του πανδοχείου που είχε ανησυχήσει από τα βογκητά του. Το πρωί θα μου κόψουν το πόδι οι γιατροί.
Ο νέος έδειξε το πόδι του. Ο άγνωστος τότε με μεγάλη επιτηδειότητα έλυσε τους επιδέσμους. Το έτριψε απαλά με το χέρι του και είπε στον άγνωστο να σηκωθεί και να περπατήσει.
-Στηρίξου επάνω μου και περπάτησε, είπε με επιμονή ο άγνωστος, δεν έχεις τίποτε.
Ο άρρωστος τότε πιάστηκε από το χέρι, που του άπλωσε ο παράξενος νυχτερινός επισκέπτης. Κατέβηκε με ευκολία από το κρεβάτι του και σαν τρελός από τη χαρά του, άρχισε να πηγαίνει πέρα-δώθε μέσα στο δωμάτιο, χωρίς την παραμικρή δυσκολία. Ούτε πόνο πια ένοιωθε.
-Φεύγετε, κύριε; Ρώτησε ο αξιωματικός.
-Τι άλλο θέλεις από εμένα; Τώρα είσαι καλά.
-Για το όνομα του Παντοδύναμου Θεού, που σε οδήγησε ως εδώ, πες μου ποιος είσαι; Φώναξε γεμάτος συγκίνηση ο νέος
-Κοίταξε με καλά. Δεν με αναγνωρίζεις;
-Όχι έγνεψε ο αξιωματικός.
-Μήπως γνωρίζεις τούτη τη χλαίνα;
-Είναι δική μου, ψιθύρισε σαν συνήλθε.
-Είμαι εκείνος που με σκέπασες με τη χλαίνα σου. Ο Θεός με έστειλε εδώ να σε γιατρέψω. Εκείνον να ευγνωμονείς σε όλη σου τη ζωή. Και λέγοντας αυτά έγινε άφαντος.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.