«ΕΛΕYΘΕΡΗ ΣΥΜΒΙΩΣΗ» Νομιμοποίηση της ανευθυνότητας
Συγγραφέας: kantonopou στις 10 Ιανουαρίου, 2009
Το πιο χαρακτηριστικό και διακριτικό γνώρισμα της “ελεύθερης συμβίωσης» είναι αναμφίβολα η ανευθυνότητα. Αυτό δηλώνει πρώτα-πρώτα το ίδιο το όνομα της ιδιόρρυθμης αυτής σχέσης. “Ελεύθερη», για όσους τη βάπτισαν έτσι, σημαίνει συμβίωση απαλλαγμένη από δεσμεύσεις. Καθένας από τους δύο που συμβιώνουν δεν αναλαμβάνει καμμία ουσιαστική και μόνιμη υποχρέωση για τον άλλο. Αυτό το φρόνημα εκφράζουν αρκετοί νέοι της εποχής μας, οι οποίοι συμβιώνουν ελεύθερα και αναβάλλουν συνεχώς τη σύναψη γάμου με το γνωστό επιχείρημα: “Είναι νωρίς να δεσμευθώ. Θέλω να ζήσω τη ζωή μου». Αλλά και η φιλοσοφία του υπό κατάρτισιν νομοσχεδίου κινείται στην ίδια γραμμή. Θεμελιώνεται στη βάση ότι οι πολίτες που θα συμβιώνουν ως ζεύγη είναι απαραίτητο να απαλλαχθούν από όλες τις ουσιαστικές δεσμεύσεις μεταξύ τους και να διατηρήσουν μόνον κάποιες τυπικές, αλλά και αυτές με ιδιαίτερη χαλαρότητα.
Είναι κοινά αποδεκτό ότι ανάμεσα στα θετικά γνωρίσματα, και μάλιστα στα κύρια, του ανθρωπίνου προσώπου είναι η υπευθυνότητα. Ο κάθε άνθρωπος είναι απαραίτητα υπεύθυνος, επειδή είναι πλασμένος ελεύθερος. Με την κακή όμως χρήση της ελευθερίας, η υπευθυνότητα μπορεί να μετατραπεί σε ανευθυνότητα.
Συστατικό γνώρισμα της ανευθυνότητας αποτελεί η αποφυγή των δεσμεύσεων, όπως, αντίθετα, συστατικό γνώρισμα της υπευθυνότητας αποτελεί η ανάληψη των δεσμεύσεων. Ο καλός και αγαθός άνθρωπος, ως υπεύθυνο πρόσωπο, δεσμεύεται απέναντι στο άλλο πρόσωπο και αγωνίζεται με φιλότιμο να ανταποκριθεί όσο καλύτερα μπορεί στις δεσμεύσεις του. Αυτή η υπευθυνότητα αποτελεί με τη σειρά της γνώρισμα της γνήσιας και αυθεντικής αγάπης. Όποιος αληθινά αγαπά, ξέρει να θυσιάζεται Και θυσιάζεται, διότι έχει υπευθυνότητα και τηρεί τις δεσμεύσεις του. Αντίθετα, όποιος δεν αγαπά δεν μπορεί και να θυσιασθεί. Και δεν μπορεί να θυσιασθεί, επειδή δεν είναι υπεύθυνος. Και δεν είναι υπεύθυνος, όταν δεν θέλει να δεσμευθεί. Πρόκειται για αυτό ακριβώς που συμβαίνει στη λεγόμενη “ελεύθερη συμβίωση». Αυτήν τη συμβίωση, που, σε τελική ανάλυση, σκοτώνει την ίδια την αγάπη στη γνήσια και αυθεντική της μορφή. Γιατί άραγε η Πολιτεία αναλαμβάνει να διευκολύνει τον γεμάτο ανευθυνότητα άνθρωπο, που επιθυμεί να “δραπετεύσει» από τη συμβίωση, και όχι να υπερασπιστεί τον υπεύθυνο, που εγκαταλείπεται, κάποτε και με τα αθώα τέκνα του, χωρίς έλεος; Δεν είναι αυτή νομοθετική πράξη υπέρ του κακού και εναντίον του αγαθού; Και αυτήν ακριβώς την καταστροφική και προς το χείρον διαδικασία έρχεται να τη νομιμοποιήσει και να τη στηρίξει επίσημα η Ελληνική Πολιτεία.
Νομίζω πως το τραγικότερο λάθος του νομοθέτη είναι η μεταφορά της ανευθυνότητας από τη χώρα της απαξίας στο βασίλειο των αξιών, και συγχρόνως η απαξίωση της υπευθυνότητας. Αυτό σημαίνει ανατροπή της φυσικής τάξεως, αποδιοργάνωση του ανθρωπίνου προσώπου, κατάργηση των προδιαγραφών με τις οποίες έχει πλασθεί από τον Δημιουργό του, και διαστρέβλωση των προσωπικών ανθρωπίνων σχέσεων. Δεν πρόκειται απλώς για μια λανθασμένη εκτίμηση, αλλά για καταστροφική επέμβαση στη δομή του ανθρωπίνου προσώπου και των σχέσεών του με τα άλλα πρόσωπα. Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτά τα οποία σημειώνονται στην απολογητική έκθεση του Συμφώνου: “Ανεξάρτητα από την αμφισβήτηση περί ηθικώς, κοινωνικώς ή νομικώς αποδεκτό, αλλά και από τη σκοπιμότητα για τη θεσμοποίηση ενώσεων μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου, η διαφορετικότητα των καταστάσεων συνηγορεί για τη νομοθετική αντιμετώπισή τους».
Είναι λοιπόν παραδεκτό από τους ίδιους τους εμπνευστές και πρωτεργάτες του νομοσχεδίου ότι υπάρχει σοβαρή και καθολική αμφισβήτηση του μορφώματος, που επιχειρείται να καλυφθεί νομοθετικά, με κριτήρια δοκιμασμένα για αιώνες. Και ενώ η τεκμηριωμένη αμφισβήτηση παρα κάμπτεται χωρίς καμμία ουσιαστική επιχειρηματολογία, η όλη προσπάθεια επιχειρείται να στηριχθεί στο επιπόλαιο και ανεδαφικό επιχείρημα ότι η Πολιτεία πρέπει πάντα να προσαρμόζεται στις τρέχουσες αλλαγές και εξελίξεις και να διαμορφώνει ανάλογα τους νόμους και τους κανόνες σε κοινωνικά ζητήματα, όπως αυτά του γάμου και της συμβίωσης, χωρίς καμμία διάκριση αν πρόκειται για εξέλιξη προς το καλό η προς το κακό. Με βάση τη λογική αυτή, δεν θα είναι καθόλου παράδοξο στο μέλλον η Πολιτεία να νομιμοποιήσει ακόμη την κλοπή και το φόνο.
Στο ζήτημα που μας απασχολεί παρατηρούνται όντως αλλαγές και εξελίξεις, αλλά σίγουρα προς το χειρότερο. Μια προσεκτική μελέτη είναι πολύ εύκολο να καταδείξει, όπως βεβαιώνουν και σχετικές έρευνες, τη στενή σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη χαλάρωση των οικογενειακών δεσμών και στα φαινόμενα των αμέτρητων δραμάτων με τα ναρκωτικά, τα εγκλήματα, τις αυτοκτονίες, τα διαζύγια, τις καταθλίψεις, τη σεξουαλική ασυδοσία και τα αφροδίσια νοσήματα, συμπεριλαμβανομένου και του Aids. Ώστε λοιπόν, η Ελληνική Πολιτεία έφθασε σε τέτοιο σημείο καταπτώσεως, ώστε, απορρίmοντας τα δοκιμασμένα για αιώνες κριτήρια, να νομιμοποιεί αρνητικά και διαλυτικά της κοινωνίας φαινόμενα; Για την περίπτωση αυτήν, πιστεύω πως δεν υπάρχουν πιο εκφραστικοί και επίκαιροι λόγοι από τους θεόπνευστους εκείνους του προφήτου Ησαία: “Ουαί οι λέγοντες το πονηρόν καλόν και το καλόν πονηρόν, οι τιθέντες το σκότος φως και το φως σκότος, οι τιθέντες το πικρόν γλυκύ και το γλυκύ πικρόν. Ουαί οι συνετοί εν εαυτοίς και ενώπιον αυτών επιστήμονες» (5,20 21).
Τοϋ Άρχιμ. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ Γ. ΜΥΡΟΥ Δρ Θεολογίας
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.