Η ομιλία του Χριστού για το τέλος του κόσμου στο κατά Μάρκον. (Ερμηνεία-ανάλυση)
Συγγραφέας: kantonopou στις 24 Αυγούστου, 2018
(Ιωάννου Καραβιδόπουλου, Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, εκδόσεις Π.Πουρναρά, σελ. 398-417, οι παραπομπές παρατίθενται στο τέλος)
Αρχαίο κείμενο:
1 Καὶ ἐκπορευομένου αὐτοῦ ἐκ τοῦ ἱεροῦ λέγει αὐτῷ εἷς τῶν μαθητῶν αὐτοῦ· διδάσκαλε, ἴδε ποταποὶ λίθοι καὶ ποταπαὶ οἰκοδομαί. 2 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ· βλέπεις ταύτας τὰς μεγάλας οἰκοδομάς; Οὐ ἀφεθῇ ὧδε λίθος ἐπὶ λίθον ὃς οὐ μὴ καταλυθῇ. 3 Καὶ καθημένου αὐτοῦ εἰς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν κατέναντι τοῦ ἱεροῦ, ἐπηρώτων αὐτὸν κατ᾿ ἰδίαν Πέτρος καὶ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης καὶ Ἀνδρέας· 4 εἰπὲ ἡμῖν πότε ταῦτα ἔσται, καὶ τί τὸ σημεῖον ὅταν μέλλῃ πάντα ταῦτα συντελεῖσθαι; 5 Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀποκριθεὶς ἤρξατο λέγειν αὐτοῖς· βλέπετε μή τις ὑμᾶς πλανήσῃ. 6 Πολλοὶ γὰρ ἐλεύσονται ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου λέγοντες ὅτι ἐγώ εἰμι, καὶ πολλοὺς πλανήσουσιν.7 Ὅταν δὲ ἀκούσητε πολέμους καὶ ἀκοὰς πολέμων, μὴ θροεῖσθε· δεῖ γὰρ γενέσθαι, ἀλλ᾿ οὔπω τὸ τέλος. 8 Ἐγερθήσεται γὰρ ἔθνος ἐπὶ ἔθνος καὶ βασιλεία ἐπὶ βασιλείαν, καὶ ἔσονται σεισμοὶ κατὰ τόπους, καὶ ἔσονται λιμοὶ καὶ ταραχαί. 9 Ἀρχαὶ ὠδίνων ταῦτα. Βλέπετε δὲ ὑμεῖς ἑαυτούς. Παραδώσουσι γὰρ ὑμᾶς εἰς συνέδρια καὶ ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν δαρήσεσθε, καὶ ἐπὶ ἡγεμόνων καὶ βασιλέων σταθήσεσθε ἕνεκεν ἐμοῦ εἰς μαρτύριον αὐτοῖς. 10Καὶ εἰς πάντα τὰ ἔθνη δεῖ πρῶτον κηρυχθῆναι τὸ εὐαγγέλιον. 11 Ὅταν δὲ ἀγάγωσιν ὑμᾶς παραδιδόντες, μὴ προμεριμνᾶτε τί λαλήσητε, μηδὲ μελετᾶτε, ἀλλ᾿ ὃ ἐὰν δοθῇ ὑμῖν ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ, τοῦτο λαλεῖτε· οὐ γὰρ ὑμεῖς ἐστε οἱ λαλοῦντες, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον. 12 Παραδώσει δὲ ἀδελφὸς ἀδελφὸν εἰς θάνατον καὶ πατὴρ τέκνον, καὶ ἐπαναστήσονται τέκνα ἐπὶ γονεῖς καὶ θανατώσουσιν αὐτούς. 13 Καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων διὰ τὸ ὄνομά μου· ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται. 14 Ὅταν δὲ ἴδητε τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως τὸ ρηθὲν ὑπὸ Δανιὴλ τοῦ προφήτου ἑστὼς ὅπου οὐ δεῖ – ὁ ἀναγινώσκων νοείτω – τότε οἱ ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ φευγέτωσαν εἰς τὰ ὄρη, 15 ὁ δὲ ἐπὶ τοῦ δώματος μὴ καταβάτω εἰς τὴν οἰκίαν μηδὲ εἰσελθέτω ἆραί τι ἐκ τῆς οἰκίας αὐτοῦ, 16 καὶ ὁ εἰς τὸν ἀγρὸν ὢν μὴ ἐπιστρεψάτω εἰς τὰ ὀπίσω ἆραι τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ. 17 Οὐαὶ δὲ ταῖς ἐν γαστρὶ ἐχούσαις καὶ ταῖς θηλαζούσαις ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις. 18 Προσεύχεσθε δὲ ἵνα μὴ γένηται ἡ φυγὴ ὑμῶν χειμῶνος. 19 Ἔσονται γὰρ αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι θλῖψις, οἵα οὐ γέγονε τοιαύτη ἀπ᾿ ἀρχῆς κτίσεως ἧς ἔκτισεν ὁ Θεὸς ἕως τοῦ νῦν καὶ οὐ μὴ γένηται. 20 Καὶ εἰ μὴ ἐκολόβωσε Κύριος τὰς ἡμέρας, οὐκ ἂν ἐσώθη πᾶσα σάρξ· ἀλλὰ διὰ τοὺς ἐκλεκτοὺς οὓς ἐξελέξατο ἐκολόβωσε τὰς ἡμέρας. 21 Καὶ τότε ἐάν τις ὑμῖν εἴπῃ, ἰδοὺ ὧδε ὁ Χριστός, ἰδοὺ ἐκεῖ, μὴ πιστεύετε. 22 Ἐγερθήσονται γὰρ ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται καὶ δώσουσι σημεῖα καὶ τέρατα πρὸς τὸ ἀποπλανᾶν, εἰ δυνατόν, καὶ τοὺς ἐκλεκτούς. 23 Ὑμεῖς δὲ βλέπετε· ἰδοὺ προείρηκα ὑμῖν ἅπαντα. 24 Ἀλλ᾿ ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις, μετὰ τὴν θλῖψιν ἐκείνην ὁ ἥλιος σκοτισθήσεται, καὶ ἡ σελήνη οὐ δώσει τὸ φέγγος αὐτῆς, 25 καὶ οἱ ἀστέρες ἔσονται ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πίπτοντες, καὶ αἱ δυνάμεις αἱ ἐν τοῖς οὐρανοῖς σαλευθήσονται. 26 Καὶ τότε ὄψονται τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐν νεφέλαις μετὰ δυνάμεως πολλῆς καὶ δόξης. 27Καὶ τότε ἀποστελεῖ τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ καὶ ἐπισυνάξει τοὺς ἐκλεκτοὺς αὐτοῦ ἐκ τῶν τεσσάρων ἀνέμων, ἀπ’ ἄκρου τῆς γῆς ἕως ἄκρου τοῦ οὐρανοῦ. 28 ᾿Απὸ δὲ τῆς συκῆς μάθετε τὴν παραβολήν. Ὅταν αὐτῆς ὁ κλάδος ἤδη γένηται ἁπαλὸς καὶ ἐκφύῃ τὰ φύλλα, γινώσκετε ὅτι ἐγγὺς τὸ θέρος ἐστίν· 29 οὕτω καὶ ὑμεῖς, ὅταν ἴδητε ταῦτα γινόμενα, γινώσκετε ὅτι ἐγγύς ἐστιν ἐπὶ θύραις. 30 Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐ μὴ παρέλθῃ ἡ γενεὰ αὕτη μέχρις οὗ πάντα ταῦτα γένηται. 31 Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ ἐμοὶ λόγοι οὐ μὴ παρελεύσονται. 32 Περὶ δὲ τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἢ τῆς ὥρας οὐδεὶς οἶδεν, οὐδὲ οἱ ἄγγελοι ἐν οὐρανῷ, οὐδὲ ὁ υἱός, εἰ μὴ ὁ πατήρ. 33 Βλέπετε, ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε· οὐκ οἴδατε γὰρ πότε ὁ καιρός ἐστιν. 34 Ὡς ἄνθρωπος ἀπόδημος, ἀφεὶς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ, καὶ δοὺς τοῖς δούλοις αὐτοῦ τὴν ἐξουσίαν, καὶ ἑκάστῳ τὸ ἔργον αὐτοῦ, καὶ τῷ θυρωρῷ ἐνετείλατο ἵνα γρηγορῇ. 35 Γρηγορεῖτε οὖν· οὐκ οἴδατε γὰρ πότε ὁ κύριος τῆς οἰκίας ἔρχεται, ὀψὲ ἢ μεσονυκτίου ἢ ἀλεκτοροφωνίας ἢ πρωΐ· 36μὴ ἐλθὼν ἐξαίφνης εὕρῃ ὑμᾶς καθεύδοντας. 37 Ἅ δὲ ὑμῖν λέγω, πᾶσι λέγω· γρηγορεῖτε.
Ερμηνεία-ανάλυση
Το κεφ. 13 του ευαγγελίου μας περιέχει λόγια του Ιησού σχετικά με την επικείμενη καταστροφή της Ιερουσαλήμ, καταστροφή που προσφέρεται ως προεικόνιση του τέλους του κόσμου. Συνήθως ονομάζεται το κεφ. αυτό από τους ερμηνευτές « Εσχατολογικός λόγος» ή «Αποκαλυπτικός λόγος» ή «Συνοπτική αποκάλυψη» ή «Μικρή αποκάλυψη» και γίνεται πολλή συζήτηση στα υπομνήματα και στις ειδικές μονογραφίες (33 βλέπε υποσημειώσεις στο τέλος) για το χαρακτήρα, το στόχο, το αποκαλυπτικό υπόβαθρο, τη γνησιότητα και την ενότητα του λόγου αυτού του Ιησού που είναι ο μακροσκελέστερος σε όλο το ευαγγέλιο του Μάρκου.
Ότι οι χρησιμοποιούμενες εικόνες και παραστάσεις είναι γνωστές από τα ιουδαϊκά αποκαλυπτικά κείμενα είναι αναντίρρητο και θα φανεί ακόμη σαφέστερα κατά την ερμηνεία των επιμέρους στίχων με την προσαγωγή των αποκαλυπτικών παραλλήλων˙ τούτο όμως δεν σημαίνει ότι η εκκλησία αναπαράγει ιουδαϊκά κείμενα προσαρμόζοντάς τα στο παρόν που ζει, ή ότι η ιουδαϊκή αποκαλυπτική είναι η μήτρα της χριστιανικής θεολογίας. Οι γνωστές στους αναγνώστες εικόνες βοηθούν στην κατανόηση του μηνύματος που απευθύνει ο Ιησούς και καταγράφει ο ευαγγελιστής. Από την ερμηνεία των επιμέρους θα γίνει φανερό ότι δεν πρόκειται για vaticinia ex eventu αλλά για προρρήσεις του Ιησού. Στην παράδοση αυτή των λόγων του Ιησού θα αναφερθεί δύο δεκαετίες αργότερα ο Απ. Παύλος (βλ. Α’ Θεσ. 2, 3 ε.) πολύ πριν ακόμη αυτοί καταγραφούν τελικά από τον ευαγγελιστή.
Ορθώς παρατηρήθηκε από τον Lohmeyer ότι στο Μρ 13 απουσιάζουν τα βασικά ιουδαϊκά αποκαλυπτικά θέματα, όπως π.χ. ο χρονικός προσδιορισμός του τέλους του κόσμου, η εθνική μεσσιανική ιδέα, η ιουδαϊκή κυριαρχία επί των εθνών, εκφράσεις εκδίκασης κατά των άλλων λαών κλπ.˙ το στοιχείο που κυριαρχεί είναι η παραίνεση (ο Lane μάλιστα επισημαίνει την ύπαρξη 19 προστακτικών στο κεφ.) και η στήριξη των μαθητών και φυσικά όλης της εκκλησίας, ώστε να μη κλονιστούν από τα δεινά, γιατί κύριος της κατάστασης θα είναι ο ίδιος ο Χριστός που προλέγει τα «πάντα» (στίχ. 23), ώστε να μη «θροούνται», να μη «προμεριμνούν», να «υπομείνουν εις τέλος», και κυρίως να «γρηγορούν»˙ ο ίδιος ο Χριστός θα «επισυνάξει τους εκλεκτούς αυτού εκ των τεσσάρων άνεμων απ’ άκρου γης έως άκρου ουρανού» και το Άγιον Πνεύμα θα φωτίσει τους μαθητές να μιλήσουν με θάρρος όταν οδηγηθούν σε δικαστήρια. Παρόν και μέλλον, επικείμενη καταστροφή της Ιερουσαλήμ και προανάκρουσμα του τέλους του κόσμου συμπλέκονται σε μια γενική θεώρηση της ιστορίας, της οποίας ρυθμιστής είναι ο Θεός, όσο κι αν οι αντίθεες δυνάμεις δείχνουν να θριαμβεύουν προσωρινά.
Το επικείμενο τέλος, που αποτελεί θέμα και της ιουδαϊκής αποκαλυπτικής, απαμβλύνεται με την επισήμανση της ιστορικής προοπτικής της ευαγγελιστικής δραστηριότητας της εκκλησίας (βλ. στίχ. 7 «δει γενέσθαι αλλ’ ούπω το τέλος» στίχ. 10˙ «και εις πάντα τα έθνη πρώτον δει κηρυχθήναι το ευαγγέλιον»˙ στίχ. 13 «ο δε υπομείνας εις τέλος…»). Αυτή όμως η προοπτική ιστορικής διάρκειας δεν αίρει την εντολή: «βλέπετε αγρυπνείτε, ουκ οίδατε γαρ πότε ο καιρός έσται» (στίχ. 33) και «γρηγορείτε» (στίχ. 36).
Στο ερώτημα, εάν στο κεφ. 13 έχουμε μια συνεχή ομιλία του Ιησού ή συγκέντρωση λόγων του Ιησού που προέρχονται από διάφορες άλλες περιστάσεις της δραστηριότητας που αναφέρονται στο θέμα των εσχάτων, οι σύγχρονοι ερμηνευτές απαντούν αποδεχόμενοι το δεύτερο – άποψη που ενισχύεται και από το γεγονός ότι διάφορα λόγια του κεφ. 13 απαντούν και μεμονωμένα σε άλλες συνάφειες των Συνοπτικών ευαγγελίων.
Εκείνο που μας ενδιαφέρει εδώ για την ερμηνεία που θα ακολουθήσει είναι ότι ο ευαγγελιστής Μάρκος, όπως άλλωστε και οι άλλοι Συνοπτικοί, αποδίδει την παράδοση, κατά την οποία προ του πάθους του ο Ιησούς απηύθυνε προς τους μαθητές λόγους παραινετικούς (πρβλ. Μθ 24 και Λκ 21), αναφερόμενους στα έσχατα αλλά με έμφαση στο καθήκον που απορρέει γι’ αυτούς στο παρόν μέσα στο οποίον ζει η εκκλησία. Αυτή η στενή σύνδεση αναμονής των εσχάτων και δραστηριότητας μέσα στο ιστορικό παρόν διαπνέει τη λειτουργική ζωή, την ενεργητικότητα και τη ζωή γενικότερα της Ορθόδοξης εκκλησίας.
Τελικά παρατηρούμε ότι, όσο κι αν οι αποκαλυπτικές παραστάσεις που χρησιμοποιούνται εδώ είναι ξένες προς την εποχή μας — παρόλο που ορισμένα σημαδιακά σημερινά γεγονότα τις κάνουν εξαιρετικά επίκαιρες, εκείνο που προέχει για τον αναγνώστη του ευαγγελίου, και στην περίπτωση αυτή, του κεφ. 13, είναι το ενθαρρυντικό μήνυμα που αναδύεται από αυτό: Οι τύχες και το τέλος του κόσμου, παρά τα δεινά και τις καταστροφές, τις προσωρινές νίκες των πλάνων και αντιχρίστων, βρίσκεται στα χέρια του Θεού˙ όποιος ξεχνά αυτήν την αλήθεια, αιφνιδιάζεται από τα γεγονότα και «θροείται», ενώ όποιος ζει αυτήν την αλήθεια μέσα στο σώμα της εκκλησίας αισθάνεται χαρά για τον ερχόμενο Κύριο˙ και καθώς αναμένει, δραστηριοποιείται άγρυπνα για το κήρυγμα του ευαγγελίου «εις πάντα τα έθνη» (στίχ. 10).
Τα θέματα που θίγονται στο κεφ. 13 είναι: α) Πρόρρηση της καταστροφής της Ιερουσαλήμ (στίχ. 1—2 και 4 —20)˙ β) Κίνδυνοι των εσχάτων ημερών από πλάνους και αντίχριστους (στίχ. 36 και 2123)˙ γ) Ερχομός του Κυρίου (στίχ. 7—8 κσί 24—27)˙ δ) Διωγμοί και θλίψεις των μαθητών (στίχ. 9—13)˙ ε) Σημεία που προαναγγέλλουν το τέλος (στίχ. 28—31)˙ στ) Εγρήγορση εν όψει του τέλους (στίχ. 32—36). Από τη διαπίστωση ότι τα περισσότερα θέματα θίγονται σε δύο παράλληλες ενότητες είναι δυνατό να οδηγηθεί κανείς στο συμπέρασμα ότι συνενώνονται βασικά δύο ομάδες λόγων του Ιησού; Ανεξάρτητα από την απάντηση στο ερώτημα αυτό, η παρούσα μορφή του Εσχατολογικού λόγου του Ιησού παρουσιάζει, όπως ήδη σημειώσαμε, στενή αλληλουχία μεταξύ παρόντος και μέλλοντος, μεταξύ καταστροφής της Ιερουσαλήμ και τέλους του κόσμου.
Την αφορμή για τον Εσχατολογικό λόγο προσφέρει ο θαυμασμός ενός από τους μαθητές του Ιησού για τους τεράστιους λίθους και τα λαμπρά οικοδομήματα του Ναού (στίχ. 1), από τον οποίο εξέρχεται πλέον ο Ιησούς, αφού δίδαξε μέσα σ’ αυτόν και προέβη σε πράξεις μεσσιανικής εξουσίας. Ενώ οι μαθητές εντυπωσιάζονται από τη λαμπρότητα του παρόντος, ο Ιησούς πίσω από τους μεγαλοπρεπείς λίθους βλέπει και προλέγει το οδυνηρό επικείμενο μέλλον, κατά το οποίο ο Ναός θα καταστραφεί μέχρι σημείου που να μη μείνει όρθιος ούτε ένας λίθος (στίχ. 2). Δεν πρόκειται βέβαια για vaticinium ex eventu, για προφητεία δηλ. που εκ των υστέρων αποδόθηκε στον Ιησού, γιατί, όπως σωστά παρατηρεί ο Schweizer, στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε στα λόγια του Ιησού να υπάρχει περιγραφή της καταστροφής του Ναού με εμπρησμό, πράγμα που συνέβη το 70 μ.Χ. από τα ρωμαϊκά στρατεύματα, σύμφωνα με την περιγραφή του ιστορικού Ιωσήπου (34).
Η μεγαλοπρέπεια του Ναού υπήρξε τέτοια, ώστε να λέγεται σε κάποιο ραββινικό κείμενο: «Όποιος δεν είδε την Ιερουσαλήμ στο μεγαλείο της, δεν είδε ποτέ στη ζωή του μια αξιέραστη πόλη˙ κι όποιος δεν είδε ποτέ το Ναό με όλες τις οικοδομές του, δεν είδε ποτέ στη ζωή του ένα λαμπρό οικοδόμημα» (35) . Ας ληφθεί υπόψη ότι ο Ναός με όλες τις σχετικές οικοδομές του κατείχε το 1/6 της Ιερουσαλήμ.
Τα κατά του Ναού λόγια του Ιησού βρίσκονται στη συνέχεια των απειλητικών κηρυγμάτων των προφητών της Π.Δ. (βλ. Μιχ 3,12. Ιερ 7,14. 26, 6∙18), τα υπερβαίνουν όμως με την εξαγγελία ενός ναού «αχειροποιήτου» και μιας νέας λατρείας στη θέση της παλαιάς. Αναφορά σε τέτοια λόγια του Ιησού γίνεται στη διήγηση του πάθους με το λόγιο των στίχ. 14, 58. 15, 29, που μπορεί να ανάγεται, τουλάχιστο ως προς το πρώτο μέρος του, σ’ αυτό του ερμηνευόμενου στίχ. 2.
Καθώς ο Ιησούς κάθεται στο όρος των Ελαιών, απέναντι από το Ναό, ερωτάται από τους τέσσερες πρωτόκλητους μαθητές του Πέτρο, Ιάκωβο, Ιωάννη και Ανδρέα για το χρόνο («πότε») που θα συμβούν τα διαλαμβανόμενα στο στίχ. 2 και για το «σημείο» που θα προηγηθεί και θα τα αναγγέλλει (στίχ. 34). Έτσι οι πρώτοι κληθέντες στο αποστολικό αξίωμα μαθητές γίνονται οι αποδέκτες της τελευταίας αποκάλυψης του Ιησού (Grundmann). Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Ιησούς δεν απαντά στο «πότε» των μαθητών, οι οποίοι με το ερώτημα αυτό θυμίζουν τους ιουδαίους αποκαλυπτικούς συγγραφείς που προσπαθούν να υπολογίσουν και να προσδιορίσουν το χρόνο των εσχάτων, αλλά με όσα λέγει στους στίχ. 5 ε. μεταφέρει τη σκέψη των μαθητών από την καταστροφή του Ναού στα «σημεία» που θα προηγηθούν του τέλους του κόσμου, αρχίζοντας με το αίτημα της εγρήγορσης («βλέπετε»), το οποίο θα επαναληφθεί και στους στίχ. 23,33,36.
Τέτοια σημεία είναι: Η εμφάνιση ψευδομεσσιών, οι οποίοι θα πλανήσουν τους ανθρώπους (36), οι πόλεμοι και οι φήμες για πολέμους, οι εξεγέρσεις εθνών εναντίον άλλων εθνών, οι σεισμοί και η πείνα. Κι όλα αυτά είναι «αρχή ωδίνων». Πρέπει οπωσδήποτε («δει») να συμβούν, «αλλ’ ούπω) το τέλος» (στίχ. 5—8). Οι «ωδίνες» (ή «ωδίνες του Μεσσία») είναι τεχνικός όρος που στον ιουδαϊσμό δηλώνει τα δεινά πριν από τη μεσσιανική εποχή, δεινά και πόνοι που οδηγούν στον τοκετό, στον ερχομό του Μεσσία (37). Εδώ με τον όρο αυτό δηλώνονται οι θλίψεις των εσχάτων για τις οποίες γίνεται λόγος και στη συνέχεια του κεφ. 13 αλλά και σε άλλα χωρία της Κ.Δ.(38). Ορθώς ερμηνευόμενα τα λόγια του Ιησού, που θυμίζουν και πάλι το προφητικό κήρυγμα της Π.Δ.(39), προϋποθέτουν όχι αμέσως επικείμενο τέλος της ιστορίας αλλά προοπτική ιστορικής διάρκειας και δραστηριότητας της εκκλησίας προ του τέλους, το οποίον όμως βιώνει έντονα η εκκλησία ως ένα διαρκές παρόν.
Στους στίχ. 9-10 προλέγει ο Ιησούς τις θλίψεις των μαθητών του που θα οδηγηθούν, κατά το παράδειγμα του ιδίου (βλ. 8, 34), σε δικαστήρια, σε ηγεμόνες και βασιλείς για να δώσουν τη μαρτυρία για την πίστη τους. Οι στίχ. 11 — 13 παρουσιάζουν, κατά το γνωστό σύστημα του παραλληλισμού των μελών που συνηθίζει ο Ιησούς στη διδασκαλία του (40) , το ίδιο θέμα αλλά με προσθήκη νέων στοιχείων, όπως είναι ο φωτισμός τους από το άγιο Πνεύμα για το τι πρέπει να πουν και το μίσος του κόσμου προς αυτούς εξαιτίας του ονόματος του Χριστού (πρβλ. Ιω 15, 18˙ 19. 17,14). «Τριπλούς ουν έσται ο πόλεμος, σημειώνει ο Βίκτωρ Αντιοχέας, ο από των οικείων, ο από των πλάνων, ο από των πολεμίων. Αλλά μείζων η παράκλησις».
Και οι δύο ενότητες στίχων τελειώνουν με το ιεραποστολικό καθήκον των μαθητών και φυσικά της εκκλησίας παρά τα εμπόδια και τις θλίψεις: Η πρώτη ενότητα κατακλείεται με το «εις πάντα τα έθνη πρώτον δει κηρυχθήναι το ευαγγέλιον» (για το «δει» πρβλ. στίχ. 7 «δει γενέσθαι») και η δεύτερη με το «ο υπομείνας εις τέλος ούτος σωθήσεται». Άλλωστε το ιεραποστολικό καθήκον της εκκλησίας παρουσιάζεται ως βασική εντολή του Αναστάντος Χριστού στο τέλος του ευαγγελίου (16, 15˙ και Μθ 28, 19). Οι δυσμενείς εξωτερικές συνθήκες δεν σημαίνουν για την εκκλησία υποχώρηση προ του καθήκοντος αλλ’ εντατική δραστηριότητα για την προώθηση του χριστιανικού μηνύματος.
Η άποψη ορισμένων συγχρόνων προτεσταντών ερμηνευτών ότι ο Ιησούς ανέμενε ως επικείμενο το τέλος της Ιστορίας (βλ. σχόλια 9,1) είναι μονόπλευρη και παραθεωρεί σημαντικά χωρία της Κ. Δ. Βρίσκεται μάλιστα σε πλήρη αντίθεση με τα ερμηνευόμενα εδώ λόγια. Για να απαλλαγούν από το αδιέξοδο οι ερμηνευτές αυτοί αποδίδουν τα λόγια των στίχ. 13,7˙ 10∙13 στον ευαγγελιστή (τα θεωρούν δηλ. μεταγενέστερη προσθήκη της εκκλησίας) και όχι στον Ιησού. Είναι βέβαια αναμφισβήτητα γεγονός ότι ο Ιησούς κάνει λόγο συχνά για επικείμενη κρίση με στόχο την προτροπή σε συνεχή εγρήγορση (βλ. άλλωστε τους στίχ. 29, 33, 36 του κεφ.), παράλληλα όμως εντέλλεται και πριν και μετά από την Ανάσταση το κήρυγμα του ευαγγελίου «εις πάντα τα έθνη» («πάση τη κτίσει»), πράγμα για το οποίο απαιτούνται ευρέα χρονικά πλαίσια. Βλ. τις παραβολές του κεφ. 4. όπου οι εικόνες της σποράς, βλάστησης, αύξησης και καρποφορίας προϋποθέτουν ζωή, πρόοδο, πορεία˙ δεν εκφράζουν στατική σχέση μεταξύ παρούσας σποράς και μελλοντικής καρποφορίας αλλά δυναμική πορεία ζωής μέσα στην ιστορία.
Η πρόρρηση της καταστροφής του Ναού (στίχ. 1-2) συνεχίζεται στους στίχ. 14-20 με την πρόρρηση της μεγάλης δοκιμασίας που συνδέεται με την καταστροφή της Ιερουσαλήμ. Η φράση «βδέλυγμα της ερημώσεως» (στιχ. 14) με την οποία εισάγεται η δραματική περιγραφή προέρχεται από το βιβλίο του Δανιήλ (9, 27. 11, 31. 12,11), όπου αναφέρεται στη βεβήλωση του Ναού που έκανε το 168 π.Χ. ο Αντίοχος Δ’ ο Επιφανής με το να τοποθετήσει μέσα σ’ αυτόν άγαλμα του Δία και να θυσιάσει χοίρο (βλ. και Α’ Μακ 1, 54 έ.). Με βεβήλωση Ναού θα αρχίσει και η προαγγελόμενη καταστροφή.
Στο ερώτημα, τι εννοεί ο Ιησούς με την αινιγματική για μας φράση, δόθηκαν διάφορες απαντήσεις από τους ερμηνευτές. Προκαταβολικά πρέπει να σημειωθεί ότι ο Ιησούς θεωρεί το γεγονός επικείμενο, γι αυτό και συνιστά την άμεση φυγή από την πόλη, και ότι για τον ευαγγελιστή που παραδίδει τους λόγους του Ιησού το γεγονός είναι ήδη γνωστό. Το τελευταίο αυτό ενισχύεται από την άποψη ότι το «ο αναγινώσκων νοείτω» αποτελεί σημείωση του ευαγγελιστή, ο οποίος συνηθίζει τέτοιες παρενθετικές ή επεξηγηματικές προτάσεις στο ευαγγέλιό του (βλ. 2, 10˙ 28. 3, 30. 7,3-4˙ 11β˙ 19β. 16, 4β κ.ά.).
Ως προς το γεγονός που υπαινίσσεται ο Ιησούς δεν επικρατεί ομόφωνη άποψη μεταξύ των ερμηνευτών. Ήδη ο Θεοδώρητος Κύρου με τη σημείωσή του ότι «το ρητόν τούτο πολλαχώς εννοείται παρά τοις θείοις πατράσιν» μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι υπήρχε ποικιλία απόψεων˙ ο ίδιος αφού πρώτα αναφέρεται στη βεβήλωση του Ναού από τον Αντίοχο και κατόπιν από τον Πιλάτο ερμηνεύει το λόγιο του Ιησού ως αναφερόμενο στον Αντίχριστο, στηριζόμενος και στα περί «ανθρώπου της ανομίας» του Β’ Θεσ 2,3 έ. Ο Βίκτωρ πρεσβύτερος Αντιοχείας αναφέρει απόψεις άλλων, ίσως αρχαιοτέρων του, από τους οποίους οι μεν εννοούν με το βδέλυγμα τους στρατιώτες που μπήκαν στο Ναό (τους ρωμαίους μάλλον) και οι δε «τον αδριάντα του τότε την πόλιν ελόντος» (προφανώς του Τίτου)˙ ο ίδιος δέχεται το δεύτερο («ο και μάλιστα μοι δοκεί λόγον έχειν»). Την άποψη ότι με το «βδέλυγμα της ερημώσεως» νοείται όχι ο αδριάντας του αλλά ο ίδιος ο ρωμαίος στρατηγός Τίτος (άλλωστε το «εστηκότα» είναι αρσενικό — constuctio ad sensum)(41) δέχονται αρχαιότεροι και νεώτεροι ερμηνευτές (42) .
Από τους δεύτερους ο Haenchen ομιλεί για τις ρωμαϊκές δυνάμεις γενικώς που επιβάλλουν με τη βία τη λατρεία του αυτοκράτορα. Την άποψη περί ρωμαϊκών στρατευμάτων απηχεί και η παράλληλη διήγηση του Λουκά (21,20 «όταν δε ίδητε κυκλουμένην υπό στρατοπέδων την Ιερουσαλήμ, τότε γνώτε ότι ήγγικεν η ερήμωσις αυτής»).
Την πρόρρηση του Ιησού βλέπουν άλλοι ερμηνευτές να πραγματοποιείται με την εγκατάσταση των ιουδαίων Ζηλωτών μέσα στο Ναό κατά την εξέγερση τους εναντίον των Ρωμαίων (43). Οι ερμηνευτές αυτοί επικαλούνται τη μαρτυρία του Iώσηπου, ο οποίος περιγράφει τη βεβήλωση του Ναού από τους Ζηλωτές (44). Πολλοί, επικαλούμενοι το αρσενικό γένος του «εστηκότα», εννοούν τον Αντίχριστο για τον οποίο ομιλεί και ο Απ. Παύλος στη Β’ Θεσ 2,3 έ. (45). Βέβαια μερικοί εκ των ερμηνευτών της ομάδας αυτής πιστεύουν ότι οι λόγοι των στίχ. 14-20 αναφέρονται όχι στην καταστροφή της Ιερουσαλήμ αλλά στη δοκιμασία των εσχάτων ημερών.
Αλλά και όσοι αναφέρονται σε κάποιο ιστορικό πρόσωπο ή γεγονός δεν παραλείπουν να σημειώσουν ότι γίνεται παράλληλα και κάποιος υπαινιγμός στην πρόθεση του Καλιγούλα το 40 μ.Χ. να εγκαταστήσει το άγαλμά του μέσα στο Ναό του Σολομώντα, πράγμα που τελικά ματαίωσε ο θάνατός του το 41 μ.Χ. Άλλοι, τέλος, από τους αρχαίους ιδίως ερμηνευτές, αναγνωρίζοντας την ερμηνευτική δυσχέρεια, καταφεύγουν στην αλληγορική ερμηνεία˙ γράφει π.χ. ο Θεοφύλακτος: «Βδέλυγμα της ερημώσεως εστιν παν νόημα σατανικόν, εστώς εν τόπω αγίω τω ημετέρω νοΐ. Τότε… ο εξομολογησάμενος ανατρεχέτω εις τα όρη των αρετών» (46).
Η παρενθετική πρόταση «ο αναγινώσκων νοείτω» δηλώνει ότι για τον αναγνώστη της εποχής του ευαγγελίου η έννοια της έκφρασης «το βδέλυγμα της ερημώσεως» ήταν σαφέστερη απ’ ό,τι για το σημερινό αναγνώστη. Πάντως όποιο πρόσωπο κι αν εννοείται στο στίχο αυτό, που σχετίζεται βέβαια με την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τα ρωμαϊκά στρατεύματα, το πρόσωπο αυτό είναι προάγγελος του Αντιχρίστου και ενσάρκωση της δύναμης του κακού που αρχίζει το καταστροφικό της έργο από το Ναό του Θεού.
Η ζωηρότητα των εκφράσεων και η αμεσότητα των προτροπών (φυγή εσπευσμένη στα όρη, ευχή να μη συμβεί αυτό κατά το χειμώνα κλπ.) καθιστούν σαφές ότι πρόκειται για την επικείμενη καταστροφή της άγιας πόλης˙ για το ότι η προλεγόμενη εδώ καταστροφή δεν έχει στοιχεία υπερβολής πείθεται κανείς διαβάζοντας την περιγραφή της πολιορκίας και καταστροφής της Ιερουσαλήμ που δίνει ο Ιώσηπος (47). Θα είναι τόσο τρομακτική η καταστροφή, ώστε να προσφέρεται ως εικόνα και προανάκρουσμα της συντέλειας του κόσμου.
Οι δύο πραγματικότητες συμπλέκονται στα λόγια του Ιησού και στον κάλαμο του Μάρκου, ώστε από τη μια να πηγαίνει η σκέψη του αναγνώστη στην άλλη. Γι’ αυτό, νομίζουμε πως όποιο πρόσωπο κι αν είναι αυτό που αποτελεί το βδέλυγμα στα μάτια Θεού και ανθρώπων, το πρόσωπο αυτό προανακρούστηκε με τον Αντίοχο τον Επιφανή και προανακρούει με τη σειρά του αυτόν ο οποίος είναι «ο άνθρωπος της ανομίας, ο υιός της απωλείας, ο αντικείμενος και υπεραιρόμενος επί πάντα λεγόμενον Θεόν ή σέβασμα, ώστε αυτόν εις τον ναόν του Θεού καθίσαι, αποδεικνύντα εαυτόν ότι εστίν Θεός» (Β’ Θεσ 2, 3—4).
Η προτροπή του Ιησού «οι εν τη Ιουδαία φευγέτωσαν εις τα όρη» ακολουθήθηκε από τους χριστιανούς της μητέρας των εκκλησιών που, όπως διηγείται ο Ευσέβιος (48), εγκατέλειψαν την Ιερουσαλήμ κατά την έναρξη του Ιουδαϊκού πολέμου και κατέφυγαν στην Πέλλα της Δεκάπολης.
Η κρισιμότητα των ημερών της φυγής δηλώνεται και με τις προτροπές των στίχ. 15 έ.: Αυτός που βρίσκεται στο «δώμα» (49) να σπεύσει να φύγει χωρίς να μπει μέσα στο σπίτι για να πάρει κάτι μαζί του˙ όποιος εργάζεται στο χωράφι να μη γυρίσει πίσω στο σπίτι του για να πάρει το πανωφόρι του˙ ιδιαίτερα οδυνηρή θα είναι η φυγή για τις έγκυες και θηλάζουσες γυναίκες˙ γι’ αυτό και η προσευχή όλων προς το Θεό πρέπει να συνίστασται στο να μη λάβει χώρα το γεγονός κατά το χειμώνα˙ τέτοια «θλίψις» δεν συνέβη από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος, ούτε θα συμβεί στο μέλλον. Η φροντίδα του Θεού όμως για τους «εκλεκτούς» θα έχει ως συνέπεια τη συντόμευση του χρόνου της δοκιμασίας. Οι λόγοι του Ιησού για την κρισιμότητα της κατάστασης θυμίζουν ανάλογες φράσεις των προφητών της Π.Δ. (50). Όσο κι αν παρέχουν την εντύπωση «σημιτικής υπερβολής» (Lane), καθόλου δεν αφίστανται της πραγματικότητας που περιγράφει ο Ιώσηπος σχετικά με την καταστροφή της Ιερουσαλήμ.
Στους στίχ. 21—23 επανέρχεται ο Ιησούς στο θέμα της πλάνης των ανθρώπων από ψευδοχρίστους και ψευδοπροφήτες (βλ. ήδη στίχ. 3—6), αλλά τώρα το θέμα τοποθετείται στη συνάφεια της σύγχυσης που επικρατεί σε δυσχερείς ιστορικές καταστάσεις όπως αυτή του στίχ. 14 έ. Το βάρος της προτροπής βρίσκεται στη φροντίδα του Θεού για τους «εκλεκτούς», οι οποίοι δεν πρέπει να αιφνιδιαστούν, εφόσον ο Ιησούς «προείρηκε πάντα».
Ότι η ερήμωση της Ιερουσαλήμ αποτελεί εικόνα και προανάκρουσμα της τελικής κρίσης τονίσθηκε ήδη προηγουμένως˙ εδώ φαίνεται σαφέστερα και με όσα ακολουθούν στους στίχ. 24—27 για την έλευση του Υιού του ανθρώπου, η οποία περιγράφεται με γνωστές από την Π.Δ. προφητικές παραστάσεις (51). Τρία είναι τα βασικά σημεία της περιγραφής: Η μεταβολή του τωρινού σχήματος του κόσμου (πρβλ και στίχ. 31), η ένδοξη και δυναμική παρουσία του Υιού του ανθρώπου και η επισύναξη των «εκλεκτών» από τα πέρατα της γης. Το τρίτο στοιχείο πρέπει να συμπληρωθεί με όσα λέγονται σε άλλα κείμενα της Κ.Δ. για τη γενική ανάσταση και κρίση (π.χ. Μθ 25, 31-46. Α’ Κορ 15. Α’ Θεσ 4. 13-18 κ.ά.)˙ εδώ, καθώς και στο κεφ. 13 γενικότερα, κυριαρχεί το θέμα της φροντίδα του Θεού για τους «εκλεκτούς».
Στο «πότε ταύτα έσται» και «τί το σημείον» που ρωτούν οι μαθητές στο στίχ. 4 απαντά ο Ιησούς κοντά στα άλλα και με την παραβολή της συκιάς (στίχ. 28-31)(52): Όπως από τα κλαδιά της, που κατά την άνοιξη γίνονται απαλά και αρχίζουν να εκφύουν φύλλα, καταλαβαίνει κανείς ότι πλησιάζει το καλοκαίρι, έτσι έχει την αίσθηση του εγγίζοντος τέλους όταν βλέπει να πραγματοποιούνται αυτά που αναγγέλλονται στον εσχατολογικό λόγο του κεφ. 13. Η διαβεβαίωση του στίχ. 30 ότι θα υπάρχει ακόμη αυτή η γενεά «μέχρις ου ταύτα πάντα γένηται» εγείρει το ερώτημα, εάν το «ταύτα πάντα» αναφέρεται στην καταστροφή της Ιερουσαλήμ ή στα σημεία που προανακρούουν το τέλος.
Ο Θεοφύλακτος παραμερίζει τη δυσκολία, δεχόμενος ότι με το «η γενεά αύτη» νοείται το γένος των χριστιανών, το οποίο δεν πρόκειται να εκλείψει από την ιστορία μέχρι το τέλος του κόσμου. Σωστότερη είναι η ερμηνεία κατά την οποία, όπως ήδη σημειώσαμε, η εικόνα της καταστροφής ,της Ιερουσαλήμ και της τελικής κρίσης συνάπτονται σε μια ενότητα, ώστε να μεταβαίνει κανείς αμέσως από τη μια στην άλλη. Η επικείμενη ιστορική καταστροφή προανακρούει τα έσχατα, τα οποία βιώνει η εκκλησία ως παρούσα πραγματικότητα που η ολοκλήρωσή της είναι πάντα «επί θύρας». Η αυθεντία και το αναλλοίωτο των λόγων του Ιησού τονίζονται στο στίχ. 31 (πρβλ. Μθ 5, 18).
Ο Εσχατολογικός λόγος τελειώνει με τη διδασκαλία περί του αγνώστου της «ημέρας εκείνης ή της ώρας» (53) του αγνώστου χρόνου δηλ. της τελικής κρίσης (στίχ. 3 — 36). Έτσι στο «πότε» των μαθητών δίδεται οριστικά η απάντηση ότι «ουδείς οίδεν, ουδέ οι άγγελοι εν ουρανώ ουδέ ο υιός, ει μη ο πατήρ» (στίχ. 32)(54). Το «ουδέ ο υιός», κατά την επικρατούσα στους πατέρες της εκκλησίας ερμηνεία, αναφέρεται στην ανθρώπινη φύση του Χριστού. Γράφει π.χ. ο Κύριλλος Αλεξανδρειάς: «Ουκ άρα του Θεού Λόγου η άγνοια, αλλά της του δούλου μορφής, της τοσαύτα κατ’ εκείνο καιρού γινωσκούσης όσα η ενοικούσα θεότης απεκάλυψε». Και ο Μ. Βασίλειος: «Έστιν ουν ο νους ο παρά Μάρκω τοιούτος˙ Περί δε της ημέρας εκείνης ή ώρας ουδείς οίδεν, ούτε οι άγγελοι του Θεού, αλλ’ ουδ’ αν ο Υιός έγνω, ει μη ο Πατήρ˙ εκ γάρ του Πατρός αυτώ υπήρχε δεδομένη η γνώσις». Ο Θεοφύλακτος, τέλος, σημειώνει ότι ο Ιησούς λέγει τη φράση αυτή για λόγους παιδαγωγικούς, για να αποφύγει δηλ. περισσότερες ερωτήσεις των μαθητών για την ημέρα εκείνη.
Οι νεώτεροι υπομνηματιστές, αποφεύγοντας Χριστολογικές διατυπώσεις, δέχονται ότι το βάρος της φράσης του Ιησού βρίσκεται στον τονισμό της ανάγκης για εγρήγορση της εκκλησίας εν όψει της ώρας της κρίσης, την οποία έκτος από τον Πατέρα «ουδείς οίδεν» (πρβλ. και στίχ. 33: «ουκ οίδατε γάρ πότε ο καιρός εστίν» και στίχ. 35: «ουκ οίδατε γαρ πότε ο κύριος της οικίας έρχεται»˙ βλ. και Πρ 1, 8). Άλλωστε στη συνέχεια του Εσχατολογικού λόγου προβάλλεται για άλλη μια φορά και μάλιστα με επαναλαμβανόμενες όμοιες εκφράσεις το αίτημα της εγρήγορσης με την παραβολή του θυρωρού (στίχ. 33-36), η οποία εισάγεται με το «βλέπετε αγρυπνείτε» που αποτελεί το Leitmotiv του κεφ. 13.
Ο άνθρωπος της παραβολής πριν από την αποδημία του, αναθέτει διάφορες εξουσίες στους δούλους, «εκάστω το έργον αυτού», και στο θυρωρό εντέλλεται να βρίσκεται σε συνεχή εγρήγορση, γιατί δεν είναι γνωστό πότε θα επιστρέψει: «ή οψέ ή μεσονύκτιον ή αλεκτοροφωνίας ή πρωί». Είναι πολύ ενδιαφέρουσα και αξιοπρόσεκτη η εξατομικευμένη και υπαρξιακή ερμηνεία του Θεοφυλάκτου, κατά την οποία «οψέ μεν εφίσταται το τέλος, όταν τις γηράσας αποθάνη. Μεσονύκτιον δε, όταν τις μέσης ηλικίας ειη. Αλεκτοροφωνίας δε, όταν ο λόγος εν ημίν συμπληρωθή. Πρωία δε η παντελώς παιδική ηλικία. Δει ουν πάντας προνοείσθαι του τέλους». Πρέπει τέλος να σημειωθεί ότι το αίτημα της εγρήγορσης απευθύνεται όχι μόνο στους μαθητές αλλά μέσω αυτών σε όλα τα μέλη της εκκλησίας: «ο δε υμίν λέγω, πάσιν λέγω, γρηγορείτε» (στίχ. 37).
**
Τα κεντρικά θεολογικά νοήματα του Εσχατολογικού λόγου μπορούν να συνοψισθούν ακολούθως:
α) Παρά τα δεινά, τους πολέμους και τις καταστροφές που χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη ιστορία, «κύριος της οικίας» είναι ο Θεός, ο οποίος την κατευθύνει «εις τέλος».
β) Έργο των πιστών δεν είναι ο χρονικός υπολογισμός του τέλους («πότε») αλλ’ η συνεχής εγρήγορση εν όψει του τέλους, πράγμα που τονίζουν οι ύμνοι της εκκλησίας μας και ιδιαίτερα οι της Μ. Τεσσαρακοστής.
γ) Παρόν και μέλλον, δηλ. Εκκλησιολογία και Εσχατολογία, είναι τόσο συνυφασμένα στα λόγια του Ιησού που παραδίδει ο Μάρκος στο κεφ. 13, ώστε κάθε στιγμή της ιστορικής ζωής της εκκλησίας να είναι μεν κατάλληλη ευκαιρία ιεραποστολικής δραστηριότητας «εις πάντα τα έθνη», συγχρόνως όμως και «καιρός», κατά τον οποίο είναι δυνατή και πιθανή η αιφνίδια έλευση του Υιού του ανθρώπου για την κρίση του κόσμου.
Υποσημειώσεις
(33). Από την πλούσια σύγχρονη σχετική βιβλιογραφία βλ. G. R. Beaslay-Murray, Jesus and the Future. An Examination of the Criticism of the Eschatological Discourse, Mark 13 with special reference to the Little Apocalypse Theory, 1954∙ του ίδιου, A Commentary on Mark Thirteen. 1957, G. Conzelmann, «Geschichte und Eschaton nach Mc 13», ZNW 50(1959), 210-221 (= Theologie aIs Schriftauslegung, 1974, 62-73). Ch. Perrot, «Essais sur le discours eschatologique», RSR 47(1959), 481-514. L. Hartma,. Prophecy Interpreted. The Formulation of some jewish Apocalyptic Texts and the Eschatological Discourse Mark 13 Par, 1966. R. Pesch, Naherwartungen. Tradition und Redaktion in Mark 13, 1968. L. Gaston, No Stone on Another. Studies in the Significance of the Fall of Jerusalem in the Synoptic Gospels, 1970. F. Rousseau, «La structure de Marc 13», Biblica 56(1975), 157-172.
(34). Ιουδ. Πόλεμος 6, 250 ε.. Ιδιαίτερα βλ. 6, 271: «Καιομένου δε του ναού των μεν προσπιπτόντων ην αρπαγή, φόνος δε των καταλαμβανομένων μυρίος και ούτε ηλικίας ην έλεος ούτ’ εντροπή σεμνότητος, αλλά και παιδία και γέροντες και βέβηλοι και ιερείς ομοίως ανηρούντο…»˙ και 7, 3: « Τον δ’ άλλον άπαντα της πόλεως περίβολον ούτως εξωμάλισαν οι κατασκάπτοντες, ως μηδεπώποτ’ οικησθήναι πίστιν αν έτι παρασχείν τοις προσελθούσι».
(35). TB Sukka 41b. Baba Bathra 4a, παράθεση στου Lane. Πρβλ. και περιγραφή του Ναού από τον Ιώσηπο, Ιουδ. Αρχαιολογία 15, 11, 3.
(36). Ψευδομεσσίες εμφανίσθηκαν και στον ιουδαϊκό κόσμο (βλ. Πρ. 5, 36 ε. 21, 38. Ιωσήπου, Ιουδ. Αρχαιολογία 18, 1, 1. 3, 5) αλλ’ η σκέψη του Ιησού στρέφεται μάλλον στους αντίχριστους του χριστιανικού κόσμου (βλ. π.χ. Πρ 20, 29 ε. Α’ Ιω 2, 18) ή ακόμη και στον αντίχριστο (βλ. Β’ Θεσ 2, 3), για τον οποίον βλ. λ. «Αντίσχριστος», ΛΒΘ, 100-102.
(37). Billerbeck I, 905. 4, 977.
(38). Κολ. 1, 24. Μθ 24, 21∙ 29. Πρ 14, 22. Πρβλ. και Ησ 13, 8. 26, 17. Μιχ 4, 9ε. Ως 13, 13 κ.ά. π.
(39). Τα περί Ψευδομεσσιών φέρουν στη νου μας την περιγραφή των ψευδοπροφητών (βλ. Ιερ. 23. 13∙ 32. 29, 8έ.)˙ τα περί πολέμων και φημών για πολέμους μας θυμίζουν τα χωρία Ησ 13. 6 έ. 17, 14. Ιερ 4. 19 έ. 6, 29 έ. Ιωηλ 2, I έ. Ναούμ 2, 11 κ.α.
(40). Βλ. σχετικώς C. F. Burney, The Poetry of Our Lord, 1925, 16, 20 έ. M. Black, An Aramaic Approach to the Gospels and Acts, 105, 117.
(41). Blass-Debrunner, § 143, 3.
(42). Ζιγαβηνός, Pesch, Haenchen κ.ά.
(43). Τρεμπέλας. Lane, κ.α.
(44). Ιουδ. Πόλεμος 4, 162 έ. 388.
(45) Θεοδώρητος, Lohmeyer, Branscomb, Schniewind, Schmid, και W. Bauer στο λ. «βδέλυγμα».
(46). Βλ. και Θαλασσίου μοναχού: «Σαφώς αποδέδεικται, ότι τόπος άγιος και ναός υπάρχει ο νους του ανθρώπου, εν ω οι δαίμονες δια των εμπαθών λογισμών την ψυχήν ερημώσαντες, το είδωλον της αμαρτίας έστησαν» (Cramer, 1, 197).
(47). Ιουδ. Πόλεμος, βιβλ. 5.
(48). Εκκλ. Ιστορία Γ’ 5, 3. ΒΕΠ 19, 253˙ βλ. και Επιφανίου, Κατά αιρέσεων 29, 7. PG 41, 401.
(49). «Δώμα» είναι ο άνω όροφος του παλαιστινού σπιτιού, ένα είδος ταράτσας ή σοφίτας στην οποίαν ανέβαινε κανείς με εξωτερική σκάλα˙ ο χώρος αυτός προσφερόταν για ανάπαυση ή για προσευχή (βλ. Πρ 10, 9).
(50). Βλ. π.χ. Ιερ 30, 7. Ιωήλ 2, 2. Βαρ 2, 2 κ.ά.
(51) Βλ. Ιδιαιτέρως Δαν 7, 13 Ησ 13, 10. 34, 4. Ιεζ 32, 7∙8. Αμ 8, 9. Ιωήλ 2, 30. Ζαχ 2, 10. Δευτ 30, 4. Από την ιουδαϊκή αποκαλυπτική γραμματεία βλ. Δ ‘Έσδρας 9, 3. 13, 30. Συρ. Αποκάλυψις Βαρούχ 27. 2-13. 48, 32. 70. 8-9 κ.ά.
(52) Περισσότερα για την παραβολή βλ. στο άρθρο του J. Dupont, «La parabole du figuier qui bourgeonne», RB 75(1968), 526-48.
(53). Με την «ημέρα», ή «ημέρα του Κυρίου», νοείται τόσο στην Π.Δ. ( Αμ 8, 3. 9, 11. Μιχ. 4, 6. 5, 9. 7, 11. Ιωήλ 3, 18. Ζαχ 9, 16) όσο και στην Κ.Δ. (Φιλ 1, 6˙ 10. Α’ Κορ 1, 8. 5, 15. Α’ Θεσ 5, 2. Β Θεσ 2, 2 κ.ά.) η ήμερα της τελικής κρίσης. Βλ. Δ. Καϊμάκη, «Η ημέρα Κυρίου στους προφήτες της Π.Δ.», ΕΕΘΣΘ (1986).
(54). Για το πρόβλημα κριτικής του κειμένου που υπάρχει στο παράλληλο χωρίο Μθ 24, 36, στο οποίο πολλά χειρόγραφα παραλείπουν το «ουδέ ο υιός». βλ. Μ. Σιώτη, «Το απόρρητον της ημέρας και της ώρας της Δευτέρας Παρουσίας», Θεολογία 58(1987), 7-35.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.