kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Επιστολή της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων (ΠΕΘ) – Προς τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο και άπαντες τους Ιεράρχες της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος

Συγγραφέας: kantonopou στις 5 Απριλίου, 2017

Αθήνα, 28 Μαρτίου  2017

Αριθμ. Πρωτ.  43

Επιστολή της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων (ΠΕΘ)

Προς
Τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο και άπαντες τους Ιεράρχες της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος

Μακαριώτατε,
Άγιοι Αρχιερείς,

Κάθε δημόσια τοποθέτηση και απαξίωση προσώπων, αλλά κυρίως αγώνων, απαιτεί και δημόσια απάντηση. Είμαστε υποχρεωμένοι, λοιπόν, μετά και τις τελευταίες εξελίξεις που έλαβαν χώρα κατά τη σύγκλιση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (9/3/2017), κατόπιν των εισηγήσεων και συζητήσεων, αλλά και των αποφάσεων που ελήφθησαν για το μάθημα των Θρησκευτικών, να δηλώσουμε δημόσια και κατηγορηματικά ότι:

  1. Ο αποκλεισμός της ΠΕΘ από τον διάλογο για το μάθημα των Θρησκευτικώνείναι μονομερής, άδικος και επιζήμιος

Διαμαρτυρόμαστε έντονα για τον αποκλεισμό της Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων (ΠΕΘ), του επιστημονικού και συνδικαλιστικού οργάνου των Θεολόγων αλλά και των ειδικών επιστημόνων της Παιδαγωγικής και Διδακτικής επιστήμης -οι οποίοι βρίσκονται σε συμφωνία με τις θέσεις της ΠΕΘ- από τον διάλογο που διεξάγει για το μάθημά μας η εξ Αρχιερέων Επιτροπή με το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής. Πιστεύουμε ότι η απόφαση αυτή ζημιώνει την ίδια την ποιμαίνουσα Εκκλησία, διότι οι θεολογικές και παιδαγωγικές θέσεις της ΠΕΘ είναι και επιστημονικά εμπεριστατωμένες και συνάδουν με τις έως τώρα ληφθείσες συνοδικές θέσεις για το μάθημα των Θρησκευτικών. Ο αποκλεισμός της ΠΕΘ είναι άδικος, διότι δεν προέκυψε από  κάποια αντικειμενικά κριτήρια. Τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι δεν ετέθη  ως όρος η μη συμμετοχή και των δύο Συλλόγων (ΠΕΘ και Καιρού) στον διεξαγόμενο διάλογο, με αποτέλεσμα οι  θιασώτες των νέων Προγραμμάτων (που ανήκουν στον Καιρό) να συμμετέχουν κανονικά στον διάλογο για τα Θρησκευτικά, επηρεάζοντας και διαμορφώνοντας αποτελεσματικά την έκβαση του διαλόγου, ενώ η ΠΕΘ είναι η μόνη που εξαιρέθηκε. Πρέπει να ληφθεί υπ΄ όψιν όλων ότι οι υποστηρικτές των νέων Προγραμμάτων συμμετέχουν διπλά, διότι, αφενός η Εκκλησία συμφώνησε(;) τελικά να αποδεχθεί ως βάση του διαλόγου το νέο Πρόγραμμα που είναι έργο τους, αφετέρου συζητά χωρίς καμιά αντίρρηση ή ένσταση με τους συντάκτες των Προγραμμάτων αυτών και μάλιστα με εκείνους, που,  κατά την αρχιεπισκοπική ρήση, «έβλαψαν την Εκκλησία». Αν η Εκκλησία, όντως, ήθελε διάλογο χωρίς τη συμμετοχή των Συλλόγων έπρεπε η απόφασή της να αφορά και στις δύο πλευρές και να μην ισχύει μονομερώς.

  1. Αποκλείονται από τον διάλογο οι ειδικοί γνώστες του θέματος

Ακόμη δεν γνωρίζουμε τι επιδιώκεται τελικά με αυτόν τον διάλογο, όταν αποκλείονται από αυτόν όλοι σχεδόν οι ειδικοί της Διδακτικής και της Παιδαγωγικής. Σε ανάλογη περίπτωση, θα ήταν αδιανόητο να γίνεται ένας διάλογος για θέματα που αφορούν στο δόγμα και να αποκλείονται οι ειδικοί της Δογματικής με κριτήριο ποιοι είναι περισσότερο αρεστοί σε αυτούς που παίρνουν τις αποφάσεις. Αν δεχθούμε κάτι τέτοιο, καταργούνται συνολικά τα διαχρονικά κριτήρια της Εκκλησίας που ίσχυσαν σε όλους τους αγώνες και τους διαλόγους της. Σε αυτούς η Εκκλησία δεν απέκλειε παρά μόνον τους αιρετικούς. Εξάλλου, δεν είναι κατανοητό πώς πρόσωπα που επιλέχθηκαν από τη Σύνοδο το 2016, αίφνης να αποκλείονται αφοριστικά από την ίδια το 2017 διότι είναι μέλη της ΠΕΘ. Επίσης, μέλη που επιλέχθηκαν καταρχάς για τον διάλογο να αποκλείονται την τελευταία στιγμή προφανώς ως μη αρεστά. Γιατί γίνονται όλα αυτά; Γιατί η Εκκλησία κάνει τέτοιες διακρίσεις; Τι θέλει να επιτύχει; Να πετύχει ίσως έναν συμβιβασμό που θα τον εμπόδιζαν όσοι θεωρούν ότι τα Προγράμματα αυτά πρέπει να καταργηθούν γιατί είναι επικίνδυνα; Ποια η σκοπιμότητα της αναζήτησης των «θετικών» των νέων Προγραμμάτων από την Επιτροπή της Εκκλησίας; Πιθανόν και οι αιρέσεις που ταλάνισαν την Εκκλησία επί αιώνες να είχαν κάποια «θετικά». Δεν τα αναζήτησαν, όμως, οι Πατέρες της Εκκλησίας που ανέλαβαν τον αντιαιρετικό αγώνα. Ή μήπως δεν βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πλήθος αιρέσεων που θα κάνουν την εμφάνισή τους, εφόσον ο κάθε μαθητής καλείται να κάνει τις δικές του επιλογές από θρησκευτικά στοιχεία που επίτηδες εμφανίζονται μεμονωμένα, εκτός των οργανωμένων θρησκειών στις οποίες ανήκουν. Ακόμη, δεν σας κρύβουμε ότι μας δημιουργούνται ερωτηματικά για τους λόγους που επέβαλαν την αντικατάσταση των Αρχιερέων που είχαν αναλάβει αρχικά τον διάλογο με την Πολιτεία (7/10/2016).

Εμείς, πάντως:

α) Θεωρούμε ότι τέτοιου είδους αποκλεισμοί αποτελούν  ξεκάθαρες διακρίσεις, που αντιβαίνουν σε κάθε κανόνα δικαίου και δημοκρατικών διαδικασιών.

β) Δεν θα μπορούσαμε ποτέ να διανοηθούμε πώς είναι δυνατόν να στοχοποιούνται και να  απαξιώνονται επιστήμονες και αγώνες στον βωμό κάποιας πολιτικής.

  1. Άλλαξε η αρχική απόφαση της Εκκλησίας ως προς τη βάση του διαλόγου

Έκπληκτοι παρατηρούμε ότι άλλαξε η αρχική απόφαση της Εκκλησίας ως προς τη βάση του διαλόγου. Ενώ η συμφωνία Αρχιεπισκόπου και Πρωθυπουργού προέβλεπε να αρχίσει ο διάλογος από μηδενική βάση, ξαφνικά πληροφορούμαστε ότι η νέα απόφαση της Εκκλησίας είναι να συνεχιστεί ο διάλογος, έχοντας ως βάση πλέον τα νέα Προγράμματα!

Δυστυχώς, αυτή η απόφαση δεν είναι καθόλου θετική για την τελική έκβαση του διαλόγου, διότι αποτελεί ένα βήμα προς την αποδοχή της πολυθρησκειακής – συγκρητιστικής δομής του μαθήματος των Θρησκευτικών,  χαρακτηριστικό των νέων Προγραμμάτων.

  1. Τα νέα Προγράμματα είναι ακατάλληλα και επικίνδυνα

Οφείλουμε επίσης να τονίσουμε εμφαντικά ότι τα επίδικα νέα Προγράμματα δεν είναι εύκολο να κατανοηθούν από μη ειδικούς ως προς τα παιδαγωγικά, κυρίως, θέματά τους, όπως αυτό της πολυθρησκειακής δομής  ή της μαθησιακής καταλληλότητας σε κάθε ηλικιακό επίπεδο. Πέραν των αμέτρητων παιδαγωγικών και θεολογικών σημείων που καθιστούν τα νέα Προγράμματα ακατάλληλα και επικίνδυνα, αλλά και αντίθετα με τον ορθόδοξο προσανατολισμό του μαθήματος,  υπάρχουν και πάρα πολλές ελλείψεις. Υπάρχουν δηλαδή, θεμελιώδη στοιχεία της ορθόδοξης παράδοσης που δεν συμπεριελήφθησαν στα νέα Προγράμματα. Επειδή ακόμη παρατηρούμε ότι σε όλα τα έγγραφά που αφορούν στα νέα Προγράμματα προβάλλεται ως αναγκαία και ορθόδοξη η ανάμειξη της διδασκαλίας της πίστεώς μας με τις διδασκαλίες των θρησκειών, επαναλαμβάνουμε για πολλοστή φορά ότι αυτό το συνονθύλευμα που επιχειρούν είναι ξένο προς την ορθοδοξία και ότι στοχεύει στην αποδόμηση της ορθόδοξης πίστης και της παράδοσης μας, μέσω του συγκρητισμού και της συγχύσεως. Άλλωστε αυτή ήταν και η θέση που εκφράσατε τον περασμένο Σεπτέμβριο και εσείς  Μακαριώτατε για τα νέα Προγράμματα.

  1. Δεν έχει προταθεί στο διάλογο το θέμα της ανισονομίας

Με μεγάλη έκπληξη διαπιστώνουμε ότι στη διαμόρφωση του πλαισίου του διαλόγου Εκκλησίας – Πολιτείας, όπως διαπιστώνουμε από την εισήγηση του Προέδρου της Επιτροπής Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Ύδρας κ. Εφραίμ, δεν προβλέπεται να τεθεί και μάλιστα κατά προτεραιότητα σύμφωνα με τη δική μας άποψη, το θέμα της ανισονομίας που υφίσταται εκ μέρους του Υπουργείου σε βάρος των Ορθοδόξων μαθητών στα ελληνικά σχολεία. Ενώ δηλαδή οι Μουσουλμάνοι, οι Εβραίοι και οι Ρωμαιοκαθολικοί απολαμβάνουν το δικαίωμά τους να διδάσκονται τα τέκνα τους  τη δική τους πίστη, οι ορθόδοξοι γονείς είναι οι μόνοι που υφίστανται, εκ μέρους της Πολιτείας, άνιση μεταχείριση και υποτίμηση, εφόσον, με βάση το νέο Πρόγραμμα, δεν διδάσκονται τα τέκνα τους αμιγώς η δική τους ορθόδοξη πίστη, αλλά ένα πολυθρησκειακό – διαθρησκειακό και συγκρητισμικό μάθημα, ως να είναι κατώτερη η ορθόδοξη πίστη τους από την πίστη των άλλων θρησκευόμενων πολιτών της χώρας. Ο Ορθόδοξος Έλληνας πολίτης, ως άνθρωπος και μέλος του κοινωνικού συνόλου αλλά και της Εκκλησίας, θα πρέπει να απολαμβάνει ισότιμα τα ίδια συνταγματικά δικαιώματα με όλους τους άλλους και, μάλιστα, υπό την εγγύηση του κράτους, με βάση την αρχή της ισονομίας και της αναλογικότητας  (Σύνταγμα, άρθρ. 4 και 25).

  1. Οφείλουμε να αντιδράσουμε δυναμικά και με κάθε τρόπο

Δηλώνουμε ότι δεν πρόκειται, ποτέ και με κάθε τίμημα, να νομιμοποιήσουμε και να αποδεχθούμε τα αποτελέσματα ενός διαλόγου που γίνεται για μας αλλά χωρίς εμάς. Ακόμη περισσότερο μάλιστα, οφείλουμε να αντιδράσουμε δυναμικά και με κάθε τρόπο  -αν διαπιστώσουμε ότι ο διάλογος Υπουργείου – Εκκλησίας χρησιμοποιείται ως εργαλείο για να υιοθετηθεί και να πάρει και την ευλογία της Εκκλησίας η προώθηση του θρησκευτικού συγκρητισμού και η ατομική/πολλαπλή θρησκεία (θρησκεία του «Σούπερ Μάρκετ») στα σχολεία μας, δηλαδή μια διδασκαλία αντίθετη με την αλήθεια της Εκκλησίας μας. Θεωρούμε χρέος και ευθύνη μας να αγωνιστούμε ενάντια σε κάθε προσπάθεια, από όπου και αν προέρχεται, που έχει ως στόχο την εισαγωγή τέτοιων επικίνδυνων αντιλήψεων στο μάθημα των Θρησκευτικών.

  1. Σύνταξη νέων Προγραμμάτων για το μάθημα των Θρησκευτικών

Επίσης, δηλώνουμε για άλλη μια φορά, πάντα συνεπείς στις θέσεις μας, ότι ζητάμε διάλογο εκ του μηδενός και σύνταξη νέων Προγραμμάτων για το μάθημα των Θρησκευτικών.

Αιτούμεθα άμεση συνάντηση

Μακαριώτατε, γνωρίζετε ότι όλοι οι σκεπτόμενοι Έλληνες Ορθόδοξοι χριστιανοί είναι αναστατωμένοι εδώ και έξι χρόνια με αυτά τα Προγράμματα και αναμένουν από την Εκκλησία τις σωστές αποφάσεις που θα λύσουν το πρόβλημα και δεν θα το διαιωνίσουν. Για όλους τους παραπάνω λόγους αιτούμεθα άμεση συνάντηση μαζί Σας για να εκθέσουμε αναλυτικότερα τις απόψεις και τις θέσεις μας για όλα όσα αναφέραμε.

Για το ΔΣ της ΠΕΘ
Ο Πρόεδρος                                      Ο Γενικός Γραμματέας
Κωνσταντίνος Σπαλιώρας                    Παναγιώτης Τσαγκάρης
Δρ Θεολογίας                                          Mr  Θεολογίας

Αφήστε μια απάντηση