kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Σχετικά με την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου

Συγγραφέας: kantonopou στις 15 Αυγούστου, 2016

1.Εἰσαγωγικὴ ἀναφορὰ στὸ θέμα τῶν πηγῶν

.               (α) […] Μὲ δεδομένη τὴν παντελῆ ἀπουσία καινοδιαθηκικῶν μαρτυριῶν περὶ τῶν γεγονότων τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τὸ ἑορτολογικὸ περιεχόμενο ἀναζητεῖται σὲ ἐξωβιβλικὲς πηγές. Ἀναφερόμεθα, οὐσιαστικῶς, σὲ ἕνα ἀπόκρυφο κείμενο τὸ ὁποῖο φέρει τὸν τίτλο «De Transitu beatae Mariae virginis» (περὶ Μεταστάσεως τῆς μακαρίας Παρθένου Μαρίας), χρονολογεῖται περὶ τὸν 5ο αἰ. καὶ εἶναι λατινικὴ μετάφραση παλαιοτέρου ἀπολεσθέντος ἑλληνικοῦ πρωτοτύπου.[…]
.               Οἱ ἀπόκρυφες διηγήσεις περὶ τῶν σχετικῶν μὲ τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου γεγονότων δὲν μπορεῖ νὰ περιορίζονται μόνο στὸ ἐν λόγω κείμενο, ἐφ᾽ ὅσον ἡ Κοίμησις δὲν ἀποτελεῖ γεγονὸς ἐλάσσονος σημασίας γιὰ τὴν χριστιανικὴ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση. Φαίνεται, ἐν προκειμένω, ὅτι ἰσχύει ἡ θέση τοῦ P. Voulet, ἐκδότου τῶν θεομητορικῶν Ὁμιλιῶν τοῦ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ὁ ὁποῖος ὑπεστήριξε ὅτι τὸ «Transitus Mariae» ἀποτελεῖ σύνοψη τοῦ συνόλου τῶν περὶ τῆς Κοιμήσεως ἀπόκρυφων διηγήσεων, μὴ διασωθεισῶν στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση ἐφ᾽ ὅσον εἶχαν ἐνσωματωθεῖ στὸ ἐν λόγῳ κείμενο. […] Ἡ μελέτη τοῦ περιεχομένου του, ἄλλωστε, ἐνισχύει τὴ διαίσθηση ὅτι στὸ ἐν λόγῳ κείμενο περιέχονται πρωτοχριστιανικὲς διηγήσεις περὶ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.

.               (β) Τὸ κείμενο τῆς «Transitus Mariae» ὑπῆρξε πηγὴ τῆς περὶ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου παραδόσεως, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ὡς «Εὐθυμιακὴ ἱστορία» καὶ ἡ ὁποία διασώθηκε στὸν Β´ Λόγο τοῦ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ στὴν Κοίμηση. Ἡ ἀπόκρυφη αὐτὴ διήγηση ἔχει δανειστεῖ, μέν, στοιχεῖα ἐκ τῆς «Transitus», περιέχει ὅμως καὶ ἄλλα ἑξαιρετικῶς ἄτοπα καὶ ἐλεγχόμενα (ὅπως τὸ αἴτημα τῆς Πουλχερίας -5ος αἰ.- περὶ μεταφορᾶς στὴν Κωνσταντινούπολη τοῦ λειψάνου τῆς Θεοτόκου!), τὰ ὁποῖα τὴν καθιστοῦν «διπλὰ ἀπόκρυφη». Ἡ ἐπιβίωση τῆς «Εὐθυμιακῆς ἱστορίας» ἕως τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰω. Δαμασκηνοῦ ἐπιβεβαιώνει τὴν ἐπισήμανση τῆς προηγουμένης παραγράφου ὅτι, τ γεγονς τς Κοιμήσεως τς Θεοτόκου εχε μεγάλη σημασία γι τν κκλησιαστικπαράδοση, μ ποτέλεσμα τν πεξεργασία του σ διάφορες πόκρυφες παραδόσεις.

2.Ἡ παράδοση περὶ τῆς ταφῆς τῆς Θεοτόκου

.                 Οἱ ἀπόκρυφες διηγήσεις παρέχουν μὲν στοιχεῖα τοῦ ἐορτολογικοῦ περιεχομένου (τῶν γεγονότων τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως), δὲν σχετίζονται ὅμως μὲ τὴ διαδικασία ἐμφανίσεως τῆς ἑορτῆς. Τὸ ἐνδιαφέρον τῆς περὶ τοῦ θέματος τῆς ἐμφανίσεως μελέτης πρέπει νὰ ἐπικεντρωθεῖ στὴν παράδοση περὶ τοῦ τόπου τῆς Κοιμήσεως καὶ τῆς ταφῆς τῆς Θεοτόκου, ἐφ᾽ ὅσον εἶναι εὔλογο οἱ τοποθεσίες αὐτὲς νὰ ἀπετέλεσαν τὸ λίκνο ἐμφανίσεως τῆς ἑορτῆς.
.               Ἡ παράδοση περὶ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὴν ἐν Ἱεροσολύμοις οἰκία της καὶ ταφῆς της στὴν ἴδια πόλη ἀναφαίνεται περὶ τὸν 5ο αἰ. (περὶ τὰ τέλη τοῦ 4ου αἰ. ὁ Ἐπιφάνιος Σαλαμίνος οὐδεμία παρόμοια παράδοση γνωρίζει) καὶ ἐνισχύεται ἀπὸ μαρτυρίες «Ὁδοιπορικῶν» του 6ου αἰ., τόσο τοῦ προσκυνητοῦ Θεοδοσίου (530) περὶ ὑπάρξεως ναοῦ πρὸς τιμὴ τῆς Θεοτόκου στὴ Γεθσημανὴ, ὅσο καὶ τοῦ Ἀντωνίου τῆς Πλακεντίας (570), ὁ ὁποῖος ἐπισημαίνει ὅτι ἐντός τοῦ ναοῦ αὐτοῦ ὑπῆρχε καὶ ὁ τάφος τῆς Θεοτόκου. Μνεία τοῦ τάφου αὐτοῦ γίνεται τὸν 7ο αἰ. στὴν Ἀνακρεόντειο ποίηση τοῦ Σωφρονίου Ἱεροσολύμων (+638), ὁ ὁποῖος τιμᾶ τὴ Θεοτόκο στὴ συγκεκριμένη τοποθεσία. Ἡ παράδοση τῆς «Dormitio hierosolymitana» (Κοιμήσεως ἐν Ἱεροσολύμοις), ὅπως ἀναφέρεται στὸ «Brevarius de Hierosolyma» τοῦ 6ου αἰ., φαίνεται νὰ κατέχει τὴν αἴγλη τῆς ἱστορικότητας, πρὸς αὐτὴν δὲ προσανατολίζονται σημαντικὲς ἔρευνες περὶ τοῦ τάφου τῆς Θεοτόκου.
.               Κατὰ συγκυρίαν περισσότερο «μυστικιστικὴ» καὶ ὀλιγότερο ἐρευνητικὴ ἀνεφάνη ἡ παράδοση περὶ Κοιμήσεως καὶ ταφῆς τῆς Θεοτόκου στὴν Ἔφεσο. Ἀναφερόμεθα στὴν περὶ τοῦ θέματος «δραματικὴ ἀποκάλυψη», τὴν ὁποία διετείνετο ὅτι εἶχε ἡ Anna Catherine Emmerich, αὐγουστινιανὴ μοναχή τοῦ ἀββαείου Agnetenberg τῆς Βεστφαλίας (+1824). Οἱ «ἀποκαλύψεις» τῆς Emmerich σχετίζονται μὲ τὸ γεγονὸς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τὴν ὁποία (Κοίμηση) τοποθετοῦν στὴν Ἔφεσο καί, μάλιστα, στὴν οἰκία τὴν ὁποία εἶχε οἰκοδομήσει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης. Ἡ περιοχὴ τῆς Ἐφέσου «Παναγία-Καπούλη» (πόρτες τῆς Παναγίας) ἐθεωρήθη ὡς ἡ τοποθεσία Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Οἱ ἀπόψεις αὐτὲς δὲν εἶχαν μὲν τὴν ἀπαιτούμενη τεκμηρίωση, συνεκίνησαν ὅμως τοὺς διατεινομένους ὅτι ἡ Θεοτόκος δὲν ἐτάφη στὴ Γεθσημανή. Ἡ παράδοση περὶ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὴν Ἔφεσο, ἄλλωστε, συντηρήθηκε ἀπὸ τὴν ἀπόκρυφη γραμματεία, ἀλλὰ κυρίως ἀπὸ τὸ γεγονὸς συγκλήσεως τῆς Γ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στὸ ναὸ τῆς «ἁγίας Μαρίας» στὴν Ἔφεσο, ἂν καὶ δὲν ὑπάρχει βεβαιότητα περὶ ἀφιερώσεως τοῦ ναοῦ αὐτοῦ στὴν παρθένο Μαρία ἢ σὲ ὁμώνυμη ἁγία.
.               Ἡ «παράδοση τῆς Ἐφέσου» ἀποτελεῖ μᾶλλον παρένθεση στὸ ὅλο θέμα τοῦ τόπου Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Ἡ μετακίνηση τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννη στὴν Ἔφεσο πραγματοποιεῖται σὲ χρονικὴ στιγμὴ μεταγενέστερη τοῦ ἡμίσεως τοῦ 1ου αἰ., γεγονὸς τὸ ὁποῖο ἀποδυναμώνει ἐξαιρετικὰ τὴν περίπτωση μεταφορᾶς τῆς Θεοτόκου στὴν Ἔφεσο. Ἡ περὶ Θεοτόκου παράδοση στὴν πόλη αὐτὴ δὲν εἶναι ἀναγκαῖο νὰ σχετίζεται μὲ τὴν αὐτοπρόσωπη παρουσία τῆς Θεοτόκου, ἀλλὰ προφανῶς μὲ τὴν παρουσία τοῦ Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος στὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση εὑρίσκετο στενὰ συνδεδεμένος μὲ τὴ Θεοτόκο. Ἡ πόλη τῶν Ἱεροσολύμων, ἄλλωστε, κατέχει μεγαλύτερες «περγαμηνὲς» -σὲ σχέση μὲ τὴν Ἔφεσο- ὥστε νὰ θεωρεῖται ὡς τὸ λίκνο ἐμφανίσεως τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως.

3. Ἡ πρώτη ἑορτὴ πρὸς τιμὴ τῆς Θεοτόκου στἹεροσόλυμα

.               Οἱ ἑορτὲς γεννῶνται σ’ ἕνα τόπο διὰ τῆς ἰσχύος τῶν τοπικῶν παραδόσεων καὶ ἀναμνήσεων. Δὲν ἀπαιτεῖται ἰδιαίτερη ἱκανότητα ἔρευνας τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, ὥστε νὰ συμπεράνουμε ὅτι τὸ γεγονὸς τὸ ὁποῖο κυριαρχοῦσε στὶς συνειδήσεις σχετικῶς μὲ τὴ Θεοτόκο ἦταν ἡ θεϊκὴ μητρότητα. Ἡ ὑπὸ τῆς Θεοτόκου Γέννηση τοῦ Κυρίου εἶναι εὔλογο νὰ ἀποτελοῦσε τὸ ἐορτολογικὸ περιεχόμενο τῆς ὅποιας πρωτογενοῦς θεομητορικῆς ἑορτῆς. Ἂς μὴν παραθεωρεῖται μία σημαντικὴ παράμετρος τῆς ἱστορίας τῶν ἑορτῶν, συμφώνως πρὸς τὴν ὁποία ἡ ἐμφάνιση κάποιας ἑορτῆς σὲ συγκεκριμένη χρονικὴ περίοδο δὲν συμπίπτει μὲ τὴ γένεση τοῦ ἐορτολογικοῦ της περιεχομένου. Τὸ γεγονός, δηλαδή, ὅτι ὑπῆρχε ἀντικείμενο τιμῆς τῆς Θεοτόκου (ἐν προκειμένῳ ἡ Γέννηση τοῦ Κυρίου) εἶναι προγενέστερο ἀπὸ τὴν ἡμερολογιακὴ διαμόρφωση ἀντίστοιχης ἑορτῆς. Τὰ δύο δεδομένα ὄχι μόνο δὲν ταυτίζονται, ἀλλὰ χαρακτηρίζονται ἀπὸ ἐπαγωγικὴ σχέση ἐφ᾽ ὅσον τὸ πρῶτο (ἡ πρωτοχριστιανικὴ τιμὴ πρὸς τὴν Θεοτόκο) προετοίμασε τὴν ἐμφάνιση τοῦ δευτέρου (τὸν ἡμερολογιακὸ καθορισμὸ ἀντίστοιχης ἑορτῆς).
.               Ἡ ἐκτίμηση περὶ ὑπάρξεως ἑνὸς «πρωτογενοῦς Θεομητορικοῦ ἑορτολογικοῦ ὑλικοῦ» συνδέεται μὲ μία τοποθεσία τρία μίλια μετὰ τὰ Ἱεροσόλυμα καθ᾽ ὁδὸν πρὸς Βηθλεέμ, ἡ ὁποία ἐπονομάζεται «Κάθισμα». Ἡ ἐν λόγῳ τοποθεσία ἐκίνησε τὸ εὐρύτερο ἀρχαιολογικὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἐρευνητῶν, εἰδικότερον ὅμως ὡς πρὸς τὴν Θεοτόκο ἀπετέλεσε τόπο ἱερό, ἐφ᾽ ὅσον κατὰ τὴν ἀπόκρυφη παράδοση τοῦ Πρωτευαγγελίου τοῦ Ἰακώβου (17, 2-3) ἡ Θεοτόκος, καθ᾽ ὁδὸν πρὸς τὴ Βηθλεὲμ καὶ εὑρισκομένη ὀλίγον πρὸ τῆς κυήσεως, ἐζήτησε ἀπὸ τὸν Ἰωσὴφ νὰ κατέλθει ἐκ τῆς ὄνου γιὰ νὰ ξεκουρασθεῖ. Τὴν παράδοση αὐτὴ ἐπιβεβαιώνει τὸ 530 ὁ προσκυνητὴς Θεοδόσιος, φαίνεται δὲ ὅτι ἦταν ἡ κυρίαρχη σὲ σχέση μὲ ἄλλη, περὶ παραμονῆς ἐπ᾽ ὀλίγον τῆς Θεοτόκου στὸ συγκεκριμένο τόπο κατὰ τὴ φυγὴ πρὸς τὴν Αἴγυπτο.
.               Σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία Κυρίλλου τοῦ Σκυθοπολίτου, στὸ «Κάθισμα» ἀνοικοδομήθηκε ναὸς πρὸς τιμὴ τῆς Θεοτόκου ἀπὸ μία Ρωμαία, εὐγενοῦς καταγωγῆς καὶ μεγάλης πίστεως προσκυνήτρια, τὴν Ἰκελία (ἢ Ἰκηλία), κατὰ τοὺς χρόνους πατριαρχείας τοῦ Ἰουβεναλίου Ἱεροσολύμων (417-458). Ὁ ναὸς αὐτὸς δὲν φαίνεται νὰ ἀντικατέστησε κάποιον παλαιότερο, ἐφ᾽ ὅσον ἀποκαλεῖται ὡς «Κάθισμα παλαιὸν» ἀπὸ τὸ Θεόδωρο Πέτρας, τὸ βιογράφο Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου, ὁ ὁποῖος βεβαιώνει καὶ περὶ ἀνεγέρσεως ναοῦ ὑπὸ τῆς Ἰκελίας. Ὡς ἐκ τούτου, τ ν λόγῳ «Κάθισμα» πρέπει ν πετέλεσε τν πρτο συγκεκριμένο τόπο τιμς πρς τ Θεοτόκο στς ρχς το 5ου αἰ. καί, ἑπομένως, τὸν πρῶτο τόπο ἐπιτελέσεως μίας ἑορτῆς, τὴν ὁποία ὁ προαναφερθεὶς Θεόδωρος Πέτρας ἀποκαλεῖ «μνήμην Θεοτόκου» καὶ ἐπισημαίνει ὅτι τελεῖται «ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ».

.             Ποιά ἦταν ὅμως, ἡ ἀκριβὴς ἡμερομηνία τῆς μίας αὐτῆς ἑορτῆς κατ᾽ ἔτος καὶ ποιό ἦταν τὸ ἐορτολογικό της περιεχόμενο; Ὁ Baumstark διατείνεται ὅτι συγκεκριμένη ἡμερομηνία ἦταν αὐτὴ τῆς 13-15 Αὐγούστου (τὴν περὶ 13ης Αὐγούστου ἄποψη υἱοθετεῖ καὶ ὁ καθ. Ἰω. Φουντούλης), ἀλλὰ περιπλέκει τὸ ὅλο θέμα ὑποστηρίζων ὅτι τὸ περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς εἶχε σχέση μὲ τὰ ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ τῆς Ἰκελίας κατὰ τὴ συγκεκριμένη ἡμερομηνία. Εἶναι πιθανὸν οἱ ἐκτιμήσεις τοῦ Baumstark περὶ τοῦ ἑορτολογικοῦ περιεχομένου νὰ πηγάζουν ἀπὸ τὸ γενικότερο κανόνα ὅτι, πρὸ τῆς διαμορφώσεως μίας ἑορτῆς, προηγεῖται ἡ ἀνάμνηση ἐγκαινίων ἑνὸς ἀντιστοίχου ναοῦ. Θεωροῦμε, ὅμως, ὅτι ἡ ἄποψη αὐτὴ τοῦ μεγάλου Γερμανοῦ λειτουργιολόγου στερεῖται συγκεκριμένης ἱστορικῆς κατοχυρώσεως περὶ πιθανοῦ ἐγκαινιασμοῦ τοῦ ναοῦ τῆς Ἰκελίας στὶς 13 Αὐγούστου κάποιου ἔτους, ἀλλὰ καὶ παρακάμπτει τὴ συνάφεια τοῦ «Καθίσματος» μὲ τὴν τιμὴ τῆς Θεοτόκου ὡς Μητέρας τοῦ Κυρίου.

4. Ἡ ἐορτολογικὴ ἐξέλιξη πρὸς τὴν 15η Αὐγούστου

.           Τὰ παραπάνω στοιχεῖα πιστοποιοῦν ὅτι, ορτ το «Καθίσματος» τς Θεοτόκου προετοιμάζει μν μερολογιακς τν ορτ τς Κοιμήσεως, λλ τορτολογικ περιεχόμενό της εναι παντελς διαφορετικ π τ γεγονς τς Κοιμήσεως. Ἐὰν λάβουμε ὑπ᾽ ὄψη τὸ «ἀρμενικὸ λεκτσιονάριο» ἢ «ἐκλογάδιο», τὸ ὁποῖο ἐξέδωσε σὲ παράρτημα ὁ Conybeare καὶ περὶ τοῦ ὁποίου ὁ ἐκδότης ἰσχυρίζεται ὅτι καταγράφει τὴ λειτουργικὴ πράξη τῶν Ἱεροσολύμων κατὰ τὸν 6ο αἰ., συμπεραίνουμε ὅτι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἰσχύει ἀκόμα ἡ ἑορτὴ μὲ τὸ γενικὸ θεομητορικὸ περιεχόμενο (ἡ ἑορτὴ τοῦ «Καθίσματος»). Στὸ χρονικὸ αὐτὸ σημεῖο φαίνεται ὅτι ἐπαληθεύεται ἡ ἄποψη τοῦ Cabrol περὶ δημιουργίας τς ορτς τς Κοιμήσεως π τ βάρος το κύρους, τ ποο κτινοβολοσε τάφος τς Θεοτόκου στ Γεθσημανή.
.               Ο ορτολογικς ξελίξεις μφανίζονται καταιγιστικς π τ μέσα το5ου αἰ., ταν ατοκράτορας Μαρκιανς (450-457) κτισε να πρς τιμ τς Θεοτόκου στ Γεθσημανή. Τρία τη μετ τ θάνατο το ατοκράτορα, τ 460,μφανίζεται γι πρώτη φορ ορτασμς τς Κοιμήσεως τς Θεοτόκου στς 15 Αγούστου κα στν συγκεκριμένο ναό, ἐκτοπιζομένης τοιουτοτρόπως τῆς παλαιᾶς θεομητορικῆς ἑορτῆς τοῦ «Καθίσματος». Στὸ σημεῖο αὐτὸ πολύτιμη ἐμφανίζεται ἡ μαρτυρία τοῦ «Γεωργιανοῦ Κανοναρίου», ἑνὸς κειμένου τὸ ὁποῖο ἀντικατοπτρίζει τὴν ἱεροσολυμιτικὴ λατρεία μεταξὺ 450 καὶ 750, τὸ ὁποῖο φαίνεται ὅτι γνωρίζει ὁ Μόδεστος Ἱεροσολύμων (645-646) καὶ τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ γεωργιανὴ μετάφραση ἀπολεσθέντος ἑλληνικοῦ πρωτοτύπου, ἡ ὕπαρξη τοῦ ὁποίου ἦταν ἄγνωστη ἕως τὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰ.
.                 Σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ «Κανοναρίου», στὶς 15 Αὐγούστου «τιμᾶται ἡ μνήμη τῆς Θεοτόκου στὴ Γεθσημανὴ στὸ ναὸ τοῦ αὐτοκράτορα Μαρκιανοῦ («Μαυρικίου» κατὰ γεωργιανὴ παραλλαγὴ). Ἡ ἐπιβεβαίωση τῶν ἐξελίξεων εἶναι σαφής: ἡ παλαιὰ θεομητορικὴ ἑορτὴ τοῦ ναοῦ τῆς Ἰκελίας ἔχει ἐκτοπισθεῖ (οἱ δύο ἐκδότες τοῦ «Κανοναρίου» ἀναφέρουν ὅτι ἡ ἑορτὴ αὐτὴ μετατοπίσθηκε στὶς 13 Αὐγούστου καὶ ἐξαφανίσθηκε σταδιακῶς, στὴ θέση της δὲ κατὰ τὶς 15 Αὐγούστου τοποθετήθηκε ἡ ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως. Οὐδείς, βεβαίως, δύναται νὰ συμπεράνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων ἐπανέφερε στὴν ἱστορική της μνήμη τὸ γεγονὸς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τὸ 460. Ἡ ἑορτολογικὴ ἔρευνα θὰ πρέπει νὰ διακρίνει μεταξύ τς τιμς νς θεομητορικογεγονότος στ συνείδηση τς κκλησίας (ατ τιμ εναι πρωτοχριστιανικ)κα το μερολογιακο καθορισμο ορτασμο τουτς καθορισμςπισυμβαίνει πάντοτε κατόπιν μακρν χρονικν ξελίξεων).
.               Εὐνόητο εἶναι ὅτι ἡ περὶ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἐορτολογικὴ ἐξέλιξη δὲν μπορεῖ νὰ ἐννοηθεῖ ἀνεξαρτήτως τῆς διατυπώσεως το ρθοδόξου Μαριολογικο δόγματος κατ τν Γ´ Οκουμενικ Σύνοδο. Ἡ ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 5ου αἰ. ἐορτολογικὴ παράδοση περὶ τῆς Κοιμήσεως συμπορεύεται μὲ τὴν ἑδραίωση τοῦ περὶ τῆς Θεοτόκου ὀρθοδόξου δόγματος, γεγονὸς τὸ ὁποῖο εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἑδραίωση, διάδοση καὶ καθολικὴ ἐπισημοποίηση τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως. Ἡ ἐπισημοποίηση αὐτὴ ἐπισυμβαίνει περὶ τὰ τέλη τοῦ 6ου αἰ., ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Μαυρίκιος (582-602), σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία Νικηφόρου τοῦ Καλλίστου, καθορίζει δι διατάγματος τν πιτέλεση τς ορτς στς 15 Αγούστου.
.            Πρόκειται περ ποκρυσταλλώσεως μίας μακραίωνης θεομητορικς παραδόσεως, ἐν ὅσῳ ἡ ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως περιβάλλεται πλέον μὲ νομικὴ ἰσχύ. Εἶναι σαφὲς ὅτι μὲ τὸ διάταγμα τοῦ Μαυρικίου δὲν ἐπιτελεῖται σύσταση νέας ἑορτῆς, ἐφ᾽ ὅσον ἀναφέρεται ὅτι ἡ σύστασή της ἔχει συντελεσθεῖ κατὰ τὸ παρελθόν. Μαυρίκιος υοθέτησε πισήμως κα καθολικς τν εροσολυμιτικμερομηνία περ τς «Μνήμης τς Θεοτόκου», συνειδητοποιήσας προφανς τν καθολικ ελάβεια πρς τ μνμα τς Θεοτόκου στ Γεθσημαν κα π τν αξουσα κτινοβολία το ν λόγῳ προσκυνήματος, που συνέρρεε πλθος προσκυνητν. Δὲν φαίνεται, ὅμως, ὅτι ἡ κατὰ τὸν 6ο αἰ. ἀποκρυσταλλωθεῖσα ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως ἐπεβλήθη αὐτομάτως σὲ ὅλο τὸ εὖρος τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Ὅπως τονίζει τὸν 7ο αἰ. ὁ Ἰωάννης Θεσσαλονίκης, «ὑπῆρχαν κάποιοι τόποι, οἱ ὁποῖοι δὲν ἑόρταζαν ἀκόμα τὴν ἐτήσια μνήμη τῆς Κοιμήσεως», μεταξὺ δὲ αὐτῶν ὁ Ἰωάννης συγκαταλέγει καὶ τὴ Θεσσαλονίκη.

5. Περαιτέρω ἐξέλιξη τῆς ἑορτῆς στὸν ὑπόλοιπο χριστιανικὸ κόσμο

.                 Στὶς ἀρχὲς τοῦ 6ου αἰ. ἡ ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως υἱοθετεῖται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Συρίας. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ ποίηση περὶ τοῦ θανάτου καὶ τοῦ τάφου τῆς Θεοτόκου, τὴν ὁποία κατέλειπε ὁ Ἰάκωβος τοῦ Sarug (Σύρος ἐπίσκοπος περὶ τὸ 518). Στὴν ποίηση αὐτὴ εἶναι σαφὴς ἡ ἰδιαιτερότητα τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως, ἀλλὰ δὲν εἶναι σαφὴς ἡ ἡμερομηνία. Ἡ ἀσάφεια τῆς ἡμερομηνίας ἔγκειται στὴν παράδοση τῆς Συριακῆς Ἐκκλησίας νὰ υἱοθετήσει μὲν τὴν ἱεροσολυμιτικὴ ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως, ἀλλὰ νὰ τὴν τοποθετήσει στὶς 26 Δεκεμβρίου, σύμφωνα μὲ τὴν ἀπόκρυφη παράδοση περὶ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τὴν ἴδια ἡμέρα Γεννήσεως τοῦ Κυρίου, μετατεθείσης τῆς ἑορτῆς κατὰ μία ἡμέρα, ὥστε νὰ μὴ συμπέσουν οἱ δύο ἑορτές.
.               Ἀπὸ τὴ Συρία ἡ ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως μεταλαμπαδεύτηκε στὴ Ρώμη. Διαρκοῦντος, ἤδη, τοῦ 6ου αἰ., ὁ Γρηγόριος Τουρώνης (573-593) ἀναφέρεται σὲ ἑορτὴ ὑπὸ τὸν γενικὸ τίτλο «Festivitas S. Mariae». Στὴ συγκεκριμένη μαρτυρία οὐδεμία ἀναφορὰ γίνεται στὸ γεγονὸς τῆς Κοιμήσεως, συμπεραίνουμε δὲ ὅτι πρόκειται προφανῶς περὶ κάποιας θεομητορικῆς ἑορτῆς γενικοῦ χαρακτῆρος. Ὁ πάπας Θεόδωρος Α´ (647-649) εἶναι ὁ πρῶτος, ὁ ὁποῖος ἐπεχείρησε εἰσαγωγὴ τῆς ἑορτῆς στὴ Ρώμη, φαίνεται ὅμως ὅτι ἡ προσπάθειά του δὲν στέφθηκε ἀπὸ ἐπιτυχία. Ἡ παραπάνω ἐπισήμανση, ὅτι ἡ Συρία ἐπέδρασε ἐπὶ τῆς Ρώμης στὴν υἱοθέτηση τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως, ἀφορᾶ στὴν ἑδραίωση τῆς ἑορτῆς στὴ Ρώμη ἀπὸ τὸ Σύρο πάπα Σέργιο Α´ (687-701), ὁ ὁποῖος μετέφερε στὴ Ρώμη τὴν τελετουργικὴ λαμπρότητα τῆς Συρίας κατὰ τὸν ἑορτασμὸ τῆς Κοιμήσεως. Ἡ ὁρολογία τῆς ἑορτῆς φαίνεται ὅτι ἀποκρυσταλλώθηκε σταδιακῶς: τὸ «εὐαγγελιστάριο» τοῦ 740 ἀναγγέλλει τὴν ἑορτὴ ὡς «Sollemnitas de pausatione sanctae Mariae», ἐνῶ τὸ «Ἀνδριανὸ εὐχολόγιο» (περὶ τὸ 770) καταχωρίζει ἀκολουθία ἑορτῆς τῆς «Μεταστάσεως» (Transitus). Γνωρίζουμε ὅτι o πάπας Ἀδριανὸς ἐγκαινίασε τὴν ἑορτὴ στὸ ναὸ τῆς «Ἁγίας Μαρίας τῆς Μείζονος» στὴ Ρώμη.
.             Στὴν αἰγυπτιακὴ Ἐκκλησία φαίνεται ὅτι κατὰ τὸν 5ο αἰ. ἐμφανίζεται ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως ἐξ ἐπιδράσεως τῶν Ἱεροσολύμων. […]

Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γεωργίου Ν. Φίλια, καθηγ. Πανεπ. Ἀθηνῶν: «Οἱ Θεομητορικές Ἑορτές στὴ Λατρεία τῆς Ἐκκλησίας», ἐκδ. «Γρηγόρη», Ἀθῆναι, 2002, σελ. 119-134

christianvivliografia.wordpress.com/

Αφήστε μια απάντηση