kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Περί των ακτίστων ενεργειών

Συγγραφέας: kantonopou στις 24 Ιουλίου, 2016

(Επιστολή προς το περιοδικό «Εφημέριος», η οποία δημoσιεύτηκε στο τεύχος Μαϊου – Ιουνίου 2016)

Παρακολουθώ με πολύ ενδιαφέρον τη συζήτηση που έχει διαμειφθεί τα τελευταία τρία περίπου χρόνια μέσω των σελίδων του «Εφημερίου» για τις ενέργειες του Θεού και για τον τρόπο που ενεργούν στον άνθρωπο, καθώς και τα συναφή ερωτήματα που έχουν προκύψει. Επιτρέψτε μου επιγραμματικά να αναφερθώ σε μερικά σημεία, καθότι είναι ηλίου φαεινότερο ότι ο εν γένει προβληματισμός έχει ως αφετηρία αφ’ ενός μεν την καλή πρόθεση όλων όσοι ώς σήμερα συμμετείχαν στον διάλογο, δηλαδή την αναζήτηση της διδασκαλίας της Εκκλησίας, αφ’ ετέρου δε την παρανόηση ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς εκαινοτόμησε ομιλών περί του ακτίστου φωτός και των ακτίστων ενεργειών του Θεού.

Η έρις, ωστόσο, του 14ου αι. μεταξύ του λατίνου μοναχού Βαρλαάμ και του μαθητή του Ακινδύνου αφ’ ενός, και του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά αφ’ ετέρου, δεν έθεσε για πρώτη φορά το θέμα των θείων ενεργειών αλλά αποτελεί αναζωπύρηση αρχαιότατης διαμάχης περί την Αγία Τριάδα. Έτσι, για τη διάκριση μεταξύ θείας ουσίας και θείων ενεργειών μίλησαν, με αφορμή την αιρετική διδασκαλία του Ευνομίου, οι άγιοι Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Μ. Βασίλειος και Γρηγόριος Νύσης, καθώς και οι μετά από αυτούς, συμπεριλαμβανομένου του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.

Πρώτη διάκριση είναι αυτή των όντων. Ο Θεός ονομάζεται άκτιστος, σε αντιδιαστολή με την ορατή και την αισθητή κτίση: «Καὶ πρῶτόν γε τὰ ὄντα διαιρήσωμεν. Εὑρήσομεν γὰρ ἅπαντα εἴς τε κτιστὸν καὶ ἄκτιστον διαιρούμενα· εἴ τι γάρ ἐστιν ἐν τοῖς οὖσιν, ἢ ἄκτιστος φύσις ἐστὶν ἢ κτιστή. Ἀλλ’ ἡ μὲν ἄκτιστος καὶ δεσποτικὴ καὶ πάσης ἀνάγκης ἐλευθέρα, ἡ δὲ κτιστὴ δουλικὴ καὶ νόμοις δεσποτικοῖς ἑπομένη· καὶ ἡ μὲν κατ’ ἐξουσίαν ἃ ἂν βούληται καὶ ποιοῦσα καὶ δυναμένη, ἡ δὲ τὴν διακονίαν ἣν παρὰ τῆς θεότητος εἴληφεν μόνην καὶ δυναμένη καὶ πληροῦσα»[1].

Δεύτερη διάκριση είναι αυτή της ουσίας και των ενεργειών του Θεού. Η ουσία του Θεού είναι απλή και ακατάληπτος[2]. Οι θείες ενέργειες φθάνουν ώς εμάς και μάς καθιστούν γνωστά όσα μπορούμε να γνωρίζουμε για τον Θεό[3].

Επειδή η ενέργεια αποτελεί φυσική κίνηση της ουσίας[4], η θεία ουσία δεν μπορεί παρά να έχει τη δική της ενέργεια (γιατί μία κατ’ ουσίαν είναι η θεία ενέργεια, φωτιστική και ζωοποιός και δημιουργική και συνεκτική και αγιαστική των απάντων)[5]. «Εἰ δὲ μὴ καρπογόνος ἐστὶν αὐτὴ ἡ θεία οὐσία, ἀλλ’ ἔρημος, κατ’ αὐτοὺς, ὡς φῶς μὴ φωτίζον, καὶ πηγὴ ξηρὰ, πῶς δημιουργικὴν ἐνέργειαν ἔχειν αὐτὸν λέγοντες οὐκ αἰσχύνονται;»[6]. Αν η θεία ουσία είναι άκτιστος, τότε άκτιστες είναι και οι θείες ενέργειες. Η δημιουργική άκτιστος ενέργεια του ακτίστου Θεού παρήγαγε «ἐκ τοῦ μή ὄντος εἰς τό εἶναι» τα σύμπαντα· αν την εκλάβουμε ως κτιστή, τότε εισάγουμε νέο κτιστό πριν το κτιστό, κάποιον μεσάζοντα ανάμεσα στον Θεό και στην κτίση, ή έστω, κάποιο όργανο, πράγμα άτοπο[7].

Το ίδιο ισχύει για όλες τις ενέργειες του Θεού, που δεν είναι παρά εκφάνσεις της μιάς θείας ακτίστου ενεργείας (γι’ αυτό και δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι άλλες ενέργειες του Θεού είναι άκτιστες και άλλες κτιστές). Ο Θεός κοινωνεί με το κτιστό διά των ακτίστων ενεργειών του· η ρήση του Κυρίου «ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ’ αὐτῷ ποιήσομεν»[8], φανερώνει την παρουσία του Θεού διά των ακτίστων ενεργειών του, αφού ο άνθρωπος δεν μπορεί να κοινωνήσει της ουσίας του Θεού, και συνάμα ότι ο άνθρωπος έχει πλαστεί να είναι δεκτικός των ακτίστων ενεργειών και να κοινωνεί με τον Θεό δι’ αυτών. Η θέα πάλι του Θεού δεν αποτελεί σωματική όραση αλλά ανύψωση του νου, διά των θείων ενεργειών, προς κατανόηση του ίδιου του Θεού. Πώς είδε τον Υιό του Θεού ο πρωτομάρτυς Στέφανος, ρωτά ο άγ. Γρηγόριος Νύσσης, αφού «θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε»; και απαντά: «οὐκ ἐν τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει τε καὶ δυνάμει μένων τὸ θεῖον βλέπει͵ ἀλλὰ πρὸς τὴν τοῦ ἁγίου πνεύματος χάριν ἀνακραθεὶς δι΄ ἐκείνου ὑψώθη πρὸς τὴν τοῦ θεοῦ κατανόησιν»[9]. Ομοίως, το φως της Μεταμορφώσεως δεν ήταν άλλο από το άκτιστο φως της θεότητος: «Οὐκ ἔξωθεν ἡ δόξα τῷ σώματι προσεγένετο͵ ἀλλ΄ ἔνδοθεν ἐκ τῆς ἀῤῥήτῳ λόγῳ ἡνωμένης αὐτῷ καθ΄ ὑπόστασιν τοῦ Θεοῦ Λόγου ὑπερθέου θεότητος»[10]. Το φώς, η «δόξα» που είδαν οι μαθητές, δεν ήταν η ίδια η θεότης, η ουσία του Θεού, αλλά «ἐκ τῆς θεότητος», δηλαδή άκτιστη ενέργεια αναβλύζουσα από την θεότητα. Αυτής της φωτιστικής του νου ακτίστου χάριτος του Θεού είδαν ο πρωτομάρτυς Στέφανος, οι μαθητές στο Θαβώρ, οι ησυχαστές για τους οποίους ομιλεί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.

Απόδειξη ότι η ανθρώπινη φύση είναι δεκτική της ακτίστου χάριτος του Θεού, αποτελεί η ενανθρώπιση του Χριστού, ο οποίος είναι «τέλειος Θεός κατά την θεότητα και τέλειος άνθρωπος κατά την ανθρωπότητα, όμοιος ημίν κατά πάντα εκτός αμαρτίας». Διαφορετικά, πρέπει να δεχθούμε είτε ότι δεν ήταν όντως Θεός (βλ. Αρειανισμός) είτε ότι απορροφήθηκε η ανθρώπινη από τη θεία φύση (Μονοφυσιτισμός) είτε ότι ο Χριστός είχε μία ενέργεια (Μονοενεργητισμός, Μονοθελητισμός). «Δύο δὲ καὶ τὰς ἐνεργείας φαμὲν ἐπὶ τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· εἶχε γὰρ ὡς μὲν θεὸς καὶ τῷ πατρὶ ὁμοούσιος τὴν θείαν ἐνέργειαν καὶ ὡς ἄνθρωπος γενόμενος καὶ ἡμῖν ὁμοούσιος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τὴν ἐνέργειαν. […] Εἰ μία τοῦ δεσπότου Χριστοῦ ἡ ἐνέργεια, ἢ κτιστὴ ἔσται ἢ ἄκτιστος· μέσον γὰρ τούτων οὐκ ἔστιν ἐνέργεια ὥσπερ οὐδὲ φύσις. Εἰ οὖν κτιστή, κτιστὴν μόνην δηλώσει φύσιν· εἰ δὲ ἄκτιστος, ἄκτιστον μόνην χαρακτηρίσει οὐσίαν»[11]. Δεκτική της χάριτος του Θεού ήταν και η Παναγία, κατά τον αψευδή λόγο του αρχαγγέλου Γαβριήλ: «Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι» (Λουκ. 1.35)·

«Καὶ τότε ἐπεσκίασεν ἐπ΄ αὐτὴν ἡ τοῦ θεοῦ τοῦ ὑψίστου ἐνυπόστατος σοφία καὶ δύναμις͵ ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ ὁ τῷ πατρὶ ὁμοούσιος͵ οἱονεὶ θεῖος σπόρος καὶ συνέπηξεν ἑαυτῷ ἐκ τῶν ἁγνῶν καὶ καθαρωτάτων αὐτῆς αἱμάτων σάρκα ἐψυχωμένην ψυχῇ λογικῇ τε καὶ νοερᾷ͵ ἀπαρχὴν τοῦ ἡμετέρου φυράματος͵ οὐ σπερματικῶς ἀλλὰ δημιουργικῶς διὰ τοῦ ἁγίου πνεύματος»[12]. Ας έχουμε δε κατά νου ότι «ἄλλο ἐστὶν ἐνέργεια καὶ ἄλλο ἐνεργητικὸν καὶ ἄλλο ἐνέργημα καὶ ἄλλο ἐνεργῶν. Ἐνέργεια μὲν οὖν ἐστιν ἡ δραστικὴ καὶ οὐσιώδης τῆς φύσεως κίνησις· ἐνεργητικὸν δὲ ἡ φύσις, ἐξ ἧς ἡ ἐνέργεια πρόεισιν· ἐνέργημα δὲ τὸ τῆς ἐνεργείας ἀποτέλεσμα· ἐνεργῶν δὲ ὁ κεχρημένος τῇ ἐνεργείᾳ ἤτοι ἡ ὑπόστασις»[13].

Κατά συνέπεια, το αποτέλεσμα των ακτίστων ενεργειών του Θεού, οι οποίες επενεργούνται πάντοτε επί του κτιστού, άλλοτε είναι νοητό, άλλοτε αισθητό, άλλοτε δημιουργικό, άλλοτε ιαματικό, άλλοτε ζωοποιητικό, άλλοτε καθαρκτικό της ψυχής και άλλοτε θαυματουργικό· ουδέποτε όμως δύναται να χαρακτηρισθεί ως «κτιστό» ή «άκτιστο». Δεν μπορεί, τέλος, παρά να απορήσει κανείς διαβάζοντας περί «κτιστού Θεού», ειδικά σε ό,τι αφορά στό Σώμα και στο Αίμα του Χριστού κατά την Θεία Ευχαριστία· «Πιστεύω, Κύριε, καὶ ὁμολογῶ ὅτι σὺ εἶ ἀληθῶς ὁ Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ὁ ἐλθὼν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ. Ἔτι πιστεύω, ὅτι τοῦτο αὐτό ἐστι τὸ ἄχράντον Σῶμα σου καὶ τοῦτο αὐτό ἐστι τὸ τίμιον Αἷμα σου», λέει ο ιερέας λίγο πριν τη Θεία Κοινωνία. Το σώμα του Χριστού, η ανθρώπινη φύση του, δεν είναι χωρισμένη από τη θεία του φύση αλλά είναι πάντοτε ενωμένες «ατρέπτως, ασυγχύτως, αδιαιρέτως και αναλλοιώτως» κατά την διδασκαλία της Εκκλησίας.

Το ζήτημα, βέβαια, εάν προσλαμβάνουμε τον Χριστό ή εάν ενωνόμαστε στο αδιαίρετο σώμα του, ποιός ο τρόπος της μεταβολής των τιμίων δώρων και τί συμβαίνει μέσα μας με την Θεία Κοινωνία, ξεφεύγει του παρόντος· διεξοδικές απαντήσεις έδωσε η Ορθόδοξη Εκκλησία, ακολουθώντας τη διαχρονική αποστολική και πατερική διδασκαλία, τόσο κατά τους διαλόγους με τους Προτεστάντες κατά τον 16ο αι., όσο και κατά την περί συχνής μεταλήψεως έριδα του Άθω κατά τον 18ο αιώνα.

π. Χερουβείμ Βελέτζας

Ιεροκήρυκας της Ι. Μ. Κερκύρας και Παξών [6 Ιουνίου 2016]

========================

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Αγ. Ιουστίνου, φιλοσόφου και μάρτυρος, Ἔκθεσις τῆς ὀρθῆς πίστεως.

[2] «Ἄπειρον οὖν τὸ θεῖον καὶ ἀκατάληπτον, καὶ τοῦτο μόνον αὐτοῦ καταληπτόν, ἡ ἀπειρία καὶ ἡ ἀκαταληψία». Αγ. Ιωάννου του Δαμασκηνού, Ἔκφρασις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, κεφ. 4.

[3] «Ἀλλ΄ ἁπλοῦς͵ φησίν͵ ὁ Θεός͵ καὶ πᾶν ὅπερ ἂν αὐτοῦ ἀπαριθμήσῃ γνωστὸν τῆς οὐσίας ἐστί. [..] Ἡμεῖς δὲ ἐκ μὲν τῶν ἐνεργειῶν γνωρίζειν λέγομεν τὸν Θεὸν ἡμῶν, τῇ δὲ οὐσίᾳ αὐτῇ προσεγγίζειν οὐχ ὑπισχνούμεθα. Αἱ μὲν γὰρ ἐνέργειαι αὐτοῦ πρὸς ἡμᾶς καταβαίνουσιν͵ ἡ δὲ οὐσία αὐτοῦ μένει ἀπρόσιτος. ». Μ. Βασιλείου, ἐπιστολή 234, πρός Ἀμφιλόχιον ἐπίσκοπον Ἰκονίου.

[4] Ἐνέργειαν γὰρ ἡμεῖς εἶναί φαμεν τὴν φυσικὴν ἑκάστης οὐσίας δύναμίν τε καὶ κίνησιν, ἧς χωρὶς οὔτε ἐστὶν οὔτε γινώσκεται φύσις». Άγ. Γρηγόριος Νύσσης, προς Ξενόδωρον (σωζόμενο απόσπασμα).

[5] Πρβλ. αγ. Γρηγορίου Νύσσης Κατά Εὐνομίου 1.1.386 – 1.1.388 «μία τοῦ πυρὸς ἡ διὰ τοῦ θερμαίνειν ἐνέργεια͵ ἀλλὰ τὰ ἔργα οἵαν ἔχει τὴν συμφωνίαν ἐπισκεψώμεθα. τήκεται ὁ χαλκός͵ ὁ πηλὸς πήγνυται͵ ὁ κηρὸς ἀναλίσκεται͵ τὰ λοιπὰ τῶν ζῴων εἰ ἐν αὐτῷ γένοιτο φθείρεται͵ ἡ σαλαμάνδρα ζῳογονεῖται͵ τὸ στυππεῖον καίεται͵ τὸ ἀμίαντον ὥσπερ ἐν ὕδατι τῇ φλογὶ καταπλύνεται· τοσαύτη ἡ ταὐτότης τῶν ἔργων ἐκ τῆς μιᾶς ἐνεργείας. τί δὲ ὁ ἥλιος; ἆρ΄ οὐχὶ καὶ αὐτὸς ἐκ τῆς αὐτῆς δυνάμεως ὁμοίως ἐπιθάλπων τὰ πάντα τὸ μέν τι τῶν φυτῶν ηὔξησε͵ τὸ δὲ κατεμάρανε͵ πρὸς τὴν ὑποκειμένην δύναμιν ὑπαλλάσσων τῆς ἐνεργείας τὸ τέλος; τὸ μὲν γὰρ ἐπὶ τῆς πέτρας ἐξήρανε͵ τὸ δὲ ἐκ τῆς βαθείας γῆς ἑκατοντάχουν ἐποίησεν».

[6] Μ. Αθανασίου, Ὅμιλίαι τρεῖς κατά Ἀρειανῶν.

[7] Αγ. Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος, Ἐρωτήσεις ἑλληνικαί πρός χριστιανούς, 206.B.1 – 206.C.1: «Ἀνενδεής ἐστιν ὁ θεὸς παντὸς τοῦ ἔξωθεν τῆς ἑαυτοῦ φύσεως· καὶ ὥσπερ ἄνευ ὀργάνου βουλεύεται͵ οὕτως καὶ ἄνευ ὀργάνου ποιεῖ. Εἰ γὰρ ἅμα τῷ βούλεσθαι αὐτὸν γενέσθαι τι ὑφίσταται βουληθέντος͵ πῶς οὐ περιττὴ τῶν ὀργάνων ἡ χρῆσις τῶν γινομένων;»

[8] Ιω. 14, 23

[9] Αγ. Γρηγορίου Νύσσης, Ἐγκώμιον εἰς τόν ἅγιον πρωτομάρτυρα Στέφανον, 36-38: «Στέφανος δὲ πλήρης ὢν πνεύματος ἁγίου εἶδε τὴν δόξαν τοῦ θεοῦ καὶ τὸν μονογενῆ τοῦ θεοῦ [υἱόν]. οὐ γὰρ ἔστι͵ καθώς φησιν ὁ προφήτης͵ τὸ φῶς ὀφθῆναι μὴ ἐν φωτὶ καθορώμενον. ἐν γὰρ τῷ φωτί σου͵ φησίν͵ ὀψόμεθα φῶς. (οὐκ ἐνδέχεται μὴ ἐν φωτὶ γενέσθαι τὴν τοῦ φωτὸς θεωρίαν· πῶς γὰρ ἔστιν ἀπιδεῖν εἰς τὸν ἥλιον ἔξω τῶν ἀκτίνων γενόμενον;) ἐπεὶ οὖν ἐν τῷ φωτὶ τοῦ πατρός͵ τουτέστι τῷ πνεύματι τῷ ἁγίῳ τῷ ἐκεῖθεν ἐκπορευομένῳ͵ τὸ μονογενὲς καθορᾶται φῶς͵ διὰ τοῦτο προκαταυγασθεὶς τῇ δόξῃ τοῦ πνεύματος ἐν περινοίᾳ τῆς τοῦ πατρὸς καὶ υἱοῦ δόξης ἐγένετο. ἐπεί͵ πῶς τὴν εὐαγγελικὴν ἀπόφασιν ἀληθεύειν φήσομεν͵ ὅτι θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε; πῶς δὲ τὸν ἀπόστολον μὴ ἐναντία τοῖς ἱστορηθεῖσι βοᾶν͵ ὅταν λέγῃ. οὔτε τις εἶδεν ἀνθρώπων οὔτε ἰδεῖν δύναται; εἰ γὰρ ἀνθρωπίνῃ φύσει τε καὶ δυνάμει ἡ τοῦ πατρός τε καὶ τοῦ υἱοῦ δόξα χωρητὴ κατέστη͵ ψευδὴς πάντως ὁ ἀχώρητον ἀνθρώποις ἀποφηνάμενος εἶναι τὸ [θεῖον] θέαμα. ἀλλὰ μὴν οὔτε ἐκεῖνον ψεύδεσθαι καὶ τὴν ἱστορίαν ἀληθεύειν ἐπάναγκες. ἄρα φανερῶς ἡ κακουργία τῶν πνευματομαχούντων πεφώραται͵ ὅτι τῷ ὁμοίῳ καθορᾶσθαι τὰ ὅμοια παρὰ τῆς Γραφῆς μεμαρτύρηται. ὁ γὰρ Στέφανος οὐκ ἐν τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει τε καὶ δυνάμει μένων τὸ θεῖον βλέπει͵ ἀλλὰ πρὸς τὴν τοῦ ἁγίου πνεύματος χάριν ἀνακραθεὶς δι΄ ἐκείνου ὑψώθη πρὸς τὴν τοῦ θεοῦ κατανόησιν».

[10] Αγ. Ιωάννου του Δαμασκηνού, Λόγος εἰς την Μεταμόρφωσιν, PG 96.548.

[11] Αγ. Ιωάννου του Δαμασκηνού, Ἔκφρασις ἀκριβής τῆς Όρθοδοξου Πίστεως, κεφ. 59. [12] ό.π., κεφ. 46 [13] ό.π., κεφ. 59

Πηγή: Απλά και Ορθόδοξα: http://xerouveim.blogspot.gr/2016/07/blog-post.html

Αφήστε μια απάντηση