Η Εκκλησία ως Παρέλαβε (+Μητροπ. Νικοπόλεως Μελετίου)
Συγγραφέας: kantonopou στις 28 Φεβρουαρίου, 2015

(Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, 8.3.2009)
Ἐξοχώτατε κ. Πρόεδρε,
Μακαριώτατε,
Ἅγιοι Πατέρες,
Ἀδελφοί,
Ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν· οὕτω κηρύσσομεν.
Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ὀργανισμός αὐτόνομος. Δέν ἔχει γνώμη καί τοποθέτηση δική της. Οἱ λειτουργοί της (παπᾶς, δεσπότης, σύνοδος, πατριάρχης) δέν ἔχουν ἐξουσιοδότηση νά λένε ὅ,τι θέλουν. Οὐ κυριεύομεν τῆς πίστεως. Δέν εἴμαστε ἀφεντικά στήν πίστη (Α΄ Πετρ. 5, 3· Β΄ Κορ. 1, 24).
Ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβε. Δέν τήν ἔφτιαξε τήν πίστη της. Δέν εἶναι δική της· δημιούργημά της. Τήν παρέλαβε. Καί τήν ὑπηρετεῖ.
Λέγει ὁ θεοκήρυκας ἀπόστολος: Ἐγώ παρέδωκα ὑμῖν, ὅ καί παρέλαβον· ὅτι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ἦλθε στήν γῆ γιά μᾶς. Καί πέθανε γιά μᾶς· γιά τίς ἁμαρτίες μας· καί ἀναστήθηκε γιά μᾶς· γιά τήν δικαίωσή μας (Α΄ Κορ. 15, 3).
Καί ἐμεῖς, Τόν εἴδαμε νά πεθαίνει στόν σταυρό γιά μᾶς. Τόν εἴδαμε ἀναστημένο. Τόν εἴδαμε νικητή τοῦ θανάτου. Τόν εἴδαμε στήν θυσία Του. Τόν εἴδαμε καί στήν δόξα Του τήν θεϊκή. Τόν ἀκούσαμε νά μᾶς λέει τό σχέδιό Του γιά μᾶς· νά μᾶς δίνει τήν εὐλογία Του· τήν εἰρήνη Του. Τόν ζήσαμε. Χορτάσαμε καί χορταίνομε μέχρι σήμερα τήν παρουσία Του. Καί τό καταλάβαμε, ὅτι εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός Θεός, ὁ Θεός τῆς Δόξης (Α΄ Κορ. 15, 1-8).
Ἐμεῖς, λέγει ἐξ ὀνόματος τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἁγία Ἑβδόμη Οἰκουμενική Σύνοδος, αὐτό παραλάβαμε· καί αὐτό κηρύττομε: ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός Θεός.
Καί ἐμεῖς, ἡ Ἐκκλησία Του, σάν στόμα Του, μιλᾶμε στό τώρα, ἀλλά ὄχι μόνο γιά τό τώρα· μιλᾶμε γιά τό πάντοτε· γιά νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνες τῶν αἰώνων!
Καί ἔχομε χρέος, σέ ὅ,τι καί ἄν κάνωμε, καί σέ ὅ,τι καί ἄν λέμε, πάντοτε τήν ἀναφορά μας νά τήν ἔχωμε σ᾽ Αὐτόν.
Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας σήμερα. Μεγάλη ἑορτή γιά τόν ὀρθόδοξο λαό μας! Ἑορτή κριτήριο.
Νά τήν τιμᾶτε τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας σάν τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα, φωνάζει ἕνας ἅγιος.
* * *
Ἡ ὀρθοδοξία, δέν εἶναι οἱ ἐθνικές μας παραδόσεις. Δέν εἶναι τά ἔθιμα τοῦ λαοῦ μας. Δέν εἶναι τά μνημεῖα τοῦ πολιτισμοῦ του. Δέν εἶναι οἱ εἰκόνες του. Δέν εἶναι ἡ γλῶσσα του!
Ὅλα αὐτά βέβαια, τό κάθε τί πού κηρύττει τήν πίστη στόν Χριστό, ἔχουν μιά ἱερότητα. Καί οἱ ἐκκλησίες. Καί τά βιβλία τους. Καί οἱ εἰκόνες τους. Καί οἱ πέτρες τους. Καί τά ξύλα τους.
Στήν χρήση τους γιά τήν λατρεία τοῦ Κυρίου ὅλα αὐτά ἁγιάζονται. Ἀλλά δέν θεανθρωποποιοῦνται.
Δέν εἶναι αὐτά ἡ πίστη. Μαρτύρια εἶναι. Στόματα εἶναι. Ξυπνητήρια εἶναι. Μᾶς δείχνουν τήν πίστη. Μᾶς θυμίζουν τήν πίστη. Ἀλλά δέν εἶναι, οὔτε ἡ πίστη· οὔτε μέρος ἀπό τήν πίστη. Μνημεῖα τοῦ πολιτισμοῦ μας εἶναι.
Τά μνημεῖα τοῦ πολιτισμοῦ εἶναι ἐκδηλώματα τῆς πίστης καί τῆς θεοσέβειας τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς τους. Ἐκείνης πού τά παρήγαγε. Τίποτε περισσότερο. Μά ἡ ἐποχή ἐκείνη πέρασε. Καί ὁ πολιτισμός της μαζί. Καί ὄχι μόνο! Καί ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ παρελεύσονται! Ἕνα μένει. Ὁ Χριστός. Ὁ τῶν αἰώνων ποιητής καί δεσπότης. Καί ὁ λόγος Του.
Δέν εἶναι νοσταλγία γιά τό παρελθόν ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας. Δέν ἤρθαμε σήμερα στήν Ἐκκλησία, γιά νά κλάψωμε χτυπώντας τό κεφάλι μας σέ κάποιο τεῖχος θρήνων γιά περασμένα μεγαλεῖα, πού ἐχάσαμε!
Δέν μᾶς μιλάει γιά τό παρελθόν ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας. Γιά τό παρόν μᾶς μιλάει καί γιά τό μέλλον. Δέν πρέπει λοιπόν ἐμεῖς νά νοσταλγοῦμε τήν ἁγιωσύνη καί τό μεγαλεῖο τῶν ἁγίων Βασιλείου καί Ἀντωνίου. Δέν πρέπει νά ζοῦμε, οὔτε μέ τά περασμένα· οὔτε γιά τά περασμένα.
Ἀλλά γιατί;
Λέγει ὁ τρισμακάριος Παῦλος: Ἕν δέ. Γιά ἕνα! Ἕνας πρέπει νά εἶναι ὁ στόχος μας. Ἕνας ὁ πόθος μας. Ξεχνώντας τά περασμένα, νά πηγαίνωμε μπροστά· μέ μοναδικό μας σκοπό καί στόχο νά φθάσωμε στό βραβεῖο τῆς ἄνω κλήσεως τοῦ Θεοῦ διά Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅσοι οὖν τέλειοι τοῦτο φρονῶμεν (Φιλ. 3, 13-15). Αὐτό πρέπει νά τό βάλωμε μέσα μας βαθειά.
Ἡ πίστη στόν Χριστό εἶναι ἡ ἀπό καταβολῆς κόσμου σχέση μας μέ τόν Θεό. Γι᾽ αὐτό λέμε: Οἱ προφῆται ὡς εἶδον, οἱ ἀπόστολοι ὡς ἐκήρυξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύττομεν Χριστόν τόν Θεόν ἡμῶν.
Ὀρθοδοξία εἶναι παράδοση καί παραλαβή. Εἶναι μιά σχέση ὑπεύθυνη· μιά πράξη προσωπική. Μέσα στούς κόλπους τῆς Ὀρθοδοξίας ὁ ἄνθρωπος-μέλος της βιώνει τήν ἀλήθεια καί τήν ἐλευθερία. Καί κηρύττει τήν ἀλήθεια μέ σεβασμό στήν ἐλευθερία. Τήν δέχεται μέ ἐλευθερία. Τήν κρατεῖ μέ ἐλευθερία. Τήν μεταδίδει μέ ἀγάπη καί μέ ἐλευθερία.
Τήν ἀληθινή πίστη, τήν πίστη στόν Χριστό, δέν τήν βρίσκει κανείς μόνος του· στοχαζόμενος. Οὔτε τήν ἀνακαλύπτει μέ ἔρευνα. Μιά συνέχεια εἶναι ἡ πίστη. Ἀπό καταβολῆς κόσμου. Κάποιος τήν παραδίδει. Καί κάποιος τήν παραλαμβάνει. Συνέχεια τῆς πίστης μας χωρίς παράδοση καί παραλαβή, πράξεις ἐλεύθερες, δέν γίνεται.
Τήν παραδίδει ὁ Χριστός καί ἐκεῖνοι πού Τόν ἐπίστευσαν· πρόσωπα συγκεκριμένα. Καί τήν παραλαμβάνουν, ὅσοι θέλουν· ἐκεῖνοι πού τούς νοιάζει νά ἔχει ἡ ζωή τους περιεχόμενο. Καί ὅσο πιό πολύ αὐτό τό ξεχνᾶμε, τόσο πιό πολύ φτωχαίνομε. Καί διαλυόμαστε. Καί ἀτομικά. Καί κοινωνικά.
Ἡ κρίση ἡ οἰκονομική εἶναι μικρό κακό, μπροστά στήν φτώχευση τήν πνευματική· μπροστά στήν πνευματική ἀφασία.
* * *
Σήμερα ζοῦμε σέ μιά «κοινωνία» ἄκρατα ἀνθρωποκεντρική καί ἐνδοκόσμια· αἰχμάλωτη «μέσ᾿ στόν ὑπνόσακκο τῶν ὁρατῶν», ὅπως λέει ὁ ποιητής (Νικ. Καροῦζος).
Βλέπουμε τόν οὐρανό μολυβένιο.
Τίς ἐκκλησίες κτίρια ἄχαρα.
Τίς εἰκόνες ζωγραφιές πού δέν μιλᾶνε πιά.
Τά βιβλία τῆς πίστης μας παράξενα καί ἀκατανόητα.
Τήν πίστη καί τά ἤθη πού ὑπαγορεύει, ἀπάνθρωπα.
Ἀλήθεια καί ἐλευθερία εἶναι οἱ δύο πόλοι τῆς ἀληθινῆς πίστης. Καί εἴτε ἡ ἀλήθεια ὑποτιμᾶται, εἴτε ἡ ἐλευθερία, ἡ θεϊκή τάξη παρασαλεύεται. Καί ἡ ζημία πού ἐπακολουθεῖ, ταλαιπωρεῖ τόν ἄνθρωπο.
-
Ἡ πίστη μᾶς λέγει: Ὁ Χριστός πρόσφερε τόν ἑαυτό Του θυσία γιά μᾶς. Καί οἱ ἱερεῖς Του, μέ τήν χειροτονία γίνονται μέτοχοί Του. Καί πρέπει νά παραλαμβάνουν τήν πίστη στήν δική Του ἀποστολή καί στήν δική Του θυσία. Ὤ πόσο μεγαλειώδης θά ἦταν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἄν οἱ κληρικοί της ἀπόπνεαν τήν ὀσμή τῆς γνώσεως, τῆς ἀποστολῆς καί τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ!
Τάχα παράλαβε ἀπό τόν Χριστό τίποτε ὁ ἱερωμένος, πού δέν βλέπει τούς χριστιανούς σάν παιδιά του; πού δέν ἔχει διάθεση θυσίας γιά χάρη τους; Καί τί τάχα θά παραδώσει, ὅταν βλέπει τήν Ἐκκλησία σάν χῶρο γιά προσωπική του προβολή καί καταξίωση; καί ὅταν στόχο του ἐξώφθαλμο ἔχει νά κάμει καριέρα;
Ἀλήθεια, ἐπῆρε τίποτε ἀπό Ἐκεῖνον, πού γεννήθηκε σέ σπήλαιο, καί πέθανε σάν κακοῦργος, καί τάφηκε σέ ξένο τάφο, -ὁ κληρικός, καί πιό πολύ ὁ μοναχός, πού ἀφήνει τήν καρδιά του νά κολλάει στόν πόθο γιά πολυτέλεια, γιά μεγαλεῖα, γιά πλούτη; Εἶναι ποτέ δυνατό, μιά τέτοια ἀσυνέπεια νά θεωρηθῆ συμβατή μέ τήν πίστη, μέ τό μήνυμα τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ;
-
Ὄργανα τῆς πίστης θέλει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καί τούς σαρκικούς γονεῖς. Θά εἰπεῖς στόν υἱό σου· θά τόν διδάξεις· θά τόν νουθετήσεις, λέγει ὁ Θεός (Ἐξοδ. 13, 8, 14).
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.