Ξωτικά στη μπλογκόσφαιρα!
Συγγραφέας: kantonopou στις 31 Δεκεμβρίου, 2014
Συγχωρέστε με, αν σας πικράνω. Καμιά φορά πικραίνεις, για να γλυκάνεις…
Η Ελλάδα δεν διαθέτει μόνο τη λαϊκή παράδοση, ούτε μόνο την αρχαία ελληνική παράδοση. Έχει και δύο χιλιετίες ορθόδοξης παράδοσης, η οποία περιέχει το «δρόμο το λιγότερο ταξιδεμένο» προς το Φως. Χιλιάδες άνθρωποι – ακόμη και στην εποχή μας – σεπολλούς λαούς έχουν ενωθεί με το Θεό και έχουν φτάσει σε κατάσταση θέωσης (ενώ ακόμη ζουν στη Γη, όχι μετά θάνατον) ακολουθώντας το δρόμο που δίδαξε ο Χριστός, τον ορθόδοξο δρόμο. Ο δρόμος αυτός δεν έχει διαμορφωθεί από κάποιες «ομάδες ρασοφόρων» αμφίβολης εγκυρότητας, αλλά από αγίους κάθε κοινωνικής τάξης, φύλου, ηλικίας και μορφωτικού επιπέδου. |


Στην Εσωτερική Παράδοση ο κόσμος των ξωτικών περιγράφεται ως «στοιχειακό βασίλειο». Πρόκειται για οντότητες που υπάρχουν επάνω στη Γη από την αυγή της δημιουργίας της και είναι πιο αρχαίες και από τον άνθρωπο. Ουσιαστικά είναι εγγενείς δυνάμεις της φύσης, που ζουν και εργάζονται επάνω στη Γη. Η ύπαρξή τους αποτελεί μορφή έκφρασης και δράσης εκείνων των θεμελιωδών αρχών της Εκδήλωσης που αναφέρονται ως Τέσσερα Στοιχεία (Αέρας, Φωτιά, Νερό, Γη), παρόλο που δεν ταυτίζονται με τα τελευταία, αλλά αποτελούν μια κατώτερη αντανάκλασή τους. Τα στοιχειακά στο έργο τους, το οποίο αφορά στην ανοικοδόμηση, την υλοποίηση, τη διαμόρφωση και τη συντήρηση ολόκληρου του «φυσικού πεδίου» ύπαρξης, καθοδηγούνται από τους Αρχαγγέλους και τους Αγγέλους.Πρόκειται για μορφές ύπαρξης οι οποίες χαρακτηρίζονται ως «δημιούργημα του δημιουργήματος», καθώς συνιστούν ενεργειακά εργαλεία, τα οποία δομήθηκαν από το αγγελικό βασίλειο. Ως «τεχνητές» οντότητες, συνεπώς, στερούνται εκείνης της πνευματικής αρχής που ενυπάρχει, για παράδειγμα, στον άνθρωπο και την οποία οι εσωτερικές παραδόσεις αναφέρουν ως «πνευματικό σπινθήρα». Ωστόσο, τους έχει δοθεί η δυνατότητα να αποκτήσουν αυτόν τον πνευματικό σπινθήρα, μοχθώντας και μαθητεύοντας δίπλα στον άνθρωπο, ο οποίος έχει, για αυτόν το λόγο, τεράστιες ευθύνες. Παραδοσιακά, τα στοιχειακά όντα τα οποία έχουν αποκτήσει αυτόν τον πνευματικό σπινθήρα αναφέρονται ως «στοιχειακοί βασιλιάδες» και αποτελούν ένα είδος γέφυρας με τον κόσμο των ανθρώπων, αλλά και καθοδηγητές των υπόλοιπων στοιχειακών. Τα στοιχειακά είναι άφθαρτα και η ζωή τους δεν διέπεται από τους κύκλους γέννησης και θανάτου που χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη, αλλά διαρκεί όσο και η ίδια η Εξέλιξη. Όταν, για παράδειγμα, ένα άνθος, ένα δέντρο ή οτιδήποτε άλλο με το οποίο συσχετίζονται πεθαίνει, εκείνα εξακολουθούν να ζουν, έστω και αν δεν φαίνονται πουθενά, συνεχίζοντας αλλού το έργο της δημιουργίας.
Συνδέονται με κάθε μορφή ύπαρξης επάνω στη Γη, συμπεριλαμβανομένων των βουνών, των ποταμών, των δέντρων, των θάμνων, των λουλουδιών, της χλόης, των γκρεμών και των βραχωδών σχηματισμών. Είναι παρόντα στη δημιουργία των κλιματολογικών φαινόμενων, όπως βροχές, άνεμοι, καταιγίδες, ανεμοστρόβιλοι, αλλά και ουράνια τόξα.Η δική τους εξελικτική πορεία είναι διαφορετική, αλλά παράλληλη με την ανθρώπινη. Βρίσκονται σε μια άλλη διάσταση, από όπου όμως υπάρχει η δυνατότητα να επικοινωνούν μαζί μας. Οι πύλες που οδηγούν σε αυτούς τους κόσμους είναι αόρατες, χωρίς συγκεκριμένες γεωγραφικές διαστάσεις και ανοίγουν σε διαφορετικές επικράτειες συνείδησης, πέραν αυτής του φυσικού επιπέδου ύπαρξης. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα στοιχειακά μπορούν να γίνουν ορατά από ψυχικά ευαίσθητους ανθρώπους και υπάρχουν πλήθος τέτοιων αναφορών σε όλο τον κόσμο.
Εκείνο που χρειάζονται αυτά τα όντα από τον άνθρωπο είναι αγάπη, σεβασμός και συνεργασία. Ξαναβρίσκοντας τη χαμένη μας επαφή μαζί τους, βοηθάμε τη διαδικασία θεραπείας τόσο των εαυτών μας όσο και της Γης πάνω στην οποία ζούμε. Και μια τέτοια ουσιαστική σύνδεση με αυτά τα βασίλεια αναπτύσσεται όταν προσεγγίζουμε το περιβάλλον μας με λεπτότερο και βαθύτερο τρόπο. Πραγματοποιείται όταν, μέσα σε κλίμα αγάπης και γαλήνης, ανοίγουμε την καρδιά μας και αφήνουμε ελεύθερη και δεκτική την ύπαρξή μας στις ενέργειες της ζωής, πέρα από κάθε λογική και σκέψη. Μέσα σε νοητική σιγή, βιώνουμε τότε την παρουσία των λεπτότερων κόσμων, άμεσα και πέρα από κάθε ερμηνεία.
Για το σκοπό αυτό, πολλοί άνθρωποι ανέκαθεν αναζητούσαν να φέρουν τον εαυτό τους πιο κοντά στη σοφία της φύσης, σε μια βαθύτερη εσωτερική αντίληψη των ενεργειών και των μηνυμάτων της. Αυτή η προσπάθεια ανοίγει τα κανάλια επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων και των στοιχειακών πνευμάτων της φύσης, με αποτέλεσμα, μέσα στο ταξίδι της ζωής, να νιώθουμε όλοι μας τα αδιόρατα νήματα που μας συνδέουν με αυτούς τους μαγευτικούς και παράξενους λεπτούς κόσμους ύπαρξης. Τελικά, εκείνο που φαινόταν μύθος, λαϊκή παράδοση, όνειρο και φανταστικό διαπιστώνεται ότι αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της Μίας Ζώης, στην οποία όλοι συμμετέχουμε ως ζωντανά και δημιουργικά κύτταρα.
Είναι απίστευτο αυτό το site για τις Νεράϊδες! Εγώ πιστεύω οτι υπάρχουν. Και υπάρχουν σε ένα κόσμο με άλλα, μυθικά πλάσματα, ξωτικά, περίεργους, μυστηριώδεις κόσμους, αόρατους στο ανθρώπινο -απασχολημένο από την επίπεδη καθημερινότητα- μάτι.
Ευτυχώς είμαι Σαββατογεννημένη, κι έτσι πιστεύω οτι κάποια μέρα θα δώ αυτά τα φανταστικά πλάσματα. Το λέω με σιγουριά, γιατί όταν ήμουν μικρή, “έβλεπα” και ζούσα περίεργα, παραφυσικά φαινόμενα, που μεγαλώνωντας, τα παρέβλεψα, χάρην της επίπεδης πραγματικότητας. Και ξαφνικά, συνάντησα κατα τύχη αυτό το υπέροχο site, που με ξύπνησε απ’το λήθαργο, και θυμήθηκα να ονειρεύομαι ξανά!

Οι αρκαδιανές νεράιδες υμνήθηκαν από το λαό μας περίσσια. Σύμφωνα με μαρτυρία μιας γερόντισσας στο Νεραϊδοβούνι Αρκαδίας έχουνε το λημέρι τους και γυρίζουν αναγύρω και μαζεύονται ύστερα εκεί πάνου κάθε μεσημέρι και κάθε βράδυ. Οι νεράιδες μπορεί να γίνουνε ό,τι θες. Γυναίκες είναι, μα μεταμορφώνονται και σε άλλα αερικά. Φορούνε όμορφα σκουτιά χρυσά κι ουλοένα γλεντάνε, τραγουδάνε και χορεύουνε. Έχουνε λογιώνε όργανα, νταούλια, σιουρίχτρες, χίλια δυο. Δεν κοτάει να ζυγώσει κανείς κατά το Νεραϊδοβούνι.
Όγιος τις γλέπει, λαβώνει. Ή γίνεται ζουρλός ή αρρωσταίνει καμπόσο καιρό κι αν δεν τουδιαβάσουνε ευκέλαιο, δε γιατρεύεται. Όσοι περνάνε από μακριά, ακούνε ναι βουή. Έχω κι εγώ ακουσμένα μια αντάρα που σειέται ούλος ο τόπος. Αν κάνει και μιλήσει κανείς κοντά τους, πάει δουλειά του. Θα του πάρουνε τη φωνή και θα μείνει άλαλος και μουγγός.
Έχουνε την Κυρά τους, τάχατες να πούμε, που τις διευθύνει, εδώ να πάτε, εκεί να πάτε, τους λέει [“Ν”: παρόμοιες παραδόσεις υπάρχουν και για τους δαίμονες]. Όγιος περάσει νύχτα ή ντάλα μεσημέρι από το Νεραϊδοβούνι δίχως να ξέρει πως βγαίνουνε νεράιδες και τον ιδούνε, πάει! Του πέφτουνε κοντά και τον παίρνουνε μαζί τους. Από τότενες πλια χάνεται ο άνθρωπος. Τόνε κρατούνε δυο τρεις ημέρες και λένε τάχατες, ξέρω κι εγώ; Πως κάνουν αμαρτία και γεννάνε και παιδιά. Τόνε ταΐζουνε κει μέσα κάτι δικά τους φαγιά και τόνε ξελογιάζουνε με δικά τους κρασιά. Και κοιμώνται λέει αντάμα κι ο άνθρωπος τελεύεται από τις αγκαλιές τους. Υστερινά τον απολάνε και κείνος τότενες γυρίζει τα όρη και τα βουνά σαν τρελλαμένος. Γίνεται κατακίτρινος, ισχνός και ξεραγκιανός σαν τσίρος. Αρχινάει πλια και σώνεται και θα πεθάνει, αν δεν τον ξορκίσουνε οι μαγίστρες. Ετούτα τά ‘παθε ένας από τη Βυτίνα, μα εγίνηκε καλά, γιατί τον ξορκίσανε οι μαΐστρες. Τον παίρνουνε τον άρρωστο στο σπίτι τους και τον ξαπλώνουνε κατάχαμα, απάνου σ’ ένα κόκκινο σκουτί. Ύστερα παίρνουνε μέλι κι αλείβουνε γύρω γύρω το πάτωμα, γιατί μιλάνε των νεράιδωνε κι εκείνες έρχονται κι αν δεν τις γλυκάνεις, δεν ξαμποδένουνε τον άρρωστο, φεύγουνε. Εκεί καθόνται μοναχές οι μαΐστρες και κλειούνε τα παραθύρια και κάτι λένε μέσα τους κι ερχόνται οι νεράιδες με την Κυρά τους εκεί, ξέρω κι εγώ τι κουβεντιάζανε και σε λιγούλι βγαίνει όξω μια μαΐστρα και λέει στους συγγενείς του άρρωστου:
Μας είπε η Κυρά να μας φέρουτε το τάδε, ένα τουλούμι τυρί να ειπούμε, πέντε τουλούπες μαλλιά, έν’ αρνί, πενήντα δραχμές. Ό,τι θέλουν εκείνες, λένε τάχατες πως τα παίρνουνε οι νεράιδες για πλερωμή, μα δε με συχωράς, τα τρώνε οι μαΐστρες οι άτιμες. Άμα πλια πάρουνε ό,τι τις βαστάξει η ψυχή τους, κάνουν τα γητέματα και ποτίζουνε τον άρρωστο ένα γιατρικό από κάτι ρίζες, που λένε πως λάμπουνε σαν κωλοφωτιά τη νύχτα και γίνεται πλια ο άρρωστος καλά.
Ξόρκια και φυλαχτά
Οι Νεράιδες δίνουνε και πάθος στον άνθρωπο, που γιατρεύεται με ξόρκια και μαγικά. Με τους καλούς είναι καλές, τους δίνουν φυλαχτά και τους μαθαίνουν πολλά μαγικά γιατροσόφια. Για να προστατευτούν απ’ την κακή ώρα των νεράιδων οι άνθρωποι φοράνε φυλαχτά με ψωμί, μπαρούτι, σκόρδο, κόκκαλα χελώνας ή φιδιού τυλιγμένα σε άσπρο πανάκι. Στην Αρκαδία αν θέλει κανείς να δει τη νεράιδα της ανεμοξουριάς, να φανερωθεί μπροστά του μ’ όλη της την ομορφιά, πρέπει το καλοκαίρι να σούρνει πάντα κοντά του αλάτι κι όταν δει ανεμοξουριά να ρίξει τ’ αλάτι και η νεράιδα θα ξεφυτρώσει και θα τη δει. Μπορεί κανείς, αν κάνει όσα πρέπει, κι από μέσα απ’ την ανεμοξουριά να της αρπάξει το κόκκινο φεσάκι ή το μεταξωτό μαντήλι που φορεί στο κεφάλι της και να της γυρέψει ό,τι θέλει, ό,τι χάρη της ζητήσει του την κάνει και μετά τον αφήνει και γυρίζει στο σπίτι του. Το καλύτερο απ’ ούλα είναι να της γυρέψει το αθάνατο νερό ή κανένα ρούχο της νεράιδας, γιατί αυτό γιατρεύει κάθε λογής αρρώστια.
Λαβώματα
Οι νεράιδες γνέθουν και υφαίνουν κατάλευκα υφάσματα λεπτότατα σαν τον ιστό της αράχνης. Πλένουν στα ποτάμια και απλώνουν τα άσπρα αραχνοΰφαντα ρούχα τους στους γύρω θάμνους να στεγνώσουν. Αν κάποιος περάσει από κει τον πειράζουν, τον λαβώνουν και μόνο με μαγικά ξόρκια θεραπεύεται.ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ
Δρ. Λαογραφίας Πανεπιστημίου Αθηνών

Ουλούθε όπου βγαίνει νερό, εκεί μένει και νεράιδα. Για τούτο, ο άνθρωπος, τη νύχτα που ήθελε να περάσει κοντά από τρεχούμενο νερό, δε μίλαγε, για να μην του πάρει η νεράιδα τη φωνή. Αλλά κάποσες βολές, και τούτο ακόμα το λένε μερικές γυναίκες ότι το είδανε, το νερό τη νύχτα κοιμάται, όπου λέμε, μένει χωρίς να κουνηθεί ολότελα, και τότε πλια η νεράιδα έναι κει στο νερό. Αλλά για να φύγει η νεράιδα και να τρέξει πάλε το νερό, είναι ετούτο: ο άνθρωπος πετάει μια πέτρα μες το νερό, και τότες αμέσως η νεράιδα φεύγει και το νερό τρέχει.
Τη νεράιδα τότε ούλοι δεν τη γλέπουνε. Μομ’ τα άλογα τη γλέπουνε και φρουμάζουνε και ξαφνιάζονται, και δε θέλουνε να περάσουνε από κει, καθώς και τα σκυλιά – όσα όμως είναι τεσσερομάτικα, δηλαδή έχουν σημάδι απού πάνω από τα φρύδια, τα μαύρα άσπρο, τα άσπρα μαύρο. Τα άλλα δεν τη γλέπουνε
πηγή : Aπό τις Παραδόσεις του Νικολάου Πολίτη (Εκδόσεις γράμματα)
(Λάστα του Δήμου Μυλάνοτος της Γορτυνίας)
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.