ΑΛΗΘΙΝΗ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ
Συγγραφέας: kantonopou στις 8 Ιουλίου, 2014


῾Η συζήτηση εἶχε ξεκινήσει ἀρκετή ὥρα πρίν, μετά τόν ἑσπερινό πού εἶχαν κάνει στό φτωχικό ἐκκλησάκι τοῦ ἀββᾶ ᾽Ιωάννη. Οἱ δυό καλόγεροι πού τόν βοήθησαν στά ψαλτικά κι ἔνιωσαν ξεχωριστή κατάνυξη ἀπό τήν ἱεροπρέπεια καί τήν δύναμη προσευχῆς τοῦ Γέροντα ἦταν γνωστοί του ἀπό παλιά. ῎Ερχονταν κατά καιρούς νά τόν ἐπισκεφτοῦν, νά τοῦ φέρουν κάποιο φίλεμα, νά συζητήσουν μαζί του πάνω σέ πνευματικά θέματα. ῎Ηξεραν ὅτι ὁ Γέροντας δέν ἦταν τυχαῖος. Χρόνια ἀσκητικῆς ζωῆς εἶχαν σμιλέψει τήν ψυχή του, τοῦ ᾽χαν δώσει μεγάλη ἐμπειρία στίς παγίδες τοῦ Πονηροῦ, τόν εἶχαν γλυκάνει ἀπό τίς ἐπισκέψεις τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ.

Εἶχε ἔρθει ὁ ᾽Ιωάννης νεαρός ἀπό τήν Περσία στά εὐλογημένα καί ἁγιασμένα μέρη τῆς Συρίας. Κέντρο ἀσκητικό ἡ Συρία μέ σπουδαίους καί φημισμένους ἀσκητές ἔθελγε κάθε καλοπροαίρετη ψυχή πού ἡ ἀφιέρωση στόν Κύριο ἔβλεπε ὅτι ἦταν ἡ κλήση γιά τήν πορεία της. ῎Εψαξε ὁ ᾽Ιωάννης καί ὑποτάχτηκε σέ ἅγιο καί ταπεινό Γέροντα στήν περιοχή τῶν Μονιδίων, περιοχή πού ὅπως σημαίνει τό ὄνομά της ἀποτελεῖτο ἀπό μικρά ἀσκηταριά, μικρές μονές, πού ὅλες μαζί συνιστοῦσαν μία ἀσκητική λαύρα. ᾽Εκεῖ ἔμεινε ἀρκετά χρόνια κάνοντας ἀδιάκριτη ὑπακοή, γι᾽ αὐτό καί προχώρησε ἀρκετά στά πνευματικά. Κι ὅταν ὁ Γέροντάς του ἔφυγε ἀπό τόν κόσμο τοῦτο, προβλέποντας μάλιστα τόν θάνατό του, ὁ ᾽Ιωάννης ἦταν ἐκεῖνος πού μέ δάκρυα στά μάτια τόν ἀποχαιρέτισε, πῆρε τήν εὐχή του, τόν παρεκάλεσε νά μήν τόν ξεχνᾶ ἐκεῖ πού θά πάει στόν Κύριο.

῾Ο ἀββᾶς ᾽Ιωάννης δέν ἔσπευσε νά ἀπαντήσει. Σηκώθηκε ἀπό τήν θέση του στό μικρό δωματιάκι πού εἶχε περάσει τούς καλόγερους καί πού λειτουργοῦσε καί ὡς ἀρχονταρίκι τοῦ ἀσκηταριοῦ του, καί ἀνασκάλεψε τά κούτσουρα πού ἔκαιγαν σέ μιά πυροστιά. Πρόσθεσε κανά-δυό ἀκόμη ξύλα.

Κάποιο κούτσουρο στήν φωτιά σπίθισε ἀπό ἕνα ξαφνικό γύρισμα τοῦ ἀέρα κι ἔκανε τούς προσκυνητές καλόγερους νά στραφοῦν πρός τό μέρος της. Λίγο σάν νά ρίγησαν ἀπό τό κρύο πού εἶχε πέσει, καθώς τό βράδυ εἶχε προχωρήσει. ᾽Ανακάθισαν καλύτερα στίς θέσεις τους καί τά μάτια τους καί ὁ νοῦς τους στηλώθηκαν καί πάλι στόν ἀνολοκλήρωτο λόγο τοῦ Γέροντα.

῾Δηλαδή, Γέροντα, δέν ὑπάρχει τρόπος τελικά νά μάθουμε γιά τήν ταπείνωση; ῞Ολη ἡ ῾Αγία Γραφή, ὅλοι οἱ ἅγιοί μας, μᾶς λένε ὅτι χωρίς τήν ταπείνωση δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει πρόοδος πνευματική. Αὐτή εἶναι ἡ βάση κάθε ἀρετῆς καί μάλιστα τῆς σπουδαιότερης ἀπό ὅλες, τῆς ἀγάπης. Μένουμε λοιπόν ξεκρέμαστοι;᾽ ρώτησε μέ ἀγωνία ὁ μικρότερος ἀπό τούς δύο καλόγερους.

῾Παιδί μου, δέν μᾶς ἀφήνει ὁ Θεός. Μπορεῖ νά μήν ξέρουμε ἐπακριβῶς τί εἶναι ἡ ταπείνωση, ἀφοῦ αὐτήν ντύθηκε ὁ ἴδιος ὁ Θεός μας πού ἔγινε ἄνθρωπος, ἀλλά ὅταν βλέπει ἀνθρώπους νά Τόν ἀναζητοῦνε γνήσια, ἔρχεται ὁ ῎Ιδιος καί τούς καθοδηγεῖ ἤ στέλνει ἀνθρώπους Του νά γίνουν οἱ καθοδηγητές τῶν ἁπλουστέρων ἀνθρώπων. ᾽Εμεῖς λοιπόν χρειάζεται νά ἐπαινοῦμε τήν ταπείνωση, νά τήν θεωροῦμε ὡς πράγματι τήν βάση τῶν ἀρετῶν κι ᾽Εκεῖνος θά κάνει αὐτό πού ξέρει στήν ψυχή μας᾽.

῾᾽Αλλά, ἄν δέν ξέρω νά σᾶς πῶ ἐγώ τί εἶναι ταπείνωση᾽, σάν ν᾽ ἀναγάλλιασε ὁ Γέροντας μ᾽ αὐτό πού ἑτοιμάστηκε νά πεῖ, ῾μπορῶ νά σᾶς πῶ γιά κάποιον πού πράγματι εἶχε τήν εὐλογημένη αὐτήν ἀρετή στόν ἀπόλυτο κατ᾽ ἄνθρωπον βαθμό. Ναί, ὁ Θεός μέ εὐλόγησε νά δῶ ταπεινό ἄνθρωπο καί νά καταλάβω πολύ καθαρά τήν δική μου μικρότητα᾽.

῾Στό τέλος τοῦ 1353 ἀπό κτίσεως Ρώμης, (600 μ.Χ.), θέλησα νά ἐπισκεφτῶ τήν πρωτόθρονη Ρώμη, τό λίκνο αὐτό τῆς πίστεως, γιά νά προσκυνήσω τούς ἁγιασμένους τάφους τῶν μεγάλων ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου. Ἡ Ρώμη πάντοτε μέ ἔθελγε καί βρισκόταν σάν ὅραμα μπροστά μου, γιατί ἦταν ἡ ᾽Εκκλησία πού ὁ ἀπόστολος Παῦλος τήν ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα, γιατί ἦταν ἡ πρώτη στήν ἱεραποστολή καί στήν ἐλεημοσύνη, γιατί κυρίως…᾽ δάκρυσε ὁ Γέροντας, ῾…εἶναι ὁ τόπος πού εἶναι ἅγιος ἀπό τό χυμένο αἷμα τόσων χιλιάδων καί χιλιάδων μαρτύρων τῆς πίστεως. Κι ἐκεῖ βεβαίως μαρτύρησαν καί οἱ μεγάλοι ἀπόστολοι. ῾Ο Θεός λοιπόν μοῦ ἔβαλε αὐτήν τήν ἐπιθυμία καί βρέθηκα τήν χρονιά ἐκείνη στά ἁγιασμένα ἐκεῖνα μέρη᾽.

῾῾Υπῆρχε ὅμως κι ἕνας ἀκόμη λόγος᾽, συνέχισε ὁ Γέροντας, ῾κι αὐτό εἶναι πού θέλω νά σᾶς πῶ μιλώντας γιά τήν ταπείνωση. ᾽Επίσκοπος στήν Ρώμη ἦταν τότε, κι εἶναι ἀκόμη ἀπ᾽ ὅ,τι ξέρω, ὁ ἅγιος καί μεγάλος Γρηγόριος, αὐτός πού τόν λένε Διάλογο. ῾Η φήμη του ἔχει ξεπεράσει τά ὅρια τῆς πόλης πού εἶναι ἐπίσκοπος κι ὅλοι οἱ χριστιανοί προσβλέπουν σ᾽ αὐτόν σάν σέ πρότυπο. Κεφαλή μεγάλη στήν πίστη μας. ῎Εχουν γίνει γνωστά παντοῦ καί ἡ μεγάλη του ποιμαντική μέριμνα γιά τούς πιστούς καί ἡ διοργάνωση ἱεραποστολῶν γιά νά φέρει στήν ἀληθινή πίστη κι ἄλλους ἀνθρώπους καί τά ἁγιοπνευματικά ὅμως κείμενά του. Θεωρεῖται μεγάλος συγγραφέας πού αὐτά πού γράφει τρέφουν τούς χριστιανούς. Καί γι᾽ αὐτόν λοιπόν θέλησα νά πάω. Εὐχήθηκα μάλιστα πολύ στόν Θεό νά μοῦ δώσει σημάδι ὅτι ἔχει εὐλογήσει τό προσκύνημά μου, φέρνοντας στόν δρόμο μου τόν ἅγιο αὐτόν᾽.

῾Λοιπόν, παιδιά μου, ἀφοῦ εἶχα κάνει τό προσκύνημα στούς τάφους τῶν ἀποστόλων τοῦ Κυρίου καί μέ δάκρυα στά μάτια εὐλογοῦσα τήν ὥρα πού τά χείλη μου ἀσπάζονταν τό χῶμα πού εἶχαν θαφτεῖ, προχώρησα καί πῆγα στό κέντρο τῆς πόλεως. ᾽Ατένιζα ὥρα τήν μεγάλη Πόλη, μέ τούς φαρδεῖς δρόμους, τίς πλατεῖες, τά ἀγάλματα, ἀλλά ἡ σκέψη μου ἦταν, ὅπως σᾶς εἶπα, στά χρόνια πού οἱ ἀπόστολοι βρίσκονταν ἐκεῖ. Τότε ἦταν πού ἄκουσα κάποιον ξεχωριστό θόρυβο καί εἶδα συνωστισμένους ἀνθρώπους λίγο πιό πέρα ἀπό ἐκεῖ πού καθόμουν, πού μέ τό δέος ζωγραφισμένο στά μάτια τους ἅπλωναν τά χέρια τους νά χαιρετίσουν κάποιον.

᾽Αλλά κι ἐκεῖνος σάν νά μέ εἶδε. Εἶδε τήν καλογερική μου ἀμφίεση, κατάλαβε ὅτι εἶμαι προσκυνητής καί στράφηκε ὁλόκληρος πρός τό δικό μου μέρος, ἐρχόμενος σέ μένα.

Κατανύχθηκα. Βρέθηκα πρόσωπο πρός πρόσωπο μ᾽ ἕναν ἅγιο τοῦ Θεοῦ. Αἰσθάνθηκα πολύ ἔντονα τί θά πεῖ ταπείνωση καί τί σημαίνουν τά λόγια τοῦ Κυρίου πού ᾽Εκεῖνος πρῶτος τά ἔβαλε σέ ἐφαρμογή: ῾ὅποιος θέλει νά εἶναι πρῶτος ἀνάμεσά σας, ἄς εἶναι τελευταῖος ὅλων καί δοῦλος᾽.

Εἶχα μένει ἀκίνητος. Τά δάκρυα κυλοῦσαν ἀνεμπόδιστα στό πρόσωπό μου καί δόξαζα τόν Θεό πού χάρισε στόν δοῦλο Του Γρηγόριο τέτοια ταπείνωση πρός ὅλους κι ἐλεημοσύνη καί ἀγάπη᾽.


Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.