ΤΟ ΠΡΟΣΚΟΜΜΑ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
Συγγραφέας: kantonopou στις 24 Φεβρουαρίου, 2014
Στη ζωή πάντοτε υπάρχουν οι ισχυροί και οι αδύναμοι. Η ισχύς δεν έχει να κάνει μόνο με την σωματική δύναμη ή την εξουσία σε κοινωνικό, πολιτικό, παγκόσμιο ή και επαγγελματικό και διαπροσωπικό επίπεδο. Υφίσταται και στη σχέση του ανθρώπου με την Εκκλησία και εκείνους που αυτή έχει ορίσει να είναι επικεφαλής των ανθρώπων, όχι μόνο λειτουργικά και πνευματικά, αλλά και χάρις στην προσωπικότητά τους. Υπάρχουν στην Εκκλησία οδοδείκτες, σημεία αναφοράς. Αυτοί είναι οι Επίσκοποι, οι πνευματικοί πατέρες, οι ιερείς στις Ενορίες, αλλά και εκείνοι οι πνευματικοί άνθρωποι, οι οποίοι χάρις στη γνώση, την πνευματική τους πρόοδο, την αφιέρωσή τους στο έργο του Θεού έχουν ξεχωρίσει, μολονότι, την ίδια στιγμή, δεν υπάρχει κάτι που να μην τους δόθηκε από τον Θεό για να διακονούν τους αδελφούς τους τούς ελαχίστους, να ποιμαίνουν το ποίμνιο του Κυρίου, να βόσκουν τα πρόβατά του (Ιωάν. 21, 15-17). Απέναντι στους ποιμένες οι πιστοί οφείλουν υπακοή, σεβασμό, αναγνώριση στο έργο του Θεού το οποίο επιτελούν. Όμως και οι ποιμένες οφείλουν να έχουν υπόψιν τους ότι επειδή είναι τύπος Χριστού στο ποίμνιό τους, δεν πρέπει να επιτρέπουν στον εαυτό τους να καθιστά την εξουσία που τους δόθηκε «πρόσκομμα τοις ασθενέσιν» (Α’ Κορ. 8, 9).
Ο Απόστολος Παύλος κάνει αυτή την αναφορά προς τους Κορινθίους, καθότι βλέπει το πρόβλημα της τροφής από τα ειδωλόθυτα ποια αναστάτωση δημιουργεί στην κοινότητα της Κορίνθου. Δεν είναι οι τροφές βεβαίως που καθορίζουν τη θέση του ανθρώπου έναντι του Θεού. Το αν οι Κορίνθιοι φάνε το κρέας από τις θυσίες των ειδώλων δεν τους καθιστά ειδωλολάτρες. Από την άλλη, υπήρχε μία μερίδα, αδύναμη στην πίστη, η οποία υποστήριζε ότι αυτό συνέβαινε. Και ο Παύλος βλέπει τα επουσιώδη, τις λεπτομέρειες οι οποίες κρίνουν όχι την πίστη, αλλά την αγάπη των ποιμένων, και προτείνει σ’ αυτούς, ακόμη κι αν η πίστη τους είναι τόσο ισχυρή, ακόμη κι αν έχουν την εξουσία να μη φάνε από το κρέας των ειδώλων, να μην το κάνουν, για να θεραπεύσουν το λογισμό του σκανδαλισμού των αδελφών τους.
Πόσο οι άλλοι μπορούν να ρυθμίζουν την συμπεριφορά μας; Να συνδέουν την πίστη στο Χριστό με ασήμαντα και επουσιώδη και να γίνεται η εξουσία μας πρόσκομμα στο να ακολουθήσουν τη ζωή της Εκκλησίας; Πόσο οι χριστιανοί έχουμε υποχρέωση απέναντι στους ανθρώπους που βρίσκονται εκτός της Εκκλησίας να συμμορφωνόμαστε με τον τρόπο που αυτοί θέλουν να βλέπουν τη ζωή της πίστης, για να μην σκανδαλίζονται και γινόμαστε αφορμή με την εξουσία που έχουμε εκείνοι να απορρίπτουν το όνομα του Θεού;
Ο Παύλος θέτει τρεις προϋποθέσεις. Πρώτα αναφέρεται στη ζωή της ίδιας της κοινότητας. Δεν ζητά προσαρμογή του τρόπου που οι ποιμένες ποιμαίνουν στα δεδομένα του κόσμου. Ο χριστιανός δεν μπορεί να σκέφτεται και να δρα με βάση το πώς και το τι επιθυμούν όλοι εκείνοι οι οποίοι ισχυρίζονται ότι πιστεύουν, αλλά στην ουσία απέχουν από τη ζωή της εκκλησιαστικής κοινότητας, την Επισκοπή, την ενορία, την μονή. Οι άνθρωποι έχουν γνώμη επί παντός. Αυτό στην εποχή μας έχει επιταθεί με την παντοδυναμία των ΜΜΕ. Κριτήριο στις πράξεις των πολλών είναι το τι θα ειπωθεί, πώς θα σχολιασθεί και τι θα γραφτεί και θα αναρτηθεί για τα έργα τους. Όμως τον άνθρωπο έχει δικαίωμα να τον κρίνει μόνο ο Θεός. Επειδή όμως η ζωή μας συνδέεται με τον κόσμο και την κοινωνία, σε ό,τι αφορά τα της πίστεως δικαίωμα κρίσης και διάκρισης του τι μπορεί να γίνει και τι όχι έχουν αυτοί που ανήκουν στην κοινότητα, αυτοί που παλεύουν μαζί του στο δρόμο και τον τρόπο του Θεού και προς εκείνους ο κάθε χριστιανός και ιδιαιτέρως εκείνος που έχει την εξουσία πρέπει να στρέφεται. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο λόγος του Θεού και η ζωή των χριστιανών έχει να κάνει μόνο με τους εντός της εκκλησιαστικής κοινότητας. Στους εκτός όμως τις περισσότερες φορές αρκεί η αγάπη και η τήρηση του μέτρου στη ζωή των χριστιανών. Δεν βλέπουν και δεν θέλουν να δούνε κάτι περισσότερο.
Η δεύτερη προϋπόθεση είναι η ίδια η φύση της εξουσίας που δίδεται στους εν υπεροχή όντας στη ζωή της Εκκλησίας. Η εξουσία δεν είναι μία δυναστική συμπεριφορά ή η αντανάκλαση της προσωπικής προόδου στην πίστη, η οποία γίνεται αφορμή τονισμού της υπεροχής στους πιστούς, χωρίς να λαμβάνει υπόψιν την πνευματική τους κατάσταση.Ο Παύλος ζητά από τους πιο προχωρημένους να συγκαταβαίνουν στην αδυναμία των ασθενούντων. Να μην τους προκαλούν, αλλά να εργάζονται, ώστε και αυτοί να διακρίνουν τι είναι ουσιώδες και τι όχι. Αυτή είναι η αγάπη. Λαμβάνει υπόψιν τις ανάγκες όλων σε μία κοινότητα και δεν λειτουργεί με υπεροψία. Η επίγνωση τι σημαίνει πίστη κάνει τον επιγνόντα να βάζει τον εαυτό του στη θέση του πιο αδύναμου, Αυτό δεν σημαίνει συμβιβασμό με την αδυναμία, αλλά αγώνα ώστε σταδιακά και εκείνοι να ζήσουν την ουσία της πίστης.
Τέλος, η εξουσία δεν έγκειται τόσο στην άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτήν, αλλά στην αναστολή τους, στην παραίτηση χάριν της αγάπης. Ο ποιμένας δεν παραιτείται από την πίστη ή τη θέση του στη ζωή της Εκκλησίας, αλλά από δικαιώματά του τα οποία δυσκολεύουν τους πιο αδύναμους. Προτιμά να στερηθεί ο ίδιος παρά να γίνει εμπόδιο στο να χαθούν οι αδύναμοι από τη ζωή της Εκκλησίας. Και η στέρηση αυτή έχει να κάνει με το πώς βλέπει ο ποιμένας την παράδοση της Εκκλησίας, τη σχέση της πίστης με το παρελθόν, αλλά και το πώς μπορεί να κτίσει πρόοδο στη ζωή και τον τρόπο με τον οποίο όλοι βλέπουν την ίδια την πίστη. Συχνά οι ποιμένες αρκούνται στο να μεταφέρουν την παράδοση χωρίς να την επικαιροποιούν με βάση τις ανάγκες του σήμερα. Από την άλλη η όποια επικαιροποίηση χρειάζεται να έχει μέτρο, ώστε να μην υπερβαίνει τις δυνατότητες πρόσληψής της από τους λιγότερο δυνατούς. Ο ποιμένας κηρύττει, ρίπτει δηλαδή τον σπόρο της πίστης με τον τρόπο που αυτή μπορεί να απευθυνθεί στο σήμερα, αλλά και με βάση τι είναι ουσιώδες. Είναι όμως έτοιμος να αναστείλει το δικαίωμά του να εφαρμόσει αυτό που η πίστη δεν απαγορεύει, για να έρθει το πλήρωμα του χρόνου. Το ζήτημα των ειδωλοθύτων λύθηκε οριστικά στην Εκκλησία με την κατάργηση της ειδωλολατρίας. Ο Θεός γνωρίζει το πότε η όποια επικαιροποίηση μπορεί να γίνει αποδεκτή από τους πιστούς.
Εξουσία στην Εκκλησία σημαίνει θυσία και ταπείνωση. Σημαίνει διάκριση και συγκατάβαση. Σημαίνει πρωτίστως συνάντηση προσώπων που πιστεύουν, στα πλαίσια μιας εκκλησιαστικής κοινότητας. Και τα τρία σημεία έχουν να κάνουν με την αγάπη. Αυτή που οδηγεί τον άνθρωπο στην οδό της Βασιλείας των Ουρανών, αυτή που πάντοτε θα είναι και θα πρεσβεύει η Εκκλησία.
Κέρκυρα, 23 Φεβρουαρίου 2014
π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.