Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ (9 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ)
Συγγραφέας: kantonopou στις 12 Φεβρουαρίου, 2014
Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ (9 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ)
Ο υμνογράφος του αγίου Νικηφόρου Θεοφάνης, στο εξαποστειλάριο του όρθρου μας δίνει με μία φράση το στίγμα του αγίου: «Νικηφόρε, φάνηκες νικητής όπως λέει το όνομά σου, γιατί νίκησες τους τυράννους στην αγάπη και στο μαρτύριο. Γι’ αυτό και δέχτηκες το στεφάνι της νίκης από τον Κύριο» («Φερώνυμος εδείχθης της νίκης, ω Νικηφόρε, αγάπη και μαρτυρίω, νενικηκώς τους τυράννους∙ όθεν και νίκης το στέφος εδέξω παρά Κυρίου»). Πράγματι, οι ύμνοι της Εκκλησίας μας κυμαίνονται ακριβώς επάνω στα δύο αυτά: τη νίκη του αγίου με βάση την εντολή του Κυρίου, την αγάπη – όταν μάλιστα αγωνιζόταν να συμφιλιωθεί με τον ιερέα Σαπρίκιο, ο οποίος τον εχθρευόταν – τη νίκη του και στο μαρτύριο, διότι δεν δίστασε διόλου να ομολογήσει την πίστη του με τίμημα την ίδια του τη ζωή. Αυτό σημαίνει ότι ο άγιος Νικηφόρος, απλός άνθρωπος, χωρίς αξιώματα, χωρίς θέσεις, αλλά με επίγνωση του σπουδαιοτέρου γεγονότος στη ζωή ενός πιστού: να μένει σταθερός στην πίστη του, έδειξε έμπρακτα ότι η ζωή του ήταν θεμελιωμένη στην πρώτη και σπουδαιότερη εντολή του Κυρίου, την αγάπη, με τη διπλή της διάσταση: την προς τον Θεό και την προς τον συνάνθρωπο.
Ο άγιος Θεοφάνης υπενθυμίζει για πολλοστή φορά, μια που του δίνεται η ευκαιρία κατεξοχήν σήμερα με τον άγιο Νικηφόρο, ότι οι δύο αγάπες, προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, είναι στην ουσία μία: κανείς δεν μπορεί να έχει τη μία αγάπη χωρίς την άλλη. Αγαπά κανείς τον Θεό σημαίνει ότι αγαπά ταυτοχρόνως και τον συνάνθρωπό του, έστω και τον εχθρό του∙ αγαπά κανείς τον συνάνθρωπο σημαίνει ότι αγαπά ταυτοχρόνως και τον Θεό. Κι αυτό γιατί ο Θεός «αγάπη εστί». Είναι αυτό που κηρύσσει διαπρυσίως ο ευαγγελιστής της αγάπης, ο άγιος Ιωάννης, όταν σημειώνει ότι «αυτός που λέει ότι αγαπά τον Θεό, αλλά μισεί τον συνάνθρωπό του, ψεύστης εστίν». Δεν είναι δυνατόν λοιπόν κανείς να ξεφεύγει από την αγάπη, χωρίς να χάνει την επαφή του με τον Θεό. Στο δοξαστικό μάλιστα των στιχηρών του εσπερινού η αλήθεια αυτή τονίζεται εμφαντικά: «Έδειξες σε όλους φανερά, αθλητά Νικηφόρε, ότι αυτός που δεν αγαπά τον πλησίον ούτε και τον Δεσπότη Χριστό μπορεί να αγαπήσει. Γι’ αυτό ακριβώς, συ ο ίδιος αγάπησες ειλικρινά τον ομόδουλό σου Σαπρίκιο, οπότε με την αγάπη αυτή πέταξες σαν να είχες φτερά και προς τον θείο έρωτα και έδωσες τη ζωή σου χάριν της ομολογίας και της πίστεως στον Χριστό. Ο δυσώνυμος όμως Σαπρίκιος, που κράτησε άσπονδο μίσος απέναντί σου, φάνηκε τελικά αρνητής και του Δεσπότη Χριστού» («Έδειξας πάσιν εμφανώς, αθλητά Νικηφόρε, ότι τον πλησίον ο μη φιλών, ούτε τον Δεσπότην αγαπήσαι δύναται∙ διόπερ, αυτός μεν ειλικρινώς αγαπήσας Σαπρίκιον τον ομόδουλον, εντεύθεν και προν τον θείον ανεπτερώθης έρωτα, και την ψυχήν σου τέθεικας υπέρ της εις Χριστόν ομολογίας και πίστεως. Σαπρίκιος δε ο δυσώνυμος, άσπονδον προς σε το μίσος κτησάμενος, αρνητής εδείχθη και του Δεσπότου Χριστού»).
Ίσως όμως σήμερα, εκείνο που παραξενεύει περισσότερο δεν είναι η αγάπη του αγίου Νικηφόρου. Αυτός με τη χάρη του Θεού την απέδειξε έμπρακτα, στεφανώθηκε, κέρδισε τον Παράδεισο, πρεσβεύει υπέρ ημών. Το παραδοξότερο είναι η δαιμονική άρνηση του ιερέα Σαπρικίου να δώσει συγχώρηση στον τέως φίλο του Νικηφόρο, κάτι που τον έκανε να ξεπέσει και από την αγάπη του Θεού και του στέρησε όχι μόνο τη θριαμβευτική είσοδό του ως μάρτυρα στη Βασιλεία του Θεού, αλλ’ ούτε και την απλή σωτηρία του. Από εκεί που υπομένει τόσα βασανιστήρια, που ομολογεί με γενναιότητα την πίστη του, να γίνεται στον επίλογο δειλό ανθρωπάκι και αρνησίχριστος. Την παραδοξότητα αυτή σημειώνει και ο υμνογράφος: «Ο Σαπρίκιος που δεν φύλαξε τους θεσμούς σου, Σωτήρα Κύριε, γυμνώνεται από της θεία Σου χάρη. Κι αφού υποχώρησε στους εχθρούς, στερείται ο δειλός από τη δόξα των μαρτύρων Σου. Γι’ αυτό και μένουμε έκπληκτοι από τη δίκαιη πρόνοιά Σου, οπότε φωνάζουμε δυνατά: Δόξα στη δύναμή Σου» («Ο τους θεσμούς σου μη φυλάξας Σαπρίκιος, σης γυμνούται, Σώτερ, θείας χάριτος∙ και τοις εχθροίς νώτα δεδωκώς, της των σων μαρτύρων στερείται δόξης ο δείλαιος∙ διο σου της δικαίας εκπλαγέντες προνοίας∙ τη δυνάμει σου δόξα κραυγάζομεν») (ωδή δ΄).
Πέρα από τη δοξολογία του ονόματος του Θεού που δοξάζει τους μάρτυρές Του, ο θρήνος και ο φόβος είναι τα αισθήματα που δημιουργεί η περίπτωση του Σαπρικίου. Ποιος μπορεί να καυχηθεί για το όποιο αξίωμά του στην Εκκλησία, για τα κηρύγματά του, για τη δράση του, για τη θαρραλέα ακόμη πίστη του; Ο Σαπρίκιος τα είχε αυτά: ήταν ιερέας, κήρυσσε και δρούσε ιεραποστολικά, ομολογούσε την πίστη του με θάρρος. Το κριτήριο όμως είναι άλλο: απολύτως και μόνον η αγάπη, που αποδεικνύεται έμπρακτα ως συγχώρηση προς τον κάθε συνάνθρωπο. Τα πάντα μπορεί κανείς να έχει ως αρετές. Δεν έχει το ένα «ου εστί χρεία», την αγάπη, δεν έχει τίποτε. Γι’ αυτό και αφενός κανείς δεν μπορεί να καυχηθεί για οτιδήποτε: η αληθινή αγάπη φυτρώνει εκεί που υπάρχει το έδαφος της ταπείνωσης, αφετέρου το μαρτύριο από μόνο του δεν σώζει. Και στην περίπτωση ακόμη που ο Σαπρίκιος έδινε τη ζωή του για τον Χριστό, δεν θα ήταν χριστιανός μάρτυρας. Ο χριστιανός μάρτυρας πεθαίνει, αλλά χωρίς ίχνος μίσους και έχθρας μέσα του. Το λέει σαφέστατα και ο απόστολος Παύλος: «και εάν παραδώ το σώμα μου, ίνα καυθήσωμαι, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι». Και να καεί το σώμα μου για την πίστη μου, χωρίς αγάπη η θυσία αυτή δεν με ωφελεί.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.